Παρασκευή, Φεβρουαρίου 21, 2025

οι θριαμβεύτριες, Λετισιά Κολομπανί

     Συναρπαστικό κι αυτό το τρυφερό βιβλίο της Λετισιά Κολομπανί, που, όπως και «Η πλεξούδα» , αγγίζει σε βάθος τον κόσμο των γυναικών και της δύσκολης κοινωνικής θέσης τους σήμερα, όχι μόνο στον δυτικό κόσμο αλλά σε όλη την υφήλιο. Στο «Οι θριαμβεύτριες» όμως (Victorieuses στα γαλλικά, δηλ. νικήτριες), δεν προσεγγίζεται αποκλειστικά η διαφορετικότητα των γυναικών, αλλά μπαίνουν στο επίκεντρο της αφήγησης ζητήματα ευρύτερα μειονοτικά, όπως η φτώχεια, η προσφυγιά, η σεξιστική κακοποίηση, η έμφυλη ταυτότητα, ο κοινωνικός αποκλεισμός. Στον αντίποδα, έχουμε τις προσπάθειες αλληλεγγύης και εθελοντισμού από ευαισθητοποιημένους πολίτες, που -προσπαθούν να- γεφυρώνουν το κοινωνικό χάσμα των ανισοτήτων, της ψαλίδας που, όπως βλέπουμε, στην εποχή μας γίνεται όλο και μεγαλύτερη.
     Ναι, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι ένα βιβλίο «στρατευμένο», ελαφρώς διδακτικό αλλά είναι τόσο έξυπνο, πρωτότυπο, διεισδυτικό και με έμφαση στον συναισθηματικό κόσμο της ηρωίδας πρώτα πρώτα αλλά και των υπόλοιπων ηρώων, που αυτή η στρογγυλεμένη αίσθηση δημιουργικής γραφής ξεχνιέται γρήγορα. Άλλωστε, διαβάζουμε από το βιογραφικό της συγγραφέα ότι είναι ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτιδα και θεατρική συγγραφέας, είναι λοιπόν αβίαστα συνυφασμένη η γραφή με παραστατικότητα και ψυχογραφική ζωντάνια.
     Στο βιβλίο παρακολουθούμε δυο παράλληλες ιστορίες, με δύο διαφορετικές γυναίκες να πρωταγωνιστούν, την Μπλανς και τη Σολέν. Η βασική πρωταγωνίστρια είναι στο «σήμερα», η Σολέν, 40 χρονών πολύ πετυχημένη και φιλόδοξη δικηγόρος (δεν ανήκε στις γυναίκες όπου ονειρεύονται να γίνουν μητέρες), που μετά από μια αποτυχημένη δικαστική υπόθεση (εξαιτίας της οποίας ο πελάτης της αυτοκτόνησε σχεδόν μπροστά στα μάτια της), παθαίνει burn out και σταματά τη δουλειά (η Σολέν δεν είχε διακρίνει πάνω του την απελπισία, την κατάρρευση, τη βόμβα που ήταν έτοιμη να εκραγεί. Το σοκ προκάλεσε έκρηξη και στη δική της ζωή). Η Σολέν ακολουθεί για ένα μακρύ διάστημα ψυχιατρική αγωγή αλλά φαίνεται ότι αυτό το ακραίο περιστατικό την κάνει να αναθεωρήσει όλη της τη ζωή, όλες τις προηγούμενες αξίες. Υποφέρει από «κρίση νοήματος» όπως λέει ο γιατρός της, και την συμβουλεύει να αφήσει στην άκρη τον εαυτό της, να στραφεί προς τους άλλους/ να νιώσει χρήσιμη σε κάτι ή σε κάποιον.
     Έτσι, με βαριά καρδιά στην αρχή, με επιφύλαξη, ανασφάλεια και αμηχανία, η Σολέν αποδέχεται εντέλει τη θέση του «δημόσιου γραφέα» (οι λέξεις αυτές είναι ισχυρές. Είναι ωρολογιακές βόμβες) στον σύλλογο «Η πένα της αλληλεγγύης», σε μια εστία για «γυναίκες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες». Για μια ώρα τη βδομάδα θα βοηθάει τις γυναίκες αυτές να συντάξουν επιστολές ή να προχωρήσουν σε γραφειοκρατικές διαδικασίες.
     Το «Μέγαρο των Γυναικών»
Η Μπλανς λειτουργεί σαν αντηχείο στη δυστυχία του άλλου.
Ερχόμενη σ’ επαφή μαζί του,
η οδύνη αυτή αντανακλάται,
πολλαπλασιάζεται επ’ άπειρον.
     Το «Μέγαρο των Γυναικών» που στεγάζει τη δομή αυτή, είναι ένα ιστορικό κτίσμα που ιδρύθηκε με απίστευτες δυσκολίες στις αρχές του αιώνα από ένα πολύ δυναμικό ζευγάρι, την Μπλανς και τον Αλμπέν Περόν, μέλη του Στρατού της Σωτηρίας[1] (υπαρκτή οργάνωση) που υπήρχε από το 1865, ξεκίνησε από την Αγγλία (Γουίλλιαμ Μπουθ) και λειτουργεί μέχρι σήμερα σε 133 χώρες (και στην Ελλάδα). Η συγγραφέας, θεώρησε σκόπιμο στα πλαίσια του θέματός της, που είναι ουσιαστικά η δύναμη του εθελοντισμού και του ανθρωπισμού, να αναφερθεί εκτενώς στη δραστηριότητα αυτού του ζευγαριού, και ιδιαίτερα της χαλκέντερης «πολεμίστριας» Μπλανς, που γνώρισε την κόρη του ιδρυτή του Στρατού της σωτηρίας, την «Αρχιστράτηγο» Κάθριν, εντυπωσιάστηκε και έταξε τον εαυτό της στον ιερό αγώνα να «καταπολεμήσει τη μιζέρια παντού, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής ή θρησκευτικών πεποιθήσεων».
     Η συγγραφέας αφιερώνει αρκετά εμβόλιμα κεφάλαια όπου με φλας μπακ μεταφερόμαστε στα 1925, όταν η Μπλανς είναι πια μεγάλη και άρρωστη με πνευμονική λοίμωξη, αλλά δεν έχει καμφθεί καθόλου ο ζήλος και η αποφασιστικότητά της. Ανατρέχουμε στη ζωή της που ήταν πάντα στρατευμένη, γιατί υπηρετεί με ζήλο και απίστευτο ενθουσιασμό τον «ιερό σκοπό» από 21 χρονών. Έχει γνωρίσει τον Αλμπέν από το 1888 (μαθητευόμενος στη Στρατιωτική Σχολή της Γενεύης), ο οποίος την ερωτεύεται κεραυνοβόλα (διαθέτει μια παράξενη ομορφιά , μια ομορφιά που ακόμα δεν έχει ανακαλύψει ούτε η ίδια), και παρόλο που έχει δηλώσει ότι δεν θέλει γάμους και παιδιά, η Μπλανς τον παντρεύεται και κάνουν… έξι παιδιά.
    Στο βιβλίο περιγράφονται με γλαφυρότητα οι πράξεις και ο χαρακτήρας της Μπλανς, γιατί είναι μια προσωπικότητα ξεχωριστή, όπως λογικά υπήρχαν πολλές εκείνη την εποχή, μια περίπτωση γυναίκας που ξέφευγε από τον μέσο όρο και προώθησε το γυναικείο ζήτημα. Είναι τύπος αθλητικός, που δεν διστάζει να μάθει ποδήλατο παρόλο που την εποχή εκείνη θεωρούνταν επιβλαβές για τις… γυναίκες (τις έχει γραμμένες στα παλιά της παπούτσια αυτές τις θεωρίες των οποίων ο μοναδικός σκοπός είναι, καθώς λέει, να παραμείνουν οι γυναίκες υποταγμένες και κατώτερες), με πείσμα υπερασπίζεται το φύλο της αρνούμενη να δεχτεί ότι είναι «αδύναμο», και γενικά, θα έλεγε κανείς (χωρίς να χρησιμοποιήσει ποτέ η συγγραφέας αυτή τη λέξη), ότι είναι μία από τις πρώτες φεμινίστριες, σε μια εποχή που έχουν μπει τα πρώτα σπέρματα του φεμινισμού.
     Μέσα λοιπόν από πολλές αντιξοότητες, ο Αλμπέν και η Μπλανς λειτουργούν με αυταπάρνηση τον Στρατό της Σωτηρίας στο Παρίσι (το Παρίσι θα αποτελέσει τη μεγάλη μάχη της ζωής της). Μετά από πολλά χρόνια δυσκολιών, θα ιδρύσουν το Μέγαρο του Λαού, που είναι κέντρο υποδοχής αστέγων καθώς και το Καταφύγιο των Γυναικών, επίσης χώρους φιλοξενίας σε πολλές επαρχιακές πόλεις, το Ερμάρι των Φτωχών και το Συσσίτιο του Μεσονυκτίου!
     Είναι γνωστή η φτώχεια κι η μιζέρια στις υποβαθμισμένες γειτονιές του Παρισιού (βλ. «Οι άθλιοι» του Ουγκό), κι έρχεται η στιγμή που οι χώροι αυτοί δε επαρκούν. Η φράση που απευθύνεται σε νεαρή άπορη μητέρα με νεογέννητο στην αγκαλιά «τώρα το μόνο που σου μένει είναι να το πετάξεις σε κανέναν υπόνομο», είναι η ώθηση που θα πυροδοτήσει την Μπλανς (οι λέξεις αυτές θα τη στοιχειώσουν) και τον Αλμπέν να κάνουν τα αδύνατα δυνατά ώστε να λύσουν το πρόβλημα: στην καρδιά του Παρισιού θα ανακαλύψουν εγκαταλελειμμένο πενταώροφο κτίριο 743δωματίων σε αχρησία (Ντύσου. Φεύγουμε). Το ότι κοστίζει εκατομμύρια κι ότι χρειάζεται άλλα τόσα για επισκευές, είναι κάτι που η Μπλανς δεν το σκέφτεται, ή μάλλον, δεν μπαίνει εμπόδιο στην ορμητικότητά της (πρόκειται για πραγματικό άρμα μάχης. Όταν της μπαίνει μια ιδέα στο μυαλό, τίποτα δεν τη σταματά!) Πράγματι, με πρωτοβουλία κυρίως της Μπλανς, κινούν γη και ουρανό για να αγοραστεί το κτίριο αλλά και να χρηματοδοτηθεί αυτό το κολοσσιαίο και ουτοπικό εγχείρημα.
     Ποτέ δεν σταματούν οι κακουχίες και «ποτέ δεν αρκεί τίποτα» για την Μπλανς, που θεωρεί ότι κάθε παιδί που κινδυνεύει είναι σαν δικό της παιδί, και πέφτει με τα μούτρα στο να φέρει σε πέρας αυτόν τον άθλο (πρέπει να βρεθούν επτά εκατομμύρια φράγκα). Με ύφος και ήθος πολέμαρχου, ξεδιπλώνει τις ρητορικές της ικανότητες σε λόγους, διαλέξεις, συναντήσεις, άρθρα -όπου έχουμε την επιτομή, την ουσία του εθελοντισμού και της ανθρωπιάς (μου είναι αδύνατον να βλέπω κάποιον να υποφέρει δίχως να αναρωτηθώ δύο πράγματα: για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι μπορώ να κάνω για να τον βοηθήσω). Και φυσικά, με δωρεές, δάνεια και υποστήριξη από υψηλά πρόσωπα, σ’ένα Παρίσι όπου υπάρχουν πέντε χιλιάδες άστεγοι, το καταφέρνει! Όχι βέβαια χωρίς δυσκολίες και προσωπικό κόστος…
     Αυτός ο χώρος ανήκει στις γυναίκες
Η Μπλανς θα επιστρέψει στις γυναίκες όλα αυτά που τους εκλάπησαν
     Αυτός ο χώρος λοιπόν για τον οποίο αγωνίστηκε τόσο πολύ το ζεύγος Αλμπέν, με 743 δωμάτια που μετατράπηκαν σε ανεξάρτητα δωμάτια με κουζίνα- μπάνιο, στεγάζονται οι γυναίκες που καλείται να βοηθήσει η καταρρακωμένη Σολέν έναν αιώνα περίπου μετά. Είναι το Μέγαρο των Γυναικών, που εγκαινιάστηκε στα 23 Ιουνίου του 1926, ένα καταφύγιο για όλες τις γυναίκες που η ζωή τούς φέρθηκε σκληρά, και που η κοινωνία τις έβαλε στο περιθώριο.
     Πράγματι, την εποχή που η Σολέν αποφασίζει να ασχοληθεί, στο Μέγαρο στεγάζονται γυναίκες βιασμένες, κακοποιημένες, ανύπαντρες μητέρες, μητέρες που κρίθηκαν ακατάλληλες για τη μητρότητα και τους πήραν το παιδί, πρόσφυγες που δεν ξέρουν τη γλώσσα, προσωπικότητες διαταραγμένες από τις κακουχίες κλπ.
     Η συγγραφέας πολύ αριστοτεχνικά ψυχογραφεί την κεντρική ηρωίδα της, μια γυναίκα μεγαλωμένη στον δυτικό κόσμο με τον γνωστό αστικό τρόπο ζωής, που, όταν αποφασίζει πια να κολυμπήσει στα βαθιά νερά, βρίσκει αμέτρητες δυσκολίες. Αρχικά την αντιμετωπίζουν με αδιαφορία που αγγίζει την καχυποψία. Την πρώτη μέρα μάλιστα φεύγει χωρίς να έχει προσφέρει τίποτα, κανείς σχεδόν δεν την πρόσεξε καν (η Σολέν ένιωσε γελοία και, ακόμη χειρότερα, άχρηστη)! Καθώς περνούν οι μέρες των επισκέψεων (κάθε Πέμπτη), η Σολέν βρίσκεται κάθε φορά μπροστά σε μια καινούργια έκπληξη, μια απροσδόκητη κατάσταση, που την βάζει σιγά σιγά σ έναν άλλον κόσμο αξιών, μακριά απ' τον κόσμο των δικηγόρων, της νομικής και της καριέρας (Η νομική σου ανοίγει όλους τους δρόμους, είχε προσθέσει η μητέρα της. Ήταν ψέμα. Η νομική δεν σου ανοίγει κανέναν δρόμο). Παρόλα τα προβλήματα, την απάθεια, την επιθετικότητα κάποιες φορές η Σολέν συνειδητοποιεί ότι κλεισμένη στη δική της καθημερινότητα και στα προβλήματά της, δεν είχε αντιληφθεί τι συμβαίνει στον κόσμο. Δεν είχε συνειδητοποιήσει, παρόλο που θεωρητικά βέβαια ήξερε για την ανέχεια που μαστίζει τις μεγάλες μάζες, πόσο πολύτιμο είναι ένα 2ευρο για κάποιες κατηγορίες ανθρώπων…
     Καθώς η λοιπόν η Σολέν προσαρμόζεται στις τόσο διαφορετικές απαιτήσεις της νέας αυτής εργασίας, αποκτά ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό με πολλές απ’ αυτές τις γυναίκες, και γνωρίζουμε κι εμείς από κοντά περιπτώσεις άλλες τραγικές, άλλες ιδιαίτερες, άλλες συγκινητικές: η Σέρβα Σβετάνα που θέλει να γράψει επιστολή διαμαρτυρίας στην βασίλισσα Ελισάβετ, η απρόσιτη Βιβιάν με τα πλεχτά της, η Αφρικάνα Μπίντα που αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα της με την μικρή της κόρη Σουμέγια για να μην υποστεί κλειτοριδεκτομή, εγκαταλείποντας όμως τον μικρό της γιο (η καρδιά της έχει κοπεί στα δύο, διχασμένη ανάμεσα στην Αφρική και τους τοίχους αυτής της εστίας), η Ίρις που ήταν Λουί και γνώρισε την κακοποίηση και την πορνεία, η πάντα θυμωμένη κι ευέξαπτη Σύνθια
     Δεν είναι όλα ρόδινα, δεν είναι πάντα αποδεκτή η Σολέν, αντιμετωπίζει πολλές φορές απότομη συμπεριφορά ή σιωπή. Η επίθεση της Σύνθιας πέφτει πάνω της σαν καταπέλτης και την κάνει κουρέλι, και είναι σα ν’ ακούμε όλες τις κατηγόριες του τρίτου κόσμου προς τον δικό μας, άψογο για λίγους, δυτικό πολιτισμό:
     Είσαι εδώ, αλλά είσαι εντελώς άχρηστη. Γιατί έρχεσαι λοιπόν; Βαριέσαι σπίτι σου κι έρχεσαι να μας δεις σαν αξιοθέατο; Βρίσκεις ωραίο θέαμα τη δυστυχία των άλλων; Σε κάνει να νιώθεις μεγαλύτερη ασφάλεια στη ζωούλα σου; Στη σκατένια ζωούλα που ζεις στην ωραία σου γειτονιά; (…) Έρχεσαι μια φορά τη βδομάδα, έτσι, για να περνάς τον καιρό σου, να χαζεύεις τη φτώχεια των άλλων από μακριά, για καμιά ωρίτσα: καθησυχάζεις έτσι τη συνείδησή σου και μετά γυρνάς σπιτάκι σου, κλείνεις την πόρτα και τα ξεχνάς όλα!
     Ακολουθούμε λοιπόν τον συναισθηματικό κόσμο της Σολέν σ’ όλες αυτές τις δοκιμασίες, παρακολουθούμε τα σκαμπανεβάσματά της και την ωρίμανση καθώς διευρύνεται ο κοινωνικός της ορίζοντας, και την βλέπουμε να γίνεται πιο δυναμική και αποφασιστική καθώς βιώνει εκείνη τη φράση του Ιβάν Οντουάρ που την είχε δει γραμμένη σ’ έναν τοίχο, και την σημάδεψε:
     Μακάριοι όσοι διαθέτουν μια ρωγμή, διότι έτσι αφήνουν από κεί το φως να περάσει.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Ο Στρατός της Σωτηρίας είναι Χριστιανική Ιεραποστολική Κίνηση, με ρίζες στον Μεθοδισμό, που ιδρύθηκε από τον Χριστιανό κήρυκα Γουίλιαμ Μπουθ το 1865 με το όνομα Χριστιανική Ιεραποστολή του Λονδίνου και το 1878 έγινε γνωστό με το όνομα Στρατός της Σωτηρίας https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%82_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A3%CF%89%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82

Δεν υπάρχουν σχόλια: