Πέμπτη, Ιανουαρίου 16, 2025

Matrix, Lauren Groff

Όλες οι πράξεις της δεν ήταν παρά μια απάντηση στο ερώτημα
τι θα μπορούσε να καταφέρει σε τούτον τον κόσμο,
αν την άφηναν ελεύθερη,
αν της έδιναν την ελευθερία που της άξιζε.
     Η Μαρία της Γαλλίας, που πρωταγωνιστεί σ’ αυτό το ευφάνταστο μυθιστόρημα, ήταν υπαρκτό πρόσωπο και, σύμφωνα με τις ελάχιστες ιστορικές πληροφορίες, έζησε τον 12ο αιώνα, περίπου την εποχή που τοποθετείται και από την συγγραφέα. Ήταν η πρώτη γυναίκα ποιήτρια της χώρας κι άφησε πίσω της ένα σημαντικό έργο[1], ωστόσο δεν είναι το συγγραφικό της έργο που προβάλλει στο βιβλίο αυτό η Λώρεν Γκροφ. Πρόκειται προφανώς για καθαρή μυθοπλασία, για μια φανταστική δηλαδή βιογραφία που μας μεταφέρει ωστόσο με αρκετή ζωντάνια στην δύσκολη αυτή εποχή του Μεσαίωνα, των δυναστειών και των σταυροφοριών. Διαβάζοντας κανείς αυτήν την βιογραφία, βλέπει όχι μόνο την καταπίεση του γυναικείου φύλου ανά τους αιώνες, αλλά μπορεί να υποθέσει, όπως έκανε και η συγγραφέας, ότι υπήρχαν λαμπρές, πρωτοπόρες προσπάθειες από «φωτισμένες» προσωπικότητες όπως η Μαρία, να καταπολεμήσουν τις ιδεοληψίες, και να προσεγγίσουν την ανεξαρτησία.
     Η λέξη «Matrix», γνωστή περισσότερη από την ταινία επιστημονικής φαντασίας του 1999, κυριολεκτικά σημαίνει μήτρα, πλέγμα, δίκτυο, και κατ’ επέκταση ιστό αράχνης όπου παγιδεύεται κάποιος[2]. Ένα τέτοιο πλέγμα σχέσεων και δυναμικών καταστάσεων, με αξιοθαύμαστη αυτάρκεια και ελευθερία σχέσεων έφτιαξε η πρωταγωνίστρια, η νεαρή, «μπάσταρδη βασιλοπούλα» Μαρία όταν αναγκάστηκε να εξοριστεί από την περιοχή όπου μεγάλωσε, και να αναλάβει ως προϊσταμένη το βασιλικό αβαείο μιας ασήμαντης πόλης της Αγγλίας, καθώς με εύσχημο τρόπο την έδιωξαν από την αυλή του βασιλιά και πατέρα της Γοδεφρείδου, όπου βασίλισσα ήταν η δαιμόνια δούκισσα Ελεονόρα, από την Ακουιτανία.
     Σύμφωνα με την Wikipedia «πολλές υποθέσεις έχουν γίνει για την ταυτότητα της Μαρίας, διάφορες θεωρίες την εμφανίζουν ως παράνομη κόρη του Γοδεφρείδου Ε΄ του Ανζού[3], γενάρχη της δυναστείας των Πλανταγενετών, οπότε και αδελφή του Ερρίκου Β΄ της Αγγλίας[4], ή ότι ήταν η Μαρία Μπέκετ, αδελφή του Αρχιεπισκόπου Τόμας Μπέκετ,[7] που γεννήθηκε μεταξύ 1125 και 1130».[8] Φαίνεται ότι η συγγραφέας προτίμησε την πρώτη εκδοχή, επομένως η Μαρία παρουσιάζεται ως ετεροθαλής αδερφή του νόμιμου διάδοχου της Αγγλίας, του Ερρίκου του Β΄, ο οποίος σε ηλικία 19 χρονών παντρεύτηκε την 32χρονη Ελεονόρα της Ακουιτανίας[5], μια πολύ δυναμική και μορφωμένη γυναίκα (θεωρείται μια από τις πιο ισχυρές γυναίκες του Μεσαίωνα στην Ευρώπη).
     Η Μαρία λοιπόν (το μπάσταρδο κοριτσόπουλο από τα βάθη του Μεν), γεννήθηκε, κατά την Γκροφ, το 1141 κι όταν ξεκινά η αφήγησή μας είναι 17 χρονών. Βρισκόμαστε λοιπόν στο 1158 όταν καλείται από την αυλή του Γουέστμινστερ, από την Ελεονόρα, να διευθύνει το βασιλικό αβαείο γιατί «είναι θέλημα θεού και της βασίλισσας». Είναι πανύψηλη και ξερακιανή -«νταρντάνα»- και σωματώδης, μάλλον δυνατή αλλά άχαρη (δεν υπάρχει ίχνος ομορφιάς, μονάχα σπιρτάδα και αχαλίνωτο πάθος), «κρεμανταλού», «χωρίς στάλα ομορφιάς και θηλυκότητας», ανίκανη επομένως σύμφωνα με τα κριτήρια της εποχής να βρει άντρα. Άλλωστε, γρήγορα αποκαλύπτεται ότι μάλλον αντιπαθεί το ανδρικό φύλο, ενώ νιώθει ερωτικά, σ’ όλο το βιβλίο, μόνο σε σχέση με γυναίκες. Η Μαρία είναι επίσης πολύ μορφωμένη για την εποχή, μιλά τέσσερις γλώσσες, ξέρει από λογαριασμούς και κτήματα, αλλά η πίστη της είναι μηδενική.
     Η βασίλισσα Ελεονόρα είναι πρόσωπο κλειδί, εφόσον η «αστραφτερή αγάπη» που τρέφει γι’ αυτήν η ηρωίδα μας αγγίζει την ερωτική έλξη, που στιγμές γίνεται ανεξέλεγκτο πάθος (ήθελε να δαγκώσει την τρυφερή σάρκα μέχρι να τρέξει αίμα, να κόψει το χέρι απ’ τον καρπό με το μαχαίρι της). Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να υπακούσει στην εντολή, που την κάνει να νιώθει ότι την πετούν από την αυλή σαν να είναι σκουπίδι. Η Μαρία αναλαμβάνει υπεύθυνα τον δύσκολο ρόλο της, και αναδεικνύεται μια πανέξυπνη γυναίκα που παραλαμβάνει ένα μοναστήρι γυναικών, πανάθλιο, βρώμικο, φτωχό, σε μια περιοχή σκοτεινή μέσα σε βάτους, λεηλατημένη από Δανούς και πλήρως εγκαταλελειμμένη από τον βασιλικό οίκο (…τούτο το μέρος που έμελλε να γίνει το ζωντανό κιβούρι της). Και… κάνει το θαύμα της. 
     Καθώς το βιβλίο διατρέχει όλον τον βίο της Μαρίας από την εφηβεία μέχρι τα βαθιά γεράματα, παρακολουθούμε βήμα-βήμα να συντελείται αυτό το θαύμα της μεταμόρφωσης του άθλιου αβαείου σε οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο.
     Η προσαρμογή της 17χρονης Μαρίας αρχικά είναι πολύ δειλή, καθώς αναγκάζεται να υποστεί στις στερήσεις και τις μοναστικές συνήθειες χωρίς μάλιστα να πιστεύει (πείνα, κρύο, ολονυχτίες, έλλειψη ρούχων και παπουτσιών, άβολο κρεβάτι, κλπ). Άλλωστε, είναι ακόμα δόκιμη, υποχρεωμένη να ακολουθεί τις σκληρές μεθόδους της «μαγίστρας», σ’ αυτό το «χοιροστάσιο που περνιέται για μοναστήρι». Στερείται όχι μόνο την υπηρέτριά της τη Σεσίλια αλλά και την παρουσία της βασίλισσας Ελεονόρας, στην οποία στέλνει φλογισμένα ποιήματα, όμως ποτέ δεν θα πάρει απάντηση (είναι και η μόνη αναφορά του βιβλίου στο ποιητικό της έργο). Η απελπισία, την περίοδο αυτήν της προσαρμογής, την ωθεί σε ζοφερές σκέψεις (σκέφτεται πολύ σοβαρά ν’ αφήσει τον εαυτό της να πεθάνει), ενώ ταυτίζει τη μοίρα της με το αιχμάλωτο αηδόνι που κρατούσε φυλακισμένο η Ελεονόρα (κελαηδούσε πάντοτε τα ίδια τραγούδια, με τον ίδιο μονότονο τρόπο, καμιά έμπνευση, καμιά ποικιλία. Η φαντασία του είχε φυλακιστεί μέσα στους τέσσερις τοίχους, την ελάχιστη φέτα ουρανού που φαινόταν απ’ το παράθυρο).
     Όταν πια η Μαρία γίνεται προϊσταμένη, όπως ήταν προγραμματισμένο, αρχίζει να καταργεί τις «αχρείαστες ταλαιπωρίες» (π.χ. προσευχές μέσα στη νύχτα πάνω σε αποκαΐδια για εξορκισμό). Ανακαλύπτει στα λογιστικά βιβλία άπειρες ατασθαλίες που είχαν γίνει στο παρελθόν για να τα έχει καλά το αβαείο με την τοπική αριστοκρατία (πολλά απλήρωτα ενοίκια κλπ) και τολμά να παρέμβει, παρόλο που νιώθει ότι δεν είναι παρά ένα άξεστο κορίτσι που ήρθε από το πουθενά, κανείς δεν την αγαπά, είναι μόλις δεκαεφτά χρονών, δεν είναι καν αληθινή καλόγρια ακόμα…
     Όχι, η Μαρία δεν ακολουθεί το παράδειγμα της ηγουμένης «να αναθέτει στις καλόγριες τις εργασίες που τους ταιριάζουν λιγότερο (για να ασκηθούν στην ταπεινοφροσύνη), ούτε αναγκάζει τις άρρωστες καλόγριες να δουλεύουν. Το επιχείρημα περί ταπεινότητας το καταρρίπτει εύκολα: σίγουρα, ο Θεός που τα έπλασε όλα τέλεια, θέλει η δουλειά να γίνεται καλά. Τα χρόνια που ακολουθούν τη χειροτονία της ως μοναχής, τρέχουν γρήγορα. Με πρότυπο τον δυναμισμό του ινδάλματός της, της Ελεονόρας, ξεδιπλώνει τις ικανότητές της και μεταμορφώνει το άθλιο αβαείο: Γρήγορα συστήνονται αρτοποιείο, ζυθοποιείο, τυροκομείο, ελεονομείο, ξενώνας, θεραπευτήριο, ιδρύει σκριπτόριο όπου οι μοναχές που ξέρουν γράμματα καταρρίπτουν τον μύθο ότι οι γυναίκες δεν κάνουν για αντιγραφείς (ένα πρόσθετο έσοδο για το μοναστήρι), αναθέτει στην μισότρελη αδελφή Γύθα να ζωγραφίσει και να φτιάξει πανέμορφες μικρογραφίες, βελτιώνει την ποιότητα του φαγητού, φτιάχνει μια στρατιά από «ταμένα κορίτσια» στα οποία μαθαίνει γράμματα και τέχνες, με δωρεές και ελιγμούς μεγαλώνει την έκταση γύρω από το αβαείο, καθώς και τις καλλιέργειες. Γουρούνια, γελάδια, περιβόλια, καρποφόρα δέντρα, μέλισσες, αμπέλια και κυρίως, ανεξαρτησία από τους ανώτερους.
Ως ηγουμένη συνειδητοποιεί πόσο επικίνδυνη θα μπορούσε να είναι
 μια καλόγρια με ελεύθερο πνεύμα.
     Η Μαρία αντιμετωπίζει με καρτερία και εξυπνάδα τις δυσκολίες (κακοκαιρία, ξηρασία, ακρίδες, φωτιές), δείχνει ήρεμη μπροστά στις αδελφές της, μαθαίνει να δαμάζει τα συναισθήματά της για να τους χαρίσει τη γαλήνη σε τούτον τον κόσμο, αλλά εξουδετερώνει και με πονηριά, θα έλεγε κανείς, δύο δόκιμες που τις θεώρησε απειλή για το αβαείο. Ακόμα πιο έξυπνα αντιμετωπίζει την κακογλωσσιά και την κακή φήμη που αποκτά κάποιες φορές το αβαείο. Αξιοποιεί τις ιδιαίτερες δεξιότητες και τον χαρακτήρα των αδελφών μοναχών, με τις οποίες την δένει πια μια ολόκληρη ζωή μέσα σε αγώνες και θυσίες. Μερικές προσωπικότητες ξεχωρίζουν ήδη μέσα από τη γραφή της Γκροφ, μα ίσως πιο πρωτοποριακή θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει την Νεστ, τη θεραπεύτρια, που με πολύ αισθαντικές κινήσεις, όπως βέβαια τις περιγράφει η συγγραφέας, «απελευθερώνει τους χυμούς» των καλογριών με φιλιά κι έμπειρα δάχτυλα και φυσικά και της Μαρίας (η καλοσύνη που έδειξε η Νεστ στο σαρκικό σώμα της Μαρίας άλλαξε κάτι μέσα της. Τίποτα πια δεν είναι ξεκάθαρο, τίποτα δεν είναι αταίριαστο, οι αντιθέσεις έχουν καταργηθεί. Το κακό και το καλό έχουν γίνει ένα, το φως συνυπάρχει με το σκοτάδι. Δεν υπάρχουν πια αντιφάσεις, καθετί είναι εξίσου αληθινό με το αντίθετό του. Ο κόσμος κρύβει στο κέντρο του έναν πελώριο παλλόμενο τρόμο. Ο κόσμος είναι παραδομένος στην έκσταση μέχρι τα βαθύτερα έγκατά του). Ωστόσο, η καρδιά της Μαρίας είναι από καιρό δοσμένη στην… Ελεονόρα.
     Είναι έντονος όχι μόνο ο συναισθηματικός αλλά και ο σωματικός δεσμός που ενώνει τη Μαρία με τις δόκιμες, τις μοναχές ή τα ταμένα κορίτσια, μια «βαθιά κάψα» που «ξεπηδά από το κορμί της και τυλίγει τις άλλες καλόγριες, τη μια μετά την άλλη, με μια φωτεινή λάμψη». Αυτή η ενέργεια την οπλίζει με δύναμη κι αυτοπεποίθηση και, όταν πια ελευθερώνεται από την «κατάρα της Εύας» (την περίοδο) την κάνει να υπερβεί κάθε προσδοκώμενο όριο: επικαλείται οράματα που βλέπει (μέχρι τέλους αναρωτιόμαστε αν είναι επινοημένα) για να φέρει τεράστιες αλλαγές στο αβαείο, ενώ οι αντιστάσεις από τις μοναχές είναι αμελητέες, αντίθετα, βρίσκουν το κουράγιο, τη δύναμη και την τεχνογνωσία να τα εφαρμόσουν:
     Αρχικά, φτιάχνει έναν τεχνητό λαβύρινθο, για να μην μπορούν να πλησιάσουν οι υποθετικοί εχθροί. Η βασίλισσα (η Ελεονόρα) που την επισκέπτεται μένει άναυδη με τις αλλαγές όχι μόνο στη Μαρία αλλά και στο αβαείο. Το ότι δεν επιτρέπει στους εκπροσώπους της εκκλησίας να μπουν στο μοναστήρι δημιουργεί εχθρούς, την προειδοποιεί, και το ότι η Μαρία αγνοεί την κυριαρχία και θεωρεί τον εαυτό της ισότιμο με τον επίσκοπο μπορεί να είναι καταστροφικό (ίσως να μην ξέρει ότι τον κόσμο μονάχα με τα δικά του όπλα μπορείς να τον πολεμήσεις). Ωστόσο, η Μαρία απαντά ότι πολεμάνε, πολεμάνε και με προσευχές αλλά και με χρυσάφι.
     Η αυξανόμενη φιλοδοξία της Μαρίας αγγίζει τα όρια της ύβρης, ακόμα και με τα σύγχρονα δεδομένα (καταλαβαίνει ότι η καρδιά της λαχταρά ακόμα περισσότερα). Η έχθρα «ξεσπάει σαν θύελλα»: αντιμετωπίζει σαν πολεμίστρια τους επίδοξους εισβολείς στον λαβύρινθο με παγίδες και αμυντικά όπλα (να εκμεταλλευτούν την απληστία, τη λαγνεία και την οκνηρία για να τιμωρήσουν τους ασεβείς αμαρτωλούς), μια σύγκρουση που αφήνει δύο νεκρούς και εννέα τραυματίες, αλλά και μια νεαρή μητέρα που χάνει τη ζωή της αφήνοντας τα παιδιά της στο έλεος του αβαείου!
     Με το δεύτερο όραμα η Μαρία ιδρύει «ηγουμενείο», πολυτελές, φωτεινό και άνετο, με σχολικό κτίριο για τα ταμένα κορίτσια, ώστε να γεμίσει ο τόπος με μορφωμένες κοπέλες και γυναίκες! Το ότι οι γυναίκες δεν ξέρουν να πελεκάνε πέτρες και φέρνουν άντρες πετράδες, έχει μοιραία επίπτωση στην ζωηρή και τσαχπίνα μοναχή Αβίς, που μένει έγκυος και θύμα σκληρής τιμωρίας, αλλά κι αυτό ακόμα η δυναμική ηγουμένη το βλέπει με σχετική ευσπλαχνία (τόση ασπλαχνία, τόση σκληρότητα, για μια αμαρτία της σάρκας!).
     Το επόμενο όραμα ωθεί τη Μαρία να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο: αναλαμβάνει να τελεί η ίδια τη θεία λειτουργία, τις εξομολογήσεις, φτάνει μάλιστα και στο σημείο να αλλάξει τα εκκλησιαστικά κείμενα, πράγμα που δημιουργεί αποτροπιασμό στις παλιές μοναχές, ωστόσο καμιά δεν αντιδρά, καμιά δεν μαρτυρά. Με τη Ρουθ μόνο υπάρχει κάποια έντονη σύγκρουση (δεν υπάρχει τίποτα πιο παιδιάστικο απ’ το να φοράς τα ιερά άμφια και να κάνεις τάχα ότι κοινωνείς τις αδερφές σου, λες και η θεία ευχαριστία είναι κανένα παιχνίδι/πάντα της φαινόταν παράξενο, λέει, μια γυναίκα όπως η ηγουμένη, που φημίζεται για την αγιότητά της, μπορεί ταυτόχρονα να είναι τόσο φιλήδονη).
     Τέλος, ένα ακόμα από τα πολλά οράματα που ισχυρίζεται η Μαρία ότι βλέπει, την σπρώχνει να φτιάξει ξύλινο κινητό φράγμα ώστε τα νερά του βάλτου να πλημμυρίσουν το ξέφωτο και να σχηματιστεί μια λίμνη ώστε να αρδεύονται τα χωράφια του αβαείου. Είναι μεγαλεπήβολο και παράτολμο το έργο, αλλά τίποτα δεν σταματά πια τη Μαρία. Το μέγεθος της καταστροφής από το σπασμένο φράγμα είναι ανυπολόγιστο, και συμπίπτει με την αρρώστια και τον θάνατο της αγαπημένης της Γούλφχιλντ, την οποία μάλιστα προσπάθησε να αναστήσει!
     Είναι το πρώτο και τελευταίο σκληρό μάθημα για την ανυπότακτη Μαρία: αντιλαμβάνεται επιτέλους την αλαζονεία της, την «αχαλίνωτη απληστία» της, και αποφασίζει πια να απαρνηθεί την ακόρεστη βουλιμία που πάντα έκαιγε άσβεστη μέσα της. Θα αυθαιρετήσει βέβαια πάλι για άλλη μια φορά απέναντι στον Πάπα που απαγόρευσε στην Αγγλία την τέλεση των μυστηρίων, και θα συνεχίσει σαν να μη συμβαίνει τίποτα (Μαρία, απέχεις πολύ από το να είσαι η κεφαλή της εκκλησίας), αλλά καμιά δεν την προδίδει. Ωστόσο, αυτός ήταν μάλλον ο τελευταίος σπασμός ανυπακοής.
     Έχει πια πεθάνει και η Ελεονόρα, αρχίζουν και πεθαίνουν και οι παλιές συντρόφισσες μοναχές, και η Μαρία, άρρωστη κι αυτή (με ένα πέτρινο «αυγό» στο στήθος όπως η μάνα της), χάνει σιγά σιγά τις δυνάμεις της. Με την ωριμότητα των 70 της χρόνων φτάνει να αντιληφθεί ότι οι σταυροφορίες, στις οποίες ήταν κάποτε το όνειρό της να συμμετάσχει, ήταν ουσιαστικά γέννημα της αλαζονείας και της αναισχυντίας. Έχει ακόμα την ωριμότητα να αντιληφθεί την αξία του έργου της, ένα ακμαίο κοινόβιο για τις απόκληρες, τις κατατρεγμένες, ακόμα τις στριφνές και τις διαταραγμένες προσωπικότητες. Όλο εκείνο το μίσος που φώλιαζε βαθιά μέσα της όταν ήταν νέα, μεταμορφώθηκε με το πέρασμα του χρόνου σε αγάπη. Αντιλαμβάνεται ότι η υποταγή και η υπακοή που επιδείκνυαν όλες οι καλόγριες έκρυβαν μια πηγαία καλοσύνη, που δεν χαρακτήριζε την ίδια (φυσικά είχε μεγαλείο μέσα της, αλλά το μεγαλείο και η καλοσύνη δεν είναι το ίδιο πράγμα).
     Στο κατώφλι του θανάτου, χαμογελά στον παλιό, δυστυχισμένο της εαυτό, τότε που ήταν τόσο νέα ώστε νόμιζε ότι θα πέθαινε από έρωτα. Ανόητο πλάσμα, θα έλεγε η γριά Μαρία σ’ εκείνο το κορίτσι. Άνοιξε τα χέρια κι άσε τη ζωή να φύγει. Δεν ήταν ποτέ δική σου για να την κάνεις ό, τι θέλεις.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Η «Μαρία της Γαλλίας» ήταν συγγραφέας και ποιήτρια του Μεσαίωνα, που έζησε τον 12ο αιώνα (1160-1210)[4]. Το έργο της σχετίζεται με τη αυλική λογοτεχνία. Δεν έχουμε σχεδόν καμία πληροφορία για τη ζωή της. Είναι συγγραφέας τριών έργων: μια συλλογή μύθων, μια θρησκευτική αφήγηση και μια σειρά από ποιήματα, σύντομες ιστορίες σε στίχους https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82_(%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1)
[2] Πλέον, με τη λέξη «μάτριξ» εννοούμε την πραγματικότητα στην οποία είμαστε εγκλωβισμένοι, είτε από την κοινωνική και φυσική σκοπιά της, είτε από την πνευματική. Σε έναν κόσμο τεχνολογίας, όπως συμβαίνει και στις ταινίες, το Matrix γίνεται σύμβολο της εικονικής πραγματικότητας και, μιλώντας με φιλοσοφικούς όρους, της παγκόσμιας πλάνης, που παγιδεύει λαούς και ανθρώπους, αντίστοιχο της σανσκριτικής λέξης Maya. Όλες αυτές οι έννοιες σχετίζονται με την ίδια τη φύση της πραγματικότητας, την κατασκευαστική δομή της, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται (https://www.filosofikilithos.gr/ti-einai-to-matrix).
[3] ήταν κόμης του Ανζού, της Τουρραίνης και του Μαιν (1129 - 1151) και δούκας της Νορμανδίας (1144 - 1149)
[4] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%81%CF%81%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%92%CE%84_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%B3%CE%B3%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82
[5] Η Ελεονώρα της Ακουιτανίας (γαλλ. Aliénor ή Éléonore d'Aquitaine, περ. 11221 Απριλίου, 1204) ήταν βασίλισσα της Γαλλίας (1137-1152) και μετά βασίλισσα της Αγγλίας (1154-1189). Ως κληρονόμος του πατέρα της έγινε δούκισσα της Ακουιτανίας (1137-1204). Ήταν μία από τις πλουσιότερες και πιο ισχυρές γυναίκες στη Δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Υπήρξε σύζυγος διαδοχικά δύο βασιλέων, του Λουδοβίκου Ζ΄ της Γαλλίας και του Ερρίκου Β΄ της Αγγλίας, και μητέρα δύο Άγγλων βασιλέων, του Ριχάρδου Α΄ και του Ιωάννη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: