Πέμπτη, Ιανουαρίου 23, 2025

Ένα νησί, Karen Jennings

Το βιβλίο μάλλον ανοίγει την ιστορία της τυραννίας στην Αφρική και η συγγραφέας λειτουργεί εν προκειμένω ως μυθιστοριογράφος και ιστορικός συνάμα. Στο κείμενο αφήνεται να εννοηθεί ότι τα δικτατορικά καθεστώτα είναι κύκλοι, όπου ο ένας οδηγεί άμεσα στον άλλο, κι ετούτη η λεπτομέρεια ήταν μια χαίνουσα πληγή και στον χώρο της Αφρικής, της οποίας αρκετές Δημοκρατίες είναι χτισμένες πάνω σε σαθρό υπέδαφος. Είναι αυτή η αστάθεια, τελικά, που αντιμετωπίζει η συγγραφέας και επιθυμεί να μας καταδείξει.
Γιώργος Σχορετσιανίτης, «Το παράξενο κροτάλισμα των ιστών»,
     Η Νοτιοαφρικάνα συγγραφέας σκόπιμα δε κατονομάζει το νησί όπου διαδραματίζεται η ιστορία, είναι όμως φανερό ότι πρόκειται για κάποιο νησί μιας νοτιοαφρικανικής χώρας, όπου μετά την ελευθέρωση από τα αποικιακά καθεστώτα, ακολούθησε σκληρή δικτατορία κι εμφύλιος (σύνηθες φαινόμενο). Ο ήρωάς μας, ο ηλικιωμένος Σάμιουελ, ζει στο απομονωμένο αυτό νησί -ένα νησί όπου κάθε τόσο ξεβράζονται νεκρά σώματα προσφύγων- ως φαροφύλακας, σαν ένας σύγχρονος Ροβινσώνας Κρούσος καλλιεργώντας και φροντίζοντας το «νοικοκυριό» του (τις κότες του, το αυτοσχέδιο ψωμί του, την ταφή των νεκρών), με τη διαφορά ότι κάθε 15 μέρες έρχεται βάρκα με τρόφιμα κι εφόδια για τα απαραίτητα προς το ζην.
     Στο αφηγηματικό σήμερα, ο Σάμιουελ ανακαλύπτει με αντιφατικά συναισθήματα ότι το σώμα ενός άνδρα που βρέθηκε μέσα σ’ ένα βαρέλι που το έφερε το κύμα, δείχνει σημεία ζωής (όταν θα επέστρεφε, ήλπιζε ο άντρας να ήταν νεκρός). Παρακολουθούμε τον ήρωά μας να προσπαθεί να διασώσει, ίσως κάπως απρόθυμα, τον Παρασκευά του, για να διαπιστώσει ότι πρόκειται για πρόσφυγα με τον οποίο δεν μπορεί να συνεννοηθεί καθόλου, μια και μιλούν άλλη γλώσσα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο άνθρωπος αυτός κρύβεται, δεν θέλει να φύγει πίσω με τις βάρκες ανεφοδιασμού, και ο Σάμιουελ δεν αργεί να καταλάβει, με φόβο και αποτροπιασμό, ότι ο επισκέπτης του σκοπεύει να παραμείνει στο νησί «του».
     Ήδη η υπόθεση έχει τσιγκλίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς γεννιέται η περιέργεια πώς θα χειριστεί η συγγραφέας την προσέγγιση δύο παντελώς άγνωστων και διαφορετικών ανθρώπων σε τόσο πρωτόγονες κι απομονωτικές συνθήκες. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται, καθώς η υποψία διαδέχεται τη λύπηση, η απειλή διαδέχεται την ανάγκη για μοίρασμα, ενώ κάθε καινούργια μέρα φέρει μια καινούργια έκπληξη στον Σάμιουελ, ο οποίος δεν παύει να νιώθει ανασφάλεια μπροστά στο ενδεχόμενο να παραβιαστεί ο ζωτικός του χώρος. Παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες να κάνει τον φιλοξενούμενό του να νιώσει άνετα, το αίσθημα ότι κινδυνεύει τον θερίζει, σαν μια μόνιμη απειλή που δεν διαφαίνεται αν είναι βάσιμη ή αν βρίσκεται στους μαιάνδρους του ψυχισμού του (π.χ. ξύπνησε μ’ ένα απότομο τίναγμα, σίγουρος ότι ο άντρας ήταν από πάνω του, επιδεικνύοντας απειλητικά τα δόντια του και κρατώντας μαχαίρι). Η αλήθεια είναι ότι διφορούμενα περιστατικά, όπως η εύρεση ενός γυναικείου νεκρού σώματος με κομμένο τον λαιμό, ενισχύουν αυτούς του φόβους.
     Ωστόσο, υπάρχει κι ένα δεύτερο επίπεδο που είναι ακόμα πιο αξιοπρόσεκτο: η εσωτερική πάλη που δοκιμάζει τον Σάμιουελ δεν είναι απλώς τα ενδεχόμενα συναισθήματα επειδή κάποιος άγνωστος και ανεξιχνίαστος εισέβαλε στον μικρόκοσμο όπου ζει απομονωμένος 23 χρόνια. Ο Σάμιουελ έχει ήδη βαρύ παρελθόν, που αποκαλύπτεται σιγά σιγά στον αναγνώστη, κι έχει διαμορφώσει έναν χαρακτήρα άτολμο και αμφίθυμο, ενώ γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι μπορεί να ισχύει ακριβώς το αντίθετο: ο δειλός, ενδοτικός, ακατέργαστος χαρακτήρας του να είναι υπεύθυνος για την πορεία αυτή της ζωής του, που τον έφερε να είναι μόνος, μετά από 20 χρόνια φυλακής, και να ζει με τους φόβους του σαν ερημίτης, χωρίς να τον αναζητά κανείς στον κόσμο, ούτε η γυναίκα του, ούτε ο γιος του, ούτε καν η ίδια η αδερφή του.
Ξαναθυμήθηκε την παρόρμηση τού να ταπεινώνεις κάποιον,
να του λιώνεις το πρόσωπο,
να τον κάνεις να ζαρώνει.
     Θύμα διωγμών, κι εκείνος και η οικογένειά του, από τους αποικιοκράτες, οι οποίοι λεηλατώντας και καταστρέφοντας τους έδιωξαν από τη γη που καλλιεργούσαν (με διαταγή της κυβέρνησης, επιστρέφετε στα βουνά όπου ανήκουν οι μαϊμούδες. Αυτή η γη δεν είναι πια δική σας), έζησε από μικρό παιδί στον δρόμο. Η πείνα και οι στερήσεις, αλλά κυρίως οι ταπεινώσεις τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή· έφτασε μέχρι και στο σημείο να κλέβει, να αλητεύει ή να ζητιανεύει, κι έτσι ο Σάμιουελ δεν μπορεί παρά να νιώσει ευσπλαχνία βλέποντας τον άγνωστο μετανάστη να καταβροχθίζει λαίμαργα το λιγοστό φαγητό τους (δεν μπορούσε να κατηγορήσει έναν φυγά για την πείνα του).
     Χρόνια μετά την εγκατάσταση των αποικιοκρατών ο πατέρας τους γίνεται μέλος του κινήματος της Ανεξαρτησίας, που έφερε μεν τη νίκη αλλά απ’ το οποίο ο ίδιος βγήκε σακάτης (ήδη στην πρωτεύουσα ο εντολοδόχος πρόεδρος είχε διατάξει την κατασκευή ενός αγάλματος κι ενός σιντριβανιού, κατάρτιζε τα σχέδια για τη νέα του κατοικία. Ενώ κάτω, στα συντρίμμια, οι άνθρωποι έψαχναν για φαγητό, όπως έκαναν πάντα). Την περίοδο της αποικιοκρατικής κυβέρνησης διαδέχεται μια κυβέρνηση που ο πατέρας του Σάμιουελ αποδέχεται (ο πατέρας του ήταν ένας γελαστός σακάτης, ένας ανόητος που πίστευε ακράδαντα ότι ο πρόεδρος ήταν καλός σαν Μεσσίας) όμως αποδείχτηκε σκληρή δικτατορία που βρίσκει τον Σάμιουελ έφηβο, να μπλέκεται άθελά του στην «εκκαθάριση» που υπόσχεται ο αντιπολιτευόμενος στρατηγός, και που ξέσπασε σε βίαια επεισόδια με σφαγές… Δεν του άρεσε βέβαια να θυμάται τώρα εκ των υστέρων, τον εαυτό του με τσεκούρι να κυνηγάει τον όχλο (δεν σκότωσε κανέναν εκείνη τη μέρα, αν και όλα όσα έσπασε, όλοι όσοι κυνήγησε, έφταιγαν εκείνη τη στιγμή, για την αφέλεια του πατέρα του, για το σακατεμένο του κορμί, για το σπίτι που είχαν χάσει στην κοιλάδα και για τη φτώχεια της ζωής τους στη βρόμικη πόλη).
     Τα συναισθήματα που νιώθει ο Σάμιουελ φεύγοντας από το πατρικό, ήταν ενοχή (προσπαθούσε να σκεφτεί ότι ήταν «περαστικός», επομένως αθώος) αλλά και ντροπή απέναντι στους γονείς του που δεν ήξεραν ότι ο γιος τους είχε ανάμειξη στις σφαγές. Η περηφάνια που είχε νιώσει, όπως και η ικανοποίηση από τη σταγόνα του αίματος, είχαν γίνει καπνός. Η νέα κυβέρνηση του στρατηγού είναι φυσικά κι αυτή μια στρατιωτική δικτατορία, με απαγορεύσεις κυκλοφορίας, ελέγχους και συμμορίες πολιτοφυλάκων να περιπολούν στους δρόμους.
     Γνωρίζει τη Μέρια σ’ ένα καπηλειό όπου εκείνη σύχναζε με την παρέα της, και δεν αργεί να καταλάβει ότι πρόκειται για μια αντιστασιακή ομάδα, τη Λαϊκή Φράξια. Είναι εποχή που γίνονται μικροσαμποτάζ και συγκρούσεις, με τον Σάμιουελ να συμμετέχει χαλαρά: ποτέ δεν βρίσκει π.χ. το θάρρος να αντιμετωπίσει τον φαντάρο που του πούλησε τσαμπουκά, αλλά το παίζει τραυματισμένος, χωρίς να είναι (Έλα, κάτσε κουστουμάκια. Μάθαμε ότι τραυματίστηκες. Γιατί δεν μας δείχνεις τις τρομερές ουλές σου;). Παραμένει στην ομάδα γιατί νιώθει μια πρωτόγνωρη έλξη γι’ αυτό το ατίθασο κορίτσι που τον προσβάλλει και τον ειρωνεύεται συνέχεια («άκου δω, κουστουμάκια, είσαι μυστικός ή όχι; /τράβα γαμήσου»), και που κάποια στιγμή του αποκαλύπτει ότι κουβαλάει το παιδί του στην κοιλιά της, καρπό βιαστικών συνευρέσεων μέσα στο σκοτάδι. Δεν αντιδρά όταν του λέει ότι το παιδί είναι δικό του, παρόλο που είναι γνωστό ότι η Μέρια πάει και με άλλους άντρες.
     Η συγγραφέας μάς αποκαλύπτει λοιπόν έναν χαρακτήρα όχι απλώς παθητικό και άτολμο, αλλά θρασύδειλο, ανέτοιμο να αντιμετωπίσει με σθένος τις -δύσκολες ομολογουμένως- καταστάσεις που του φέρνει η ζωή. Φαίνεται βέβαια ότι αγάπησε τη Μέρια, και τη φρόντισε όσο μπορούσε όσο έμειναν μαζί στο πατρικό, παρόλο που η Μέρια ήταν αυθάδης και πικρόχολη ακόμα κι απέναντι στον σακάτη πατέρα (η γενιά σας μας έφερε αποτυχίες, τίποτε περισσότερο/ έπρεπε να τα κάνετε σωστά, έπρεπε να τα ισοπεδώσετε όλα/ όχι αυτή τη σακατεμένη ζωή μέσα στη ζητιανιά, που προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι λίγο έλειψε να χάσεις τη ζωή σου γι’ αυτό). Για χάρη της προσχώρησε πιο ενεργά στη Λαϊκή Φράξια, που μετά τη δολοφονία κάποιου βασικού στελέχους της έγινε πιο δυναμική ("το αίμα θα γίνει το τσιμέντο μας/ με αυτό θα χτίσουμε το νέο έθνος"). Δείχνει ζήλο τη μέρα της πορείας όπου ο σκοπός της ομάδας ήταν να γκρεμίσουν το άγαλμα του δικτάτορα, ενώ δοκιμάζει τον πειρασμό, στη σύγκρουση πάνω, να εκδικηθεί τον εξευτελισμό του από τον στρατιώτη, σκοτώνοντας πολύ εύκολα κάποιον άλλον. Δεν το κάνει.
     Το «Παλάτι» ήταν οι τεράστιες φυλακές που έχτισε ο δικτάτορας, άθλιες φυσικά, για τους αντιφρονούντες. Οι καταδικασμένοι σπάνε πέτρες με τη βαριοπούλα. Δεν νιώθει ηρωικά ωστόσο ο Σάμιουελ , και τώρα, στο αφηγηματικό παρόν, οι αναμνήσεις του από τα 23 χρόνια φυλακής είναι αναμνήσεις ταπεινώσεων και εξάντλησης. Με έκπληξη διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι ο Σάμιουελ δεν πέρασε και τόσο άσχημα όσο οι άλλοι: δεν διστάζει να δώσει ονόματα και μέρη στους ανακριτές, και σκαρφίζεται μάλιστα ψεύτικες πληροφορίες, δημιουργώντας φυσικά έχθρες με τους συγκρατούμενούς του. Για την ακρίβεια είναι απομονωμένος, όλοι αδιαφορούν, δεν είναι καν εχθρικοί μαζί του γιατί τον φοβούνται. Αναρωτιέται, χρόνια αργότερα στο νησί του, πώς θα ήταν αν είχε το κουράγιο να διεκδικήσει την «ελευθερία» του, αν ήταν κάτι περισσότερο από ένας τρομαγμένος πληροφοριοδότης που είχε παραδώσει τη μητέρα του παιδιού του στους ανακριτές (δεν είναι ξεκάθαρο αν όντως έτσι συνέβη, ή αν οι ενοχές του του δημιούργησαν αυτήν την εντύπωση).
     Η Karen Jennings απέδωσε έναν ιδιότυπο χαρακτήρα, μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες όπου μπορεί να έζησαν κι άλλοι χιλιάδες άνθρωποι που είχαν την ίδια ιστορική μοίρα. Δεν έπλασε έναν ήρωα, αλλά μάλλον έναν αντι-ήρωα», έναν άνθρωπο λειψό, ένα «ανθρωπάκι», που έχασε την αξιοπρέπειά του και ζει τα τελευταία του χρόνια μασώντας πικρό ψωμί αλλά ασφαλής μέσα στη μοναξιά του, θεωρώντας «δικό του» το νησί –μέχρι που η διακινδύνευση αυτής της ασφάλειας να τον κάνει να βγει από την αμφιθυμία και την μετριότητα και να προβεί σε μια πράξη υπέρβασης, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου…
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: