Παρασκευή, Ιανουαρίου 28, 2022

Περί φυσικής της μελαγχολίας, Georgi Gospodinof

Μπήκα πάλι σε άλλους διαδρόμους,
μπερδεύομαι κάθε φορά που πάω προς τα πίσω.
Το παρελθόν διαφέρει σε ένα πράγμα από το παρόν
–ποτέ δεν κυλάει προς μια κατεύθυνση.
Από πού ξεκίνησα;
Πάλι καλά που τα σημειώνω,
αλλιώς δεν επρόκειτο ποτέ να βρω την άκρη του νήματος…
     Πρόκειται για ένα ακόμη μαγικό βιβλίο του Βούλγαρου συγγραφέα, απ’ όπου ξεχειλίζει η υποκειμενικότητα, ή μάλλον η εσωτερική απεικόνιση του πραγματικού κόσμου, ανάμεικτη με μνήμες, όνειρα, σκέψεις, προσδοκίες, παιχνιδίσματα του νου/της φαντασίας και ταυτίσεις με πρόσωπα και... ζώα. «Το παρελθόν, η μελαγχολία και η λογοτεχνία – ιδού τα μόνο τρία αβαρή κήτη που με ενδιαφέρουν», θα εξομολογηθεί ο αφηγητής, δίνοντας τους βασικούς άξονες όπου επικεντρώνεται η θραυσματική γραφή του, δομημένη σε μικρά κεφάλαια με σύνδεση συνειρμική, ενώ το κυρίαρχο α΄πρόσωπο εναλλάσσεται με το γ΄ενικό.
     Γεννημένος το 1968 στην κομμουνιστική Βουλγαρία, σε μια τυπική μεσοαστική οικογένεια (πατέρας κτηνίατρος και μητέρα δικηγόρος) ο αφηγητής Γκεόργκι, δημοσιογράφος στο «σήμερα», βυθίζεται στις απαρχές της μνήμης -όπου συγχέεται το υποσυνείδητο με το συλλογικό ασυνείδητο-, γυρεύοντας τις ρίζες της μελαγχολίας∙ ουσιαστικά το νόημα της ζωής και τους όρους αυτού που λέμε «ευτυχία». Σ’ αυτά τα όρια συναντά την πάλη με τον χρόνο, με τον Εαυτό, με τους Άλλους∙ με τη γραφή και τους περιορισμούς του λόγου∙ με την ενσυναίσθηση που καταργεί τα όρια που θέτει ο λόγος. Με την ελευθερία και τα δεσμά της.
Η ενσυναίσθηση προϋποθέτει την εγγύτητα με τους ανθρώπους 
αλλά όχι στη δική μου την περίπτωση, 
όταν το βάρος της ξένης μελαγχολίας έπεφτε πάνω μου σαν αρρώστια.
     Με αφετηρία την απίστευτη προσωπικότητα του παππού, με τις μνήμες του οποίου συγχέεται η παιδική ηλικία -όπου το Εγώ συμπλέκεται με το Εσύ, χάρη στην ιδιαίτερη ενσυναισθητική ιδιοσυγκρασία του ήρωα-, ξεκινάει το ταξίδι της ζωής και της καταβύθισης στον λαβύρινθο των αναμνήσεων, ή, καλύτερα, της Συνείδησης. Γρήγορα ο Γκεόργκι συνειδητοποιεί αυτό που ίσως όλοι μας έχουμε αφήσει ξεχασμένο στη βρεφονηπιακή ηλικία, ότι η αίσθηση του «εγώ» αρχικά είναι πολύ ρευστή, κι έτσι μπορούμε εύκολα να γίνουμε ο Άλλος, ο Εσύ – η μάνα, ο πατέρας, ή ένα… ζώο (π.χ. γίνεται μυρμήγκι, γίνεται γυμνοσάλιαγκας, ψάρι, νυχτερίδα, πουλί, μα, κυρίως, γίνεται Μινώταυρος, το σύμβολο-αρχέτυπο που στοιχειώνει τη ζωή και τη σκέψη του). Ο Γκεόργκι ωστόσο είναι προικισμένος με εξαιρετικά ακραία αυτήν την ικανότητα ταύτισης (που τον συνοδεύει έντονα στην παιδική ηλικία για να αραιώσει στην ενηλικίωση), τόσο που κάποιος φίλος του γιατρός, αργότερα, έκανε τη διάγνωση «παθολογική ενσυναίσθηση ή εμμονικό ενσυναισθητικό-σωματικό σύνδρομο» (!). Είναι μια ψυχοσωματική «ταύτιση» που συχνά συμβαίνει χωρίς τη θέλησή του (εκεί που κάποιος άλλος ένιωθε πόνο, στο σκίσιμο αυτό, στην πληγή, εκεί που υπήρχε ερεθισμός άνοιγε ένας διάδρομος και με τραβούσε μέσα του). Οι διάδρομοι προς τον Άλλον και τις ιστορίες τους είναι ανοιχτοί, αν και συχνά νιώθει την ανάγκη της «θεραπευτικής σκοτεινιάς του τίποτα» (να συγκρατήσω την ίδια μου την απόδραση, να ανακόψω την ακατάσχετη ροή της ξένης θλίψης και των ξένων ιστοριών). Κορυφαία στιγμή η νυχτερινή περιπλάνησή του γύρω από το «κίτρινο σπίτι»/απομονωτήριο, κοινώς τρελάδικο, όπου τον συγκλονίζει ένα φρικιαστικό αναφιλητό, σαν μουγκανητό (ένιωθα πως είχα αρχίσει να βγαίνω εκτός εαυτού. Λίγο ακόμα και θα έμπαινα στους διαδρόμους της κραυγής, θα γλιστρούσα πάνω στις υδρορροές και θα χωνόμουν στο κορμί αυτού που φώναζε).
     Παρακολουθούμε λοιπόν αρχικά τον ήρωα να είναι το «εγώ» του παππού του∙ να ζει την οικογενειακή τραγωδία του εγκαταλελειμμένου τρίχρονου παιδιού, «ξεχασμένου» από μια μητέρα που έχει να θρέψει μόνη της 8 στόματα μέσα στον πόλεμο (τα δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά του, στα μάγουλά μου, ανακατεύονται με την αλευρόσκονη στο πρόσωπό μου, νερό, αλάτι και αλεύρι, πλάθουν το πρώτο ψωμί της πίκρας. Το ψωμί που δεν τελειώνει ποτέ. Το ψωμί της μελαγχολίας που μας τρέφει όλα τα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν. Η αλμυρή του γεύση στα χείλη μας. Ο παππούς μου ξεροκαταπίνει. Ξεροκαταπίνω κι εγώ. Είμαστε τριών ετών).
     Η αίσθηση της «στιγμής» -ή αυτό που λέμε «όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος», βιωμένη με μια ευαισθησία ανεξίτηλη από το μικρό παιδί (απ’ αυτό το λεπτό και από τη σιωπή της νέας γυναίκας κρέμεται η δική τους, η δική μας εμφάνιση μετά από χρόνια), γίνεται συγκλονιστικά μοιραία. Όταν «η ιστορία έφτασε στον ήρωα εκείνο το απόγευμα» η προγιαγιά που εγκατέλειψε το παιδί της, εκείνο το παιδί που στη συνέχεια τη φρόντισε μέχρι τα βαθιά της γεράματα, δεν υπήρχε πια (είναι η τραγική ειρωνεία που συνήθως συναντάμε στους μύθους). Είναι η τραγική ειρωνεία από την οποία βρίθει η ζωή του ανθρώπου, αν έχει μάτια να τη δει.
     Τραγική είναι και η ιστορία από τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, όπου ο παππούς στρατιώτης τραυματίζεται στα σύνορα Βουλγαρίας-Ουγγαρίας και τον περιθάλπει μια γυναίκα –το μυστικό του, κρυμμένο σ’ ένα κιτρινισμένο χαρτί με ένα αποτύπωμα μικρού παιδιού, το εκμυστηρεύτηκε στον αγαπημένο εγγονό (27χρονο τότε) δυο μέρες πριν πεθάνει (σε αυτά τα μέρη ο νεκρός θεωρείται κάτι σαν κούριερ. Άντε θείε, να δώσεις χαιρετίσματα στη μαμά, μόλις ιδωθείτε).
     Όμως όλ’ αυτά είναι ιδωμένα και ειπωμένα σ’ ένα τόνο ανάλαφρο, ελαφρώς αποστασιοποιημένο, ελαφρώς σουρεαλιστικό -με παρεκβάσεις και «παράπλευρους διαδρόμους», με ένα ιδιότυπο χιούμορ, με ατέλειωτα παιχνίδια του νου που ακολουθούν τον λαβύρινθο της μνήμης. Ο ήρωας περιπλανιέται στη μυθολογία, φτιάχνοντας τον δικό του μυθικό πολυδαίδαλο κόσμο καθώς συναντά συνέχεια με διάφορες μορφές τα μοτίβα που τον σημάδεψαν: την εγκατάλειψη (εγκαταλελειμμένο παιδί, εγκαταλελειμμένη πόλη), τον υπόγειο/σκοτεινό κόσμο, το παιδί που το «έφαγαν» (ο Χρόνος/Κρόνος πάντα τρώει τα παιδιά του), τους «παράλληλους διαδρόμους» του χωροχρόνου, και χτίζει λιθαράκι λιθαράκι τη συνείδησή του. Άλλωστε ο λαβύρινθος ως αρχέτυπο, είναι ένα μοτίβο στο οποίο σκοντάφτει συχνά (π.χ. το αμφιθέατρο είναι ένας λαβύρινθος/ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι λαβύρινθος/οι πόλεις/οι αφηγήσεις, το DNA, οι μυστικές διαδρομές των περιπάτων με την ερωμένη που κρύβεις/τα ορνιθοσκαλίσματα πάνω στο χαρτάκι που ζωγραφίζεις καθώς κάνεις ένα βαρετό τηλεφώνημα/το πέταγμα των μελισσών κ.α.), και κυρίως του «εγκαταλελειμμένου παιδιού» μέσα στα οποία πρώτο συγκαταλέγεται ο Μινώταυρος…
     Μπαμπά, ο Μινώταυρος είναι με τους δικούς μας;
     Ο Μινώταυρος είναι αθώος. Πρόκειται για ένα αγόρι κλεισμένο στο υπόγειο. Είναι φοβισμένο. Το έχουν εγκαταλείψει. Είναι από το κείμενο στο σημειωματάριο του αφηγητή, που εκπλήσσεται γιατί σε όλη την κλασική λογοτεχνία δεν συναντάς αγάπη για τον… Μινώταυρο. Κανείς δεν λυπάται το πεταμένο στα σκοτάδια παιδί, καρπό ενός παράνομου έρωτα, που το καταδίκασαν να περιφέρεται σε έναν σκοτεινό, υπόγειο λαβύρινθο. Οι σκληρές αναφορές του Οβίδιου, Πλούταρχου κλπ συνοδεύονται από αντίστοιχες απεικονίσεις (που υπάρχουν και στο βιβλίο), ωστόσο μία από τις οποίες, από το Λάτιο της εποχής των Ετρούσκων, είναι σπαραχτική: είναι η «Παναγία με τον Μινώταυρο», για την ακρίβεια η Πασιφάη με τον Μινώταυρο βρέφος, γυμνό παιδάκι με κεφάλι ταύρου στην αγκαλιά της μητέρας του αιώνες πριν τη Θεομήτορα.
     Ο αφηγητής, όταν ενήλικας πια έχει χάσει την ευκολία να ταυτίζεται με τον Άλλον, με αφορμή ρεπορτάζ που περιγράφει κάποια ταυρομαχία, «γίνεται ταύρος»: ο ταύρος σήκωσε τα μάτια και αναγνώρισε τον Λαβύρινθο –το πατρικό του, το σπίτι του προπάππου του του Μινώταυρου (είμαι τριών ετών. Και ψάχνω τη μητέρα μου/το μουγκρητό που βγαίνει απ’ τη σπηλιά του λάρυγγά μου είναι τρομαχτικό. Η μοναδική λέξη που είναι ίδια σε όλες τις γλώσσες –στις γλώσσες των ανθρώπων, των ζώων και των τεράτων: Μαμάααααα. Ο λαβύρινθος του αμφιθεάτρου έπιασε αυτήν την κραυγή, την έστειλε ανάμεσα στους τοίχους των διαδρόμων του, τη στρέφει προς τα αδιέξοδά του, την αντηχεί και την επιστρέφει ελαφρά παραλλαγμένη στον λαβύρινθο του ανθρώπινου αυτιού σαν ένα και μοναδικό ατελείωτο Μουουουουου…).
     Μεγαλώνοντας στην κομμουνιστική Βουλγαρία
     Μεγαλωμένος σε ημιυπόγειο περιμένοντας τους γονείς να γυρίσουν από τη δουλειά (τη δεκαετία του ’70 οι μητέρες μας ήταν νέες, σπούδαζαν ή δούλευαν) διακατέχεται συχνά από το σύνδρομο της εγκατάλειψης. Χαρακτηρισμένοι ως «άκρως ενδεείς» περιμένουν να έρθει η σειρά τους στη λίστα για ένα διαμέρισμα (προσωρινά, αλλά για κάμποσα χρόνια…). Ο μικρός Γκεόργκι μετράει τον χρόνο και τις 4 εποχές κολλημένος στο παράθυρο και παρατηρώντας τα πόδια των διαβατών, τις γάτες, τα μερμήγκια… Μαθαίνει να διαβάζει από τις στήλες του… νεκροταφείου («εύθρυπτη γλώσσα»), και η λέξη «Μπογκ» (θεός) τον φέρνει σε αμηχανία στο σχολείο (δασκάλα: -Στην Βουλγαρία δεν υπάρχει Μπογκ!/-Ναι, αλλά στο νεκροταφείο υπάρχει!/-Εδώ είμαστε σχολείο, δεν υπάρχει…). Από τα έξι του χρόνια αρχίζει να διαβάζει με μανία (Καταβρόχθιζα αδιακρίτως βιβλία. Είχα ένα είδος βουλιμίας διαβάσματος), και το κυνήγι των λέξεων τον κερδίζει (το σύνδρομο του Νώε: φαντάζομαι ένα βιβλίο που θα περιέχει κάτι από κάθε γένος και είδος/πρέπει να πάρεις από κάθε γένος και από κάθε ιστορία). 
     Καθώς ο συγγραφέας αφηγητής, ακολουθώντας το σημειωματάριο των συνειρμών «μπαινοβγαίνει στους διαδρόμους διαφορετικών εποχών» (η δεκαετία του’ 80 είναι η δεκαετία της πλήξης/η Βουλγαρία τη δεκαετία του ’90 είναι πιο όμορφη), μεταπηδά από δεκαετία σε δεκαετία χτίζοντας την κιβωτό της μνήμης με διάφορες πινελιές που θυμίζουν αντίστοιχα δικές μας καταστάσεις: τα εμβόλια στα μπράτσα, τα παιδικά άλμπουμ, οι συλλογές, το πρώτο κασετόφωνο Hitachi, η πρώτη τηλεόραση (1973), το πρόγραμμα της κρατικής τηλεόρασης, ο άνθρωπος στο φεγγάρι, το Βόγιατζερ, η κρυφή ακρόαση του «Ράδιο Ελεύθερη Ευρώπη», οι «δικοί μας» και οι «άλλοι», οι μάσκες αερίου (ο άνθρωπος με την αντιασφυξιογόνο μάσκα μοιάζει με Μινώταυρο), ο φόβος της ατομικής βόμβας και τα καταφύγια, η «παιδαγωγική του καθαρού αέρα και του ήλιου»∙ το σεξ κι ο σοσιαλισμός, κι ο φόβος του AIDS∙ η πλαστικο-πορσελάνινη αυτοκρατορία του κιτς (που ήταν για μας κάποτε ανεκτίμητη) στα λούνα παρκ, οι πρώτοι κινηματογράφοι, το Yellow submarine... Και οι καθαρά βουλγάρικες αποχρώσεις που ξεπηδούν από την ιστορία της χώρας: οι γιορτές, οι τελετές, η 9η Σεπτεμβρίου, οι διαδηλώσεις, ο θάνατος του Μπρέζνιεφ και το αντίκτυπό της, η πτώση του τείχους (ό, τι υπάρχει πριν την 9η, μετά την 9η εξαφανίζεται). Όλα αυτά, «ατάκτως ερριμμένα», εφόσον το παρελθόν διαφέρει σε ένα πράγμα από το παρόν –ποτέ δεν κυλάει προς μια κατεύθυνση. Ωστόσο, υπάρχει εσωτερική συνοχή, του ανθρώπου που προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό του.
     Σ’ αυτές τις περιπλανήσεις, δεν βλέπουμε να έχει κάποιο φίλο/σύντροφο, εκτός από τον Γκαουστίν, ένα είδος alter ego (Γκαουστίν, ο άνθρωπος που διέσχιζε ήρεμα τον χρόνο σαν ρηχό ποτάμι). Ο Γκαουστίν (γιατί εξακολουθεί να μου είναι σημαντικός;), ο μοναδικός που θα μπορούσε να τον θεωρήσει φίλο του, απίστευτος, αδιαπέραστος, απρόβλεπτος. Ανεξάντλητος από ακαταμάχητα «σχέδια» για να βγάλουν λεφτά: σινεμά για τους φτωχούς (θα επινοήσουμε την πλοκή), προσωπικό ποίημα (πλανόδιος ποιητής, που γράφει ποίημα στον εκάστοτε πελάτη (!)), «πρετ-α-πορτέ των προφυλακτικών», προβολή στον… ουρανό (-και τι να προβάλλεις;-σύννεφα ας πούμε στην αρχή) η «αρχιτεκτονική του λεπτού» κ.α. Ένα είδος παλιάτσου της ζωής, που εξαφανίζεται κι επανεμφανίζεται απρόβλεπτα, αλλά το μόνο σχέδιο που του βγήκε ήταν αυτό της εξαφάνισής του…
     Το αδύναμο υποκατάστατο
     Ο σημερινός Γκεόργκι είναι 44 χρονών και δηλώνει ότι είναι ένας «κλειστός και σιωπηλός τύπος», αλλά ως συγγραφέας που είναι, αυτό ακούγεται σχεδόν φυσιολογικό (διάγω αυτό που για τους υψηλά ιστάμενους λέγεται κανονικός βίος). Είναι παντρεμένος κι έχει μια κόρη δυο χρονών για την οποία υπάρχουν κάποιες τρυφερές αναφορές, όμως το κυρίαρχο πια συναίσθημα είναι η μελαγχολία (νιώθω απωθητικά μόνος). Όταν πια άρχισε να υποχωρεί η ικανότητα να «εν-συναισθηματοποιείται», καταφεύγει «σ’ αυτό το αδύναμο υποκατάστατο, τις συλλογές». Ατέλειωτες συλλογές από πράγματα, από λέξεις, καταλόγους, ομαδοποιήσεις (τι είδους διαταραχή είναι τούτη;/βιάζομαι να σημειώσω τα πάντα, να τα μαζέψω σε σημειωματάρια, όπως βιάζονται να μαζέψουν τα πρόβατα στο μαντρί πριν ξεσπάσει η καταιγίδα). Κατάλογος εγκαταλελειμμένων παιδιών, κατάλογος ξενοδοχείων, κατάλογος απαραίτητων σε γυναικεία βαλίτσα, κατάλογος των πιθανών απαντήσεων στην ερώτηση «πώς είσαι;», ο τσελεμεντές των σιωπών, ο κατάλογος των εφήμερων. Χρονοκάψουλες (η μόδα μετά το Βόγιατζερ): η χρονοκάψουλα «του κομσομόλου» για τον «μετα-αποκαλυπτικό αναγνώστη[1], η χρονοκάψουλα του… εξάμετρου, του facebook, η… Πομπηία, τα μουσεία και οι πινακοθήκες, ο μπόγος με τα ρούχα της γιαγιάς όταν θα πέθαινε, η χρονοκάψουλα του… υπογείου του (όταν κάτι είναι αιώνιο και μνημειώδες, ποιο το νόημα να το βάζεις μέσα σε χρονοκάψουλα; Πρέπει να διατηρήσει κανείς μόνο το θνητό, το θνησιγενές, το εύθραυστο).
     Συλλέγει ακόμα και… ιστορίες (παλιότερα έμπαινα μέσα τους, τώρα τις αγοράζω) Αγοράζει και πουλάει… ιστορίες, ιστορίες άλλων, και μερικές μας τις χαρίζει, μπαίνοντας έτσι στους διαδρόμους άλλων εποχών (Έχω τώρα τα παιδικά χρόνια όλων απ’ όσους αγόρασα, μοιράζομαι τις γυναίκες και τις λύπες τους).
     Η φυσική της μελαγχολίας
     Τα ταξίδια του ως ενήλικα πια, μια διέξοδος στην μετακομμουνιστική Βουλγαρία, εντείνουν τη "στοχαστική" μελαγχολία (περνάς από διάφορες χώρες ακριβώς όπως περνάς απ΄τη ζωή των γυναικών). Η «φυσική της μελαγχολίας», όπως γράφει ο αφηγητής, τον απασχολεί για κάμποσα χρόνια. Η ανατομία της μελαγχολίας, ή μάλλον η αποδόμησή της. Μιλάει για «κβάντα του γήρατος», για τη μελαγχολία των ταξιδιών, του 17ου αιώνα, για την ιστορική μελαγχολία της εγκαταλελειμμένης πόλης -χωρίς μύθο-, της χώρας που βρίσκεται σ’ ένα κενό στις ευρωπαϊκές εφημερίδες[2], για τη «χώρα της παιδικής ηλικίας». Τη μελαγχολία που δεν είναι δική του, αλλά έχει μεταναστεύσει από άλλες χώρες, από τη βόρεια Αφρική, ας πούμε.
     Έτσι βυθίζεται σ’έναν ακόμα λαβύρινθο, με πολλές εξόδους όπου είσαι καταδικασμένος συνέχεια να επιλέγεις (στέκομαι ανάμεσα σε δυο δρόμους, προσπαθώντας ν’ αποφασίσω ποιον θα πάρω.(…) Τι έκανα; Πήρα τον δεξί δρόμο, αλλά όλη την ώρα σκεφτόμουν τον άλλον. Με κάθε βηματάκι επαναλάμβανα μέσα μου πως είχα κάνει λάθος επιλογή (…) σταμάτησα αποφασιστικά και πήρα τον άλλο δρόμο (αυτό γίνεται δυο τρεις φορές…) ακόμα και σήμερα δεν ξέρω αν σε αυτό το ζικ ζακ κατέκτησα και τους δυο δρόμος ή έχασα και τους δυο).
     Υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο «Η σωματιδιακή φύση της μελαγχολίας», όπου τα πορίσματα της κβαντικής φυσικής συμπλέκονται με τη φιλοσοφική αναζήτηση (ωραία, αν δεν με παρατηρεί κανείς, υπάρχω;). Μπορείς να είσαι ταυτόχρονα σε δυο μέρη; Ποιος είναι άραγε ο παρατηρητής που βεβαιώνει την ύπαρξή μας; Εμείς οι ίδιοι; Ο θεός, ο άνθρωπος, η γάτα, το σαλιγκάρι, μετράνε εξίσου; Μόνο στον δισταγμό και στην αναποφασιστικότητα υπάρχουν όλες οι πιθανές έξοδοι. Και η κβαντική φυσική, γεμάτη αοριστία και αβεβαιότητα, το έχει αποδείξει αυτό.
     ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ που δείχνουν ότι:
     Η ζωή είναι μικρή αλλά η μέρα κρατάει αιώνες
     Η παρατήρηση «εκ του σύνεγγυς» μιας ολόκληρης χρονιάς (της 1ης τη ζωής του) στέφεται από αποτυχία (κατάλαβα πως ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις μου και αβάσταχτο να χτίσω -σαν σπιρτόκουτο- ένα χρόνο στις αληθινές του διαστάσεις με όλες του τις μυρωδιές, τους ήχους, τις γάτες τις βροχές και τα γεγονότα), ενώ η παρατήρηση ενός μήνα ενήλικης ζωής δεν έχει καλύτερα αποτελέσματα.
     Η ευτυχία βρίσκεται στις στιγμές, απελευθερωμένες από την αξίωση του ιδιαίτερου χρόνου. Πέρα από τις λέξεις, την αφήγηση, την περιγραφή.
     Ίσως λοιπόν, μια νέα ιεραρχία είναι προτιμότερη: όπου το Εφήμερο και το Ζωντανό θα είναι πολυτιμότερο από το Αιώνιο και το Νεκρό. Γιατί ισχύει το παράδοξο, ότι το εφήμερο είναι πιο διαρκές, ακριβώς λόγω του θανάτου του, από εκείνο που είναι μη εφήμερο αλλά δεν μπορεί να αναπαραχθεί.
(…)Και πού λοιπόν βρίσκεται η ταυτότητα, η ιστορία, ο πολιτισμός, οι πρόγονοι, οι σταθερές αξίες;
      Η ταυτότητα είναι μία -είσαι ζωντανή ύπαρξη ανάμεσα σε άλλες ζωντανές υπάρξεις.
      Να είσαι εφήμερος και να εκτιμάς τον άλλον επειδή είναι εφήμερος.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
[2] Την πατρίδα του

Δεν υπάρχουν σχόλια: