«μια δημόσια επανόρθωση
μια ερωτική εξομολόγηση
μια προαγγελία θανάτου»
Μιχάλης Μητσός[1]
μια ερωτική εξομολόγηση
μια προαγγελία θανάτου»
Μιχάλης Μητσός[1]
Γίνεσαι ογδόντα δύο χρονών. Έχεις κοντύνει έξι εκατοστά, ζυγίζεις όλο κι όλο σαράντα κιλά και είσαι ακόμα όμορφη, γοητευτική κι επιθυμητή. Πάνε πια σαρανταοκτώ χρόνια που ζούμε μαζί και σε αγαπώ περισσότερο από ποτέ. Νιώθω και πάλι μέσα στο στήθος ένα σπαρακτικό κενό που μονάχα η ζεστασιά του κορμιού σου πάνω στο δικό μου το γεμίζει.
Το μικρό αυτό βιβλίο είναι μια ανοιχτή επιστολή «επανόρθωσης» του 83χρονου πια πολιτικού στοχαστή, συνεργάτη του Σαρτρ και θεωρητικού της πολιτικής οικολογίας, Αντρέ Γκορζ, (Γαλλοαυστριακού, γνωστού και με το δημοσιογραφικό όνομα Μισέλ Μποσκέ) προς το μεγάλο έρωτα της ζωής του, την αγγλίδα Ντορίν, σύντροφό του επί 48 χρόνια, με την οποία αναχώρησε ταυτόχρονα από τη ζωή.
Στοχαστής και συγγραφέας, νιώθει την ανάγκη ν’ απολογηθεί για το ότι δεν αναφέρθηκε ποτέ στον «εξαίσιο έρωτα» που βίωνε την εποχή που τη γνώρισε και που άνθισε η μοναδική τους σχέση, αντίθετα συνειδητοποιεί εκ των υστέρων ότι υποτίμησε το ρόλο της αλλά και την προσωπικότητά της, αναφερόμενος σ’ αυτήν στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ο προδότης» σαν σ’ ένα αξιολύπητο πλάσμα που «χωρίς εμένα θα ήταν χαμένο». Καθώς όμως μεγαλώνει και ωριμάζει, κι εξαφανίζεται ο κλασικός αρσενικός εγωισμός:
Χρειάζεται ν’ ανασυνθέσω την ιστορία του έρωτά μας για να κατανοήσω όλο το νόημά της. Αυτή μας έκανε να γίνουμε αυτοί που είμαστε, ο ένας με τον άλλον και ο ένας για τον άλλο. Σου γράφω για να καταλάβω τι έζησα, τι ζήσαμε μαζί.
Έτσι λοιπόν, σ’ ένα –κάπως κουραστικό, όταν είναι συνεχές- β΄ενικό, ανατρέχει ο συγγραφέας στον κεραυνοβόλο έρωτα που ένωσε πριν από χρόνια δυο ερημικές και στερημένες από οικογενειακή στοργή ψυχές (κυριαρχούσες, απερίγραπτα witty=πνευματώδης, ωραία σαν όνειρο).
Σελ. 11:
Έμεινα ώρα, να θαυμάζω, αμίλητος, αυτό το θαύμα σφριγηλότητας και απαλότητας. Κατάλαβα μαζί σου πως η ηδονή δεν είναι κάτι που το παίρνουμε ή το δίνουμε. Είναι τρόπος να δίνεσαι και να ζητάς το δόσιμο του άλλου.
Όπως γράφει και στο επίμετρο ο Μιχάλης Μητσός, «οι άνθρωποι που ζουν για πάντα μαζί (πόσο μάλλον όταν …πεθαίνουν κιόλας μαζί) αποτελούν εξαίρεση, κάτι σαν διαστροφή, σίγουρα πάντως ένα είδος που κινδυνεύει να εκλείψει (…) ζητάς να μάθεις το μυστικό τους». Το ερωτικό/σωματικό στοιχείο φαίνεται να παίζει πρωτεύοντα ρόλο εφόσον όταν λέω σώμα δεν ξεχνώ πως «η ψυχή είναι σώμα» κατά τον Μερλό Ποντί αλλά και κατά τον Σαρτρ, παραπέμποντας σε θεμελιώδεις εμπειρίες ριζωμένες στην παιδική ηλικία: στην πρώτη, την πρωταρχική, ανακάλυψη των συναισθημάτων που μπορούν να κάνουν να αντηχούν μέσα μου μια φωνή, μια μυρωδιά, το χρώμα μιας επιδερμίδας, ο τρόπος που κάποιος κινείται και υπάρχει. (…) Βρισκόμαστε στο πριν και το μετά τη φιλοσοφία. Το πάθος τους είναι τόσο …παθολογικό που αποφασίζουν να μην κάνουν παιδιά για να παραμείνουν αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον.
Καθώς ανιχνεύει ο συγγραφέας το παρελθόν, αποκτά επίγνωση των πνευματικών, ή καλύτερα των συναισθηματικών δεσμών, όπου στηρίζεται και χτίζεται σιγά- σιγά μια σχέση στέρεη: (σελ. 15) Παρόλο που είχαμε βαθιές διαφορές, δεν έπαυα να αισθάνομαι ότι είχαμε κοινό κάτι θεμελιώδες, κάτι σαν πρωταρχικό τραύμα- πιο πάνω μιλούσα για «θεμελιώδη εμπειρία»: την εμπειρία της ανασφάλειας.
Ο Αντρέ Γκορζ, ή μάλλον ο Ζεράρ Χιρς (το πραγματικό του όνομα) γοητεύεται από τη σιγουριά της Ντορίν, την εμπιστοσύνη της στο μέλλον, την ικανότητά της ν’ αρπάζει τις στιγμές ευτυχίας που της προσφέρονταν, παρόλο που ως ψυχολογικό υπόστρωμα υπάρχει μια έντονη ανασφάλεια. Θαυμάζει την πολιτική της κρίση και την οξυδέρκειά της, ενώ η σχέση τους αποκτά με τον καιρό μια «διαλεκτικότητα»: ο Αντρέ πιο «θεωρητικός κι εγκεφαλικός», η Ντορίν πιο βιωματική και διαισθητική:
Σελ. 45:
Είχα ανάγκη από τη θεωρία για να δομήσω τη σκέψη μου και σου απαντούσα πως η μη δομημένη σκέψη κινδυνεύει συνεχώς να βουλιάξει μέσα στον εμπειρισμό και την ασημαντότητα. Αποκρινόσουν πως η θεωρία απειλεί να γίνει μια θηλιά στο λαιμό που δε μας αφήνει να δούμε τη μεταβαλλόμενη πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Κάναμε αυτές τις συζητήσεις δεκάδες φορές και ξέραμε εκ των προτέρων τι θα απαντούσε ο άλλος. Ήταν μέρος του παιχνιδιού. Αλλά σ’ αυτό το παιχνίδι ήσουν σε πλεονεκτική θέση. Δεν χρειαζόσουν τις γνωσιακές επιστήμες για να ξέρεις ότι χωρίς τη διαίσθηση και το συναίσθημα δεν υπάρχει ούτε νόηση ούτε νόημα. Οι κρίσεις σου διεκδικούσαν σταθερά τη στήριξη της βιωματικής τους βεβαιότητας, μεταδόσιμης αλλά μη αποδείξιμης.
Είχες ακλόνητη εμπιστοσύνη στην ορθότητα της κρίσης σου. Από πού αντλούσες τη σιγουριά σου; Και: Ήσουν ο εαυτός σου, οτιδήποτε κι αν έκανες. Η βιοπάλη σου’ δινε φτερά. Εμένα μ’ έριχνε στην κατάθλιψη.
Το σκηνικό όπου δουλεύουν σκληρά και ωριμάζουν μαζί είναι το περιβάλλον μιας αριστερής και προοδευτικής πνευματικής ελίτ, το περιβάλλον του Σατρ, της Μποβουάρ, του Αντρέ Ζιντ, του L’ Express και του Nouvel Observateur – ο Αντρέ Γκορζ δεν αργεί να ενταχτεί σ’ αυτό τον κύκλο της διανόησης όπου η Ντορίν, προσωπικότητα ανεξάρτητη με πνευματικά ενδιαφέροντα κινείται με άνεση και χάρη (αναπτυσσόσουν χωρίς όλα αυτά τα ψυχικά υποκατάστατα που είναι τα δόγματα, οι θεωρίες και τα συστήματα σκέψης. Εγώ τα χρειαζόμουν για να συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους διανοούμενους, έστω κι αμφισβητώντας τα). Η Ντορίν τον στηρίζει σταθερά σ’ αυτόν τον δρόμο υποστηρίζοντας την ακραία κατά τη γνώμη μου άποψη ότι «πρωταρχική ανάγκη του συγγραφέα είναι το γράψιμο, ότι το ζήτημα του «θέματος» τίθεται μόνο δευτερευόντως και οποιοδήποτε θέμα είναι καλό, φτάνει να οδηγεί στο γράψιμο». Τον στηρίζει στα φιλόδοξα όνειρά του να «ανυψωθεί στο οικουμενικό» να «αναγάγει αυτό που ζει στο επίπεδο της θεωρίας και της διανόησης, να είναι καθαρό, διαυγές πνεύμα», φιλοδοξία που τον απομακρύνει για ένα διάστημα από την «κοινοτοπία του έρωτα». Σ’ αυτήν την εποχή αναφέρονται οι μοιραίες «έντεκα γραμμές του πρώτου του βιβλίου «Ο προδότης», όπου την υποβιβάζει και την παραμορφώνει. Τώρα, στην καθυστερημένη αυτή εξομολόγηση, αναρωτιέται γιατί τότε δεν έγραψε στο βιβλίο του τη φράση που τότε είχε όντως ξεστομίσει, «Σ’ αγαπώ»…
Σελ. 58:
Ποιος έγραψε αυτές τις έντεκα γραμμές; Θέλω να πω ποιος ήμουν όταν έγραψα αυτές τις γραμμές; (…) Δεν απείχα πολύ από το να θεωρώ τον έρωτα μικροαστικό συναίσθημα. «Μιλούσα για σένα απολογητικά, όπως για μια αδυναμία», προφανώς θεωρούσα τουλάχιστον σ’ αυτά που έγραφα, ως αδυναμία την αφοσίωση που μου έδειχνες. Μια παρατήρηση του Κάφκα μπορεί ν’ αποδώσει την πνευματική μου κατάσταση εκείνη την εποχή: «Η αγάπη μου για σένα δεν αγαπάει τον εαυτό της». Δεν με αγαπούσα που σε αγαπούσα.
Ο Αντρέ Γκορζ, σ’ αυτήν τη σύντομη επιστολή, πέρα από την καταγραφή των συναισθημάτων προς την Ντορίν, σκιαγραφεί την εποχή (Μάης του ’68, φεμινιστικές οργανώσεις, πολιτική οικολογία, εναλλακτική σκέψη κλπ.), κάνοντας σύντομες αναφορές στις επιλογές τους όσο αφορά τον τρόπο ζωής· χαρακτηριστικές επιλογές φερειπείν η άρνηση μετακίνησης με ιδιωτικό αυτοκίνητο, η άρνηση πολυτελών ξενοδοχείων, οι μακρινές βόλτες ανεξαρτήτως καιρού, η περίθαλψη ζώων, η απέχθεια στον καταναλωτισμό. Η αριστερή σκέψη εμπλουτίζεται με την εναλλακτική σκέψη της πολιτικής οικολογίας (μας φαινόταν σαν μια συνέχεια των ιδεών και των κινημάτων του 1968). Χαρακτηριστικές οι επαφές με τον Ζακ Ελύλ (πρωτοπόρο της πολιτικής οικολογίας), τον Γκύντερ Άντερς (έναν από τους ιδρυτές του αντιπυρηνικού κινήματος), τον Ιβάν Ίλιτς («Στο σοσιαλισμό φτάνεις μόνο με ποδήλατο», «Ιατρική Νέμεσις»), τους ιδρυτές των πρώτων οικολογικών περιοδικών.
Η αρρώστια της Ντορίν έρχεται να θέσει σε δοκιμασία τις νέες αυτές εναλλακτικές θεωρήσεις (Ιβάν Ίλιτς: Όταν η ιατρική μας αρρωσταίνει). Η Ντορίν αρνείται τα φάρμακα, προστρέχοντας σε μια ολιστική αντίληψη της υγείας.
Η αρρώστια σου μας οδηγούσε στο πεδίο της οικολογίας και της κριτικής της τεχνοϊατρικής. Η τεχνοϊατρική μού φαινόταν σαν μια ιδιαίτερη επιθετική μορφή αυτού που ο Φουκό αργότερα θα ονόμαζε βιοεξουσία- της εξουσίας που ασκεί η τεχνολογία ακόμη και στη σχέση του καθενός με τον εαυτό του (σελ.71).
Η εμπειρία της αρρώστιας γίνεται καθοριστική για τον τρόπο ζωής και καθημερινής πρακτικής. «Είχα την αίσθηση ότι δεν είχα ζήσει τη ζωή μου, ότι την παρατηρούσα πάντα από απόσταση, ότι είχα αναπτύξει μια πλευρά του εαυτού μου κι ότι ήμουν φτωχός. Εσύ ήσουν και είχες υπάρξει πάντα πιο πλούσια από μένα. Αναπτύχθηκες σ’ όλες σου τις διαστάσεις. Ήσουν συμφιλιωμένη με τη ζωή σου· ενώ εγώ ανυπομονούσα πάντα να περάσω στον επόμενο ρόλο, λες και η ζωή μας δεν επρόκειτο να αρχίσει πραγματικά παρά πολύ αργότερα».
Οι τελευταίες σελίδες είναι και τελευταίες συνειδητοποιήσεις μιας συνείδησης που ωριμάζει και «τελειώνεται» μέσα από το πρόσωπο του άλλου: Δε θέλω πια να αναβάλω την ύπαρξη για αργότερα. Και – τι αντιφατικό!- αυτό ισοδυναμεί με την απόφασή του να θέσει τέρμα στη ζωή του, γιατί, όπως γράφει μερικές γραμμές μετά, τελειώνοντας την επιστολή:
Αφουγκράζομαι την αναπνοή σου, το χέρι μου σε αγγίζει. Και οι δυο θα θέλαμε να μην χρειαστεί να ζήσουμε μετά τον θάνατο του άλλου. Έχουμε πει πολλές φορές ο ένας στον άλλο πως στην απίθανη περίπτωση που θα είχαμε μια δεύτερη ζωή, θα θέλαμε να την περάσουμε μαζί.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2007, ο Αντρέ ακολούθησε την Ντορίν στο αιώνιο της ταξίδι .
Το μικρό αυτό βιβλίο είναι μια ανοιχτή επιστολή «επανόρθωσης» του 83χρονου πια πολιτικού στοχαστή, συνεργάτη του Σαρτρ και θεωρητικού της πολιτικής οικολογίας, Αντρέ Γκορζ, (Γαλλοαυστριακού, γνωστού και με το δημοσιογραφικό όνομα Μισέλ Μποσκέ) προς το μεγάλο έρωτα της ζωής του, την αγγλίδα Ντορίν, σύντροφό του επί 48 χρόνια, με την οποία αναχώρησε ταυτόχρονα από τη ζωή.
Στοχαστής και συγγραφέας, νιώθει την ανάγκη ν’ απολογηθεί για το ότι δεν αναφέρθηκε ποτέ στον «εξαίσιο έρωτα» που βίωνε την εποχή που τη γνώρισε και που άνθισε η μοναδική τους σχέση, αντίθετα συνειδητοποιεί εκ των υστέρων ότι υποτίμησε το ρόλο της αλλά και την προσωπικότητά της, αναφερόμενος σ’ αυτήν στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ο προδότης» σαν σ’ ένα αξιολύπητο πλάσμα που «χωρίς εμένα θα ήταν χαμένο». Καθώς όμως μεγαλώνει και ωριμάζει, κι εξαφανίζεται ο κλασικός αρσενικός εγωισμός:
Χρειάζεται ν’ ανασυνθέσω την ιστορία του έρωτά μας για να κατανοήσω όλο το νόημά της. Αυτή μας έκανε να γίνουμε αυτοί που είμαστε, ο ένας με τον άλλον και ο ένας για τον άλλο. Σου γράφω για να καταλάβω τι έζησα, τι ζήσαμε μαζί.
Έτσι λοιπόν, σ’ ένα –κάπως κουραστικό, όταν είναι συνεχές- β΄ενικό, ανατρέχει ο συγγραφέας στον κεραυνοβόλο έρωτα που ένωσε πριν από χρόνια δυο ερημικές και στερημένες από οικογενειακή στοργή ψυχές (κυριαρχούσες, απερίγραπτα witty=πνευματώδης, ωραία σαν όνειρο).
Σελ. 11:
Έμεινα ώρα, να θαυμάζω, αμίλητος, αυτό το θαύμα σφριγηλότητας και απαλότητας. Κατάλαβα μαζί σου πως η ηδονή δεν είναι κάτι που το παίρνουμε ή το δίνουμε. Είναι τρόπος να δίνεσαι και να ζητάς το δόσιμο του άλλου.
Όπως γράφει και στο επίμετρο ο Μιχάλης Μητσός, «οι άνθρωποι που ζουν για πάντα μαζί (πόσο μάλλον όταν …πεθαίνουν κιόλας μαζί) αποτελούν εξαίρεση, κάτι σαν διαστροφή, σίγουρα πάντως ένα είδος που κινδυνεύει να εκλείψει (…) ζητάς να μάθεις το μυστικό τους». Το ερωτικό/σωματικό στοιχείο φαίνεται να παίζει πρωτεύοντα ρόλο εφόσον όταν λέω σώμα δεν ξεχνώ πως «η ψυχή είναι σώμα» κατά τον Μερλό Ποντί αλλά και κατά τον Σαρτρ, παραπέμποντας σε θεμελιώδεις εμπειρίες ριζωμένες στην παιδική ηλικία: στην πρώτη, την πρωταρχική, ανακάλυψη των συναισθημάτων που μπορούν να κάνουν να αντηχούν μέσα μου μια φωνή, μια μυρωδιά, το χρώμα μιας επιδερμίδας, ο τρόπος που κάποιος κινείται και υπάρχει. (…) Βρισκόμαστε στο πριν και το μετά τη φιλοσοφία. Το πάθος τους είναι τόσο …παθολογικό που αποφασίζουν να μην κάνουν παιδιά για να παραμείνουν αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον.
Καθώς ανιχνεύει ο συγγραφέας το παρελθόν, αποκτά επίγνωση των πνευματικών, ή καλύτερα των συναισθηματικών δεσμών, όπου στηρίζεται και χτίζεται σιγά- σιγά μια σχέση στέρεη: (σελ. 15) Παρόλο που είχαμε βαθιές διαφορές, δεν έπαυα να αισθάνομαι ότι είχαμε κοινό κάτι θεμελιώδες, κάτι σαν πρωταρχικό τραύμα- πιο πάνω μιλούσα για «θεμελιώδη εμπειρία»: την εμπειρία της ανασφάλειας.
Ο Αντρέ Γκορζ, ή μάλλον ο Ζεράρ Χιρς (το πραγματικό του όνομα) γοητεύεται από τη σιγουριά της Ντορίν, την εμπιστοσύνη της στο μέλλον, την ικανότητά της ν’ αρπάζει τις στιγμές ευτυχίας που της προσφέρονταν, παρόλο που ως ψυχολογικό υπόστρωμα υπάρχει μια έντονη ανασφάλεια. Θαυμάζει την πολιτική της κρίση και την οξυδέρκειά της, ενώ η σχέση τους αποκτά με τον καιρό μια «διαλεκτικότητα»: ο Αντρέ πιο «θεωρητικός κι εγκεφαλικός», η Ντορίν πιο βιωματική και διαισθητική:
Σελ. 45:
Είχα ανάγκη από τη θεωρία για να δομήσω τη σκέψη μου και σου απαντούσα πως η μη δομημένη σκέψη κινδυνεύει συνεχώς να βουλιάξει μέσα στον εμπειρισμό και την ασημαντότητα. Αποκρινόσουν πως η θεωρία απειλεί να γίνει μια θηλιά στο λαιμό που δε μας αφήνει να δούμε τη μεταβαλλόμενη πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Κάναμε αυτές τις συζητήσεις δεκάδες φορές και ξέραμε εκ των προτέρων τι θα απαντούσε ο άλλος. Ήταν μέρος του παιχνιδιού. Αλλά σ’ αυτό το παιχνίδι ήσουν σε πλεονεκτική θέση. Δεν χρειαζόσουν τις γνωσιακές επιστήμες για να ξέρεις ότι χωρίς τη διαίσθηση και το συναίσθημα δεν υπάρχει ούτε νόηση ούτε νόημα. Οι κρίσεις σου διεκδικούσαν σταθερά τη στήριξη της βιωματικής τους βεβαιότητας, μεταδόσιμης αλλά μη αποδείξιμης.
Είχες ακλόνητη εμπιστοσύνη στην ορθότητα της κρίσης σου. Από πού αντλούσες τη σιγουριά σου; Και: Ήσουν ο εαυτός σου, οτιδήποτε κι αν έκανες. Η βιοπάλη σου’ δινε φτερά. Εμένα μ’ έριχνε στην κατάθλιψη.
Το σκηνικό όπου δουλεύουν σκληρά και ωριμάζουν μαζί είναι το περιβάλλον μιας αριστερής και προοδευτικής πνευματικής ελίτ, το περιβάλλον του Σατρ, της Μποβουάρ, του Αντρέ Ζιντ, του L’ Express και του Nouvel Observateur – ο Αντρέ Γκορζ δεν αργεί να ενταχτεί σ’ αυτό τον κύκλο της διανόησης όπου η Ντορίν, προσωπικότητα ανεξάρτητη με πνευματικά ενδιαφέροντα κινείται με άνεση και χάρη (αναπτυσσόσουν χωρίς όλα αυτά τα ψυχικά υποκατάστατα που είναι τα δόγματα, οι θεωρίες και τα συστήματα σκέψης. Εγώ τα χρειαζόμουν για να συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους διανοούμενους, έστω κι αμφισβητώντας τα). Η Ντορίν τον στηρίζει σταθερά σ’ αυτόν τον δρόμο υποστηρίζοντας την ακραία κατά τη γνώμη μου άποψη ότι «πρωταρχική ανάγκη του συγγραφέα είναι το γράψιμο, ότι το ζήτημα του «θέματος» τίθεται μόνο δευτερευόντως και οποιοδήποτε θέμα είναι καλό, φτάνει να οδηγεί στο γράψιμο». Τον στηρίζει στα φιλόδοξα όνειρά του να «ανυψωθεί στο οικουμενικό» να «αναγάγει αυτό που ζει στο επίπεδο της θεωρίας και της διανόησης, να είναι καθαρό, διαυγές πνεύμα», φιλοδοξία που τον απομακρύνει για ένα διάστημα από την «κοινοτοπία του έρωτα». Σ’ αυτήν την εποχή αναφέρονται οι μοιραίες «έντεκα γραμμές του πρώτου του βιβλίου «Ο προδότης», όπου την υποβιβάζει και την παραμορφώνει. Τώρα, στην καθυστερημένη αυτή εξομολόγηση, αναρωτιέται γιατί τότε δεν έγραψε στο βιβλίο του τη φράση που τότε είχε όντως ξεστομίσει, «Σ’ αγαπώ»…
Σελ. 58:
Ποιος έγραψε αυτές τις έντεκα γραμμές; Θέλω να πω ποιος ήμουν όταν έγραψα αυτές τις γραμμές; (…) Δεν απείχα πολύ από το να θεωρώ τον έρωτα μικροαστικό συναίσθημα. «Μιλούσα για σένα απολογητικά, όπως για μια αδυναμία», προφανώς θεωρούσα τουλάχιστον σ’ αυτά που έγραφα, ως αδυναμία την αφοσίωση που μου έδειχνες. Μια παρατήρηση του Κάφκα μπορεί ν’ αποδώσει την πνευματική μου κατάσταση εκείνη την εποχή: «Η αγάπη μου για σένα δεν αγαπάει τον εαυτό της». Δεν με αγαπούσα που σε αγαπούσα.
Ο Αντρέ Γκορζ, σ’ αυτήν τη σύντομη επιστολή, πέρα από την καταγραφή των συναισθημάτων προς την Ντορίν, σκιαγραφεί την εποχή (Μάης του ’68, φεμινιστικές οργανώσεις, πολιτική οικολογία, εναλλακτική σκέψη κλπ.), κάνοντας σύντομες αναφορές στις επιλογές τους όσο αφορά τον τρόπο ζωής· χαρακτηριστικές επιλογές φερειπείν η άρνηση μετακίνησης με ιδιωτικό αυτοκίνητο, η άρνηση πολυτελών ξενοδοχείων, οι μακρινές βόλτες ανεξαρτήτως καιρού, η περίθαλψη ζώων, η απέχθεια στον καταναλωτισμό. Η αριστερή σκέψη εμπλουτίζεται με την εναλλακτική σκέψη της πολιτικής οικολογίας (μας φαινόταν σαν μια συνέχεια των ιδεών και των κινημάτων του 1968). Χαρακτηριστικές οι επαφές με τον Ζακ Ελύλ (πρωτοπόρο της πολιτικής οικολογίας), τον Γκύντερ Άντερς (έναν από τους ιδρυτές του αντιπυρηνικού κινήματος), τον Ιβάν Ίλιτς («Στο σοσιαλισμό φτάνεις μόνο με ποδήλατο», «Ιατρική Νέμεσις»), τους ιδρυτές των πρώτων οικολογικών περιοδικών.
Η αρρώστια της Ντορίν έρχεται να θέσει σε δοκιμασία τις νέες αυτές εναλλακτικές θεωρήσεις (Ιβάν Ίλιτς: Όταν η ιατρική μας αρρωσταίνει). Η Ντορίν αρνείται τα φάρμακα, προστρέχοντας σε μια ολιστική αντίληψη της υγείας.
Η αρρώστια σου μας οδηγούσε στο πεδίο της οικολογίας και της κριτικής της τεχνοϊατρικής. Η τεχνοϊατρική μού φαινόταν σαν μια ιδιαίτερη επιθετική μορφή αυτού που ο Φουκό αργότερα θα ονόμαζε βιοεξουσία- της εξουσίας που ασκεί η τεχνολογία ακόμη και στη σχέση του καθενός με τον εαυτό του (σελ.71).
Η εμπειρία της αρρώστιας γίνεται καθοριστική για τον τρόπο ζωής και καθημερινής πρακτικής. «Είχα την αίσθηση ότι δεν είχα ζήσει τη ζωή μου, ότι την παρατηρούσα πάντα από απόσταση, ότι είχα αναπτύξει μια πλευρά του εαυτού μου κι ότι ήμουν φτωχός. Εσύ ήσουν και είχες υπάρξει πάντα πιο πλούσια από μένα. Αναπτύχθηκες σ’ όλες σου τις διαστάσεις. Ήσουν συμφιλιωμένη με τη ζωή σου· ενώ εγώ ανυπομονούσα πάντα να περάσω στον επόμενο ρόλο, λες και η ζωή μας δεν επρόκειτο να αρχίσει πραγματικά παρά πολύ αργότερα».
Οι τελευταίες σελίδες είναι και τελευταίες συνειδητοποιήσεις μιας συνείδησης που ωριμάζει και «τελειώνεται» μέσα από το πρόσωπο του άλλου: Δε θέλω πια να αναβάλω την ύπαρξη για αργότερα. Και – τι αντιφατικό!- αυτό ισοδυναμεί με την απόφασή του να θέσει τέρμα στη ζωή του, γιατί, όπως γράφει μερικές γραμμές μετά, τελειώνοντας την επιστολή:
Αφουγκράζομαι την αναπνοή σου, το χέρι μου σε αγγίζει. Και οι δυο θα θέλαμε να μην χρειαστεί να ζήσουμε μετά τον θάνατο του άλλου. Έχουμε πει πολλές φορές ο ένας στον άλλο πως στην απίθανη περίπτωση που θα είχαμε μια δεύτερη ζωή, θα θέλαμε να την περάσουμε μαζί.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2007, ο Αντρέ ακολούθησε την Ντορίν στο αιώνιο της ταξίδι .
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Σύντομο αλλά ουσιαστικό το επίμετρο του Μιχάλη Μητσού, προσπαθεί να προσδιορίσει την πολιτική οντότητα του Αντρέ Γκορζ, επισημαίνοντας τη στροφή του από τη σοσιαλιστική στην οικολογική σκέψη («ο σοσιαλισμός δεν αξίζει περισσότερο από τον καπιταλισμό αν χρησιμοποιεί τα ίδια εργαλεία μ’ αυτόν»). Αξιοσημείωτο το ότι ο Σαρτρ τον αποκάλεσε «το πιο κοφτερό μυαλό της Ευρώπης».
3 σχόλια:
Χριστίνα, γεια,
Είχα διαβάσει κι εγώ το γράμμα, αλλά αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να του έφτιαχνα μια τόσο ελκυστική παρουσίαση. ( Μάλλον, δεν αμφιβάλλω:είμαι σίγουρος πως δε θα του έκανα..)
Πέρα από τη συμφωνία μας με τις απόψεις που άφθονες συναντάμε σε τέτοια κείμενα, το γοητευτικό είναι η ίδια η παρουσία τους. Οι τόσες αφορμές να ξυπνήσει η σκέψη σου, να κινητοποιηθεί, να χρειαστεί να "απαντήσει".
ΥΓ. Μόνο αυτό με το σοσιαλισμό και το ποδήλατο με προβληματίζει...
...Να, απ' τη μεριά του πεζού! :-)
Καλώς το Διονύση,
μη μου λες τόοοοοσο καλά λόγια γιατί κοκκινίζω!!!
Τα "τέτοια κείμενα" όπως λες, είναι κείμενα όπου συνυπάρχει ο στοχασμός και το συναίσθημα, συναίσθημα φορτισμένο σε υπερβολικό βαθμό, εφόσον αγγίζει τον έρωτα και το θάνατο. Η πράξη δίνει το νόημα στις λέξεις, όπως λέει κι ο Βιττγκενστάιν, κι εδώ οι πράξεις έγιναν οριακές.
Να σου πω την αλήθεια, αισθάνθηκα ότι κοίταζα λίγο μέσα από την κλειδαρότρυπα... Δεν ξέρω ποια είναι η ψυχολογία ενός ανθρώπου που εκθέτει τόσο πολύ τα τόσο ιδιωτικά του. Ούτε συμφώνησα με τις "ιδέες" όλες, σημειώνω κιόλας κάποιες ακραίες κατά τη γνώμη μου, όπως "πρωταρχική ανάγκη του συγγραφέα είναι το γράψιμο, ότι το ζήτημα του «θέματος» τίθεται μόνο δευτερευόντως και οποιοδήποτε θέμα είναι καλό, φτάνει να οδηγεί στο γράψιμο"(Δεν είναι λίγο κρυφοματαιόδοξο;)
Σίγουρα πάντως σε κινητοποιούν ποικιλοτρόπως...
Όσο αφορά το ποδήλατο, εσύ αποδείχτηκες βασιλικότερος του βασιλέως!!
Χριστίνα, με κέντρισες αρκούντως για το βάλω κι αυτό στη βιβλιοθήκη μου. Εξαίρετη η παρουσίασή σου!
Δημοσίευση σχολίου