- Πρέπει να με βγάλεις από εδώ μέσα. Δε νομίζω ότι μπορώ ν’ αντέξω άλλο.
- Αυτό δε θα είναι εύκολο. Έχουν απαγγελθεί τόσες κατηγορίες εναντίον σας.(…)
- Κατηγορίες; Τι είδους κατηγορίες;
- Όλο το φάσμα, φοβάμαι. Από εγκληματική αδιαφορία μέχρι σεξουαλική κακοποίηση. Από συνωμοσία σε από τη μέχρι φόνο εξ αμελείας. Από συκοφαντική δυσφήμιση μέχρι ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Να συνεχίσω;
- Μα είμαι αθώος. Δεν έκανα τίποτα απ’ όλ’ αυτά.
- Αυτό είναι ένα σημείο που επιδέχεται συζήτηση. Όλα εξαρτώνται από την οπτική γωνία του καθενός.
Ο κεντρικός ήρωας, με το χαρακτηριστικό όνομα «Blank» (=λευκό, κενό), είναι ένας γέρος ξεμωραμένος που σε πρώτο πλάνο πάσχει από αμνησία και βρίσκεται απομονωμένος σ’ ένα χώρο (δωμάτιο νοσοκομείου, κελλί;) όπου υποβάλλεται σε θεραπεία. Η υποψία ότι δεν πρόκειται για έναν κοινό ασθενή μπαίνει στον αναγνώστη από την τρίτη σειρά του κειμένου (δεν είχε ιδέα ότι μια φωτογραφική μηχανή βρίσκεται κρυμμένη στην οροφή ακριβώς από πάνω του). Κάποιος λοιπόν, ή κάποιοι, τον παρακολουθούν, φωτογραφίζοντας κάθε δευτερόλεπτο τον ήρωά μας στην προσπάθειά του να αναδυθεί από τη λήθη των γηρατειών στην ανάμνηση ενός «καυτού παρελθόντος». Τον παρακολουθούμε κι εμείς, χωρίς να γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτόν, καθώς ο συγγραφέας περιγράφει με ιδιαίτερη εμμονή τις σισύφειες προσπάθειες ενός ανήμπορου γέρου να εξυπηρετήσει τις βιολογικές του ανάγκες και ν’ αντιμετωπίσει τη μοναξιά. Τη μοναξιά της λήθης και του γήρατος, τη μοναξιά της απώλειας μνήμης. Μια οπτική που κάνει τον αναγνώστη να συμ-παθεί τον ήρωα ή έστω, να τον λυπάται.
Ο τόπος είναι απροσδιόριστος, μέχρι να πληροφορηθούμε έμμεσα (μέσα από ένα χειρόγραφο που αναγκάζεται -τρόπον τινα- να διαβάσει) ότι βρισκόμαστε στη «Συμπολιτεία», όρος που παραπέμπει στις ΗΠΑ.
Κι εδώ, όπως σε όλα σχεδόν τα βιβλία του Πολ Όστερ, η δομή είναι ευρηματική. Όλο το βιβλίο αφορά μια μέρα του έγκλειστου κ. Μπλανκ, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στη διάρκεια αυτής της μέρας τον επισκέπτονται διάφορα άτομα με διαφορετικό ρόλο το καθένα και κατά τη διάρκεια αυτής της μέρας ξεθολώνει κάπως το τοπίο της λήθης, αρχίζει αμυδρά και θυμάται. Αποφασιστικό μέρος της θεραπείας αποτελεί και η ανάγνωση του μυστηριώδους χειρόγραφου, που βρίσκεται στο δωμάτιο του κ Μπλανκ και όπου περιγράφεται η ιστορία ενός άλλου κρατούμενου, του Σίγμουντ Γκραφ. Υπάρχει δηλαδή αφήγηση μέσα την αφήγηση (κάτι στο οποίο ο Όστερ είναι τεχνίτης), όπου μαθαίνουμε έμμεσα πολλές πληροφορίες για τη χώρα (π.χ. ότι το δυτικότερο άκρο της Συμπολιτείας ονομάζεται Ούλτιμα και φρουρείται, γιατί είναι το «μέρος που βρίσκεται στην άκρη του γνωστού κόσμου. Εδώ είμαστε πάνω από χίλια διακόσια χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, έχοντας μπροστά μα τις αχαρτογράφητες εκτάσεις των Αλλοδαπών Εδαφών»). Κυρίως όμως, μαθαίνουμε για την ανελευθερία που επικρατεί σ’ αυτή τη χώρα, εφόσον ο Γκραφ είναι πολιτικός κρατούμενος. Η υποψία ότι ο ανήμπορος και συμπαθής ως εκ τούτου Μπλανκ ήταν εμπλεγμένος αλλά και ταγμένος με τους «θύτες» αυτής της υπόθεσης μπαίνει αργά και βασανιστικά στην υποψία του αναγνώστη, είναι βέβαιο όμως ότι δεν μπορεί κανείς να του προσάψει πια ευθύνες… δε θυμάται πια, έχει το ακαταλόγιστο… κι αυτή η αντίφαση αποτελεί και το κεντρικό θέμα του βιβλίου: Ο χρόνος και τα γηρατειά γλύφουν την πραγματικότητα, κι είναι άτοπο να ψάχνει κανείς την απόδοση ευθυνών, όπως και να διαπιστώσει το «τι έγινε στ’ αλήθεια». Κι εδώ έγκειται η τραγικότητα: όλα εντέλει διαδραματίζονται κατά τραγικό τρόπο μέσα στη συνείδησή μας.
Το εύρημα του εγκιβωτισμού, όμως, δεν εξαντλείται εδώ: ο Μπλανκ είναι υποχρεωμένος να διαβάσει το χειρόγραφο (μαζί το διαβάζουμε κι εμείς), αλλά στο πιο αγωνιώδες σημείο το χειρόγραφο διακόπτεται. Εκνευρισμένος το πετάει, αλλά τότε τον επισκέπτεται ο γιατρός Σάμιουελ Φαρ που επεμβαίνει και τον αναγκάζει να συνεχίσει την ιστορία όπως νομίζει ο ίδιος.
-Ξεκινώντας από το σημείο στο οποίο σταματήσατε να διαβάζετε, πείτε μου τι νομίζετε ότι θα έπρεπε να συμβεί τώρα, μέχρι και την τελευταία παράγραφο, μέχρι και την τελευταία λέξη. Έχετε την αρχή. Τώρα θέλω να μου δώσετε τη μέση και το τέλος.
- Τι είναι αυτό, κανένα παιχνίδι συναναστροφής;
- Αν θέλετε. Προτιμώ να το βλέπω ως μια άσκηση δημιουργικής λογικής.
Η αφήγηση του Μπλανκ είναι τόσο πειστική που αναρωτιέσαι αν απλώς «διαβάζει» τις θολές του αναμνήσεις. Όπως λέει κι ο ίδιος σε μια στιγμή διαύγειας, τον κυνηγούν τα «καταραμένα φαντάσματά μου, τα θύματά μου- όλοι εκείνοι που εγώ τους έκανα να υποφέρουν όλα αυτά τα χρόνια». Ως γνήσιος αφηγητής όμως, επεμβαίνει, λογοκρίνει, φωτίζει την ιστορία ή παρουσιάζει διαφορετικές παραλλαγές. Έτσι γίνεται δημιουργός, κατασκευαστής της ιστορίας, επικυρώνοντας την αλήθεια ότι δεν υπάρχει –ή τουλάχιστον δε μπορεί να πιστοποιηθεί- μία και αντικειμενική αλήθεια.
Έχει ιδιαίτερη σημασία η εγκιβωτισμένη ιστορία, η προσωπική μαρτυρία του Γκραφ, ο οποίος εξαπατήθηκε διπλά, εστάλη στην απαγορευμένη χώρα, στα ίχνη ενός διπλού πράκτορα και παλιού φίλου του για ν’ ανακαλύψει μετά από πολλές περιπέτειες ότι τον χρησιμοποίησαν: με το να τον βάλουν να γράψει την ιστορία του, ή μάλλον την ερμηνεία που ο ίδιος έδωσε σε μια φρικιαστική σφαγή, πυροδοτεί άθελά του έναν πόλεμο προς τη Συμπολιτεία. Δεν έχουν βέβαια σημασία οι λεπτομέρειες, αλλά και η παράλληλη αυτή ιστορία δείχνει την αλλοτριωτική (ή δημιουργική;) δύναμη των λέξεων
Γιατί, όπως γράφεο ο Όστερ στο βιβλίο «Η επινόηση της μοναξιάς»:
Η γλώσσα δεν είναι αλήθεια.
Είναι ο τρόπος που υπάρχουμε στον κόσμο.
Το παιχνίδι με τις λέξεις γίνεται απλώς
για να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό,
να αντικατοπτρίσουμε ένα μέρος του κόσμου
όπως τον προσλαμβάνει το μυαλό.
Αυτή η βασική ιδέα φαίνεται να διαποτίζει συνολικά όλο το έργο του, όπου κυριαρχεί ένας ιδιόμορφος ρεαλισμός – θα τον ονόμαζα «ονειρικό». Όπως γράφει η Μαρία Ξυλούρη[1], «ο Auster έχει έναν ιδιότυπο ρεαλισμό στον οποίο θα πρέπει να αποδεχτείς ότι όλα μπορεί να συμβούν, και θα συμβούν». To τυχαίο παίζει καθοριστικό ρόλο, σε βαθμό ώστε να μένουν ιστορίες ατελείωτες, και η ατελής πρόσληψή τους καταδεικνύει τον παραλογισμό με τον οποίο κατανοούμε την πραγματικότητα. Άλλωστε, αυτή την άποψη ενισχύει - νομίζω- και ο πρωτότυπος τίτλος «Travels in the scriptorium», δηλαδή «Ταξίδια στη γραμματεία».
[1] Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Σεπτέμβρης 2008, αφιέρωμα στον Πολ Όστερ
- Αυτό δε θα είναι εύκολο. Έχουν απαγγελθεί τόσες κατηγορίες εναντίον σας.(…)
- Κατηγορίες; Τι είδους κατηγορίες;
- Όλο το φάσμα, φοβάμαι. Από εγκληματική αδιαφορία μέχρι σεξουαλική κακοποίηση. Από συνωμοσία σε από τη μέχρι φόνο εξ αμελείας. Από συκοφαντική δυσφήμιση μέχρι ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Να συνεχίσω;
- Μα είμαι αθώος. Δεν έκανα τίποτα απ’ όλ’ αυτά.
- Αυτό είναι ένα σημείο που επιδέχεται συζήτηση. Όλα εξαρτώνται από την οπτική γωνία του καθενός.
Ο κεντρικός ήρωας, με το χαρακτηριστικό όνομα «Blank» (=λευκό, κενό), είναι ένας γέρος ξεμωραμένος που σε πρώτο πλάνο πάσχει από αμνησία και βρίσκεται απομονωμένος σ’ ένα χώρο (δωμάτιο νοσοκομείου, κελλί;) όπου υποβάλλεται σε θεραπεία. Η υποψία ότι δεν πρόκειται για έναν κοινό ασθενή μπαίνει στον αναγνώστη από την τρίτη σειρά του κειμένου (δεν είχε ιδέα ότι μια φωτογραφική μηχανή βρίσκεται κρυμμένη στην οροφή ακριβώς από πάνω του). Κάποιος λοιπόν, ή κάποιοι, τον παρακολουθούν, φωτογραφίζοντας κάθε δευτερόλεπτο τον ήρωά μας στην προσπάθειά του να αναδυθεί από τη λήθη των γηρατειών στην ανάμνηση ενός «καυτού παρελθόντος». Τον παρακολουθούμε κι εμείς, χωρίς να γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτόν, καθώς ο συγγραφέας περιγράφει με ιδιαίτερη εμμονή τις σισύφειες προσπάθειες ενός ανήμπορου γέρου να εξυπηρετήσει τις βιολογικές του ανάγκες και ν’ αντιμετωπίσει τη μοναξιά. Τη μοναξιά της λήθης και του γήρατος, τη μοναξιά της απώλειας μνήμης. Μια οπτική που κάνει τον αναγνώστη να συμ-παθεί τον ήρωα ή έστω, να τον λυπάται.
Ο τόπος είναι απροσδιόριστος, μέχρι να πληροφορηθούμε έμμεσα (μέσα από ένα χειρόγραφο που αναγκάζεται -τρόπον τινα- να διαβάσει) ότι βρισκόμαστε στη «Συμπολιτεία», όρος που παραπέμπει στις ΗΠΑ.
Κι εδώ, όπως σε όλα σχεδόν τα βιβλία του Πολ Όστερ, η δομή είναι ευρηματική. Όλο το βιβλίο αφορά μια μέρα του έγκλειστου κ. Μπλανκ, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στη διάρκεια αυτής της μέρας τον επισκέπτονται διάφορα άτομα με διαφορετικό ρόλο το καθένα και κατά τη διάρκεια αυτής της μέρας ξεθολώνει κάπως το τοπίο της λήθης, αρχίζει αμυδρά και θυμάται. Αποφασιστικό μέρος της θεραπείας αποτελεί και η ανάγνωση του μυστηριώδους χειρόγραφου, που βρίσκεται στο δωμάτιο του κ Μπλανκ και όπου περιγράφεται η ιστορία ενός άλλου κρατούμενου, του Σίγμουντ Γκραφ. Υπάρχει δηλαδή αφήγηση μέσα την αφήγηση (κάτι στο οποίο ο Όστερ είναι τεχνίτης), όπου μαθαίνουμε έμμεσα πολλές πληροφορίες για τη χώρα (π.χ. ότι το δυτικότερο άκρο της Συμπολιτείας ονομάζεται Ούλτιμα και φρουρείται, γιατί είναι το «μέρος που βρίσκεται στην άκρη του γνωστού κόσμου. Εδώ είμαστε πάνω από χίλια διακόσια χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, έχοντας μπροστά μα τις αχαρτογράφητες εκτάσεις των Αλλοδαπών Εδαφών»). Κυρίως όμως, μαθαίνουμε για την ανελευθερία που επικρατεί σ’ αυτή τη χώρα, εφόσον ο Γκραφ είναι πολιτικός κρατούμενος. Η υποψία ότι ο ανήμπορος και συμπαθής ως εκ τούτου Μπλανκ ήταν εμπλεγμένος αλλά και ταγμένος με τους «θύτες» αυτής της υπόθεσης μπαίνει αργά και βασανιστικά στην υποψία του αναγνώστη, είναι βέβαιο όμως ότι δεν μπορεί κανείς να του προσάψει πια ευθύνες… δε θυμάται πια, έχει το ακαταλόγιστο… κι αυτή η αντίφαση αποτελεί και το κεντρικό θέμα του βιβλίου: Ο χρόνος και τα γηρατειά γλύφουν την πραγματικότητα, κι είναι άτοπο να ψάχνει κανείς την απόδοση ευθυνών, όπως και να διαπιστώσει το «τι έγινε στ’ αλήθεια». Κι εδώ έγκειται η τραγικότητα: όλα εντέλει διαδραματίζονται κατά τραγικό τρόπο μέσα στη συνείδησή μας.
Το εύρημα του εγκιβωτισμού, όμως, δεν εξαντλείται εδώ: ο Μπλανκ είναι υποχρεωμένος να διαβάσει το χειρόγραφο (μαζί το διαβάζουμε κι εμείς), αλλά στο πιο αγωνιώδες σημείο το χειρόγραφο διακόπτεται. Εκνευρισμένος το πετάει, αλλά τότε τον επισκέπτεται ο γιατρός Σάμιουελ Φαρ που επεμβαίνει και τον αναγκάζει να συνεχίσει την ιστορία όπως νομίζει ο ίδιος.
-Ξεκινώντας από το σημείο στο οποίο σταματήσατε να διαβάζετε, πείτε μου τι νομίζετε ότι θα έπρεπε να συμβεί τώρα, μέχρι και την τελευταία παράγραφο, μέχρι και την τελευταία λέξη. Έχετε την αρχή. Τώρα θέλω να μου δώσετε τη μέση και το τέλος.
- Τι είναι αυτό, κανένα παιχνίδι συναναστροφής;
- Αν θέλετε. Προτιμώ να το βλέπω ως μια άσκηση δημιουργικής λογικής.
Η αφήγηση του Μπλανκ είναι τόσο πειστική που αναρωτιέσαι αν απλώς «διαβάζει» τις θολές του αναμνήσεις. Όπως λέει κι ο ίδιος σε μια στιγμή διαύγειας, τον κυνηγούν τα «καταραμένα φαντάσματά μου, τα θύματά μου- όλοι εκείνοι που εγώ τους έκανα να υποφέρουν όλα αυτά τα χρόνια». Ως γνήσιος αφηγητής όμως, επεμβαίνει, λογοκρίνει, φωτίζει την ιστορία ή παρουσιάζει διαφορετικές παραλλαγές. Έτσι γίνεται δημιουργός, κατασκευαστής της ιστορίας, επικυρώνοντας την αλήθεια ότι δεν υπάρχει –ή τουλάχιστον δε μπορεί να πιστοποιηθεί- μία και αντικειμενική αλήθεια.
Έχει ιδιαίτερη σημασία η εγκιβωτισμένη ιστορία, η προσωπική μαρτυρία του Γκραφ, ο οποίος εξαπατήθηκε διπλά, εστάλη στην απαγορευμένη χώρα, στα ίχνη ενός διπλού πράκτορα και παλιού φίλου του για ν’ ανακαλύψει μετά από πολλές περιπέτειες ότι τον χρησιμοποίησαν: με το να τον βάλουν να γράψει την ιστορία του, ή μάλλον την ερμηνεία που ο ίδιος έδωσε σε μια φρικιαστική σφαγή, πυροδοτεί άθελά του έναν πόλεμο προς τη Συμπολιτεία. Δεν έχουν βέβαια σημασία οι λεπτομέρειες, αλλά και η παράλληλη αυτή ιστορία δείχνει την αλλοτριωτική (ή δημιουργική;) δύναμη των λέξεων
Γιατί, όπως γράφεο ο Όστερ στο βιβλίο «Η επινόηση της μοναξιάς»:
Η γλώσσα δεν είναι αλήθεια.
Είναι ο τρόπος που υπάρχουμε στον κόσμο.
Το παιχνίδι με τις λέξεις γίνεται απλώς
για να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό,
να αντικατοπτρίσουμε ένα μέρος του κόσμου
όπως τον προσλαμβάνει το μυαλό.
Αυτή η βασική ιδέα φαίνεται να διαποτίζει συνολικά όλο το έργο του, όπου κυριαρχεί ένας ιδιόμορφος ρεαλισμός – θα τον ονόμαζα «ονειρικό». Όπως γράφει η Μαρία Ξυλούρη[1], «ο Auster έχει έναν ιδιότυπο ρεαλισμό στον οποίο θα πρέπει να αποδεχτείς ότι όλα μπορεί να συμβούν, και θα συμβούν». To τυχαίο παίζει καθοριστικό ρόλο, σε βαθμό ώστε να μένουν ιστορίες ατελείωτες, και η ατελής πρόσληψή τους καταδεικνύει τον παραλογισμό με τον οποίο κατανοούμε την πραγματικότητα. Άλλωστε, αυτή την άποψη ενισχύει - νομίζω- και ο πρωτότυπος τίτλος «Travels in the scriptorium», δηλαδή «Ταξίδια στη γραμματεία».
[1] Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Σεπτέμβρης 2008, αφιέρωμα στον Πολ Όστερ
Χριστίνα Παπαγγελή
16 σχόλια:
αγαπητή Χριστίνα
εξαιρετικά τα σημειώματά/κείμενά/αναρτήσεις σου.
εύγε! τώρα εκείνο το "όλα εξαρτώνται από την οπτική γωνία του καθενός" έχει εκλεκτικές συγγένειες με την ανάρτησή μου στο metissage-Ετικέτες:Ιωάννα της Λωραίνης και η μοναδική ερμηνεία των συμβάντων (μια ανάλυση της τρομοκρατίας επ' αφορμή του κατηγορητηρίου που απαγγέλθηκε
στην Ζαν ντ΄Αρκ). Δες το για να ανοίξουμε έναν διάλογο μέσω της συνανάγνωσης των δύο αναρτήσεων.
τώρα επίσης σε προσκαλώ να δεις και την ανάρτηση το substratum:τραγούδια σώματος-υβρίδια σκουριάς (δεξιά στήλη στο metissage, έχει link γίνει για να μπαίνετε)
Να είσαι καλά
Βαγγέλης Ιντζίδης
Βαγγέλη, σ' ευχαριστούμε ιδιαίτερα (ίσως θα πρόσεξες ότι συνεργαζόμαστε δύο δ' αυτό το μπλογκ). Εία την ανάρτησή σου για την τρομοκράτισσα Ιωάννα και θα απαντήσω πάραυτα.
Αφήνω τα τραγούδια σώματος (αν κι ο τίτλος με εμπνέει περισσότερο) για αργότερα!
Σας ευχαριστώ
η τρομοκρατημένη Ιωάννα περιμένει
βαγγέλης
Πρόκειται για ένα ακόμη καταπληκτικό βιβλίο το Πολ Όστερ, το είχα διαβάσει παλαιότερα και το έβαλα στο blog μου.
Πρόκειται για ένα ακόμη καταπληκτικό βιβλίο το Πολ Όστερ, το είχα διαβάσει παλαιότερα και το έβαλα στο blog μου.
akamas@ είσαι ο πρώτος που ξέρω να έχει διαβάσει Πολ Όστερ, και μάλιστα να τον έχει εκτιμήσει όσο εγώ (έχω διαβάσει ΟΛΑ τα βιβλία του που'χουν μεταφραστεί). Δεν ξέρω γιατί δεν προβάλλεται από τους κριτικούς όσο αξίζει, είναι μάλλον ένα από τα "κακά παιδιά" της Αμερικής΄.
Το "Διαβάζω" του Σεπτεμβρίου 2008 είχε ένα καλό αφιέρωμα.
Μπονσουάρ.
Κάτι η παραδοσιακή εγκράτεια για τα αμερικάνικα προϊόντα, κάτι η σύμπτωση και οι συγκυρίες, κάτι ο χρόνος και η υπερπροσφορά, με έβαλαν κι εμένα στη χορεία των ανθρώπων που παραμένουν.. ανόστεροι.
Σεβόμενος την κρίση σας, κ.Παπ, και τη ...χρόνια ( κάτι σαν αρρώστια!) εκτίμησή μου, σας δηλώνω ευθαρσώς πως θα διαβάσω λίαν συντόμως και θα είμαι σε θέσει να ασκήσω τη δριμεία κριτική μου τόσο σ' αυτόν όσο και σε σας.
( Ποιο προτείνετε για αρχή, γιατρέ μου;)
Διονύση καλημέρα!
Ευχαριστώ πολύ για την εμπιστοσύνη που μου δείχνεις, αλλά πρέπει να σου πω ότι έχω μια ροπή προς την παραμυθία(δηλ. το παραμύθιασμα...). ΟΙ ιστορίες του Όστερ είναι "ελαφρώς" παρατραβηγμένες από άποψη πλοκής, αλλά δεν είναι βέβαια στην πλοκή- μόνο- η γοητεία του.
Λοιπόν, το "τεστ Παπ" απαιτεί:
1. "Το χρονικό μιας πρώιμης αποτυχίας" είναι αυτοβιογραφικό, χωρίς μυθιστορηματική "δέση" αλλά συναρπαστικό. Αυτό διάβασα πρώτο, και έσπευσα να πάρω κι άλλα. Στο ίδιο βιβλίο, (εκδ. Ζαχαρόπουλος;)υπάρχει και μια "λογοτεχνική χαμαλοδουλειά" όπως λέει, το πρωτόλειό του "Η παγίδα του Μπέντζαμιν", που είχε αποτυχία αλλά εμένα ... μ' άρεσε! (μήπως πρέπει ν' αλλάξεις γιατρό;)
Άλλα ωραία:
2. Το παλάτι του φεγγαριού
3. Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων
4. Το κλειδωμένο δωμάτιο
...θες κι άλλα;
Πάντως μια ιδέα μπορείς να πάρεις κι από το μπλογκ όπου υπάρχουν άλλες δυο δημοσιεύσεις για τον Όστερ.
Περαστικά!!
Χριστίνα ,κι εγώ για πολύ καιρό τον περιφρονούσα.Τελευταία απέκτησα την τριλογία της Ν. Υόρκης (προτίμησα αυτό γιατί εκδόθηκε στα αγγλικά σε μια πολύ όμορφη εικονογραφημένη έκδοση και γιατί διάβασα ότι θεωρείται το πιο ολοκληρωμένο; έργο του )και μια χριστουγεννιάτικη ιστορία (λόγω μιας όμορφης ανάρτησης στις Πινακίδες από κερί) . Τα έχεις διαβάσει ;
ναυτίλε@
έχω διαβάσει τα δύο της τριλογίας, τη "Γυάλινη πόλη" και το "Κλειδωμένο δωμάτιο", το 1ο και το 3ο της σειράς, αλλά ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ότι ανήκουν σε τριλογία, ούτε καν ήξερα το μεσαίο ("Φαντάσματα"). Χάρη στη δική σου πληροφορία έψαξα στο ίντερνετ, αλλά δεν ξέρω αν τα "Φαντάσματα" έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.
Η "Γυάλινη πόλη" είναι το πρώτο του έργο μετά την "πρώιμη αποτυχία" του αστυνομικού ("Η παγίδα του Π. Μπέντζαμιν". Κατά τη γνώμη μου έχει πολύ ενδιαφέρον (αφορά κάπως τη σχέση συγγραφέα με τον ήρωά του) αλλά μένει λίγο μετέωρο από άποψη πλοκής- το συνηθίζει λίγο ο Όστερ. Όχι, δε θα' λεγα ότι είναι από τα καλύτερα. Φαίνεται ξεκάθαρα η πρόθεση τπου συγγραφέα να εκφράσει ενδιαφέρουσες απόψεις, αλλά κάνοντας κάπως άσχετες παρεκβάσεις.
Ο ίδιος ο Όστερ λέει ότι αφορμή της συγγραφής του βιβλίου ήταν ένα αληθινό περιστατικό, ένα κατ' επανάληψη λάθος τηλεφώνημα κάποιου που ζητούσε έναν ντέτεκτιβ, και από κει και πέρα ο Όστερ άρχισε να σκέφτεται διάφορα σενάρια. Άρχισε δηλαδή να σκέφτεται τι θα γινόταν αν απαντούσε ότι, ναι, είναι ο ντέτεκτιβ... κι έτσι γεννήθηκε ως συγγραφέας, χρησιμοποιώντας τον ήρωά του ως alter ego!
Το "κλειδωμένο δωμάτιο" είναι κατά τη γνώμη μου πιο άρτιο. Όσο για τη χριστουγεννιάτικη ιστορία, μμμμ πέυδω να επισκεφτώ τις "Πινακίδες από κερί"!
Υ.Γ. Συγνώμη για τη φλυαρία, αλλά ο Όστερ είναιαπό τις αδυναμίες μου...
Χριστίνα,
Μια και κατά σύμπτωση η τελευταία ανάρτησή μου είναι αφιερωμένη στον Πωλ Ώστερ (όπως διαπίστωσες επισκεπτόμενη τις Πινακίδες από κερί) ένα μικρό ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και για το απόσπασμα από τη Γυάλινη Πόλη που μου άφησες.
Πολύ όμορφο το μπλογκ σου/σας. Εξαιρετική δουλειά . Σου/σας εύχομαι καλές αναγνώσεις και καλές αναρτήσεις. Πόσο ατυχής μου φαίνεται ο τίτλος στην ελληνική έκδοση του Travels in the Scriptorium! Δεν συνίσταται όμως σε αυτούς που δεν έχουν διαβάσει άλλα βιβλία του Ώστερ! Κάνει μπαμ πάντως από την αρχή το ότι πρόκειται για ήρωες των μυθιστορημάτων του μια και αυτός τους έχει αναθέσει αποστολές και είναι υπευθυνος για τα δεινά τους και για τις αποστολές που τους έχει αναθέσει. Και αυτό το Μπλανκ, ο συγγραφέας άγραφη σελίδα!
Καλό σου βράδυ και χάρηκα για τη γνωριμία.
Πόλυ,
ευχαριστούμε για τα καλά σου λόγια!
πρωτότυπη η ερμηνεία σου "Κάνει μπαμ πάντως από την αρχή το ότι πρόκειται για ήρωες των μυθιστορημάτων του μια και αυτός τους έχει αναθέσει αποστολές και είναι υπευθυνος για τα δεινά τους και για τις αποστολές που τους έχει αναθέσει". Ομολογώ ότι δεν το' χα καταλάβει μ' αυτόν τον τρόπο. Τον αγγλικό τίτλο τον ερμήνευσα ως μια επισήμανση ότι η "γραμματεία", δηλαδή ο τρόπος που εξιστορεί κανείς τα πράγματα(ο "λόγος") είναι αυτός που δίνει το χρώμα στην πραγματικότητα (γράφει κάπου ο ίδιος: η πραγματικότητα δεν υπάρχει χωρίς τη φαντασία που θα σε βοηθήσει να τη δεις). Όπως και να' ναι, ο μεταμοντερνισμός του Όστερ (ως προς τη ρευστότητα της ταυτότητας) φτάνει εδώ στο αποκορύφωμα!
Σίγουρα δε συνιστάται για πρώτη επαφή με τον Όστερ, αλλά και η μητέρα μου (θρερμή αναγνώστρια και θαυμάστρια του Όστερ, αλλά ...8ο κάτι χρόνων!) δεν κατάλαβε -λέει- τίποτα!
Γεια σε ολους, ειπα να κανω επετειακο ποστ ενα χρονο μετα!
Χριστινα, πιστευεις πως ο Οστερ επικεντρώνεται περισσότερο στην ιστορία του Μπλανκ ή του Γκραφ για να διατυπώσει την άποψη περί "δημιουργίας" της αλήθειας, ή ο συνδυασμός τους είναι το κλειδί τελικά;
ωραία η ανάλυσή σου πάντως, η αλήθεια είναι ότι το βιβλίο με μπέρδεψε και ήθελα να ακούσω μια άλλη άποψη.
Καλώς τη Ρεγγίνα!
είναι αρκετός καιρός που έχω διαβάσει το βιβλίο για να θυμάμαι λεπτομέρεις της ιστορίας του Γκραφ, αλλά αυτό που θυμάμαι είναι ότι αναδεικνύεται ότι καταφανώς δεν μπορούμε να ανασυστήσουμε την"πραγματικότητα", την αλήθεια γιατί "όλα εντέλει διαδραματίζονται κατά τραγικό τρόπο μέσα στη συνείδησή μας". Αυτό φαίνεται και από τη μαρτυρία του Μπλανκ (=κενό) που έχει το ακαταλόγιστο, και από του Γκραφ που την ερμηνεύει όλο και πιο διαφορετικά. Δηλαδή, ναι, ο συνδυασμός τους είναι το κλειδί του κεντρικού πυρήνα του βιβλίου -νομίζω- από ένα σημείο και μετά δεν έχει έννοια η απόδοση ευθυνών.
Υ.Γ. Πού είναι το ποστ σου;
Όλα εν τέλει διαδραματίζονται κατά τραγικό τρόπο μέσα στη συνείδηση μας.
Ας περιοριστούμε στο σχετικά με την απόδοση ευθυνών θέμα που αγγίζει η δήλωση αυτή. Ποιο είναι το νόημα της απόδοσης ευθυνών και της τιμωρίας εν τέλει αν ισχύει αυτό και ποιους/τι εξυπηρετεί, πως επιδρά στα πρόσωπα που αναμειγνύονται;
ΥΓ1: Συγνώμη που απάντησα μετά από τόσο καιρό, είναι λογικό να μη θυμάσαι πολλές λεπτομέρειες..
ΥΓ2: Το ποστ μου ειναι...πάνω από το δικό σου!
Regina,
η υπόθεση του βιβλίου παραπέμπει άμεσα στο μεγάλο ηθικό πρόβλημα που τέθηκε τον 20αι., της απονομής δικαιοσύνης (και ηθικής δικαίωσης, φυσικά) όσο αφορά εγκληματίες πολέμου (βλ. ναζί), ή γενικά δικτατόρων που παραβίασαν κατάφωρα και "μαζικά" τα ανθρώπινα δικαιώματα (βλ. Πινοσέτ, δικτάτορα της Χιλής), των οποίων τα εγκλήματα "παραγράφηκαν".
Αυτό συνέβη σε κάποιες περιπτώσεις λόγω παρέλευσης πολλών χρόνων (νομίζω σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο μετά την παρέλευση πεντηκονταετίας; Όποιος το γνωρίζει ας το πει), ή λόγω κακής υγείας των κατηγορουμένων. (Δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις διαφυγής ή σκόπιμης συγκάλυψης, γιατί το βιβλίο αναφέρεται στο ακαταλόγιστο λόγω αρρώστιας/γήρατος.
Χαρακτηριστική η περίπτωση του Πινοσέτ ο οποίος, αφού ανέτρεψε τον Αλλιέντε με πραξικόπημα το 1973, κυνήγησε ανελέητα τους αριστερούς (χιλιάδες εξαφανίστηκαν, συλλήφθηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν κλπ.) -εκτιμάται ότι 200.000 συνολικά άτομα υπέφεραν από δολοφονίες, εξορίες ή βασανιστήρια.
Το 1998, και ενώ βρισκόταν για νοσηλεία σε ιδιωτική κλινική του Λονδίνου, συνελήφθη με διεθνές ένταλμα σύλληψης που εξέδωσε η Ισπανία με την κατηγορία μαζικής δολοφονίας πολιτών κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Η Αγγλία αντί να παραδώσει τον Πινοσέτ στην Ισπανία, τον επέστρεψε στην Χιλή, με δικαιολογία την κακή του υγεία. Στις αρχές του 2005 το ανώτατο δικαστήριο της Χιλής τον ...αθώωσε. Ήταν ήδη άρρωστος, ραμολιμέντο 91 χρόνων..
Νομίζω ότι αυτή η ιστορία απαντά στο ερώτημά σου, ποιο είναι το νόημα της απόδοσης ευθυνών και ποια είναι η τραγωδία της ιστορίας των 200.οοο περίπου θυμάτων της δικτατορίας του Πινοσέτ, ή των θυμάτων του ναζισμού, του σταλινισμού, των δικτατοριών της Λατ. Αμερικής κλπ.
Κατ' ανάλογο τρόπο, σε λίγα χρόνια δε θα υπάρχει νόημα "απόδοσης ευθυνών" για την τραγωδία της Κύπρου.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται...
Δημοσίευση σχολίου