Έμεινα ακίνητος, κοιτάζοντας προς τη θάλασσα,
νιώθοντας ένα γιγαντιαίο κύμα να φουσκώνει το στήθος και τις φλέβες μου.
Υπήρξα μάρτυρας μιας αρχαίας σκηνής.
Είχα συμμετάσχει σε μια παράσταση που συνεχιζόταν για αιώνες,
πάνω από χίλια χρόνια.
Αλτάι, είναι το όνομα ενός είδους κυνηγετικού γερακιού της εποχής, ενός αρπακτικού πουλιού, που λέγεται ότι αποτελεί διασταύρωση από δύο σπάνιες ράτσες, κι εναποθέτει τα αυγά του στις πλαγιές των Αλτάι[1] (Αλτάια όρη). Δεν αργεί ο αναγνώστης να καταλάβει ότι ο συγγραφέας καθρεφτίζει σ’ αυτήν την πολύσημη μεταφορά τους δύο, συμπαθέστατους και απρόβλεπτους πρωταγωνιστές του βιβλίου.
Αξίζει συγχαρητήρια σ’ αυτήν τη συλλογική προσπάθεια, ή καλύτερα, στη συγγραφική κολεκτίβα[2] που μας μεταφέρει τόσο παραστατικά και υπεύθυνα σε μια ιστορική εποχή ρευστή και άγνωστη, στη Μεσόγειο του 16ου αιώνα. Με επίκεντρο την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς (πριν ήταν υπό την βενετική κατοχή) που έγινε ιστορικά το 1571, διεισδύουμε στις σκοτεινές σχέσεις των Βενετών με τους Οθωμανούς, σε παιχνίδια κατασκοπείας, προδοσίας, γοητείας και εξουσίας, ενώ παράλληλα βλέπουμε τα μεγάλα λιμάνια και τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, κατά κανόνα ναυτικές: Βενετία, Ραγούσα (Ντουμπρόβνικ), Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη. Και φυσικά, Οθωμανική αυτοκρατορία, Γαλλία, Αγγλία, Ισπανία, Πολωνία…
Η αφήγηση ξεκινά το 1569 και γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι θα κινηθεί σε δύο παράλληλες χρονικές γραμμές όπου η μια παρακολουθεί την περίφημη «Σενιόρα», τη θρυλική δόνα Γκράθια, μια πλούσια Εβραία χήρα («ηλικιωμένη βασίλισσα, της οποίας οι αφοσιωμένοι υπήκοοι είναι σκορπισμένοι σε όλον τον κόσμο»), η οποία προφανώς αφιέρωσε τη ζωή της υπηρετώντας το όραμα ενός εβραϊκού κράτους (δεν αναφέρεται ωστόσο καθόλου η λέξη σιωνισμός). Η «σινιόρα», όσο ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, είχε συναλλαγές και διαμάχες με πλούσιους πρίγκιπες, βασιλιάδες και αυτοκράτορες, πρώτα στις Κάτω Χώρες, μετά στη Βενετία, τελικά στην Κωνσταντινούπολη. Στα 1569 όμως, καθώς προαισθάνεται το τέλος της, αποφασίζει να αποσυρθεί στην Τιβεριάδα, κινώντας τα νήματα της εξουσίας της από μακριά, μέχρι ν’ αφήσει την τελευταία της πνοή.
Στο άλλο επίπεδο, πιο μακροσκελές και πιο καίριο, κινείται ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής μας. Ο πολύπαθος ήρωάς μας με το όνομα Εμανουέλε ντε Τζάντε αρχικά ζει στη «Γαληνότατη» (Δημοκρατία της Βενετίας[3]), ως πράκτορας στην υπηρεσία του Σύμβουλου Μπαρτολομέο Νόρντιο. Μια τρομερή έκρηξη όμως στην πυριτιδαποθήκη στο Νεώριο, αποδίδεται αρχικά στον μεγάλο εχθρό των Βενετών, τον Ιουδαίο Τζουζέπε/Γιόσεφ Νάζι (που είναι στην υπηρεσία των Οθωμανών), γρήγορα όμως ο έξυπνος Εμανουέλε αντιλαμβάνεται ότι όχι μόνο δεν ήταν ατύχημα, αλλά ο εχθρός για κάποιο λόγο δεν ήθελε να κάνει μεγάλη ζημιά. Ήταν επομένως ένα στημένο παιχνίδι, ίσως και για να ενοχοποιήσουν τον ίδιο, ίσως γιατί τον θεωρούν ύποπτο λόγω της διπλής του καταγωγής (έναν αρκετά υψηλά ιστάμενο, που μπορεί να σχεδιάσει μια επίθεση στο νεώριο. Σε μεγάλο βαθμό υπεράνω υποψίας/κάποιον που κατέχει υψηλό αξίωμα/κάποιον που κρύβει ένα μυστικό, γι’ αυτό και μπορεί να πέσει θύμα εκβιασμού από τον Τούρκο).
Προδομένος από την όμορφη εταίρα Αριάδνη, ο Εμανουέλε Τζάντε καταφέρνει να αποδράσει (αργότερα θα τον προδώσει κατά τον ίδιο τρόπο η μοναδική γυναίκα που αγάπησε χωρίς να πληρώνει τον έρωτά της, η Ντάνα). Εγκαταλείπει την Βενετία («βέβαιο ότι δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ»), κι από Βενετός ευγενής αιφνίδια γίνεται φυγάς και κατηγορούμενος, ότι πρόδωσε τη «Γαληνότατη». Ποιο ήταν το μυστικό που έκρυβε καλά τόσο καιρό; Μα φυσικά, όχι μόνο ότι είναι Εβραίος, αλλά ότι όλη του η ζωή είναι χτισμένη στον τυχοδιωκτισμό, τα ψέματα, την εγκατάλειψη και την προδοσία (δεν υπήρχε τίποτα το αληθινό στο οποίο να γυρίζω την πλάτη).
Εμανουέλε ντε Τζάντε ή Μανουέλε Καρντόζο;
Το στοιχείο της ταυτότητας τίθεται επιτακτικά στο βιβλίο, άλλωστε η εποχή είναι ρευστή όπως και τα σύνορα των κρατών. Ο Εμανουέλε ντε Τζάντε, ή αλλιώς Μανουέλε Καρντόζο, είναι Εβραίος από μητέρα αλλά έχει από πολύ νωρίς απαρνηθεί τον ιουδαϊσμό αναζητώντας την τύχη του, και υποκαθιστώντας τον εξαφανισμένο πατέρα του με τον λαθρέμπορο Τουόνε Γιούρμαν (το μόνο που ξέρω για τον πατέρα μου είναι αυτό που μου διηγήθηκε εκείνη: ένας ναύτης που πέθανε στη θάλασσα λίγους μήνες πριν γεννηθώ. Ένας Γκόι, ένας Βενετός). Ορφανός σχετικά μικρός από μητέρα, στα δεκαπέντε και μετά το «μπαρ μιτσβά», γνωρίζει επιτέλους τον πραγματικό του πατέρα. Ο Τζοανμπατίστε ντε Τζάντε δεν είναι απλός ναύτης, είναι Βενετός ναύαρχος κατά των Τούρκων πειρατών, «εξέχον πρόσωπο», και με πολιτικές διασυνδέσεις! Να λοιπόν, το πρώτο μεγάλο ψέμα στο οποίο χτίζεται η ζωή του.
Ο πατέρας που θυμήθηκε αργά τα πατρικά του καθήκοντα, έστρεψε τον -νόθο- γιο του στη Βενετία, αποκρύπτοντας ή μάλλον διαγράφοντας το ότι ήταν μαράνο[4](είχα αποκτήσει το επώνυμό του, είχα βαπτιστεί, είχα κοινωνήσει, είχα λάβει το χρίσμα), και με την πολιτική δύναμη που είχε τον σύστησε στον Σύμβουλο της Βενετίας. Έτσι βρέθηκε ο ήρωάς μας στη Μυστική Υπηρεσία της Γαληνότατης!
Ραγούσα- Θεσσαλονίκη- Κωνσταντινούπολη
Μόνο προς μια κατεύθυνση μπορεί να πάει πια ο Εμανουέλε, κυνηγημένος απ’ τη μοίρα του και ουσιαστικά επιστρέφοντας. Επιστρέφοντας στο Ντόμπρο Βενέντικτ -στην «Καλή Βενετία» δηλαδή στο Ντουμπρόβνικ (Ραγούσα)-, έναν ενδιάμεσο σταθμό που είναι η γενέθλια πόλη του, εκεί όπου κατέληξαν οι Εβραίοι προγονοί του από την Ισπανία (1492) και σχημάτισαν μια μικρή κοινότητα («δεν είμαι πια Εβραίος»). Τρέφει ανάμεικτα συναισθήματα νοσταλγίας και θυμού, γιατί τον κατηγορούν μεν για προδοσία αλλά δεν είναι προδότης, ο μονόδρομος όμως έχει χαραχτεί μπροστά του: μετά από μπόλικο ξύλο και σύλληψη που θα τον οδηγούσε στην κρεμάλα, η μόνη σωτηρία είναι να γίνει από κυνηγός κατασκόπων (της Βενετίας)… κατάσκοπός της, προσχωρώντας στον μεγαλύτερο εχθρό της Γαληνότατης, τον Τζουζέπε Νάζι (ή Γιόζεφ Νάζι, Εβραίος κι αυτός, και μάλιστα στην υπηρεσία των Οθωμανών)!
Η «έξυπνη» στάση του Εμανουέλε τον παρέδωσε στους «εχθρούς» και τον οδήγησε μέσω Δυρραχίου στη Θεσσαλονίκη, τη «μικρή Ισπανία της Ανατολής» (εδώ έχει την ευκαιρία ο αναγνώστης να οσμιστεί τη μυρωδιά της πόλης των Σεφαραδιτών –μυρωδιές μαγειρέματος και λαγνείας, με την εμπορική και πολυπολιτισμική κίνηση ενός κεντρικού λιμανιού: Καλαβροί, Ισπανοί, Ρωμανιώτες, Πορτογάλοι, Απουλιανοί, Δαλματοί κ.α.).
Η προσχώρησή του στο αντίπαλο στρατόπεδο γίνεται σταδιακά, με επιφύλαξη και προσοχή, ενώ παρουσιάζεται αριστοτεχνικά από τη συγγραφική ομάδα. Γιατί ο πρωταγωνιστής μας είναι πανέξυπνος, και αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα ότι μόνο η απόλυτη ειλικρίνεια θα τον σώσει. Οι γνώσεις και οι πληροφορίες του Εμανουέλε είναι αρκετές για να τον εμπιστευτούν -άλλωστε του δόθηκε η δυνατότητα να δραπετεύσει και δεν το έκανε… Γιατί, ο Μανουέλ (πλέον) δεν ήθελε να εκδικηθεί, μόνο να βγει από το τέλμα.
Στην καίρια λοιπόν ερώτηση γιατί ένας Εβραίος να θέλει να εξυπηρετεί την Γαληνότατη, απάντησε «Δεν είμαι πια Εβραίος» (μου είχε συμβεί αρκετές φορές να φανταστώ μια παρόμοια κατάσταση: να έχω απαχθεί από τον εχθρό, να έχω πιεστεί, να έχω βασανιστεί. Κάθε φορά, μέσα στο μυαλό μου, φανταζόμουν πώς να κρύψω ή να διαστρεβλώσω την αλήθεια, να παραπλανήσω τον άλλον, να του σερβίρω συναρπαστικά μείγματα πραγματικότητας και ψεύδους, κι αντί γι’ αυτό, τώρα που είχε έρθει η στιγμή, ήθελα να πω την αλήθεια/ν’ αδειάσω εκείνον τον σάκο, για να συγκρουστώ με τη Σφίγγα χωρίς βάρη στην ψυχή). Οι σχετικές με την Κύπρο πληροφορίες είναι αυτές που θα τον οδηγήσουν καρφί στον φιλόδοξο Γιόζεφ Νάζι, στο Παλάτσο Μπελβεντέρε, στην Κωνσταντινούπολη.
Πάλι εντυπωσιάζεται ο αναγνώστης από την εξωτερική περιγραφή, της πρωτεύουσας των Οθωμανών αυτή τη φορά, όπως τη βλέπει βέβαια ο Μανουέλ (το τελευταίο άκρο της Ευρώπης, κατοικία αυτοκρατόρων, θεοτήτων και σουλτάνων): βροχή και παγωμένο χιόνι, δρόμοι γεμάτοι ζωή, αλλά και λασπότοποι «δυσωδία (πάλι) θανάτου, περιττωμάτων και ούρων», απογοήτευση από τα χαμόσπιτα, μυρωδιές ταβέρνας στον Γαλατά, επιβλητικά τείχη, μιναρέδες και καμπαναριά…
Ο Κολασμένος. Ο Καταραμένος. Ο Διάβολος αυτοπροσώπως.
Στην κοιλιά του Λεβιάθαν, ή στην κορφή του κόσμου
Η συνάντηση με τον Γιόσεφ Νάζι (ή Ζοάο) στο «Παλάτσο Μπελβεντέρε»[5] είναι όχι μόνο επεισοδιακή αλλά και καθοριστική (Μανουέλ: είχα εκπαιδευτεί να τους φοβάμαι και να υπερασπίζομαι τη Δημοκρατία από τις δολοπλοκίες τους). Ο αλαζόνας « Εβραίος ευνοούμενος του σουλτάνου», δούκας της Νάξου και φυσικά καταζητούμενος της Γαληνότατης, έχει άμεση σχέση -οικονομική αλλά και συναισθηματική- με την ισχυρή Γκράθια, που είναι θεία του και την κόρη της οποίας, Ρέινα, έχει παντρευτεί (δηλαδή, την ξαδέρφη του). Η Γκράθια είναι σχεδόν θεοποιημένη (αν και ζωγραφισμένη, η γυναίκα προκαλούσε δέος) από τους Σεφαραδίτες Με τη χρηματική της άνεση βοηθά, όπως κι ο ανιψιός της, τους κατατρεγμένους Εβραίους απανταχού της γης. Ο Νάζι, επεκτείνοντας το όραμα της Γκράθια, επιδιώκει να κατακτήσει την Κύπρο που είναι υπό την κυριαρχία των Βενετών, με φιλοδοξία όχι μόνο να οικοδομήσει το βασίλειο της Κύπρου και να αποκτήσει το στέμμα (έχω ανοιχτούς λογαριασμούς με την ιστορία), αλλά να βρει πατρίδα για τους ομόεθνούς του. Έτσι, όταν πια κατακτά την εμπιστοσύνη του απαγωγέα του, ο Μανουέλ εισχωρεί με αργά κι επιφυλακτικά βήματα σ’ έναν κύκλο ισχυρών προσώπων: είναι αρχικά ο Δαβίδ Γκομέζ, το δεξί χέρι του σατανά· ο Μεγάλος βεζίρης, ο γιγαντόσωμος Σοκολού Μεχμέτ Πασάς, και ο προσωπικός του γραμματέας και γιατρός του, ο Εβραίος Σολομών Ασκεναζί, γραμματέας του μεγάλου βεζίρη και προσωπικός γιατρός του πρέσβη της Βενετίας, πρόσωπο που θα παίξει σημαντικό ρόλο· ο Ραλφ Φιτς, Άγγλος υπήκοος, ο πρεσβευτής της Γαλλίας, ο απεσταλμένος/βοεβόδας της Πολωνίας, ο αρχιραβίνος. Κάποια στιγμή, φυσικά, θα συναντήσει και τον σουλτάνο.
Ο ταξιδιώτης του κόσμου
Το πρόσωπο όμως που παίζει σχεδόν συμπρωταγωνιστικό ρόλο, εφόσον αφιερώνονται ιδιαίτερα κεφάλαια γι’ αυτόν, είναι ο μυστηριώδης «γέρος» Ισμαήλ, που εν έτει 1569 ζει στη… Μόχα (Υεμένη) (ασχολούμαι με τις επιχειρήσεις της οικογένειας Νάζι στην Υεμένη), και καταλαβαίνουμε κάποια στιγμή ότι τον είχε στην απόλυτη εμπιστοσύνη της η Γκράθια (ίσως «αγαπιόνταν»), στέλνοντάς του μήνυμα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να βοηθήσει τον Γιόσεφ Νάζι. Είναι κι αυτός «αλτάι», κυνηγός, τυχοδιώκτης, πανέξυπνος και…, όπως και τα γεράκια, διγενής!
Η «επανεμφάνιση του γέρου» ταράζει τον κύκλο του Γιόσεφ Νάζι στο Παλάτσο Μπελβεντέρε. Εντυπωσιάζει εξαρχής τον Μανουέλ, γιατί φαίνεται αμέσως ότι είναι διορατικός και δαιμόνιος, όπως άλλωστε είναι κι ο ήρωάς μας. Ωστόσο, μια αύρα μυστηρίου και σοφίας τον τριγυρίζει, και δικαίως. Αρχικά, παρόλο το όνομά του, είναι… Γερμανός («El Aleman»), και φαίνεται πως έχει αλλάξει πολλά ονόματα (ονομαζόταν Λουντοβίκο, αλλά γι’ άλλους ήταν ο Τιτσιάνο/ μου λες δηλαδή ότι ο Ισμαήλ-αλ Μαχάουι είναι ο Τιτσιάνο ο Αναβαπτιστής;). Είχε πολεμήσει στο Μίνστερ της Βεστφαλίας το 1534[6], και πριν απ’ αυτό ήταν με τους εξεγερμένους αγρότες στη μάχη του Φρανκεχάουζεν. Αγάπησε την Γκράθια αλλά «ο Ισμαήλ είναι ένας περιπλανώμενος από επιλογή και σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε να πολεμήσει τους ισχυρούς»). Έτσι, γρήγορα αποφασίζει να απομακρυνθεί από την οικογένεια Νάζι, κι αν επιστρέφει τώρα είναι λόγω της επιθανάτιας επιθυμίας της αγαπημένης του.
Το σχέδιο
Αν η υπομονή είναι αρετή, η αναμονή είναι τέχνη
Η απώτερη φιλοδοξία του Νάζι και των ομοεθνών του, είναι η κατάκτηση της Κύπρου και η δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους υπό την ηγεσία του ίδιου του Νάζι (ένα έθνος ελεύθερο, που να είναι καταφύγιο για όλους εμάς, για βιβλία που μισούν οι δεσπότες και για όποιον διώκεται). Ο πρώτος στόχος λοιπόν είναι να εκθέσουν τον Μεγάλο Βεζίρη (που δεν θέλει την κατάκτηση της Κύπρου), τον γιατρό του Ακεναζί και τον πρέσβη της Βενετίας, αποδεικνύοντας ότι κινούνται προδοτικά (κάτι που κατάφερε με αξιοθαύμαστη ευκολία το αστυνομικό δαιμόνιο του ήρωά μας). Ο Άγγλος έμπορος Φιτς αφήνει υποσχέσεις για συνεργασία με την Αγγλία, αλλά η μεγάλη βοήθεια βέβαια θα είναι από τους Οθωμανούς (χρειάζομαι τον Σουλτάνο και τους γενίτσαρους. Τουλάχιστον προς το παρόν), και η εμπιστοσύνη στον σουλτάνο είναι ένα ζήτημα που τίθεται κάθε τόσο επί τάπητος, ωστόσο οι Οθωμανοί, έχουν ισχυρά κίνητρα για κατάληψη της Κύπρου: μια πενταετία πριν, τα τουρκικά στρατεύματα έπαθαν πανωλεθρία στην Μάλτα[7] από τους Ιωαννίτες ιππότες (αυτή η αποτυχημένη επιχείρηση ήταν μεγάλη ταπείνωση και η σκιά της ανακινήθηκε από τον Σοκολού). Μάλιστα, ναύαρχος ήταν και τότε ο περίφημος Λάλα Μουσταφά[8]. Ωστόσο, υπάρχει συνθήκη ειρήνης μεταξύ Βενετίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που για να αθετηθεί πρέπει να δικαιολογείται πόλεμος σε θρησκευτικό επίπεδο, ή ένα πολιτικό πρόσχημα (δεν υπάρχει), τέλος ως δικαιολογία, οι πειρατές.
Ο Μανουέλ απ’ την άλλη είναι πολύτιμος συνεργάτης γιατί ξέρει στρατηγικά μυστικά λόγω της προηγούμενης θέσης του, που μπορούν να βοηθήσουν τις οθωμανικές δυνάμεις να πλήξουν την κτήση της Βενετίας στα ευάλωτα σημεία του νησιού. Οι αποκαλύψεις του οδηγούν την ισχυρή μας ομάδα (Γιόσεφ Νάζι, Μανουέλ, Ισμαήλ) στο να συνεργαστούν λοιπόν με τους… πειρατές, συγκεκριμένα με τον θρυλικό πειρατή Μίμι Ρέις (χρειάζεται ένα πλήρωμα πειρατών για να επιβιβαστεί στο πλοίο του Ασκεναζί και να το βγάλει εκτός πορείας).
Η πλοκή από κει και πέρα είναι καταιγιστική. Παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα, σχεδόν κινηματογραφικά, τις προετοιμασίες για τη μεγάλη σύγκρουση (Οθωμανοί+ Νάζι ενάντια σε Βενετία, Πάπα Πίο Ε΄και Φίλιππο Ισπανίας, ενώ η Μαγούσα (Αμμόχωστος/εκτός από ένα μόνο προμαχώνα, το αμυντικό της σύστημα ήταν απαρχαιωμένο) είναι η αχίλλειος πτέρνα του νησιού. Βλέπουμε τις πολεμικές δυναμικές, τις μεγάλες μπομπάρδες αλλά και τις δυτικές εφευρέσεις που έχουν πιο αποτελεσματικά όπλα, τις αισχρότητες του πολέμου με τα μέσα της εποχής : εμπρησμοί, πέτρινες μπάλες, μάχες σώμα με σώμα, εκρηκτικά, τις… εμετικές μυρωδιές του πολέμου, το πλιάτσικο…
Το να επισφραγίζεις την ειρήνη είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ το να κάνεις πόλεμο
Τα αποδημητικά πουλιά είμαστε εμείς, οι Εβραίοι,
ο περιπλανώμενος λαός.
Ο σάπιος κορμός όπου θέλησε να ξεκουραστεί ήταν η Κύπρος
Η πολιορκία συντελέστηκε σχετικά εύκολα, αλλά η μεγάλη τραγωδία ξεκίνησε αφ ης στιγμής ο αιμοδιψής και αδίστακτος Λάλα Μουσταφά προτρέπει τον αρχιστράτηγο του φρουρίου Μπραγκαντίν να παραδοθεί. Η θηριωδία που ακολουθεί καθώς ο Οθωμανός ναύαρχος με γελοία προσχήματα αθετεί τις υποσχέσεις και ασχημονεί κατά φρικώδη τρόπο συνταράσσει όχι μόνο τον αναγνώστη, αλλά και τους δύο πρωταγωνιστές μας, και τον Εμανουέλε, και τον Ισμαήλ (ο οποίος «τα έχει ξαναδεί όλα αυτά/απόψε μισεί τον εαυτό του που αναγκάζεται να τα ξαναζήσει/ακόμα και τώρα παλεύει μέσα του. Είναι η ίδια πάλη που όρισε όλη του τη ζωή»). Και σ’ αυτό το σημείο ο Ισμαήλ σχεδόν διατάζει τον Εμανουέλε να τρέξει στα βενετσιάνικα πλοία που ήταν έτοιμα να αποχωρήσουν ειρηνικά, όπως όριζε η συμφωνία ειρήνης, και να τους ειδοποιήσει να φύγουν («ήμουν κάποτε Βενετός και σας λέω ότι πρέπει να φύγετε αμέσως»).
Ξέρουμε από την Ιστορία ότι η Κύπρος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1571, κι νότι φυσικά δεν ιδρύθηκε εβραϊκό κράτος. Οι λεπτομέρειες όμως, όπως μας περιγράφονται από την συγγραφική ομάδα είναι ανατριχιαστικές. Έχουμε την ευκαιρία να δούμε κινηματογραφικά μια από τις ναυμαχίες της εποχής, εφόσον η Ιερή Λέγκα (χριστιανική αποστολή με διοικητή τον «ατρόμητος Ιωάννης της Αυστρίας, με δυνάμεις του Πάπα, της Μάλτας, της Γένοβας κ.α.) σπεύδει να βοηθήσει τους Βενετούς. Ο σουλτάνος έχει μεγαλύτερο στόλο αλλά οι Βενετοί έχουν πιο σύγχρονη τεχνολογία.
Το τέλος του βιβλίου κορυφώνεται σ’ ένα κρεσέντο όχι μόνο γεγονότων αλλά και συγκινήσεων, καθώς οι τελευταίες σελίδες είναι μια εξομολόγηση, ενδοσκόπηση μάλλον, του σύνθετου ήρωά μας, του Μανουέλ. Ένας απολογισμός, μια επισκόπηση όλης της ζωής, όπου τα έντονα συναισθήματα κυριαρχούν, ενός έξυπνου ανθρώπου που έζησε στην κόψη του ξυραφιού, στο μεταίχμιο της ιστορίας.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Η οροσειρά Αλτάι η Αλτάια όρη είναι οροσειρά στην Ανατολική-Κεντρική Ασία, στο σημείο όπου συναντώνται η Ρωσία, η Κίνα, η Μογγολία και το Καζακστάν. Στις Τουρκικές και Μογγολικές γλώσσες το όνομα Αλτάι, σημαίνει «Χρυσό Βουνό» (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AC_%CE%91%CE%BB%CF%84%CE%AC%CE%B9) [2] Οι Wu Ming είναι μια συγγραφική κολεκτίβα από την Ιταλία. Ξεκίνησαν ως Luther Blissett και το 2000 μετονομάστηκαν σε αυτό που στα κινεζικά σημαίνει «ανώνυμος» ή «κανένας». https://www.politeianet.gr/el/contributor/gou-mingk-louther-mpliset
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1
[4] Μαράνο είναι ένας όρος για τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους Εβραίους, που ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό είτε οικειοθελώς είτε με ισπανικό ή πορτογαλικό βασιλικό εξαναγκασμό κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, αλλά συνέχισαν να ασκούν τον Ιουδαϊσμό μυστικά ή ήταν ύποπτοι για κάτι τέτοιο. Ονομάζονται επίσης κρυπτο-Εβραίοι, όρος που προτιμάται όλο και περισσότερο στα επιστημονικά έργα έναντι του Μαράνο.
[5] Το "Παλάτσο Μπελβεντέρε" (Palazzo Belvedere) είναι γνωστό κυρίως στη Βιέννη αλλά στην Κωνσταντινούπολη δεν υπάρχει κάποιο παλάτι με αυτό το όνομα. Πιθανότατα η συγγραφική ομάδα αναφέρεται σε κάποιο άλλο παλάτι της Κωνσταντινούπολης όπως το Beylerbeyi .
[6] Η "μάχη του Μίνστερ" αναφέρεται κυρίως στην Εξέγερση του Μίνστερ (Münster Rebellion) του 1534-1535, όπου ριζοσπαστικοί Αναβαπτιστές προσπάθησαν να εγκαθιδρύσουν μια θεοκρατική κοινοτική διακυβέρνηση στην πόλη, η οποία κατελήφθη και πολιορκήθηκε από τις δυνάμεις του Πρίγκιπα-Επισκόπου, οδηγώντας σε βίαιη κατάληψη και πτώση της πόλης τον Ιούνιο του 1535.
[7] Η Πολιορκία της Μάλτας, έλαβε χώρα το 1565 όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσπάθησε να κατακτήσει το αρχιπέλαγος της Μάλτας, που εκείνη την εποχή κατείχαν οι Ιωαννίτες Ιππότες. Η πολιορκία διήρκεσε σχεδόν τέσσερις μήνες, από τις 18 Μαΐου έως τις 11 Σεπτεμβρίου 1565 και έληξε με νίκη των Ιπποτών, που άντεξαν την πολιορκία και απώθησαν τους εισβολείς.
Παρά την αριθμητική υπεροχή τους, οι Οθωμανοί δεν κατάφεραν να κάμψουν την αντίσταση των Ιπποτών και εγκατέλειψαν την πολιορκία με σοβαρές απώλειες. Αυτή η νίκη του Τάγματος διασφάλισε την παρουσία των Ιπποτών στη Μάλτα και ενίσχυσε το κύρος τους στη Χριστιανική Ευρώπη.[1]
(https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%81%CE%BA%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9C%CE%AC%CE%BB%CF%84%CE%B1%CF%82_(1565))
[8] Γνωστός και με την ονομασία Καρά Μουσταφά πασάς (καρά=μαύρος) εξαιτίας της αραβοσυριακής καταγωγής του. Ανώτατος αξιωματούχος του σουλτάνου Σελίμ Β'*, από τον οποίο διορίστηκε αρχιστράτηγος της εκστρατείας για κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους, το 1570-71. Ο Λαλά Μουσταφά, όπως κι ο Πιαλή πασάς στον οποίο είχε ανατεθεί η αρχηγία του στόλου στην ίδια κατά της Κύπρου εκστρατεία, ήσαν μεταξύ των πρωτευόντων πασάδων της σουλτανικής αυλής τότε, κι οι δυο εχθροί του μεγάλου βεζίρη Μεχμέτ Σόκολλι (ή Σοκόλοβιτς) ο οποίος και δεν ευνοούσε επίθεση κατά της Κύπρου (https://www.polignosi.com/cgibin/hweb?-A=6485&-V=limmata)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου