Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2025

Της νεκρής πριγκίπισσας, Κενιζέ Μουράτ

Αυτό που ήθελε εκείνη από τη ζωή δεν είναι η τρυφηλότητά της,
αλλά οι αιχμηρές πλευρές της, τα αγκάθια της,
που την κεντρίζουν.
    Πρόκειται για την συγκλονιστική ιστορία της Σέλμα Χανιμσουλτάν (1916-1942), της εγγονής του Μουράτ Ε΄ (που θα ήταν ο τελευταίος σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αν δεν είχε χάσει τα λογικά του παραχωρώντας τον θρόνο στον Αμπντούλ Χαμίντ –βλ. και «Στη ράχη της τίγρης», του Ζουλφί Λιβανελί), για μια προσπάθεια σύνθεσης της βιογραφίας της, παρουσιασμένης από την ίδια της την κόρη. Έχουμε λοιπόν ως κεντρική πρωταγωνίστρια μια Οθωμανή πριγκίπισσα - κόρη του Ραούφ Χαϊρί Μπέη και της Χατιτζέ Σουλτάν- που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στα αμύθητα πλούτη της δυναστείας των τελευταίων ηγεμόνων/ανδρείκελων Ρεσάτ, Βαχιγεντίν, Μετζίτ (μετά την εκθρόνιση του Αμπντούλ Χαμίτ διατηρείται τυπικά το σουλτανάτο/χαλιφάτο μέχρι το 1923), όταν όμως ανέβηκε ο Κεμάλ και εκδίωξε τη δυναστεία, η Σέλμα έζησε ως εξόριστη με τη μητέρα της Χατιτζέ Σουλτάν στον Λίβανο, και ως… μαχαρανή στην Ινδία (σύζυγος του Αμίρ, μαχαραγιά του Μπανταλπούρ). Εκεί παρέμεινε για δύο χρόνια, λόγω όμως των πολιτικών αναταραχών μεταξύ ινδουιστών, μουσουλμάνων και Άγγλων κατέφυγε έγκυος στο Παρίσι όπου έφυγε από τη ζωή 26 χρονών πάμφτωχη υπό τη Γερμανική κατοχή (Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος). Το παιδί που γεννήθηκε είναι η συγγραφέας, η Κενιζέ Μουράτ, που δεν γνώρισε τη μητέρα της γιατί εκείνη πέθανε όταν η Κενιζέ ήταν ακόμα μωρό της αγκαλιάς.
     Αρχικά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο πρώτος και ίσως ο κυριότερος άξονας ενδιαφέροντος είναι το ιστορικό πλαίσιο. Μέσα από τη βιωματική λογοτεχνική γραφή της κόρης της κεντρικής ηρωίδας, που είχε κάθε συναισθηματικό λόγο να αναπαραστήσει «πιστά» (όσο το δυνατόν) την εποχή και τις συνθήκες, ζωντανεύει πολυδιάστατα μια εποχή κομβική, πολυτάραχη και μεταβατική, όχι μόνο για την Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και για τον Λίβανο (Μέση ανατολή), για την Ινδία (εποχή Γκάντι, εποχή παρακμής της αγγλικής κυριαρχίας, εποχή στάσεων και επαναστάσεων) και, οπωσδήποτε και για την Ευρώπη όπου μεσουρανεί ο Χίτλερ. Η έκπτωτη πριγκίπισσα, εφοδιασμένη με έναν χαρακτήρα ατίθασο και πεισματικό, έχει να αντιμετωπίσει σε πολλά επίπεδα τη σύγκρουση του ανατολικού με τον δυτικό κόσμο: τις δραματικές αλλαγές που έφερε το «Χρυσό ρόδο», δηλαδή ο Μουσταφά Κεμάλ[1] όταν τελείωσαν οι πόλεμοι κι έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας στη συρρικνωμένη Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλαγές καθοριστικές ιδιαίτερα για τα μέλη της δυναστείας του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ (ο προπάππος)· την εισβολή της δυτικής κουλτούρας με την παρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων, μιας κουλτούρας που μέχρι τον προηγούμενο αιώνα την θεωρούσαν βάρβαρη· την οπισθοδρόμηση στις συντηρητικές κοινωνίες των ινδικών βασιλείων, και τέλος, την «έκλυτη», για τα δεδομένα της ανατροφής της, ζωή στην Πόλη του Φωτός.
     Η αφήγηση ξεκινά όταν τελειώνει πια ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος με την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων (συμμάχων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), οπότε την διοίκηση της Κωνσταντινούπολης αναλαμβάνουν δυνάμεις κατοχής των Συμμάχων (οι Γάλλοι ελέγχουν την παλιά πόλη, οι Βρετανοί το Πέρα και οι Ιταλοί ένα τμήμα από τις ακτές του Βοσπόρου). Γίνεται παροιμιώδης η σκληρότητα των Άγγλων, η «ξεδιαντροπιά των Σκωτσέζων», τα μεθύσια των Γάλλων και των Ιταλών, και, κυρίως, οι χοντροκοπιές των Σενεγαλέζων. Όλη αυτή η κατάσταση δημιουργεί δικαιολογημένα αναταραχές. Είναι η εποχή που ενισχύεται ο στρατός του Κεμάλ από εθελοντές (τα τελευταία πειθαρχικά μέσα θα ενισχύσουν τη δημοτικότητα του Κεμάλ). Τα γεγονότα της συνθήκης των Σεβρών και της προέλασης του ελληνικού στρατού μετά τη συνθήκη της Λωζάνης τα βλέπουμε στον απόηχό τους, στον απόηχο που έχουν σε ένα κοριτσάκι 6-7 χρονών. Ένα κοριτσάκι βέβαια που έχει τις κεραίες του ανοιχτές και θαυμάζει, από πολύ μικρή ακόμα, την Χαλιντέ Εντίμπ, «διάσημη συγγραφέα και φλογερή συνήγορο των δικαιωμάτων της γυναίκας», αλλά δεν παύει να είναι ένα πολύ μικρό παιδί (εδώ αναρωτιέται κανείς αν η Κενιζέ Μουράτ είχε συνειδητοποιήσει ότι η Σέλμα στη συνθήκη των Σεβρών ήταν 4 χρονών!)!
     Έχει ενδιαφέρον φυσικά πώς αφηγείται η συγγραφέας τα ιστορικά γεγονότα από την οπτική γωνία των Τούρκων, π.χ. αυτό που ονομάζουμε εμείς «καταστροφή της Σμύρνης» εδώ είναι η ιστορική φάση όπου έχει φύγει κι ο τελευταίος στρατιώτης/ στους κατάφωτους δρόμους, που είναι στολισμένοι με λάβαρα και σημαίες, οι άνθρωποι αγκαλιάζονται κλαίγοντας με λυγμούς. Μετά από δώδεκα χρόνια δυστυχίας και ταπείνωσης, ο τουρκικός λαός μπορεί επιτέλους να σηκώσει κεφάλι.
     Η Σέλμα ως μικρό παιδάκι βιώνει τη μεγαλοπρέπεια και τον απίστευτο πλούτο και χλιδή των παλατιών, τα πλούσια φορέματα και κοσμήματα, τα θρυλικά μπαϊράμια στο Ντολμά Μπαχτσέ, και το «λεφούσι» των ευνούχων από τους οποίους ξεχωρίζει ο Ζεϊνέλ, που θα σταθεί δίπλα της σαν πατέρας μέχρι το τέλος (η συγγραφέας αφήνει μάλιστα υπόνοιες ότι μπορεί αυτός να είναι ο πραγματικός της πατέρας, ή τουλάχιστον ότι αυτό πιστεύει ο ίδιος). Άλλωστε, ο πραγματικός της πατέρας, ο «νταμάντ» Χαϊρί Ραούφ μπέης, παλιός διπλωμάτης, είναι ακριβοθώρητος στο παλάτι, ενώ υπάρχουν υπόνοιες ότι συνεργάζεται με με τον στρατηγό Κεμάλ, ο οποίος σ’ αυτή τη φάση αγωνίζεται στην Ανατολία. Από μια εποχή και μετά ο Χαϊρί δεν έχει καν σχέσεις με την σουλτάνα Χατιτζέ, αλλά «για διαζύγιο, ούτε λόγος. Δεν χωρίζει κανείς μια σουλτάνα. Μόνο αυτή έχει αυτό το δικαίωμα, αν συμφωνεί κι ο σουλτάνος». Η απουσία του πατέρα είναι μια πληγή που ακολουθεί όλη τη ζωή της ηρωίδας μας, που είναι ένα τολμηρό και ατίθασο κορίτσι, τηρουμένων των αναλογιών, ή τουλάχιστον έτσι την παρουσιάζει η κόρη της που δεν την γνώρισε ποτέ….
     Με τον Ζεϊνέλ και τη δασκάλα των γαλλικών απαιτεί μεγάλους και απαγορευμένους περιπάτους, όπως π.χ. να δουν την έλευση του Γάλλου στρατηγού, διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων, και νιώθει από πολύ νεαρή ηλικία αδυναμία όταν δεν μπορεί να συμμετέχει στα γεγονότα. Γιατί οι αντιθέσεις στην πολυπολιτισμική πρωτεύουσα που βρίσκεται υπό καθεστώς κατοχής δεν μπορούν να κρυφτούν. Ακόμα και η Σέλμα που είναι μικρό παιδί, π.χ., αντιλαμβάνεται ότι πίσω από τους δερβίσηδες των οποίων θαύμασε τον μυστικιστικό χορό, μπορεί να κρύβεται το κέντρο του εθνικού αγώνα! Ο μεγάλος εχθρός βέβαια είναι οι Άγγλοι, τους οποίους θέλουν να εκτοπίσουν και οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, ενώ στα ανατολικά σύνορα ψάχνουν για δίοδο οι Ρώσοι, και παραδίπλα οι Αρμένιοι αγωνίζονται για την ανεξαρτησία τους. Παράλληλα, έχει αρχίσει να γίνεται υπολογίσιμη και η δύναμη των μπολσεβίκων (οι μπολσεβίκοι είναι καπάτσοι, προσπαθούν να πείσουν τους μουσουλμάνους της Ρωσίας ότι κομμουνισμός και Ισλάμ είναι το ίδιο ιδανικό), ενώ οι δυνάμεις στον ένοπλο αγώνα (Κεμάλ) όλο και αυξάνονται. Η μικρή Σέλμα προσεύχεται υπέρ του Κεμάλ, ενώ όταν γίνεται η απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων η Σέλμα βράζει από αγανάκτηση.
     Παρόλη την ήττα των Οθωμανών, τη συρρίκνωση της αυτοκρατορίας και την ταπείνωση της οικογένειας των σουλτάνων, μέχρι να φύγουν ως εξόριστοι στον Λίβανο, η σουλτάνα Χατιτζέ και τα δυο της παιδιά ζουν με τη συνήθη πολυτέλεια, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα: χαμάμ πάρτι (πολύ γλαφυρή η περιγραφή αυτής της ανατολικής συνήθειας/σε καλούν να πάρεις το μπάνιο σου, όπως στην Ευρώπη σε καλούν να πάρεις το τσάι σου), επισκέψεις σε τζαμιά, επισκέψεις κι ελεημοσύνες στους φτωχούς (η Χατιτζέ σουλτάνα παρουσιάζεται πολύ φιλάνθρωπη και παρασύρει και την κόρη της σε συναισθήματα αλληλεγγύης στους αδύναμους, φτάνει μάλιστα στο σημείο να κρύψει στη σοφίτα του παλατιού τον συνταγματάρχη του εθνικού στρατού, Καρίμ, συνεργάτη του Κεμάλ –έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα στην πατρίδα και τη δυναστεία!).
     Οι πολιτειακές μεταβολές σ’ αυτήν την κρίσιμη περίοδο αναφέρονται επί τροχάδην (ο σουλτάνος διέφυγε κρυφά, ενώ μέχρι να επιβληθεί η συνταγματική μοναρχία του Κεμάλ το 1923[2] ανακηρύχθηκε ως χαλίφης στο χαλιφάτο, πια (κι όχι σουλτανάτο) ο πρίγκιπας διάδοχος Αμπντούλ Μετζίτ), εφόσον αποτελούν το καθοριστικό σκηνικό της μοίρας της Σέλμα και της σουλτάνας Χατιτζέ.
     Η κατάργηση των συντηρητικών εθίμων και οι νεωτερισμοί που εισάγονται βαθμιαία στο χαλιφάτο από την Λατιφέ χανούμ (γυναίκα του Κεμάλ) ενθουσιάζουν τη Σέλμα (η πατρίδα της αλλάζει, Ισταμπούλ ζει μια επανάσταση), και σε μια από τις σπάνιες συναντήσεις με τον πατέρα της του ζητά να της επιτρέψει να πάει σχολείο. Ήδη ο Κεμάλ πασάς έχει δηλώσει ότι «το μέλλον της Τουρκίας εξαρτάται από τη χειραφέτηση των γυναικών και ότι μια χώρα που ο μισός της πληθυσμός είναι φυλακισμένος είναι μια χώρα μισοπαράλυτη» (αντίδραση πατέρα: είναι από τα ελάχιστα σημεία στα οποία δεν έχει άδικο αυτός ο λήσταρχος!!!).
     Το 1923 η κατάσταση στην Ιστανμπούλ και σ’ ολόκληρη την Τουρκία είναι δραματική. Η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Άγκυρα έχει τις επιπτώσεις της. Κι ενώ θεωρητικά πρότυπο του Κεμάλ και της τουρκικής διανόησης φαίνεται να είναι η Γαλλική επανάσταση (Ελευθερία, Ισότητα και αδελφοσύνη), τα γεγονότα δείχνουν μια σκληροπυρηνική κυβέρνηση που εξοντώνει τους εχθρούς της (π.χ. δολοφονία του Αλή Σουκρού μπέη, ηγέτη της αντιπολίτευσης). Σ’ αυτό το πλαίσιο διαλύεται και το χαλιφάτο (είναι ένας θεσμός που κοστίζει ακριβά στο κράτος και κινδυνεύει να γίνει η αφετηρία για την αποκατάσταση του σουλτανάτου!) και η οικογένεια του Χαϊρί πρέπει να φύγει μέσα σε τρεις μέρες (ο χαλίφης ήδη έφυγε με την οικογένεια για Ελβετία)!
     Λίβανος
Εξορία;… δεν είναι δυνατόν!
     1924. Η Σέλμα με τη μητέρα της μεταβαίνουν στον Λίβανο, ενώ ο πατέρας δεν τους ακολουθεί (ο μπαμπάς έφυγε χωρίς καν να την αποχαιρετήσει/οι νταμάντ έχουν το δικαίωμα να διαλέξουν…).
     Στη Βηρυτό οι εξόριστοι έχουν να αντιμετωπίσουν μια «μεταβαλλόμενη κοινωνία»: Μεγαλοαστοί σουνίτες[3], που προσδοκούσαν με τις υποσχέσεις των Άγγλων μεγάλο βασίλειο, χριστιανοί Μαρωνίτες[4], Δρούζοι[5] (η Αμάλ μάλιστα θα γίνει και η καλύτερη φίλη της Σέλμα)· ποικίλες συνοικίες σε μια Βηρυτό που δέχεται κύματα προσφύγων, και κατ’ επέκταση, ποικίλα συμφέροντα (π.χ. οι Δρούζοι δεν αποδέχονται τη γαλλική εντολή), ενώ η γαλλική διοίκηση όχι μόνο ενθαρρύνει τους Μαρωνίτες, αλλά χρειάζεται στέρεα στηρίγματα μέσα στη μουσουλμανική κοινότητα. Μια πολυπολιτισμική λοιπόν μεγαλούπολη υποδέχεται τους εξόριστους, που αντικαθιστά σε μικρογραφία την Κωνσταντινούπολη, άλλο μεγάλο οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο.
     Η κοινωνία του Λιβάνου υποδέχεται με περιέργεια κι επιφύλαξη τη σουλτάνα, τα δυο παιδιά της, τον Ζεϊνέλ και τις δυο κάλφες. Δεν είναι εύκολη φυσικά η προσαρμογή και η Σέλμα, αλλά και η μάνα της, αντιμετωπίζουν επιφυλακτικά τις διαχύσεις των ντόπιων. Τη Σέλμα τη βασανίζει η νοσταλγία του πατέρα, η ανάγκη να προστατέψει τη μητέρα της, η λατρεία προς αυτήν αλλά και η ανάγκη για τρυφερότητα (πώς η μητέρα της, που είναι τόσο καλή, δείχνεται μερικές φορές τόσο σκληρή;). Κάποια στιγμή μάλιστα, θα ανακαλύψει ότι η μητέρα της της έκρυβε τα γράμματα του πατέρα, και φυσικά όχι μόνο γίνεται έξαλλη αλλά παθαίνει κλονισμό.
     Έτσι, σ’ αυτές τις συνθήκες και σ’ αυτήν την κρίσιμη ηλικία, και με κυρίαρχο το τραύμα της έλλειψης αγάπης από έναν πατέρα που την εγκατέλειψε, χτίζεται ο χαρακτήρας της Σέλμα, παράτολμος και προκλητικός σε όσους την προσβάλλουν, αλλά στην ουσία μοναχικός, πεισματάρης και περήφανος. Στο σχολείο, στις καλόγριες, η οκτάχρονη μαθήτρια βγάζει με θράσος ψεύτρα τη χριστιανή καλόγρια που τους διδάσκει ιστορία. Κυρίως όμως δεν θέλει να γνωρίζουν οι συμμαθήτριές της για την πριγκιπική της καταγωγή, αλλά να την προσεγγίζουν και να την αγαπούν γι’ αυτό που είναι (σε μια περίπτωση αποκάλυψης: αύριο, ό, τι και να κάνει, οι συμμαθήτριές της θα την αντιμετωπίζουν σαν ξιπασμένη). Κι όταν αργά ή γρήγορα, αντιλαμβάνονται ότι έχουν να κάνουν με την εγγονή του έκπτωτου σουλτάνου, οι προσκλήσεις πέφτουν βροχή (Κι εγώ; Εγώ δεν υπάρχω; Έτσι με βλέπουν, σαν έναν τίτλο;), προς μεγάλη έκπληξη όμως της μητέρας της, εκείνη αρνείται και να τις κοιτάξει!
     Επίσης, ένα άλλο στοιχείο που θεμελιώνεται σ’ αυτήν την περίοδο, είναι η γενναιοδωρία προς τους αδύναμους, που η Σέλμα την «κληρονομεί» από την σουλτάνα Χατιτζέ (έδιναν –αυτό ήταν φυσικό, αποτελούσε μέρος της τάξης των πραγμάτων/η έλλειψη χρημάτων σήμερα δεν είναι αρκετή να τους κάνει ν’ αλλάξουν συνήθειες).
     Καθώς περνούν τα χρόνια και η επικράτηση του καθεστώτος του Κεμάλ παγιώνεται, οι εξόριστες/οι αναγκάζονται να πάρουν απόφαση ότι δεν θα υπάρξει δρόμος επιστροφής. Το 1928, η Κενιζέ Μουράτ μάς λέει ότι το σχολείο τελειώνει (κι εδώ υπάρχει ίσως ένας αναχρονισμός, εφόσον σύμφωνα με την Wikipedia η Σέλμα γεννήθηκε το 1916 ενώ άλλες πηγές τοποθετούν τη γέννησή της το 1914) και οι παρέες αλλάζουν. Είναι 17 χρονών, «πριγκίπισσα και φτωχιά»! Ξέρει πιάνο, γλώσσες, πηγαίνει στον κινηματογράφο, και, παρόλο που δεν επιτρέπεται στις μουσουλμάνες, αρχίζει και πηγαίνει σε χορούς και δεξιώσεις, επομένως σιγά σιγά, μέσω της Αμάλ, να μπαίνει στους κύκλους της ανώτερης τάξης, εντυπωσιάζοντας με την ομορφιά της. Το διακριτικό φλερτ που προκαλεί στους άντρες τής δημιουργεί αμηχανία, και σε μια στιγμή αμφιθυμίας κόβει τα πλούσια μαλλιά της (χωρίς να το συνειδητοποιεί, επιδιώκει να ξορκίσει τη μυθική εικόνα της όμορφης σκλάβας που ένας δυνατός άντρας τη σέρνει από τα μακριά μαλλιά/τώρα είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τον κόσμο). Είναι πια δεκαοκτώ χρονών και μαθαίνει να γελάει και να χορεύει με τους νεαρούς, προκαλώντας τον Ζεϊνέλ που θεωρεί ότι δεν επιτρέπονται τέτοιες εκτροπές σε μια νεαρή πριγκίπισσα. Η μητέρα της όμως, επειδή ήταν είκοσι χρόνια φυλακισμένη ως κόρη του έκπτωτου σουλτάνου, είναι πιο ανεκτική.
     Η Σέλμα καθώς εισχωρεί στην υψηλή κοινωνία του Λιβάνου, αρχίζει και συμμετέχει και στην πολιτική ζωή –μετά το 1931 η αντίδραση στη γαλλική κυριαρχία κλιμακώνεται (έχει κληρονομήσει από τον πατέρα της και τα μητέρα της το πάθος για την πολιτική, την ανάγκη να αγωνίζεται για κάποιον σπουδαίο σκοπό). Παράλληλα, της δίνεται η ευκαιρία να… παίξει στον κινηματογράφο, μετά από πρόταση της Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ (είστε όμορφη, αυτό είναι σίγουρο, αλλά δεν είναι το σημαντικότερο. Έχετε «παρουσία» και αυτό είναι πολύ σπάνιο), αλλά δεν ευνοεί το περιβάλλον.
     Ωστόσο, αυτήν την πορεία προς κοινωνική άνοδο και τις κοσμικότητες (έκρηξη νεανικής παραφοράς) την ανακόπτει η μητέρα της με την απίστευτη φράση: «Σκέφτηκα ότι σου χρειάζεται ένας βασιλιάς»! Η ηρωίδα μας «τσιμπάει», της καλαρέσει η ιδέα, άλλωστε της αρέσει η ομορφιά κι η πολυτέλεια. Ο πρώτος υποψήφιος είναι ο Αχμέτ Ζογλού, δηλ. ο βασιλιάς Ζώγου της Αλβανίας, μια πιο χειροπιαστή αγάπη όμως, ο Δρούζος Βαχίντ της δίνει υποσχέσεις κι εντέλει την εγκαταλείπει (όπως την είχε εγκαταλείψει προηγούμενα και ο πατέρας της/ το φταίξιμο είναι δικό της).
     1936. Είκοσι πέντε χρονών, και η Σέλμα απ’ όλες τις φίλες της είναι η μόνη… ανύπαντρη. Η σουλτάνα, που εντωμεταξύ έχει προσβληθεί από ανίατη αρρώστια, της προξενεύει τον μουσουλμάνο μαχαραγιά Αμίρ, του κράτους του Μπανταλπούρ, έναν γάμο που η Σέλμα δέχεται αβίαστα και αποφασιστικά (δεν πρέπει να βιαστείς να κάνεις με κλειστά μάτια έναν γάμο στην άκρη του κόσμου/το έχω σκεφτεί μανούλα. Αν μείνω στη Βηρυτό θα τρελαθώ).
     Ινδίες
Δική της ήταν η απόφαση να ξαναριζώσει,
να ξαναβρεί μια πατρίδα, ένα βασίλειο όπου θα βασιλεύει,
όπου θα την αγαπούν.
     Ίσως είναι το πιο συναρπαστικό κεφάλαιο του βιβλίου, γιατί, όπως άλλωστε περιμένει κι ο υποψιασμένος αναγνώστης, η παρορμητικότητα της Σέλμα και η λαχτάρα της να ξεφύγει την οδηγούν σ’ έναν κόσμο πιο κλειστό, πιο ξωτικό κι αινιγματικό αλλά και πιο συντηρητικό. Έτσι, έχει τη δυνατότητα κι ο αναγνώστης να περιηγηθεί στην Ινδία, ή μάλλον σ’ ένα από τα απομακρυσμένα βασίλεια της Β. Ινδίας σε μια εποχή κρίσιμη και μεταβατική, και μάλιστα υπό το πρίσμα της ανώτερης τάξης, η οποία όμως βρίσκεται υπό κατάρρευση. Είναι η εποχή του Νεχρού (αρχηγού του Κόμματος του Κογκρέσου[6] –που μετέπειτα θα εξελιχθεί στο Κίνημα της ανεξαρτησίας[7] που έχει στόχο να αποτινάξουν τον ζυγό των Άγγλων), του Μαχάτμα Γκάντι, και του Μουσουλμανικού Συνδέσμου στον αντίποδα, στον οποίο ανήκει και ο Αμίρ και υπερασπίζεται τα συμφέροντα της μουσουλμανικής μειονότητας, πολλές φορές σε αντίθεση με το Κίνημα της Ανεξαρτησίας.
     Οι εκπλήξεις βομβαρδίζουν την Σέλμα από την πρώτη στιγμή που, συνοδευόμενη αρχικά από τον πιστό Ζεϊνέλ, πάτησε το πόδι της στο Λούκναου[8]: φτώχεια, αθλιότητα, πολυκοσμία, φορτικές ακόλουθες που θα της κρατήσουν συντροφιά μέχρι να δει τον μαχαραγιά (σημειωτέον ότι δεν μπορεί να τον δει πριν τον γάμο), γυναίκες με «μπουρκά», γλώσσα άγνωστη, και μια ξινή κι αυταρχική κουνιάδα, η Αζίζα, που της σπάει τα νεύρα. Η μόνη παρηγοριά σ’ αυτό το σκοτάδι ο Ρασίντ Χαν (έμπιστος γραμματέας του μαχαραγιά, δεν επιτρέπεται όμως να τον βλέπει!), και η Ζάχρα, η μικρή αδερφή του Αμίρ, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι που της δείχνει αδυναμία.
     Τη βδομάδα πριν τον γάμο η Σέλμα φτάνει πολλές φορές στο σημείο να τα παρατήσει. Η Σέλμα ανακαλύπτει ότι η απόφαση του γάμου εκ μέρους του μαχαραγιά ήταν η προσπάθεια να ενισχυθεί η ινδική μουσουλμανική κοινότητα με τους Οθωμανούς χαλίφηδες, επομένως είναι φυσικά ανεπιθύμητη σε κάποιους. Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τα ήθη της περιοχής, την υπομονή της Σέλμα και ταυτόχρονα την ανυπομονησία της να γνωρίσει επιτέλους τον όμορφο μαχαραγιά, που πρέπει να αποδεχτεί ως σύζυγο προτού ακόμα τον αντικρίσει (σύμφωνα με την αυθεντική ισλαμική παράδοση, οι μελλόνυμφοι θεωρούνται ενωμένοι μόνο μετά το «νικά»: δίνουν ο καθένας το λόγο τους στον σεΐχη πριν δουν το ταίρι τους (!)). Δεν πρέπει την ώρα του γάμου να χαμογελά, να δείχνει ευτυχισμένη αλλά ούτε και δυστυχισμένη! Η πρώτη συνάντηση των δύο γίνεται με τούλινα πέπλα που ανασηκώνουν με τελετουργικές κινήσεις… Αντίστοιχα επεισοδιακή είναι και η πρώτη γαμήλια νύχτα!
     Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συγγραφέας, η Κενιζέ Μουράτ, έμπειρη δημοσιογράφος, έχει επενδύσει τα κενά των γεγονότων με πολλή φαντασία και προβολές από την δική της ψυχολογία. Δεν έχει σημασία όμως. Ξέρουμε ότι η συγγραφέας ως ενήλικη έχει γνωρίσει τον πατέρα της, τον Αμίρ, και ίσως αυτά τα χρόνια παραμονής της μητέρας της στην Ινδία είναι και τα πιο «τεκμηριωμένα», με βάση συγγενικές μαρτυρίες και πηγές. Σίγουρα πάντως η Σέλμα προσαρμόζεται πολύ δύσκολα, αν και την υποδέχονται πλούσιοι και φτωχοί πολύ θερμά. Με σύντροφο τη μικρή Ζάχρα επισκέπτεται τα διάφορα μνημεία και τα τζαμιά, παίζει πιάνο (την προειδοποιούν ότι απαγορεύεται γιατί «προκαλεί σκάνδαλο»), ενώ αντιστέκεται αυθόρμητα στα πολύ συντηρητικά έθιμα και στους αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς, ιδιαίτερα όσο αφορά τις γυναίκες. Εντυπωσιάζει με την ομορφιά της και δεν μπορεί εύκολα ο κόσμος να πιστέψει ότι η γοητευτική αυτή πριγκίπισσα με τη λευκή επιδερμίδα και τη γαλλική προφορά είναι…. Τουρκάλα (αντιμετωπίζει κι επεισόδια ρατσισμού)! Οι επισκέψεις από συγγενείς, φίλες, γειτόνισσες κουμπάρες είναι αμέτρητες και γεμίζουν την κενή ζωή της, ενώ ουσιαστικό νόημα θα της δώσει αργότερα η προσέγγιση των φτωχών στρωμάτων στο Μπανταλπούρ και η αγάπη που εισπράττει απ’ τους χωρικούς.
     Η έντονη παρουσία των Άγγλων διοικητών στη ζωή τους (σερ Χάρρυ Γουαίηγκ -κυβερνήτης των «Ενωμένων Επαρχιών»- και η λαίδη Βάιολετ) βάζει σε στοχασμούς την ώριμη πια Σέλμα: στη διάρκεια του δείπνου ανακάλυψε την ντροπή, το απαράδεκτο σκάνδαλο: έναν λαό που υποτάσσεται γιατί, βαθιά μέσα του, έχει πειστεί ότι είναι κατώτερος, μόλο που διακηρύσσει το αντίθετο, έναν λαό που η μοναδική του φιλοδοξία είναι να μοιάσει στα αφεντικά του, από τα οποία ισχυρίζεται πως θέλει να απαλλαγεί. Η επαφή με τους Άγγλους κυβερνήτες προβληματίζει όμως και τους εξεγερμένους χωρικούς που θεωρούν ότι ο πρίγκιπας είναι αντίθετος στην ανεξαρτησία.
     Η σχέση με τον μαχαραγιά έχει επίσης ενδιαφέρον για τον αναγνώστη (όπως είναι φυσικό η συγγραφέας την παρουσιάζει γλαφυρά και μυθιστορηματικά, δεν περιμένουμε αξιοπιστία στα γεγονότα)… Η Σέλμα δείχνει να ποθεί τον όμορφο άντρα της, τον ονειρεύεται ερωτικά, ζούνε κάθε τόσο στιγμές πάθους αλλά και σχεδόν βίαιης απομάκρυνσης. Ο Αμίρ, αν και βρετανικής παιδείας, δεν μπορεί να παραβιάσει τις αυστηρές επιταγές της κοινωνικής του θέσης, ενώ τα προβλήματα των αντιθέσεων και των συνεχών εξεγέρσεων (ινδουιστές εναντίον μουσουλμάνων, που εμφανίζονται ως αντίθετοι της ανεξαρτησίας) τον κρατούν μακριά απ’ την οικογένεια, και η Σέλμα πνίγεται. Απορεί πώς ο σύζυγός της, που σπούδασε σε αγγλικά σχολεία, διατηρεί κάποιες μεσαιωνικές αντιλήψεις. Ενώ εκείνη πιστεύει στις αλλαγές, ιδιαίτερα όσο αφορά τα «βάρβαρα έθιμα» (π.χ. σύζυγος κόβει τη μύτη της γυναίκας του λόγω απιστίας), ο Αμίρ δυσκολεύεται να νεωτερίσει (ποιος είμαι εγώ για να κρίνω τις αξίες τους, τον κώδικα τιμής τους, και να τις αλλάξω κι από πάνω;).
     Έτσι λοιπόν που οι καιροί είναι πάρα πολύ δύσκολοι για τους μουσουλμάνους, η Σέλμα έχει κουραστεί από τις πολιτικές αναταραχές, έχει βέβαια την δική της ανεξάρτητη πολιτική σκέψη, πολλές φορές μάλιστα προσπαθεί να τα βάλει με τις κάστες και να επηρεάσει τον Αμίρ. Ωστόσο, οι συνθήκες είναι εκρηκτικές κι ο ίδιος ο Αμίρ δεν μπορεί να τις διαχειριστεί. Όταν πεθαίνει ο Μουσταφά Κεμάλ αρνείται να πενθήσει, προκαλώντας οργή στον άντρα της (την ώρα που εσύ θα προσεύχεσαι, εγώ θα καλέσω τους φίλους μου να πιούμε σαμπάνια για να γιορτάσουμε το ευτυχές γεγονός). Αντίστοιχα, ο Αμίρ αντιδρά σπασμωδικά στις προσπάθειες της Σέλμα να διασκεδάσει, και να απολαύσει π.χ. στον κινηματογράφο (πηγαίνει παντού με ξεσκέπαστο πρόσωπο, δεν έχουμε ξαναδεί τέτοια ξεδιαντροπιά στην οικογένεια/είναι ξένη, δε λέω, αλλά πρέπει να σέβεται τα έθιμά μας). Το αποκορύφωμα είναι όταν χορεύει «ξεδιάντροπα» με τον Άγγλο Ρόυ Λίντον (Θα μου την πληρώσετε την προσβολή κύριε. Αύριο το πρωί κιόλας. Σας αφήνω να διαλέξετε τα όπλα), που, ευτυχώς, αντί για έναν άδικο θάνατο κόστισε μόνο κάποιες μέρες εγκλεισμού της Σέλμα…
Από παιδί σ’ έμαθαν να είσαι αρεστή,
ροκάνισαν, εξάλειψαν, άλλαξαν ό, τι πηγαίο είχες μέσα σου,
ώστε να μπορέσεις να αναλάβεις εύκολα τον πριγκιπικό σου ρόλο.
Όσο δεν απαλλάσσεσαι απ’ αυτό, δεν μπορείς να αγαπήσεις
     Τον Μάρτιο του 1939 ήδη Χίτλερ έχει προσαρτήσει την Τσεχοσλοβακία, ενώ η κατάσταση στην Ινδία (συγκρούσεις μεταξύ σουνιτών και σιιτών) είναι απρόβλεπτη. Έτσι, όταν η Σέλμα μένει έγκυος (…κι αν είναι κορίτσι;), ο Αμίρ αποφασίζει να στείλει την Σέλμα στη Γαλλία με τη συνοδεία του ευνούχου Ζεϊνέλ. Η Σέλμα φυσικά ενθουσιάζεται, κι εντυπωσιάζει τους κύκλους της ανώτερης γαλλικής τάξης με τα σάρι της και την ομορφιά της, ενώ παντού τη συνοδεύει ο «ηλικιωμένος άντρας με τη μακριά μαύρη τουνίκ», ο Ζεϊνέλ.
     Η Σέλμα δεν θα χάσει καιρό, θα ξανασυναντηθεί μετά από χρόνια με την παλιά φίλη Μαρί-Λωρ, που είναι βέρα Παριζιάνα πια, και θα γνωρίσει την Πόλη του Φωτός από την καλή κι από την ανάποδη! Δείπνα, δεξιώσεις, μανεκέν, κολεξιόν και πασαρέλες, χοροί και συναυλίες σε μιουζικ-χωλ, θα γοητεύσουν την νεαρή κοπέλα που διψάει για ζωή και πολυτέλειες. Το μεγάλο νέο όμως είναι ότι ερωτεύεται παράφορα, αργά αργά και βασανιστικά, κι αυτός ο παράδοξος έρωτας με τον «ωραίο καουμπόϋ -Αμερικανό τυχοδιώκτη χειρουργό στη Νεα Υόρκη Χάρβεϋ Κέρμιν- είναι αμοιβαίος! Ακολουθούν θυελλώδεις μέρες και νύχτες έρωτα, υπό την εγκαρτέρηση του πιστού και γεμάτου κατανόηση Ζεϊνέλ, όπου βέβαια η Σέλμα αναβάλλει συνέχεια να μιλήσει για την εγκυμοσύνη της.
     Το ενδιαφέρον συνεχίζεται αμείωτο και σ’ αυτό το τελευταίο μέρος της αφήγησης, όπου βλέπουμε την έκπτωτη πριγκίπισσα όχι μόνο να χάνει κάθε περιουσιακό στοιχείο που είχε (κοσμήματα που έφερε μαζί της καθώς κι εμβάσματα από την Ινδία), αλλά λόγω του πολέμου που δεν άργησε να ξεσπάσει και στη Γαλλία, βιώνει σταδιακά την ακραία φτώχεια, ενώ ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να δει το Παρίσι στις δύσκολες αυτές στιγμές πριν και μετά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ηρωίδα μας έχει ωστόσο ζήσει την αγάπη, την αφοσίωση, τη βαθιά επικοινωνία, την κατανόηση αλλά κυρίως τον μεγάλο έρωτα -που όλη της τη ζωή προσδοκούσε με λαχτάρα- στο πρόσωπο του Χάρβεϋ Κέρμιν.
     Ο Χάρβεϋ Κέρμιν λείπει στην Αμερική όταν η Σέλμα θα γεννήσει το κοριτσάκι της (έτσι ήταν γραφτό. Ο Θεός της δείχνει τον δρόμο) με την αποκλειστική βοήθεια το πιστού Ζεϊνέλ, ενώ η απόφαση να μην επιστρέψει ποτέ πια στην Ινδία είναι δρομολογημένη. Τα σχέδια να δηλώσει το παιδί νεκρό στον Αμίρ ή ότι είναι του Χάρβεϋ τα ανατρέπει το τραγικό της τέλος, πριν ακόμα κλείσει τα 30 της χρόνια.
     Ο βίος της Σέλμα, μια αληθινή ιστορία ιδωμένη βέβαια μέσα από το υποκειμενικό πρίσμα της συγγραφέα-κόρης της, είναι πραγματικά συναρπαστικός, όπως άλλωστε και η ζωή της ίδιας της Κενιζέ Μουράτ, που την αφηγήθηκε στο βιβλίο «Ο κήπος του Μπανταλπούρ».
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Ο Μουσταφά Κεμάλ οραματίστηκε ένα κοσμικό τουρκικό κράτος και το έκανε πραγματικότητα, κυβερνώντας απολυταρχικά. Στις 29 Οκτωβρίου 1923 ανακήρυξε την Τουρκική Δημοκρατία κι έγινε ο πρώτος πρόεδρός της. Τον επόμενο χρόνο κατάργησε το Χαλιφάτο, θέτοντας σε εφαρμογή το ευρύ μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/16
[2] Στις 17 Νοεμβρίου του 1922 ο Σουλτάνος Βαχιντεντίν΄ εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη, ουσιαστικά παραδίδοντάς την στην κυβέρνηση της Άγκυρας. Στις 29 Οκτωβρίου του 1923 ο Κεμάλ ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος της, ενωμένης πια, Τουρκίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1938, ημερομηνία θανάτου του, αφού προηγουμένως είχε κερδίσει τις εκλογές του 1927, 1931 και 1935. Βέβαια, από το 1930 είχε καταργήσει τα αντιπολιτευόμενα κόμματα με αποτέλεσμα το δικό του, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, να είναι μόνο του στη Βουλή.
[3] https://gr.euronews.com/2016/08/01/the-difference-between-shia-and-sunni-explained
[4] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CF%89%CE%BD%CE%AF%CF%84%CE%B5%CF%82
[5] Οι Δρούζοι ακολουθούν μια μονοθεϊστική και εθνική θρησκεία της οποίας οι κύριες αρχές υποστηρίζουν την ενότητα του Θεού, τη μετενσάρκωση και την αιωνιότητα της ψυχής.
Οι περισσότερες θρησκευτικές πρακτικές των Δρούζων κρατούνται μυστικές. Οι Δρούζοι δεν επιτρέπουν σε ξένους να προσηλυτιστούν στη θρησκεία τους. Ο γάμος έξω από την πίστη των Δρούζων είναι σπάνιος και αποθαρρύνεται έντονα. Οι Δρούζοι διατηρούν την αραβική γλώσσα και τον πολιτισμό ως αναπόσπαστα μέρη της ταυτότητάς τους και τα αραβικά είναι η κύρια γλώσσα τους.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CF%81%CE%BF%CF%8D%CE%B6%CE%BF%CE%B9
[6] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%9A%CE%BF%CE%B3%CE%BA%CF%81%CE%AD%CF%83%CE%BF_(%CE%BA%CF%8C%CE%BC%CE%BC%CE%B1)
[7] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CE%BE%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%99%CE%BD%CE%B4%CE%AF%CE%B1%CF%82
[8] Διοικητικό κέντρο των Βρετανών https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%AC%CE%BA%CE%BD%CE%B1%CE%BF%CF%85

Δεν υπάρχουν σχόλια: