Κυριακή, Οκτωβρίου 19, 2025

Στη ράχη της τίγρης, Ζούλφι Λιβανελί

Μ’ έβαλαν στη ράχη μιας τίγρης από γεννησιμιού μου (…)
Η υπεροχή του να διαφεντεύεις το φοβερό κτήνος που όλοι φοβούνται,
το αίσθημα ότι είσαι θεός,
και από την άλλη ο φόβος. Φόβος, ναι.
     Με την ελκυστική γραφή του αγαπημένου συγγραφέα παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια του Αμπντουλχαμίτ Β΄, του 34ου και τελευταίου σουλτάνου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πριν επιβληθεί ο Κεμάλ το 1909 (ακολούθησαν κάποιοι σουλτάνοι-ανδρείκελα μέχρι το 1924).
     Σε τριτοπρόσωπη γραφή, που ακολουθεί όμως τις εσωτερικές σκέψεις του έκπτωτου μονάρχη, ο Λιβανελί μάς ψυχογραφεί μια ιστορική προσωπικότητα που σημάδεψε την ιστορία της Ευρώπης των αρχών του 20ου αι., κι έμεινε στις συνειδήσεις των λαών ως ο «Κόκκινος Σουλτάνος», ο «Σατανάς», ο «τσιφούτης Χαμίτ», η «κουκουβάγια του Γκιλντίζ» (μέγαρο στην Ιστανμπούλ) ή ο «αιμοδιψής σουλτάνος». Δεν έπαυε ωστόσο να είναι ο χαλίφης του Ισλάμ, ο διάδοχος του απεσταλμένου του θεού… ένας δηλαδή ανώτερος εκπρόσωπος του κόσμου της Ανατολής που εκείνη την εποχή βρισκόταν υπό κατάρρευση, ένας μονάρχης που έζησε στο μεταίχμιο της μεταμόρφωσης του ανατολικού πολιτισμού, μιας χώρας που αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις οικονομικές και ταχύρρυθμες κοινωνικές εξελίξεις του 20ου αι. και να ακολουθήσει το άρμα της Δύσης. Έτσι, διαβάζοντας το βιβλίο αυτό του Λιβανελί, μπαίνουμε με μυθιστορηματικό τρόπο στον πυρήνα της σύγκρουσης των δύο αντίθετων κόσμων, που επέφερε τόσες αλλαγές στο γειτονικό μας κράτος.
     Το ανάλαφρο κι απλό ύφος του συγγραφέα δεν στερείται βάθους, καθώς αγγίζει προσωπικές και ευάλωτες πλευρές του Αμπντουλχαμίτ, με ευαισθησία και πολλές φορές με χιούμορ (π.χ. πάρα πολύ διασκεδαστικό το απόσπασμα για τη… μύτη του, καθώς ο σουλτάνος -ο «καμπούρης με τη μεγάλη μύτη»- είχε τέτοια εμμονή με τη μύτη του που έφτασε στο σημείο να απαγορεύσει σ’ όλη την οθωμανική επικράτεια την άρθρωση της λέξης «μύτη»). Η μυθιστορηματική απόδοση περιέχει φαντασία αλλά όχι και αυθαιρεσία, εφόσον ο συγγραφέας βεβαιώνει ότι άντλησε στοιχεία από τις μαρτυρίες του ανώτερου στρατιωτικού γιατρού Ατίφ Χουσεΐν, που ήταν υπεύθυνος για την υγεία του έκπτωτου σουλτάνου, όταν αυτός, η οικογένειά του (οι θυγατέρες, οι γιοι και οι… γυναίκες του) καθώς και οι υπηρέτες του, οδηγήθηκαν στην βίλα Αλλατίνι -μια μινιατούρα παλατιού- στη Θεσσαλονίκη του 1909 (τρία χρόνια πριν περάσει στο ελληνικό κράτος), κρατούμενοι του νέου, κεμαλικού καθεστώτος (που έβαλε τυπικά ως σουλτάνο τον αμέσως μικρότερο αδερφό της δυναστείας, τον Ρεσάτ). Ο Ατίφ Χουσεΐν με την ιδιότητα του προσωπικού γιατρού, διείσδυσε σε απίστευτες λεπτομέρειες της προσωπικής και ψυχικής ζωής του -έκπτωτου πια-σουλτάνου. Από ένα σημείο και μετά, μάλιστα, ο Αμπντούλ Χαμίτ του εκμυστηρεύτηκε στον γιατρό του «μυστικά», σκέψεις και πολιτικές απόψεις που θα ήθελε να καταγράψει ο ίδιος, αλλά δεν του επέτρεψαν οι συνθήκες.
     Ο συγγραφέας μάς ξεναγεί με μεγάλη μαεστρία στους φόβους των μεγάλων δυναστών, και μάλιστα ιδιαίτερα σ’ αυτούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που ήταν εθισμένοι στο να δολοφονούν τους αντίζηλους συγγενείς τους, όπως κι έκαναν κάποιοι πρόγονοι του Αμπντουχαμίτ που είχαν φτάσει στα άκρα (κάποιος απ’ αυτούς είχε στραγγαλίσει δεκαεννιά αδέρφια τη μέρα που αναρριχήθηκε στον θρόνο- άλλωστε υπήρχε νόμος σχετικός!)[1] . Παρόλο που οι στασιαστές διαβεβαίωσαν τον Αμπντουλχαμίτ ότι δεν κινδυνεύει η ζωή του, ο σουλτάνος εθισμένος σ ένα κλίμα με προδοσίες, δολοπλοκίες και ίντριγκες (στις οποίες δεν ήταν αμέτοχος) διακατέχεται από τον συνεχή φόβο μιας αιφνίδιας πιθανής εκτέλεσής του, μυστικής και απροσδόκητης, τρομοκρατημένος από κάθε «ύποπτη» κίνηση, π.χ. από το παγωτό που τους πρόσφεραν το πρώτο βράδυ, μέχρι τα φάρμακα που του δίνει ο γιατρός (καταφεύγει σε «αυτοθεραπείες με πυρωμένο σίδερο» κλπ κλπ). Η «αυτοκρατορική» παράνοιά του (sic) έφτανε στο σημείο να προφυλάσσεται με χίλιους τρόπους, που ο Λιβανελί περιγράφει με γαργαλιστικές λεπτομέρειες.
     Διαβάζοντας το βιβλίο ο αναγνώστης νιώθει ότι οι ιδιορρυθμίες που χαρακτηρίζουν τον παντισάχ θυμίζουν καρτούν, ή σχετικό ήρωα του Καραγκιόζη. Γαργαλιστικές είναι και οι λεπτομέρειες της πρώτης εγκατάστασης στην έπαυλη καθώς οι συνθήκες ήταν σπαρτιάτικες, οι συνήθεις π.χ. της καθημερινής τουαλέτας του σουλτάνου, των ιατρικών του ανησυχιών που τις μοιράζεται με τον Ατίφ Χουσεΐν, του ταλέντου του ως… επιπλοποιού (όλοι οι πρίγκιπες είχαν υποχρέωση να επιδίδονται σε μια τέχνη), των εμμονών του. Η ρουτίνα στη βίλα Αλλατίνι βέβαια δίνει έναν ρυθμό ασφάλειας, κυρίως αφού στάλθηκαν αντικείμενα και… ζώα που παρήγγειλε ο σουλτάνος από την Ισταμπούλ (Πολύ παράξενο του φάνηκε: να χάνεις μια αυτοκρατορία και να χαίρεσαι σαν μικρό παιδί για δυο αγελάδες κι έναν παπαγάλο), ενώ δόθηκαν αργότερα κάποιες ελευθερίες στα μέλη της οικογένειας.
Ένας έξυπνος άνθρωπος δε χρειαζόταν να ασχολείται με ωμή βία,
εκτελέσεις και πολέμους. Η χρήση βίας προσιδίαζε στους ανόητους.
     Ωστόσο, το μεγάλο ενδιαφέρον βρίσκεται σ’ αυτές τις τρομερές αντιθέσεις: Ναι, βλέπουμε την ευάλωτη πλευρά ενός δυνάστη με ανυπολόγιστη περιουσία, που είχε παντού χαφιέδες, στήριζε την εξουσία του σε μυστικές υπηρεσίες και κατασκοπείες, επέβαλλε σκληρή λογοκρισία (είχε απαγορεύσει μια λίστα από λέξεις να προφέρονται στην αυτοκρατορία), που εξόρισε στην Υεμένη τον μεγάλο βεζίρη (τον Μιτχάτ πασά) αλλά εκεί έβαλε και να τον στραγγαλίσουν, που έχει εξορίσει τους διανοούμενους και φυλακίσει τον αδερφό του (ο μεγαλύτερος αδερφός, ο Μουράτ ο Β΄, τρελάθηκε αφού ανέβηκε στην εξουσία)· θεωρείται ο «χασάπης των Αρμενίων», και είναι υπεύθυνος για σωρεία φόνων στον άμαχο πληθυσμό, αποτέλεσμα της τακτικής «διαίρει και βασίλευε», σαν αντίποινα για τις εξεγέρσεις (ο σουλτάνος δεν τιμώρησε του αυτουργούς, τους κομιτατζήδες, τιμώρησε ως επί το πλείστον τους αυτουργούς, τον άμαχο πληθυσμό/είναι η τακτική του ύπουλου, βάζει τους άλλους να αλληλοσπαράζονται κι αυτός κάνει χάζι από μιαν άκρη με ύφος αθώου, λένε οι φίλοι του γιατρού που είναι αντιμοναρχικοί) .
     Δεν το παραδέχεται, βέβαια. Αντίθετα θεωρεί τον εαυτό του σπλαχνικό και πονόψυχο («δεν έχει ξαναϋπάρξει στην ιστορία μια περίοδος τέτοιας ευσπλαχνίας», λέει στον γιατρό), συγκρίνει τον εαυτό του και με Ευρωπαίους ηγεμόνες (π.χ. τον Λεοπόλδο του Βελγίου, ή τον τσάρο) και… ίσως έχει δίκιο! Μόνο 4-5 εκτελέσεις στη διάρκεια 33 χρόνων βασιλείας (λέει), και μάλιστα όχι για λόγους πολιτικούς, μέσα σ’ αυτούς και τον αρχιευνούχο του παλατιού για «μια αδιανόητη απρέπεια». Άφησε ελεύθερους και εξόρισε έναν Βέλγο (Ζορίς) και τη συμμορία του που προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, έδιωξε τους Αρμένιους κομιτατζήδες που εξεγέρθηκαν αντί να τους εκτελέσει (όλη αυτή η συγχώρεση, όλες οι αμνηστίες, με κάνουν δολοφόνο, κακούργο ή μήπως έναν φιλεύσπλαχνο ηγεμόνα;), αποσιωπώντας βέβαια ότι "έβαζε" τους λαούς να σφάζονται για να καταστείλει τις εξεγέρσεις, δίνοντας την απλή εξήγηση ότι ήθελε να προστατεύσει την αυτοκρατορία.
     Ο γιατρός μας, προοδευτικός και αντιμοναρχικός, εκνευρίζεται με την αλαζονεία και την εικόνα του σπλαχνικού ηγεμόνα που προσπαθεί να προβάλει ο παντισάχ, που είναι πια ένας παροπλισμένος ελεεινός γέρος με αιμορροΐδες και εμμονές. Γρήγορα όμως συνειδητοποιεί ότι του δόθηκε μια σπάνια ευκαιρία να διερευνήσει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από την προσωπικότητα του σουλτάνου (ήταν ο χαρακτήρας του τέτοιος: πάντα έψαχνε την αλήθεια πίσω από τα πράγματα). Έτσι, καθώς αντιλαμβάνεται ότι, με την ιδιότητα του προσωπικού γιατρού, είναι το πλησιέστερο πρόσωπο στον έκπτωτο μονάρχη, και ως εκ τούτου είναι περιζήτητος στη Θεσσαλονίκη, αρχίζει να κρατά σημειώσεις πυκνογραμμένες και περιεκτικές όπου καταγράφει τα «απομνημονεύματα του εξόριστου μονάρχη», παίρνοντας βέβαια μεγάλο ρίσκο (ήταν παρακινδυνευμένο αυτό που έκανε, και άλλο τόσο δελεαστικό).
     Βλέπουμε μια μεταστροφή ακόμα και συναισθηματική από την πλευρά του γιατρού, που οφείλεται και στο ότι αποκαλύπτονται πλευρές του αιμοδιψούς μονάρχη, που δεν τις φανταζόταν, όπως δεν τις φανταζόταν κι ο αναγνώστης: κατ’ αρχάς είναι μετριοπαθής, αξιοπρεπής και ήπιος καθ’όλη τη διάρκεια της απομόνωσής του, ένα συνετό παράδειγμα για την οικογένεια. Επίσης, είναι… έξυπνος, και πέρα από την κλασική εξυπνάδα (δεν είναι τυχαίο ότι θαυμάζει τον… Σέρλοκ Χολμς!) διαθέτει και πολιτική οξυδέρκεια, την οποία αναγνώρισε επίσημα ακόμα κι ο Λένιν και ο Τρότσκι, ο Γιόχαν Στράους του αφιερώνει έργο («Τα παραμύθια από την Ανατολή»), ο δε Αμερικανός πρεσβευτής στην Ισταμπούλ τον περιέγραψε στη New York Times ως «τον πιο διανοούμενο άνθρωπο που γνώρισε στην Ευρώπη»! Ναι, κατήργησε το Σύνταγμα και το Κοινοβούλιο μεν (η δημιουργία του οποίου ήταν ο όρος για να ανέλθει στον θρόνο) που με τόσο κόπο απαίτησαν οι προηγούμενες γενιές αλλά η δικαιολογία είναι ρεαλιστικότατη: με τόσες εθνότητες (Αρμένιους, Βούλγαρους, Σέρβους, Ρωμιούς, Λαζούς, Γερμανούς, Γεωργιανούς, Αλβανούς, Τούρκους, Εβραίους, Άραβες, Κριμαίους, Βλάχους, Πομάκους, Βόσνιους) δεν θα μπορούσε να υπάρξει εθνικό κοινοβούλιο αλλά «μάζωξη διαφορετικών εθνών» (ο καθένας τους διάβαζε εφημερίδα τυπωμένη σε διαφορετική γλώσσα. Ήταν δυνατόν να αφεθούν σε ένα τέτοιο κοινοβούλιο οι τύχες της ήδη εξουθενωμένης από τον πόλεμο αυτοκρατορίας;).
     Αντιλαμβάνεται από πολύ νέος 14 χρονών, όταν έκανε με τον θείο του και προκάτοχό του στον θρόνο σουλτάνο -τότε- Αμπντουλαζίζ το περίφημο ταξίδι στην Ευρώπη που τον σημάδεψε και τον έκανε «θαυμαστή της Δύσης», ότι οι ευρωπαϊκές χώρες Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία έχουν ευημερία, ελευθερίες και ανώτερο πολιτισμό από την παρακμασμένη αυτοκρατορία. Ότι πρέπει π.χ. να αλλάξει πια το στριφνό αλφάβητο (δυστυχώς οι πιο καθυστερημένοι μεταξύ των υπηκόων μου είναι οι μουσουλμάνοι) πράγμα που το εφάρμοσε βέβαια ο Κεμάλ, όπως και το σύστημα μέτρησης της ώρας. Καταργεί το τσαντόρ και ενθαρρύνει τις μεταφράσεις ξένων λογοτεχνικών έργων. Έχει πλήρη συναίσθηση ότι η ανώτερη πολιτισμικά Ευρώπη (που μέχρι προ τινός την θεωρούσαν βάρβαρη) αποσκοπεί στα πετρελαϊκά κοιτάσματα της αυτοκρατορίας, κι ότι οι Ευρωπαίοι επωφελούνται της πολυπολιτισμικότητας της χώρας για να στρέψουν το ένα έθνος ενάντια στο άλλο, έχοντας βλέψεις ο Ναπολέων στην Αίγυπτο, οι Άγγλοι στην Μέση και Εγγύς Ανατολή, οι Ρώσοι στην Ισταμπούλ. Ακόμα, ξέρει ότι τα Βαλκάνια είναι ένα καζάνι που βράζει, ενώ καταπλήσσει τον αναγνώστη ο χειρισμός του στο «ζήτημα της Παλαιστίνης»: Ναι, από τότε (και για όσους ψάχνουν κι ακόμα πιο παλιά) οι Εβραίοι, διωγμένοι από Ρωσία και Ευρωπαϊκές χώρες, βρήκαν καταφύγιο στην Οθωμανική αυτοκρατορία, από την εποχή ακόμα του Βαγιαζίτ ακόμα αγωνίζονταν για την ίδρυση εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Ο ίδιος ο Αμπντουλχαμίτ υποδέχτηκε τον πρεσβύτερο της οικογένειας Ρότσιλντ για να αγοράσει γη στην χώρα του Δαβίδ και του Σολομώντα. Δεν του επέτρεψε να αγοράσει γη, αλλά «χαλάρωσε τους κανόνες». Είναι η εποχή που γίνεται το πρώτο σιωνιστικό συνέδριο στην Ελβετία, που οργάνωσε ο Τέοντορ Χερτσλ. Η κυβέρνηση απέρριψε τα αιτήματά του, ο σιωνιστής βέβαια επέμεινε προσφέροντας αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, και ο σουλτάνος μας όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά «διέταξε να πληρωθεί το αντίτιμο από το προσωπικό του βαλάντιο και οι Άγιοι τόποι να εγγραφούν στο όνομά μου (-Γιατί το κάνατε αυτό; -Ήξερα ότι ο Σιωνισμός δεν θα εγκατέλειπε την προσπάθεια επιδίωξης ίδρυσης ενός εβραϊκού κράτους). Φυσικά, η περιουσία του σουλτάνου δημεύτηκε.
     Παραθέτει όπως βλέπουμε (ο ίδιος, ενώ ο γιατρός σημειώνει) με τέτοια πειστικότητα τις δυσκολίες να διακυβερνήσει κανείς ένα τέτοιο σύνθετο και τεράστιο κράτος, που φτάνει να αποδεικνύει ότι εντέλει ο ηγεμόνας είναι αιχμάλωτος του θρόνου, δούλος του, δεν γίνεται να κάνει ό, τι θέλει. Έχει φερθεί καλά στους ποικίλους υπηκόους, έχει τιμήσει Αρμένιους όπως τον αρχιτέκτονα Μπαλιάν, Έλληνες όπως τον τραπεζίτη Ζαρίφη και τον Καραθεοδωρή πασά και βοήθησε τους εβραίους! Την εποχή που οι Ευρωπαίοι ήταν αποικιοκράτες κι έκαναν σκλαβοπάζαρο!!! Επίσης, εκφράζει απερίφραστα αντιπολεμικές ιδέες: ο πόλεμος κουράζει τον λαό οδηγεί τη χώρα σε εξαθλίωση, είναι φρικτό πράγμα ο πόλεμος. Με ετοιμότητα και αυτοπεποίθηση ενθαρρύνει τον γιατρό να τον ρωτήσει ό, τι εκείνος θέλει, κι αυτός με τη σειρά του θέτει δύσκολες ερωτήσεις σε επίμαχα ζητήματα, όπως την κατάργηση του Συντάγματος, τον θάνατο του Μιτχάτ, την παραχώρηση της Κύπρου στους άγγλους (δεν είχα άλλη επιλογή/σκέφτηκα ξανά να κάνω κάτι για να στρέψω τις Μεγάλες Δυνάμεις τη μία εναντίον της άλλης).
     Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και διασκεδαστικά μέρη του βιβλίου ήταν η αφήγηση του ταξιδιού στο Παρίσι, στα εγκαίνια μιας παγκόσμιας έκθεσης, το 1867, όταν ο Αμπντουλχαμίτ ήταν πρίγκιπας, 24 χρονών και σουλτάνος ο θείος του, Αμπντουλαζί, ενώ στη συνέχεια περνούν κι απ’ το Λονδίνο (οι επισκέψεις αυτές είχαν φυσικά και πολιτικό χαρακτήρα). Ήταν η πρώτη φορά που εκπρόσωποι της δυναστείας (οι δυο τους και ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Μουράτ) επισκέπτονται τη Δύση, άλλωστε «την Ευρώπη την περιφρονούσαν, τη έβλεπαν ως μια χώρα «απίστων» και θεωρούσαν την οικονομία τους αδύναμη και το νόμισμά τους ευτελές και ασήμαντο». Πέρα από τα πικάντικα έως τραγελαφικά επεισόδια που δείχνουν τις διαφορές ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς, η επίσκεψη αυτή απέβη καθοριστική για την μετέπειτα πολιτική των Οθωμανών δυναστών (βλέπαμε με τον πιο οδυνηρό τρόπο ότι ήταν αδύνατο να τους φτάσουμε, ότι είχαμε χάσει το τρένο της επιστήμης), πράγμα που αντικατοπτρίζεται στην μετέπειτα πολιτική («μεταρρυθμίσεις με ισλαμικό μανδύα» όπως εκσυγχρονισμός της παιδείας, μεταφράσεις, παρθεναγωγεία).
     Παράλληλα με την ψυχογράφηση, ο αναγνώστης βλέπει και την Θεσσαλονίκη της εποχής, ένα πολυπολιτισμικό λιμάνι από τα σπουδαιότερα της Μεσογείου, μια πόλη που «κανένας δε μπορούσε να υποστηρίξει ότι είναι ασφαλής», εφόσον έχουν ξεκινήσει παντού τα εθνικιστικά κινήματα. (Ελλάδα, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο Ερζεγοβίνη). Ένα συμβάν που συντάραξε ήταν «η σφαγή των προξένων», ενός Γάλλου κι ενός Γερμανού το 1876[2], άλλο ήταν η επιδημία χολέρας. Αντίθετα όμως από την Ισταμπούλ, η Θεσσαλονίκη ήταν μια χαρούμενη «νεανική πόλη», πολύχρωμη, με τον μισό πληθυσμό Εβραίους, το ένα τρίτο μουσουλμάνους Τούρκους, αλλά και με πολλούς Ρωμιούς και Βούλγαρους, κέντρο όμως των εξεγέρσεων που απειλούσαν την αυτοκρατορία.
     Έχε γεια Θεσσαλονίκη
     Ο Λιβανελί ολοκληρώνει το βιογραφικό αυτό επεισόδιο του Αμπντουχαμίτ, όταν τριάμισι χρόνια μετά την κράτησή του στη Θεσσαλονίκη, δίνεται εντολή να τον μεταφέρουν πίσω στην Ισταμπούλ. Είναι 1912 πια, εποχή Βαλκανικών πολέμων, και οι Έλληνες διαγκωνίζονται με τους Βούλγαρους ποιοι θα μπουν πρώτοι στη Θεσσαλονίκη. Ο έκπτωτος μονάρχης, αποκλεισμένος από κάθε εξωτερική είδηση (απαγορευόταν να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέσον πληροφόρησης) πέφτει απ’ τα σύννεφα, και κάνει απελπισμένες προσπάθειες να συμμετάσχει. Αρχικά, θέλει να μείνει και να… υπερασπιστεί «τα εδάφη των προγόνων του». Μετά τον πρώτο πανικό, επανέρχεται με εκπληκτική ταχύτητα στον ρόλο του παντισάχ, προτείνει μάλιστα και στρατηγικό σχέδιο για να εξουδετερωθούν οι δυο στρατοί (ο γιατρός είδε την αλλαγή στον άνθρωπο που γνώριζε τόσο καλά, τη σοβαρότητα στη στάση, την επιβλητικότητα στη φωνή του)!
     Ωστόσο, τα γεγονότα ξεπερνούν τα πρόσωπα, κι ο τέως σουλτάνος με την οικογένειά του μεταφέρονται στην Ισταμπούλ (θα πεθάνει έγκλειστος 6 χρόνια μετά από φυσικό θάνατο), όπου, παρά τις ενδόμυχες ελπίδες του, διαισθάνθηκε ότι εδώ, ακριβώς εδώ, ήταν το σημείο όπου θα ξεκαβαλίκευε την τίγρη.
Χριστίνα Παπαγγελή
Υγ. Με την προσωπικότητα και τη βασιλεία του Αμπντουχαμίτ έχει ασχοληθεί και ο Michel de Grèce[3], όπου αφηγητής είναι ο ίδιος ο σουλτάνος, στο έργο «Ο τελευταίος σουλτάνος»

[1] Ο νόμος Νιζάμ-ι Αλέμ επέτρεπε τη θανάτωση πιθανών διαδόχων για να διασφαλίσει τη ¨διαιώνιση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας»
[2] https://www.mixanitouxronou.gr/i-sfagi-ton-eyropaion-proxenon-stin-othomaniki-thessaloniki-apo-exorgismenoys-moysoylmanoys-aformi-itan-i-antidrasi-ton-christianon-ston-exislamismo-mias-12chronis/
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%AE%CE%BB_%CE%9D%CF%84%CE%B5_%CE%93%CE%BA%CF%81%CE%B5%CF%82

Δεν υπάρχουν σχόλια: