Τους ζωντανούς να φοβάσαι,
όχι τους πεθαμένους
Σπάνια με προσελκύουν τα βιβλία που έχουν έντονο το φανταστικό ή το υπερφυσικό στοιχείο, κι έτσι ξεκίνησα με πολλή επιφύλαξη το συγκεκριμένο, εφόσον στην πρώτη φράση του οπισθόφυλλου αποκαλύπτεται το βασικό «εύρημα»: ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Συνέχισα παρόλ’ αυτά με όρεξη, λόγω της πολύ συναρπαστικής γραφής (και την μη ύπαρξη άλλου φανταστικού/αυθαίρετου στοιχείου), και, καθώς το τελείωσα πια με αμείωτο ενδιαφέρον, μπορώ να πω με σιγουριά ότι το εύρημα αυτό ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος για να διεισδύσει ο συγγραφέας όχι μόνο στην ανθρώπινη ψυχή και τα πάθη της (έρωτας, σεξ, φιλοδοξίες κλπ), αλλά και στην επιθανάτια αγωνία, στο μυστήριο του θανάτου και της σχέσης των ζωντανών με τους νεκρούς. Γιατί, όπως επισημαίνει κι ο κεντρικός ήρωας, ο 15χρονος Φανούρης, μετά από την εμπειρία της επικοινωνίας του με καμιά 15αριά νεκρούς, οι νεκροί «λένε πάντα την αλήθεια». Δεν έχουν κανένα λόγο να κρύψουν πια, από κανέναν τίποτα (τους πιάνει όλους μια μανία να φανερώσουνε ό, τι κρατούσανε κρυφό ως τότε, μαρτυράνε τα πάντα…). Έτσι, ο αυθορμητισμός τους και η αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία αντιμετωπίζουν τη ζωή τους αλλά και τους ζωντανούς αιφνιδιάζουν, και προκαλούν γέλιο στον -ζωντανό!!- αναγνώστη, ανάμεικτο με γλυκόπικρες σκέψεις, σχετικές με τις αξίες της ζωής και το νόημα ζωής και θανάτου…
Την υπερβολή διασώζει το χιουμοριστικό, σκωπτικό ως καρναβαλικό ύφος, που ποτέ όμως δεν γίνεται σαρκαστικό/κυνικό· είναι φανερό ότι ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με συμ-πάθεια τα ανθρώπινα πάθη και την «αδύναμη» ανθρώπινη φύση, που δεν παύει όμως να υψώνεται ενίοτε και σε επίπεδα ψυχικού μεγαλείου.
Βρισκόμαστε λοιπόν στη δεκαετία του ’50, στην Κρήτη σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό. Ο ήρωάς μας, ο Φανούρης, παραγιός στο μπακάλικο του χωριού, ορφανός από πατέρα και με κοντά παντελονάκια ακόμα -πριν ακόμα κλείσει τα 15 του χρόνια- παρίσταται για πρώτη φορά σε κηδεία, την κηδεία του αγαπημένου του θείου, του Κρασογιώργη, όπου ακούει ξαφνικά τη φωνή του, σε έναν τόνο πολύ πιο χαμηλό κι από αυτόν του πιο αιθέριου ψιθύρου, χωρίς να χάνει ωστόσο σε διαύγεια ή σε σφρίγος, να του εξομολογείται το πάθος του για το κρασί και να του εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο πέθανε (βρέθηκε νύχτα με τα σώβρακα μ’ ένα ψαροκάλαμο στα χέρια, ξάπλα στα χωράφια!): βγήκε να… ψαρέψει κρασί από τα φλασκιά της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής! Το σπιρτόζικο πνεύμα του φοβερού θείου, συνομιλεί με τον Φανούρη καταλήγοντας να σκάσουν στα γέλια κι οι… δύο (ο Φανούρης σταμάτησε μόνο όταν αντιλήφθηκε πως το γέλιο του είχε ανοίξει μέσα στην αίθουσα ένα καινούριο βάραθρο σιωπής). Το καταλυτικό για τον μικρό ήρωα αυτό συμβάν δεν γίνεται βέβαια πιστευτό, μέχρι το σπαρταριστό επεισόδιο με την 90χρονη γριά-τσιγκούνα Ξώφαινα με τα 40 εγγόνια, που φύλαγε σε κρυψώνα 100 χρυσά φλουριά, πίσω από το κάδρο του θείου Νώντα! Ο Φανούρης δεν χάνει χρόνο, έπρεπε να το κάνει γα να αποδείξει σε όλους ότι δεν ήταν τρελός, για να πάψουν οι χωριανοί να κρυφογελάνε πίσω απ’ την πλάτη του. Η αποκάλυψη των φλουριών αποκαθιστά την αξιοπιστία του Φανούρη, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της νεκρής (η φωνή της νεκρής, στριγκιά, ένρινη και οργισμένη, εξαπέλυε εναντίον του βορβορώδεις βρισιές και τρομερές κατάρες/ποιος είσαι εσύ ωρέ βρωμοσαμιάμιθε, που να τρυπώσουν μέσα σου χίλιοι ζουρλοί διαόλοι).
Η ζωή του Φανούρη αλλάζει, όχι μόνο επειδή «οι νεκροί φάνταζαν στα μάτια του πια λιγότερο τρομακτικοί», όχι μόνο επειδή όλοι τον πιστεύουν και τον σέβονται, ούτε μόνο επειδή η μεγάλη του αγάπη, η 13χρονη Ρηνιώ τον κοίταξε τώρα με μια «αχτίδα θαυμασμού», αλλά επειδή η φήμη των γεγονότων έφερε στο προσκήνιο, από τη μέση του πουθενά, τον δεύτερο κεντρικό ήρωα του βιβλίου, τον τυχοδιώκτη, άθεο, «κομμουνιστή», θεομπαίχτη, πότη και τζογαδόρο, «πάντα ντυμένο στην τρίχα και πάντα άφραγκο», τον θείο Σήφη τον Αμερικάνο!
Ο θείος Σήφης, φουριόζος και αποφασιστικός, δεν αργεί να πείσει Φανούρη και οικογένεια ότι το «σπάνιο χάρισμα» με το οποίο προίκισε η φύση τον νεαρό θα φέρει χρήματα στον ίδιο και στην οικογένεια, και ο ίδιος αναλαμβάνει να κάνει τον ατζέντη του καθώς θα γυρνάνε τα χωριά συνομιλώντας με τους πεθαμένους (εσύ απλώς θα ακούς τι έχουνε να μας πούνε οι μακαρίτες κι εγώ θα κανονίζω την ταρίφα/θα επιτελούμε κοινωνικό έργο, ανιψιέ και θα τα τσεπώνουμε χοντρά!). Ο πηγαίος ενθουσιασμός του θείου κάμπτει τις ασθενικές αντιδράσεις, άλλωστε υπάρχει το κίνητρο της φλογίτσας στα μάτια της Ρηνιώς, και φυσικά, τα χρήματα.
Προτού αναφερθώ στην ξεκαρδιστική περιοδεία θείου και ανιψιού, πρέπει να τονίσω ότι στις αρετές του βιβλίου είναι η παρουσίαση των ανθρώπινων τύπων, όπως αυτή του θείου Σήφη, που είναι απαράμιλλη. Παρόλο που είναι πολύ γνώριμος ως φιγούρα, με χαρακτηριστικές αντιδράσεις και κουβέντες αδίστακτου απατεωνίσκου, το γλαφυρό και διεισδυτικό ύφος του συγγραφέα δημιουργεί στον αναγνώστη διαρκώς μια κατάσταση θυμηδίας, μια διάθεση περιπαικτική αλλά και συναισθήματα συμπάθειας. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους σχεδόν τους χαρακτήρες, ζωντανούς και πεθαμένους, που συναντάνε οι δύο περιπλανώμενοι στα χωριά της Κρήτης, μέχρι που φτάνει η χάρη τους μέχρι το Ηράκλειο. Και μιλώ για χαρακτήρες, γιατί, ακόμα κι αν σε κάποιες περιπτώσεις η αναφορά είναι πολύ σύντομη, η περίσταση (θάνατος, κηδεία) αλλά και η παραστατικότητα της γραφής ζωντανεύει μπροστά μας -με μια δόση καρικατούρας- ανθρώπους ολοκληρωμένους, ψυχογραφημένους και γεμάτους πάθη, που δεν παύουν να είναι… συμπαθείς. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο συγγραφέας κρατά από τους ήρωές του τη συναισθηματική απόσταση που κρατά ο ηθογράφος, όπως ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός ακόμα και ο Παπαδιαμάντης, που βλέπουν με φιλοσοφική περίσκεψη τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Υπάρχουν λοιπόν σκηνές νατουραλιστικές, όπου κυριαρχούν τα ανθρώπινα πάθη και οι αδυναμίες, αλλά -ευτυχώς- υπάρχουν και σκηνές λυρικές, με πρώτο πρώτο συναίσθημα τον έρωτα, την αγάπη, την τρυφερότητα, σκηνές όπου τα «ευγενή» συναισθήματα προβάλλονται με πολύ γλαφυρό ύφος (π.χ. μαζί της γινόμουν ένα πλάσμα κι από πούπουλο πιο ελαφρύ, σαν μια δροσοσταλίδα ένιωθα, κι εκείνη το φως του ήλιου απού με λιώνει).
Το ανθρώπινο «ψυχόφωνο», το «αντηχείο» των νεκρών (!)
Ακολουθούν λοιπόν μικρές ιστορίες σε κεφάλαια με ευφάνταστους τίτλους, όπου κάθε διάλογος με νεκρό (12 το σύνολο, +4 του νεκροτομείου για επιστημονικούς λόγους) έχει και τη δική της ιδιαιτερότητα:
-Ο «κομμουνιστής, απαγωγέας και φονιάς», που τον βρίσκουν θείος και ανιψιός στον δρόμο να τον έχουν σκοτώσει οι χωροφυλάκοι, φαμέγιος από οχτώ χρονών παιδί που ερωτεύτηκε την κυρά του αφεντικού του, στήνει νεκρώσιμο διάλογο με τον ενωμοτάρχη που τον συνέλαβε κι έχουμε δυο παράλληλες αφηγήσεις, σαν αντίστιξη, τις οποίες βέβαια είναι σε θέση να παρακολουθήσει μόνο ο Φανούρης (κι ο αναγνώστης!) –μια αφήγηση τραγική, μιας και τραγική ήταν η ζωή του ανθρώπου αυτού που εξορίστηκε για τέσσερα χρόνια σε ξερονήσι, κι όταν γύρισε βρήκε με παραμυθένιες δυσκολίες τη γυναίκα που αγαπούσε και το παιδί τους να διώκονται, ενώ η αντίστοιχη αφήγηση του ενωμοτάρχη είναι τελείως αντεστραμμένη!
-Ο πρώτος επίσημος πελάτης δημιουργεί πανικό στον Φανούρη, γιατί δεν ήξερε αν μπορούσε να ανταποκριθεί σε ό, τι απ’ αυτόν ζητούσαν, αφού και τις τρεις φορές που είχε ακούσει να του μιλάνε οι πεθαμένοι, αυτό είχε συμβεί τόσο αναπάντεχα και αβίαστα, χωρίς καμιά προσπάθεια από τη μεριά του. Και πράγματι, ο νεκρός δεν απαντά για πολλή ώρα (θείος: αφού δε σου μιλάει, πες ό, τι να’ ναι, βγάλε κάτι απ’ τον νου σου, γιατί ζορίζουνε τα πράγματα!) μέχρι που… ανοίγει τα μάτια του και… οι οικείοι του πέρασαν μεμιάς από τη βαθύτερη οδύνη στην υπέρμετρη αγαλλίαση! ήταν μια περίπτωση νεκροφάνειας!
-Καθώς η φήμη των δύο ηρώων μας εξαπλώνεται -και μάλιστα τους αποδίδονται και θαυματοποιές ιδιότητες-, οι επόμενοι «εργοδότες» τούς περιμένουν σαν «σύγχρονους Μεσσίες»! Η επόμενη νεκρή, μια τριαντάχρονη όμορφη γυναίκα, αυτοκτόνησε, κι ο άντρας της θέλει να μάθει τις αληθινές αιτίες… Ο αγανακτισμένος σύζυγος στήνει συζυγικό καβγά πάνω απ’ το κιβούρι, ενώ οι λέξεις ξεχύνονται από το στόμα της νεκρής σαν «παγιδευμένο σμήνος μελισσών, με τον Φανούρη να επαναλαμβάνει σαν μια άγαρμπη, διστακτική ηχώ τα χειμαρρώδη της λόγια». Δεν είναι βέβαια σκόπιμο να αναφερθώ με λεπτομέρειες σε άλλη μια τραγική περίπτωση βίου, που ξεδιπλώνεται αυτήν τη φορά μέσα στη γερμανική κατοχή, και που, όταν τελειώνει η αφήγηση ο άντρας της είχε γονατίσει πια στο πάτωμα, αρπαγμένος απ’ τα κάγκελα του κρεβατιού κι έκλαιγε με λυγμούς…
-Ο Μανούσος Κριτσωτάκης, από τους πρώτους βρακοφόρους που πολεμήσαν στη Μακεδονία στους Βαλκανικούς, παλαίμαχος ήρωας στη μικρασιατική εκστρατεία που πιάστηκε τρία χρόνια αιχμάλωτος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μεγάλο περιβόλι, τους ξεμπροστιάζει όλους (τον γιο του πρώτα απ’ όλους), βρίζει, έχει χιούμορ, κι όταν ζητάνε απ’ τον Φανούρη να αποδείξει ότι πράγματι τον ακούει, τον φέρνει σε τρομερή αμηχανία (αναφέρεται στο ότι ο γιος του «κουτούπωνε» τις κότες). Αρχίζει λοιπόν και αραδιάζει για όλους καλαμπούρια κι ευτράπελα που πολλοί σκάνε στα γέλια (ξέσπαγαν σε κατακλυσμιαίο γέλιο, τέτοιο που ποτέ άλλοτε δεν πρέπει να’ χε ακουστεί σε κηδεία) μέχρι που ο ίδιος καταλήγει «Χο χο χο χο χο αθεόφοβοι, θα με πεθάνετε στα γέλια! Μα τι λέω, αφού είμαι ήδη πεθαμένος! Χο χο χο χο χο»!!! Ο συγκεκριμένος νεκρός δουλεύει μέχρι τέλους όλους τους ζωντανούς, αναφέροντας μια επίσης τραγική ιστορία (σαν παραμύθι αλλόκοτο) στη Μικρασιατική καταστροφή, κι αφήνοντας σύξυλους όλους τους ακροατές με την τελευταία του επιθυμία, να προικίσουν με τον θησαυρό του τρεις ανύπαντρες του χωριού, για να εξιλεωθεί ο ίδιος για τα κρίματα του!! Φυσικά, οι συγγενείς έδιωξαν τους ήρωές μας κακήν κακώς (Με καταστρέψατε! όχι μόνο δεν υπάρχει θησαυρός, αλλά θα αναγκαστώ να προικίσω αυτές τις ασχημομούρες!)!
-Στο επόμενο χωριό τους υποδέχονται ως… οπαδούς του Εωσφόρου, με προεξάρχοντα τον παπά, πράγμα που προκαλεί ξεκαρδιστικό καβγά ανάμεσα στον νωματάρχη και τον εκπρόσωπο της εκκλησίας, ενώ μπαίνει στη μέση και ο πρόεδρος της κοινότητας! Η νεκρή είναι μια κοπέλα που με τη βοήθεια μιας χωριανής έριξε το παιδί της, αλλά η -αυτοκτονία της;- σχετίζεται με τον απαγχονισμό της ηλικιωμένης κυρα- Λένης. Παρακολουθούμε λοιπόν μια απίθανη σκηνή (ο Φανούρης, αμήχανος και λίγο σαστισμένος, αφού για πρώτη φορά θα συνομιλούσε με κάποιον νεκρό σε τόσο αποτρόπαιη, κατακόρυφη στάση), όπου η νεκρή αποφαίνεται ότι δεν αυτοκτόνησε αλλά την σκότωσαν. Ένα είδος Χαδούλας -«Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη- ήταν κι αυτή, που υποβοηθούσε τις γυναίκες με μαντζούνια να ρίξουν το παιδί τους, όπως κι εκείνη είχε αναγκαστεί να κάνει και γέννησε ανάπηρο τον δικό της γιο, τον Μανολιό. Ο νωματάρχης, με ήθος ντετέκτιβ στοιχειοθετεί το έγκλημα, και ο Φανούρης με τον θείο καμαρώνουν ότι επιτελούν «κοινωνικό έργο».
-Μαντατοφόρος από τη Βιάννο (χωριό όπου οι Γερμανοί εκτέλεσαν 400 άτομα) ζητά τους δύο, ξακουστούς πια πρωταγωνιστές μας, να μιλήσουν με έναν νεκρό πατέρα, πλούσιο έμπορα. Ο γιος καμαρώνει ότι θα παντρευτεί την πιο πλούσια κόρη «από τα γυροχώρια», μα ο πατέρας από το κιβούρι τον αποτρέπει: γιατί, όπως διαπιστώνουμε κι εμείς, η πικάντικη ιστορία του πατέρα, η ιστορία της ζωής του, με επίκεντρο την συνάντηση με τρεις «πανέμορφες υπάρξεις» να πλένονται γυμνές στο ποτάμι, του άλλαξε τη ζωή! Δεν επρόκειτο φυσικά για νεράιδες αλλά για τρεις χωριανές, που προκειμένου να μην τις μαρτυρήσει, του υποσχέθηκαν όλες τις ηδονές (λυπήσου μας, θα κάνουμε ό, τι θες, μόνο μη μας προδώσεις!). Έτσι λοιπόν, ο πατέρας προτρέπει με φιλοσοφικό σθένος τον γιο του να μην παντρευτεί από συμφέρον, αλλά να «ζήσει μια ζωή που να αξίζει να τη θυμάται»…
-Ο επόμενος «πελάτης» ήταν ο ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Αντωνίου, που ξανάδωσε ζωή στο μοναστήρι μετά από τις καταστροφές των Γερμανών, ένας δηλαδή άξιος και ευσεβής άνθρωπος. Παρόλο που οι μοναχοί είναι αντίθετοι σ’ αυτού του είδους τις πρακτικές (δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως οι υπηρεσίες που προσφέρετε δεν είναι δώρα του ίδιου του Εωσφόρου), η τελευταία επιθυμία του σεβάσμιου γέροντα ήταν αυτού του είδους η «εξομολόγηση». Γιατί προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο γέροντας εξομολογείται την… αμφισβήτηση των θείων (ένα σπόρος τόσος δα που όσο βαθιά κι αν τον έθαβα, οι ρίζες του απλώνονταν και ξεπετούσαν φύτρες. Αμφιβολία είναι το όνομα του φαρμακερού αυτού καρπού), μέχρι που, σκορπώντας κύματα φρίκης, φτάνει στο σημείο να πει ότι για όσα τερατώδη συμβαίνουν στον κόσμο, μόνο μια δικαιολογία έχει ο Θεός, ότι δεν υπάρχει!!!
-Μετά από αυτήν την ιεροσυλία, Φανούρης και θείος Σήφης βρίσκονται πια υπό διωγμόν! Ανεβοκατεβαίνουν μέσα στη νύχτα τα βουνά, με την αγωνία της καταδίωξης να διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρευστό τα σώματά τους, ενώ από την οργή του όχλου τους σώζει ο… ενωμοτάρχης, που τους έχει βρει πελάτη στο… Ηράκλειο! Έτσι λοιπόν, ο ήρωάς μας θα πάει στην πολυπόθητη πρωτεύουσα (ο Φανούρης ονειρευόταν απ’ τα μικράτα του τούτη τη στιγμή), όπου θα αντικρίσει και για πρώτη φορά από κοντά θάλασσα! Με «ονειροφαντασίες και προσδοκίες» για μεγάλη ζωή φτάνουν στο Ηράκλειο όπου με τιμές και λιμουζίνες τους μεταφέρουν στον πελάτη, σ’ ένα πλουσιόσπιτο που όμοιό του ο Φανούρης δεν είχε ξαναδεί!
-Εδώ, στην πρωτεύουσα της Κρήτης, εκτυλίσσεται και μια από τις πιο τραγελαφικές, εξωφρενικές αλλά και ξεκαρδιστικές σκηνές: ο νεκρός έχει αφήσει όλη του την περιουσία στην κακομούτσουνη (χωριάτα, αλλήθωρη, κοντή, κακοφτιαγμένη) υπηρέτριά του, την Πανδώρα, γιατί εκτός των άλλων κυοφορεί και το παιδί του! Ενώ η σήψη έχει προχωρήσει, οι συγγενείς διατηρούν το σώμα άταφο, περιμένοντας το «ψυχόφωνο» γιατί ο παπα Διονύσης δέχεται να τελέσει γάμο με τη νύφη αρκεί να πειστεί πως ο νεκρός έχει πλήρη συνείδηση των τεκταινομένων! Ο νεκρός δίνει απίστευτο σημάδι στο «νιάνιαρο» (τον Φανούρη) για να σιγουρευτούν όλοι ότι ο «διερμηνέας» είναι αξιόπιστος (στο δεξί κωλομέρι κρεατοελιά!!!), και με μια νύφη ολολύζουσα τελείται το μυστήριο (αφήστε με λίγο απ’ έξω, δε μυρίζω δα και τόσο απαίσια! τώρα μόλις παντρεύτηκα! Αφήστε με λίγο να χαρώ τον έγγαμο βίο!). Η καρναβαλική σκηνή ολοκληρώνεται με την ξαφνική γέννα της Πανδώρας, μπροστά σε όλους, ενός υγιέστατου αγοριού, με τον νεκρό να αναφωνεί: «Ή ξέρει να σπέρνει κανείς ή δεν ξέρει!»!
-Η ευφορία που έφερε η τελευταία αυτή συνομιλία με νεκρό, αλλά και η μεγάλη ζωή στο Ηράκλειο (ρούχα, χρήματα, μπορντέλα κλπ) συνεχίζεται και με τον εύθυμο, 11ο πελάτη, έναν γλεντζέ ιχθυοπώλη, τον κυρ- Ανέστη. Μόνο να πούμε ότι «αυτοί που μίσθωσαν τις υπηρεσίες τους ήταν μέλη του εσμού των χαρτοπαικτών και των μέθυσων που ο θείος του συναναστρεφόταν, μια παρέα γερασμένων γλεντζέδων, εύθυμων γεροντοπαλίκαρων, αλκοολικών μερακλήδων»! Εξυπονοείται πως ο νεκρός περιμένει πώς και πώς να «το φχαριστηθεί όσο μπορεί» (πρώτα απ’ όλα πες στην μπανόγλα την αδερφή μου να βγάλει τον σκασμό/δεν το/χε σκοπό να ξοδέψει τις τελευταίες του ώρες πάνω απ’ το χώμα συζητώντας για τον θάνατο (!)). Όλοι οι πενθούντες λοιπόν τρώνε και πίνουν, και αφηγούνται απίθανες ιστορίες και θυμοσοφίες, ότι το «κριτήριο» για τη λαμπρότερη κραιπάλη δεν είναι παρά η παρέα «με τους φίλους του τους γκαρδιακούς»: μόνο τότε ο άντρας μπορεί να’ ναι ο εαυτός του, ντόμπρος, ευθύς, αληθινός, να πράττει και να λέει ό, τι νιώθει/να πηγαίνει ενάντια στα βουλές του κόσμου, στη συνήθεια, στη βαρεμάρα κλπ κλπ. Η βραδιά πάει κατ’ ευθείαν σε γενικό ξεσάλωμα με κεριά και τραγούδια, όπου, αφού θυμήθηκαν το ξέφρενο γλέντι που έστησαν Μεγάλη Παρασκευή, η παράξενη λιτανεία συνοδεύει τον αχόρταγο νεκρό στα «τοπία της μνήμης», καταλήγοντας στο διώροφο με τα γαλάζια παράθυρα, όπου κατοικούσε ακόμα η μεγάλη, κρυφή και άπιαστη αγάπη (δεν ξέρουν πως για μένα είναι ακόμα δεκαεφτά χρονών, λεπτούλα και γλυκιά, ούτε μια μέρα δεν εγέρασε, γιατί δεν γέρασε ο πόθος μου γι’ αυτήνα).
-Τέλος, προτού προχωρήσουμε στους νεκρούς τους οποίους παρέπεμψε η επιστημονική ομάδα του Πανάνειου Νοσοκομείου για να μελετήσει επιστημονικά το φαινόμενο (!!), η τελευταία επαγγελματική «ακρόαση» του Φανούρη ήταν μια «δουλειά λαβράκι», ο περίφημος ποιητής Επαμεινώνδας Σαλμονέλας, που «θα πρέπει να έγραφε δηλητηριώδεις στίχους»! 64 χρονών, στο «άνθος της δημιουργικής ηλικίας» (!), ο νεκρός διακόπτει τον φανφαρόνικο επικήσιο, λέγοντας ότι δεν έχει καιρό για φληναφήματα και πτωματοκολακείες, αλλά… έχει έμπνευση, και να φέρουν χαρτί και μολύβι να υπαγορεύσει στον Φανούρη (στίχοι φωτεροί, αστραποβόλοι, σφύζουν από χυμούς, φουσκώνουν από αίμα σαν φαλλοί αναθρώσκοντες, μπουμπουκιάζουν, ευωδιούν). Μέσα από έναν οχετό από βρισιές και σαρκασμούς ο νεκρός υπαγορεύει (ακατάσχετη στιχοδιάρροια), ενώ ο Φανούρης τον ακολουθεί ακόμα και μέσα στην νεκροφόρα καθώς οδεύουν προς το νεκροταφείο, γεμίζοντας ορνιθοσκαλίσματα το τετράδιο ιχνογραφίας! Κι όταν στο τέλος απαγγέλλει τους στίχους του ποιητή στο κοινό που περίμενε με αδημονία, εκείνοι άργησαν να αντιδράσουν επειδή είχαν αποχασκώσει ολόγυρά του, όμοια με προσωπεία συντριβανιών που μέσα απ’ τα ορθάνοιχτα στόματά τους ανάβλυζαν ανά κύματα αιφνιδιασμός και κατάπληξη.
-Οι τελευταίοι, όπως είπαμε νεκροί, για τους οποίους ο Φανούρης εργάστηκε επαγγελματικά, ήταν επιλεγμένοι από την επιστημονική ομάδα της Νευρολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου, οι οποίοι, με την παρουσία εκπροσώπου της Αρχιεπισκοπής, του ιερομόναχου Ιερόθεου, κι εκκινώντας από την «αφετηρία της αμφιβολίας», θα θέσουν τα επιστημονικά τους ερωτήματα (τι είδους είναι αυτή η συνείδηση που απ’ τα βάθη των πτωμάτων εκπέμπει τους ψιθύρους της). Τα «υποκείμενα» της έρευνας (υποκείμενο να πεις τον λαπά που σου χαμογελάει κάθε πρωί μέσα στο φατσοκαμαρωτήρι!) είναι τέσσερα, δείγματα από το νεκροτομείο, φτωχομπινέδες που κανένας δεν τους έκλαψε, που έχουν πεθάνει σε απόσταση διαφορετικών ημερών. Οι επιστήμονες βγάζουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως ότι η φωνή τους εξασθενεί όλο και περισσότερο καθώς περνούν οι μέρες, ότι αντιλαμβάνονται το ψύχος, ότι ακούν ο ένας τον άλλον (και μάλιστα έστησαν και καβγά!), αλλά αυτό που είναι το πιο σημαντικό και το επισημαίνει ο Φανούρης, είναι ότι ΛΕΝΕ ΠΑΝΤΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ. Άλλωστε, ναι, «η ψυχή υπάρχει!», και η υποψία ότι ένας από τους νεκρούς έχει περιουσία που δεν πρόλαβε να κάνει διαθήκη (πέθανε απ’ την πείνα και τώρα ήθελε να γλεντήσει τη ζωή σαν πτώμα), εγείρει προβληματισμούς, αν θα έπρεπε να υπάρχει και Νεκρικό Δίκαιο, καθώς κι ένας νέος ιατρικός κλάδος Νεκρολογίας!
Έρωτας κι ενηλικίωση
Καθώς αυτά τα κωμικοτραγικά επεισόδια αφορούν το μεταίχμιο ζωής και θανάτου, αναδεικνύουν την ανατομία της ανθρώπινης ψυχής, δεν αποτελούν όμως το μοναδικό πυρήνα στο περιεχόμενο του βιβλίου. Ο κεντρικός ήρωας, ο Φανούρης, μέσα σ’ αυτούς τους έξι μήνες που μεσολαβούν μέχρι να επιστρέψει στο χωριό του, αποκτά απίστευτες εμπειρίες, ωριμάζει, ενηλικιώνεται. Βρίσκεται στη μεταβατική ηλικία από έφηβος άντρας, έχει σεξουαλικές ορμές, σεξουαλικές εμπειρίες, αρχικά με την καθοδήγηση του φοβερού θείου στο μπορντέλο (απολαυστική η αμηχανία του πρωτάρη), στη συνέχεια με τη ζουμερή Γεωργία (επίσης ζουμερές οι σκηνές όπως τις περιγράφει ο συγγραφέας) και στο τέλος τον τυραννάει ο αθεράπευτος έρωτας με μια νεαρή πόρνη, τη Λίζα/Βασιλική, όπου βλέπουμε τρυφερές εικόνες, και γεμάτες λυρισμό σκηνές και αγωνίες που αντισταθμίζουν τις νατουραλιστικές και γαργαλιστικές, οργιαστικές σκηνές που περιγράψαμε παραπάνω (την έπαιρνε πάντα αγκαλιά μετά τον έρωτα και τη νανούριζε πιπιλώντας τον λοβό του αυτιού της/με μεγάλα διαστήματα αγρύπνιας, που στη διάρκειά τους αφοσιωνόταν στο να την παρατηρεί, στο να γεμίζει από κείνη).
Παρακολουθούμε τη συναισθηματική του εξέλιξη, μέσα απ’ όλες αυτές τις πλούσιες και οριακές εμπειρίες σε κόσμους διαφορετικούς και κυρίως μέσα στα ανθρώπινα πάθη. Κατ’ αρχάς απολάμβανε την απόλυτη ελευθερία που ήταν γι’ αυτόν μια εμπειρία πρωτόγνωρη, χωρίς μάνα και γιαγιά να τον «φορτώνουν με γκρίνια». Έπειτα, η συνάφεια με τον φοβερό τυχοδιώκτη και λιμοκοντόρο, τον θείο του, του μαθαίνει πολλά για την «τρέχουσα» ζωή, αλλά στο τέλος, που ο θείος δε διστάζει να συνευρεθεί με τη Λίζα, στέκεται και "κριτικά" απέναντί του.
Μαθαίνει να «καταλαβαίνει» τους διαφορετικούς ανθρώπους, γεννιούνται μέσα του συναισθήματα αποδοχής ή συμπόνιας, καθώς είναι “tabula rasa”, προβληματίζεται για το τι είναι πραγματική αγάπη (συλλογιέται με τις ώρες για το τι πραγματικά είναι αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν αγάπη, κάτι για το οποίο δεν είχε ποτέ ως τώρα αναρωτηθεί, θεωρώντας το απλό, δεδομένο, για να ανακαλύψει πως δεν ήταν καθόλου έτσι, πως επρόκειτο για κάτι πολύπλοκο, απροσδιόριστο και μυστηριώδες). Ακούει τους γέροντες που μέχρι τότε τους θεωρούσε «ναυαγισμένες υπάρξεις» χωρίς να συνειδητοποιεί ότι κάθε άνθρωπος δεν είναι μονάχα αυτό που βλέπουμε εμπρός μας, αλλά όσα έχει ως τότε ζήσει, ότι μπορεί να φαίνονται ανάξιοι λόγου και ασήμαντοι αλλά μπορεί να κρύβουν στα βάθη τους ένα κουκούτσι μυστήριου και θαυμαστού.
Έτσι, τον βλέπουμε με έκπληξη να «αφήνει κι αυτός τα αναφιλητά του μαζί με το άηχο κλάμα του νεκρού να ξεσπάσουν, επιτρέποντας να κυλήσουν τα δάκρυα που ο νεκρός αδυνατούσε να χύσει». Μια σπάνια ενσυναίσθηση μπροστά στο φαινόμενο της αδυναμίας των νεκρών , της ανημποριάς και της μοναξιάς τους.
Τους ζωντανούς να φοβάσαι, όχι τους πεθαμένους
Μας πληρώνουν ένα σωρό λεφτά
για να μιλήσουν με τους πεθαμένους,
ενώ στο τέλος δεν θέλει κανένας να τους ακούσει,
τους προτιμάνε μουγγούς, μου φαίνεται
Τέλος, σκέψεις περί θανάτου και μύχια συναισθήματα είναι διάχυτα σε όλο το βιβλίο, σε όλη τη γκάμα από το φαιδρό μέχρι το εσχατολογικό, ανάλογα και με τον χαρακτήρα που μιλάει, αλλά οι πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις και συνειδητοποιήσεις ακούγονται μέσα από την παιδική/εφηβική ματιά του Φανούρη. Αρχικά, μη έχοντας ποτέ αντικρίσει νεκρό μέχρι τον θάνατο του θείου του, απορεί που «έμοιαζαν σε όλα με τους ζωντανούς, μόνο που είναι καταδικασμένοι να μένουν ακίνητοι /μια κατάσταση που δεν φαινόταν να κρύβει κάτι το υπερφυσικό ή το επίφοβο, φανερώνοντάς του πως οι ζωντανοί είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο τρομακτικοί και επικίνδυνοι».Μα κι οι ίδιοι οι νεκροί, μονολογούν:
- Αυτό είναι ο θάνατος, λοιπόν; Να τ’ ακούς όλα και όλα να τα βλέπεις… Μόνο που’ ναι όλα θαμπά κι απόμακρα, σαν να τα κοιτάς πίσω από ΄να χοντρό, παχνισμένο τζάμι, σαν τίποτα να μη σε νοιάζει πια, τίποτα να μη μπορεί να σε ταράξει…
-Μη με ρωτάτε ήντα γίνεται εκεί κάτω. Τίποτα δεν κατέχω. (…)Νιώθω το σώμα μου σαν ένα κουρέλι που μ’ έχει τυλιγμένο, μα δε μπορώ να το ξεφορτωθώ, δεν μπορώ να του ξεφύγω. Αν αυτό που μου’ χει απομείνει τώρα, λέγεται ψυχή, δεν μου γεμίζει το μάτι.
-Φαίνεται πως ο τύψεις και οι ενοχές είναι κι αυτές από σάρκα καμωμένες, γιατί τώρα που ξεφορτώθηκα το σώμα μου δεν με βασανίζουν πια.
Νόστος
Ίσα που συγκρατήθηκε απ’ την επιθυμία να καγχάσει,
να ουρλιάξει μ’ ένα γέλιο-λυγμό μπροστά στην ειρωνεία του σύμπαντος,
στη χυδαία φάρσα που ονομαζόταν ζωή
Δεν κρατάει επ’ άπειρον βέβαια η περιοδεία… Διάφορα επεισόδια αναγκάζουν τον Φανούρη να επιστρέψει στο χωριό του, στη μάνα και τη γιαγιά του με ανάμεικτα συναισθήματα, κυρίως όμως με την αίσθηση ότι αυτό που όλοι θεωρούν χάρισμα, μπορεί να είναι και κατάρα… Δείγμα ακόμα μεγαλύτερης ωρίμανσης, ότι συνειδητοποιεί ότι τον θρίαμβό του δεν τον οφείλει σε κάτι που κατάφερε ο ίδιος, αλλά σε ένα «αλλόκοτο φύλλο από την τράπουλα της μοίρας που είχε βρεθεί αιφνίδια στα χέρια του».
Παρακολουθούμε τους αναστοχασμούς του καθώς αναμοχλεύει τις αναμνήσεις από το φοβερό αυτό εξάμηνο με τις πυκνές εμπειρίες, κυρίως όμως τη νοηματοδότηση του μεγάλου του έρωτα, της Λίζας/Βασιλικής (κατάλαβε, όχι νοητικά, αλλά σαν εμπειρία εγκαύματος, πως ακόμα κι όταν κρατάμε τον άλλον στην αγκαλιά μας, δεν τον κατέχουμε), ενώ μια μεγάλη ανατροπή σε σχέση με τον παιδικό του έρωτα, τη Ρηνιώ, τον οδηγεί να εξασκήσει, μια τελευταία φορά τη θαυματουργή του ιδιότητα.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου