Πέμπτη, Δεκεμβρίου 02, 2021

Η χορτοφάγος, Χαν Γκανγκ

     Το βραβευμένο με το Διεθνές Booker μυθιστόρημα της Νοτιοκορεάτισας Han Kang είναι ένα παράξενο βιβλίο, που από τη μια οι ψυχικές καταστάσεις και τα συναισθήματα που περιγράφονται σ΄αυτό είναι τελείως ανοίκεια, απ’ την άλλη η γοητεία του να εμβαθύνει η γραφή σ’ αυτές τις παράδοξες αποκλίσεις της ψυχής ελκύουν το ενδιαφέρον. Και είναι ανοίκεια, γιατί οι δυο βασικοί ήρωες καθορίζονται από κάποια εμμονή, στα όρια του αρρωστημένου, του διαταραγμένου, του τελείως ανορθολογικού. Τόσο, που αν η γραφή δεν ήταν διεισδυτική, ψυχογραφική και… πρωτοπρόσωπη (στο πρώτο μέρος, αλλά και στα υπόλοιπα η αφήγηση είναι εσωτερική), θα το παρατούσα στη μέση.
     Το έργο είναι σπονδυλωτό και διακρίνονται τρία σχετικά αυτόνομα κεφάλαια, στα οποία η εστίαση γίνεται κάθε φορά σε διαφορετικό πρόσωπο: στην ΓιόνγκΧιε, στον γαμπρό της ΓεόνγκΧιε, και στην αδερφή της, την ΊνΧιε. Ωστόσο, θα λέγαμε ότι το κεντρικό πρόσωπο και στα τρία μέρη είναι η «χορτοφάγος», η ΓιόνΧιε, εφόσον επιδρά καταλυτικά και στους άλλους δύο, ταράζοντας τα ήρεμα νερά της καθημερινής ρουτίνας και ανατρέποντας τον ψυχισμό τους. Γιατί όλα ξεκινούν όταν αποφάσισε η ΓιόνΧιε να μην ξαναφάει ποτέ κρέας, και οτιδήποτε σχετίζεται με ζωικής προέλευσης εδώδιμο. Η απόφαση αυτή είναι ξαφνική (η μόνη δικαιολογία της είναι ότι «είδε ένα όνειρο»), και δεδομένου ότι ήταν μια ήσυχη παραδοσιακή γυναίκα που μαγείρευε καταπληκτικά τα παραδοσιακά κορεάτικα φαγητά, ο άντρας της, που είναι και ο αφηγητής του πρώτου μέρους, αιφνιδιάζεται δυσάρεστα, προσπαθεί να είναι διακριτικός αλλά δεν μπορεί να εμποδίσει να γίνεται και βίαιος.
     Μια σειρά από γεγονότα ακολουθούν σα χιονοστιβάδα, εφόσον η δυσαρέσκεια γίνεται κοινωνική πίεση (αδιανόητη η απόρριψη της κρεατοφαγίας, αλλα και η ανυπακοή της συζύγου/κόρης), όχι μόνο εκ μέρους του συζύγου, που σύντομα εγκαταλείπει την ΓιόνΧιε αλλά εκ μέρους και της πατρικής οικογένειας, ιδιαίτερα του πατέρα που αποδεικνύεται pader padrone. Η σκηνή κορυφώνεται με το να καταλήξει η ηρωίδα στο νοσοκομείο, όπου οι εμμονές πολλαπλασιάζονται, με πιο ακραία την ανάγκη να ξεγυμνώνεται στον ήλιο (χωρίς να την ενδιαφέρει φυσικά ο περίγυρος).
     Το δεύτερο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «Η μογγολική κηλίδα» μοιάζει στην αρχή να μη σχετίζεται με το πρώτο. Παρακολουθούμε έναν νεαρό, που γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι είναι ο γαμπρός της ΓιόνΧιε, και τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Είναι ζωγράφος και φωτογράφος, φτιάχνει βίντεο, έχει στούντιο, ψάχνει για έμπνευση∙ κι αυτό που τον αναστατώνει και τον διεγείρει δημιουργικά αλλά και ερωτικά, είναι η… μογγολική κηλίδα, το σημάδι δηλαδή που συχνά εμφανίζεται στα νεογέννητα, και που παρατήρησε στα οπίσθια της κουνιάδας του, της ΓιόνΧιε, όταν τη μετέφεραν στο νοσοκομείο. Η νέα αυτή, ακατανόητη εμμονή τρέφεται και φουντώνει καθώς ο ΓεόνγκΧιε προσεγγίζει την παράξενη κοπέλα ζητώντας του να του ποζάρει, γυμνή, ως μοντέλο, για να ζωγραφίσει λουλούδια πάνω στο σώμα και να φωτογραφίσει διάφορες στάσεις (αυτό ήταν το σώμα μιας όμορφης νεαρής γυναίκας, κλασικά ένα αντικείμενο πόθου, κι όμως ήταν ένα σώμα στο οποίο δεν είχε απομείνει ίχνος πόθου. Εκείνο το περίεργο, άδειο συναίσθημα, που προέρχεται απ’ αυτήν την αντίφαση). Η ενέργεια, η έξαψη, η «αφύπνιση να ζει στον κόσμο της στιγμής» παίρνει τη θέση της γαλήνης, της ηρεμίας αλλά και της σκοτεινιάς.
     Οι δύο εμμονές εξελίσσονται, γίνονται πάθη με απρόβλεπτες διαστάσεις, στα όρια του διαταραγμένου. Δεν είναι τυχαίο που στο τρίτο μέρος, η Γιόνχιε, που οραματίζεται ότι γίνεται δέντρο (αρνείται την τροφή, στέκεται γυμνή σε στάση κατακόρυφου κλπ) βρίσκεται πια σε ψυχιατρική κλινική. Στο τρίτο μέρος όμως («Δέντρα στις φλόγες»), όπως είπαμε, η εστίαση στρέφεται στην αδερφή, την ΊνΧιε, που επισκέπτεται την ΓιόνΧιε στην ψυχιατρική κλινική κάνοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες να τη συνεφέρει, καθώς εκείνη βυθίζεται όλο και περισσότερο στην ψύχωσή της.
     Η ΊνΧιε, με διαλυμένη πια τη σχέση με τον σύζυγό της και μ’ ένα μικρό παιδί, προσπαθεί να συγκρατήσει τα κομμάτια της, να συναρμολογήσει το παρελθόν (όταν ήταν μικρές έπαιρναν σειρά όταν τους χτυπούσε στα μάγουλα το άγριο χέρι του πατέρα τους, και η ΊνΧιε αισθανόταν μια τόσο μεγάλη ανάγκη να προστατεύει τη μικρή αδερφή, ένα αίσθημα ευθύνης που έμοιαζε με μητρική στοργή). Επισκέπτεται την αδερφή της στην ψυχιατρική κλινική, σχετικά αραιά και απρόθυμα, καθώς εκείνη βυθίζεται όλο και περισσότερο στη σιωπή και στην ολοκληρωτική άρνηση λήψης τροφής. Η νοσηλεία της ΓιόνΧιε είναι επώδυνη όχι μόνο για την ίδια (παροχή τροφής με σωλήνα, ηρεμιστικές ενέσεις για να μην κάνει εμετό κλπ), αλλά και για την Ίνχιε, που σιγά σιγά μαθαίνει να αντιμετωπίζει τις ενοχές της και μεταστρέφεται στην προσπάθειά της να καταλάβει (Είναι το σώμα σου, μπορείς να το κάνεις ό, τι θέλεις. Το μόνο πράγμα που είσαι ελεύθερος να κάνεις ό, τι θέλεις).
     Η εμμονή των δύο ηρώων ν' ακολουθήσουν την παρόρμηση, το ένστικτο/όραμα/όνειρο αδιαφορώντας τελείως για τις κοινωνικές συνέπειες αλλά και χωρίς να «επεξεργάζονται» με το Νου τις επιλογές τους, είναι αυτό που κατά τη γνώμη μου κομίζει αυτό το βιβλίο. Έμμεσα, βέβαια, αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης κι όλη την κοινωνική κατασκευή, αυτό το φοβερό κοινωνικό «πλέγμα» ηθικών κανόνων και τρόπων συμπεριφοράς που στραγγαλίζουν την ελεύθερη βούληση.
     Όπως γράφει και η Εύα Στάμου «Η αυτονομία του σώματος, η αναζήτηση ταυτότητας μέσω της διαφορετικότητας, οι μέθοδοι με τις οποίες οι θεσμοί της οικογένειας, του γάμου, της σύγχρονης ιατρικής εγκλωβίζουν το γυναικείο σώμα ώστε να το οδηγήσουν στην υποταγή, ο τρόπος που η φαλλοκρατία συνδέεται με την κρεατοφαγία, η βία και η ανθρωποφαγία που ενέχουν και οι πιο στενές σχέσεις, είναι τα θέματα που κυριαρχούν στο έργο της Χαν Γκανγκ Η χορτοφάγος».
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: