Δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά η ιστορία
που αφηγούμαστε οι ίδιοι στον εαυτό μας
Πρόκειται για μυθιστόρημα με περιεχόμενο πολιτικό, με τη στενή έννοια, εφόσον ο πρωταγωνιστής και αφηγητής διετέλεσε Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας στη σημερινή εποχή, και μάλιστα μόνο για έξι μέρες, όπως αναφέρεται στις τρεις πρώτες πρώτες σειρές του βιβλίου! Δεν είναι βέβαια πραγματικό πρόσωπο, αλλά πλαστό∙ όπως φαίνεται όμως, η εμπειρία του Λαφαί ως συνεργάτη/λογογράφου και σύμβουλου του Μακρόν στην προεκλογική του εκστρατεία (πολύ γρήγορα παραιτήθηκε λόγω της δεξιάς στροφής του Προέδρου της Γαλλίας), έδωσε το έναυσμα στον συγγραφέα να γράψει το πρώτο του αυτό μυθιστόρημα.
Έτσι, ο Τερίς Μπερανζέ, διάσημος καθηγητής πανεπιστημίου στις Οικονομικές Επιστήμες («ο καλύτερος οικονομολόγος της Γαλλίας/ειδικός στα δημόσια οικονομικά και στα ευρωπαϊκά ζητήματα» θα πουν ορισμένοι), δέχεται αιφνιδιαστική πρόταση για να αναλάβει το Υπουργείο Οικονομικών∙ κολακευμένος την αποδέχεται, έχοντας κατά νου να υπερασπιστεί την ξεκάθαρη πολιτική του θέση ως προς το συζητούμενο «Frexit», όμως γρήγορα καταλαβαίνει ότι του έχουν στήσει παγίδα: ο Πρόεδρος (που δεν κατονομάζεται) ζητά νέους συνεργάτες με οικονομοτεχνικές γνώσεις, που θα εκτελέσουν την απόφαση που ο ίδιος θα πάρει – και φαίνεται ότι όλο το κλίμα στην κυβέρνηση είναι υπέρ της εξόδου της Γαλλίας από την Ευρωπαϊκή ένωση, πολιτική με την οποία ο Μπερανζέ δεν συμφωνεί. Έτσι βλέπουμε τον πρωταγωνιστή μας να μπαίνει στα βαθιά νερά έχοντας να αντιμετωπίσει όλες τις δοκιμασίες ενός ανθρώπου που δεν έχει συνηθίσει στην μικροπολιτική: τον βλοσυρό γενικό γραμματέα Ωγκυστέν Β., τον προκάτοχό του υπουργό Οικονομικών Κριστιάν Τ. (που φέρεται να «τους ανάγκασε να τον διώξουν» επειδή κατάλαβε ότι η έξοδος από την Ε.Ε. είναι μονόδρομος), τις πρώτες εντυπώσεις στις συνεντεύξεις και την αδυσώπητη έκθεση στα ΜΜΕ, τους νέους του συνεργάτες, την πίεση από τους συμβούλους, το απίστευτα ασφυκτικό πρόγραμμα, τις δημοσκοπήσεις, τα άπειρα μηνύματα, τα υπουργικά συμβούλια, τη Βουλή (ένιωσα σα να με είχαν πετάξει μέσα σε αρένα), τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ.α.
Ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να μας μεταφέρει στην πολιτική ατμόσφαιρα της Γαλλίας λίγα χρόνια πριν (δεν έχω τις γνώσεις και τα μέσα να κρίνω την αντικειμενικότητα ή να συγκρίνω με τον πραγματικό παλμό), περίοδος όπου φαίνεται ότι υπήρχε έντονη λαϊκή αντίδραση απέναντι στην ευρωπαϊκή πολιτική και στο ευρωπαϊκό νόμισμα, καθώς μεσουρανούσε η γαλλική ακροδεξιά, η γερμανική κυριαρχία, και παράλληλα οι Άγγλοι ψήφιζαν για το Brexit.
Το βιβλίο χωρίζεται σε οκτώ κεφάλαια, τα οποία αντιστοιχούν στις έξι ημέρες της υπουργικής θητείας, μαζί με την σύντομη εισαγωγή (όπου πληροφορείται ο αναγνώστης αναδρομικά την παραίτηση του ήρωα) και το επιλογικό σημείωμα, τέσσερα χρόνια αργότερα. Ήδη από την τρίτη σελίδα ο αφηγητής μάς έχει διαβεβαιώσει ότι θα πει την «αλήθεια», που δεν έχει να κάνει μόνο με παραίτηση για πολιτικούς λόγους (γράφω για να ελαφρύνω τη συνείδησή μου, για να μη μου προσάψει ποτέ κανείς ότι έμεινα μέσα στην ασάφεια, ότι άφησα τον κόσμο να νομίζει πως η παραίτησή μου ήταν προϊόν θάρρους και ελεύθερης βούλησης. Σήμερα, δεν δικαιούμαι πια την επιείκεια κανενός. Και θέλω να αναδυθεί από αυτήν την πράξη μεταμέλειας ένα μέρος της αλήθειας). Η αφήγηση είναι εξομολογητική και λεπτομερής, σαν να διαβάζει κανείς ένα αναλυτικό ημερολόγιο, τόσο που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον γα τον αναγνώστη η στενή παρακολούθηση των ρυθμών και των καθηκόντων ενός προσώπου σε τόσο νευραλγική θέση.
Δεν υπάρχει επομένως στην αφήγηση το «στενά» πολιτικό στοιχείο, δεν διαβάζουμε μπροσούρα, αν και παρατίθενται τεχνηέντως επιχειρήματα υπέρ της Ε.Ε. όπως και αντεπιχειρήματα. Αυτό όμως που κυριαρχεί είναι το συναισθηματικό, ή μάλλον το βιωματικό στοιχείο, μέσα από την εμπειρία ενός ανθρώπου που τοποθετήθηκε σε πολιτική θέση-κλειδί. Βλέπουμε τους φόβους και τους δισταγμούς του (είναι δύσκολο να φαίνεσαι φυσικός την ώρα που προσπαθούν σώνει και καλά να σε απαθανατίσουν), τους διπλωματικούς ελιγμούς μέσα στην προσπάθεια να διατηρήσει τις ιδέες του, τους τρόπους της ρητορικής τέχνης (βιρτουόζος για τη γαλλική έννοια του όρου δεν είναι απλώς όποιος κατορθώνει να συνδυάσει εύστοχα την έκφραση και το λογοπαίγνιο∙ είναι πρωτίστως εκείνος που ξεδιπλώνει μια σαφή σκέψη, μια άρτια και πειστική σκέψη που κερδίζει τον κοινό νου/η μεγαλύτερη απογοήτευση για τους δημοσιογράφους θα ήταν να είμαι βαρετός).
Παράλληλα, κι αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη αξία στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο Τερίς Μπερανζέ παραθέτει αυτούσια την ηλεκτρονική αλληλογραφία του με τη Σοφί, την κοπέλα με την οποία είχε στο παρελθόν έντονη ερωτική σχέση και στην οποία ανατρέχει ξανά κι επίμονα όταν μαθαίνει τα νέα του καθήκοντα, σαν να προσπαθεί να πιαστεί από κάποια σανίδα σωτηρίας. Γιατί η Σοφί τον ξέρει από την καλή και την ανάποδη, γιατί δεν μπορεί να της κρυφτεί, γιατί την αγαπά και τη χρειάζεται, γιατί είναι ο καθρέφτης του. Μέσα από τα μακροσκελή μηνύματα της Σοφί μαθαίνουμε τον τρόπο επικοινωνίας τους, τον τρόπο χωρισμού τους, τις μικρές χαρές και απολαύσεις αλλά και τα αξεπέραστα ελαττώματα του Τερίς που την απομάκρυναν οριστικά και αμετάκλητα.
Έτσι, μαθαίνουμε αναδρομικά τη σκοτεινή πλευρά του καθηγητή και τώρα υπουργού, στην προσωπική του ζωή∙ βλέπουμε ανάγλυφα τη φιλοδοξία, τη ματαιοδοξία του χαρακτήρα του, τον εγωισμό και τη βία στην οποία κατέφυγε ανεξέλεγκτα όταν ένιωσε προσβεβλημένος. Παρόλ’ αυτά η Σοφί δέχεται να τον παρακολουθεί στη δύσκολη αυτή φάση της ζωής του, να τον συμβουλεύει από μακριά και να τον στηρίζει.
Το μεγάλο προκλητικό ερώτημα, που αποτελεί και το κομβικό σημείο, το θέτει ο -παραιτηθείς υπουργός- Κριστιάν Τ. στη Βουλή: «η κυβέρνηση φαίνεται να οργανώνει την έξοδο της Γαλλίας από την ευρωζώνη/απαιτούμε κάτι απλό: να σταματήσετε, σήμερα, τη μυστικοπάθεια κλπ κλπ». Ο αιφνιδιασμένος Μπερανζέ, που είναι υποχρεωμένος να απαντήσει μέσα σε δύο λεπτά, βρίσκεται αντιμέτωπος με την Αλήθεια (όλη μου τη ζωή, στηλίτευα την πολιτική τάξη για την ανικανότητά της να πει την αλήθεια). Η ντόμπρα απάντηση (η έξοδος από το ευρώ θα ήταν μια οικονομική ασυναρτησία, ένα κοινωνικό δράμα, ένα πολιτικό σφάλμα) και η (παρορμητική;) δέσμευσή του ότι όσο είναι ο ίδιος Υπουργός Οικονομικών δεν θα βγει η Γαλλία από την ευρωζώνη, ξεσηκώνει σαν παλίρροια μια θύελλα από αντιδράσεις άμεσες (θετικές και αρνητικές) από συνεργάτες, συμβούλους, ή από ανθρώπους που δε νοιάζονται για τη Γαλλία ή την Ευρώπη αλλά προσπαθούν απλώς να σταθούν στο πολιτικό προσκήνιο, ενώ σαφώς έχουμε θυελλώδη αντίδραση από τον ίδιο τον Πρόεδρο (μία προς μία οι λέξεις του είχαν χυμήξει πάνω μου).
Τα συναισθήματα του Μπερανζέ δεν είναι μονοσήμαντα. Δεν δείχνει τόσο αποφασισμένος όσο φάνηκε στη Βουλή όταν έριξε τη «βόμβα» της δέσμευσής του, ερήμην του Προέδρου (μετάνιωνα για την ελευθερία που είχα αδράξει και είχα τολμήσει να χρησιμοποιήσω). Έχει 24 ώρες για να βάλει τους συνεργάτες του να συντάξουν φάκελλο-έκθεση υπέρ της παραμονής της Γαλλίας στην Ε.Ε., γνωρίζοντας στο βάθος ότι καμιά τεκμηριωμένη άποψη δεν θα αλλάξει το κυβερνητικό τοπίο. Η πρόταση του δημοψηφίσματος εκτίθεται με τα υπέρ και τα κατά (οι ψηφοφόροι δεν θα ψηφίσουν υπέρ ή κατά της Ευρώπης αλλά υπέρ ή κατά της κυβέρνησης). Μετά την επίσημη «ετυμηγορία» του Προέδρου υπέρ του Frexit, ο Μπερανζέ «αδειάζει». Εκφράζει την ταλάντευσή του στην ακλόνητη Σαϊρά (μη δίνετε σε τούτη τη δέσμευση περισσότερη σημασία απ’ όση έχει), την στενή του συνεργάτιδα που τρέφει θαυμασμό και προσδοκίες και υπεραμύνεται της σταθερής του πίστης στην ευρωπαϊκή συνεργασία (η παραίτησή σας ήταν ο μόνος τρόπος που είχαμε για να αφήσουμε ένα θετικό αποτύπωμα). Η παραίτηση του ήρωα τάραξε τα νερά της πολιτικής, αλλά πραγματοποιήθηκε για πολύ προσωπικούς λόγους. Όπως επισημαίνει ο Μπερανζέ στο επιλογικό σημείωμα που το γράφει τέσσερα χρόνια αργότερα (η Γαλλία όπως ξέρουμε άλλωστε δεν έφυγε από την Ε.Ε.),η πραγματικότητα είναι πολύ περίπλοκη για να μπορεί κάποιος να αποδώσει «στην Ιστορία την αλήθεια της». Τελειώνει τη μαρτυρία του λέγοντας «σε μια άλλη ζωή, θα επιθυμούσα να είχα γίνει κανονικός υπουργός και να είχα επιδείξει θάρρος μέχρι τέλους. Έτσι, θα είχα ίσως σώσει ό, τι μπορούσε να σωθεί: τη Σοφί, την τρυφερότητά της, τις πεποιθήσεις μου, την τιμή μου. Συνειδητοποιώ, ωστόσο, ότι η ευκαιρία δεν θα ξαναπαρουσιαστεί. Δεν θα υπάρξει δεύτερη ζωή».
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου