Σάββατο, Μαρτίου 06, 2021

Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει, James Baldwin

 The story of a negro in America

is the story of America.

It is not a pretty story…

(από την ταινία του James Baldwin, «I’m not your negro»)


          Ανθρωπιά κι ακατανίκητη αγάπη είναι η βαθύτερη αίσθηση που δίνει το βιβλίο αυτό του γνωστού ακτιβιστή συγγραφέα∙ αγάπη κι αλληλεγγύη που επιβιώνουν μέσα σε συνθήκες μισαλλοδοξίας, ρατσισμού, και των γνωστών απειλών που παραμονεύουν τη ζωή των μαύρων στη Νέα Υόρκη του 20ου αιώνα (χωρίς να σημαίνει ότι έχουν αλλάξει πολλά πράγματα και στον 21ο). Όπως ο ίδιος ο Baldwin λέει στην ταινία «I’ m not your negro», η ιστορία ενός -και μόνο- μαύρου είναι η ιστορία όλης της Αμερικής, και είναι αλήθεια εφόσον η σχέση με τους μαύρους όχι μόνο της πολιτείας αλλά και των ανθρώπων της, σε όλα τα επίπεδα, είναι συγκρουσιακή. Η Ιστορία της Αμερικής γράφεται σε κάθε δρόμο της Νέας Υόρκης (κι όχι μόνο, προφανώς)∙ έτσι, κι αν η Beale Street της Νέας Υόρκης «μπορούσε να μιλήσει», θα μαθαίναμε άπειρες ιστορίες σαν την ιστορία που μας αφηγείται η ηρωίδα.
       Αφηγήτρια είναι η Τις, μια νεαρή 19χρονη γυναίκα που μεγάλωσε στην Beale Street, φτωχική/λαϊκή γειτονιά απέναντι από την οικογένεια Χαντ. Στο μυθιστορηματικό «σήμερα», μέσα στις δυο πρώτες σελίδες μάς εξομολογείται τον έρωτά της για τον 22χρονο Φόνι Χαντ, που βρίσκεται όμως στη φυλακή. Παρόλο που κατηγορείται για βιασμό, διαβεβαιωνόμαστε ότι είναι υπεράνω υποψίας. Επίκειται όμως μια δύσκολη δίκη όπου εφόσον ο κατηγορούμενος είναι μαύρος, είναι εξ ορισμού χαμένος. Σ’ αυτήν την αγωνία προστίθεται και η ακούσια εγκυμοσύνη –μια εξέλιξη που γεμίζει χαρά αλλά και αγωνία την Τις.
     Είναι σχετικά απλή η πλοκή, αλλά πολύπλοκες οι σχέσεις. Ουσιαστικά παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτών των δύο «κοινών» γεγονότων που επηρεάζουν τις δυο φτωχές οικογένειες, τις σχέσεις μεταξύ τους και τη δύναμή τους που ενώνεται για να αποτρέψουν την καταδίκη του Φόνι. Ταυτόχρονα με συνειρμικά φλας μπακ στην παιδική ηλικία, μαθαίνουμε τον τρόπο ζωής τους, τον τρόπο με τον οποίο γνωρίστηκαν οι δυο ήρωες ως παιδιά και γίναν φίλοι, τον έρωτά τους -πώς γεννήθηκε και πώς ωρίμασε (νομίζω πως δε γίνεται συχνά δυο άνθρωποι να γελάνε και να κάνουν έρωτα συγχρόνως, να κάνουν έρωτα επειδή γελάνε, να γελάνε επειδή κάνουν έρωτα. Ο έρωτας και το γέλιο πηγάζουν απ’ το ίδιο μέρος), τις πρώτες ερωτικές στιγμές. Ο Φόνι είναι γλύπτης, «αγαπάει το ξύλο και την πέτρα», θέλει να μάθει να ζει απ’ αυτήν την τέχνη[1], κι έχει την «τιμιότητα» να μιλήσει εξαρχής στην Τις σταράτα (αυτό που προσπαθώ να σου πω, Τις, είναι ότι δεν έχω να σου προσφέρω πολλά)∙ εξίσου ντόμπρος είναι κι απέναντι στην οικογένεια –δεν διστάζει να αναλάβει την ευθύνη, να πάει το ίδιο κιόλας πρωινό (μετά τον έρωτα) στον πατέρα της Τις και να εκδηλώσει την αφοσίωσή του στην κόρη του και την πρόθεσή του να μην ακολουθήσει τον συνήθη δρόμο (αλκοόλ, απατεωνιές, ναρκωτικά κλπ) αλλά της εργασίας και της οικογένειας.
      Με ύφος λοιπόν εξομολογητικό, κάποιες φορές λυρικό, γεμάτο πάθος και ευαισθησία, η Τις περιγράφει τη συναισθηματική της κατάσταση, και κάθε μικρή ή μεγάλη αγωνία: πώς αναγγέλλει την είδηση της εγκυμοσύνης στη μητέρα της, στην υπόλοιπη οικογένεια αλλά και στην οικογένεια του Φόνι, τις αντιδράσεις τους, τις αποφάσεις τους. Έμμεσα, μέσα από ένα και μόνο περιστατικό, βλέπουμε και πώς διαγράφονται οι χαρακτήρες. Η οικογένεια της Τις συμπαραστέκεται ολόψυχα, ακόμα και η αποστασιοποιημένη μεγαλύτερη αδερφή, με την οποία οι σχέσεις ήταν μέχρι τώρα ανταγωνιστικές (εγώ δείχνω ανήμπορη απέναντι σε όλα, εκείνη δείχνει ασταμάτητη μπροστά στα πάντα), όχι μόνο δείχνει την αγάπη της αλλά και μεγάλη αποφασιστικότητα (είναι θαύμα να συνειδητοποιείς ότι κάποιος σε αγαπάει).
     Σε αντίθεση με το ζεστό και φιλικό κλίμα της οικογένειας της Τις, που γίνεται «γροθιά» για να βοηθήσει τη δύσκολη κατάσταση (εκείνο το μωρό ήταν το δικό μας μωρό κι ερχόταν/το είχε στείλει η αγάπη που ξεχείλιζε από εμάς, προς εμάς), η οικογένεια του Φόνι εμφανίζεται διαλυμένη. Η κυρία Χαντ, ένα μείγμα κοκεταρίας και πλαστής θρησκοληψίας και οι δυο κόρες φέρονται με τέτοιο ξεσυνερισιό όταν μαθαίνουν τα νέα, που προκαλούν οργή ακόμα και στον πατέρα του Φόνι, τον Φρανκ. Οι δυο οικογένειες ανταλλάσσουν βρισιές και κατάρες που προκαλούν τη βίαιη λεκτική έκρηξη της Ερνεστίν (που ο αναγνώστης την ευχαριστιέται καθότι οι γυναίκες Χαντ ήταν απαράδεκτες), ενώ ξεχωρίζει η αμοιβαία συμπάθεια των δυο πατεράδων, του Τζόζεφ και του Φρανκ (έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη μιας όμορφης φιλίας ανάμεσα στους δυο ώριμους άντρες).  
     Η δικαστική υπόθεση μάς βάζει στα άδυτα των αδικιών που διαπράττονται σε βάρος των μαύρων, και του Γολγοθά που έχουν να ανέβουν για να διεκδικήσουν απλά το δίκιο τους. Η εξαφάνιση της Πορτορικανής κας Ρότζερς (του θύματος βιασμού) περιπλέκει τα πράγματα, και απαιτεί έξοδα για να πληρωθεί ο ντέτεκτιβ που θα την ανακαλύψει. Ο μοναδικός μάρτυς αστυνόμος Μπελ πάνω στον οποίο βασίζεται η καταγγελία, είχε προηγούμενα με τον Φόνι. Ο μάρτυρας «χαρακτήρα» Ντάνιελ, φίλος του Φόνι που βρισκόταν εκείνη την ώρα μαζί του, θεωρείται αναξιόπιστος γιατί έχει κατηγορηθεί για κλοπή αυτοκινήτου (που το ομολόγησε εκβιαστικά γιατί αν δηλώσεις ενοχή γλυτώνεις τα χειρότερα), και τώρα βρίσκεται στη στενή για ναρκωτικά… Μέχρι και η εκπόρνευση περνά απ’ το μυαλό της Τις, προκειμένου να εξασφαλίσει κάποια χρήματα, γιατί καθώς προχωρά η εγκυμοσύνη κουράζεται στη δουλειά και δεν μπορεί να επισκέπτεται τον Φόνι στη φυλακή.
     Οι δυσκολίες συσσωρεύονται καθώς η Σάρον, μητέρα της Τις, αποφασίζει να μιλήσει αυτοπροσώπως στην κα Ρότζερς. Έτσι με χίλιες δυσκολίες πηγαίνει στο Πουέρτο Ρίκο, σε νυχτερινά κλαμπ και σε φαβέλλες, όπου έρχεται αντιμέτωπη με άλλα κυκλώματα μιζέριας –η κα Ρότζερς δεν είναι παρά μια ακόμα πιτσιρίκα που την βίασαν, την άφησαν έγκυο, έχασε το παιδί κλπ κλπ. Κι άλλο ένα αδιέξοδο προστίθεται στις δυσκολίες.
     Εν τω μεταξύ ο Φόνι παλεύει με τον χρόνο μέσα στη φυλακή, αλλά και με τον φόβο (σε άλλο χρόνο είχε φοβηθεί τη ζωή∙ τώρα φοβόταν τον θάνατο –κάπου στον χρόνο). Μα ο φόβος παίρνει και συγκεκριμένο σχήμα: "ζούμε σε μια χώρα γεμάτη γουρουνόμπατσους και φονιάδες". Ξέρουν βαθιά μέσα τους ότι η πηγή της δυστυχίας τους μπορεί να είναι το άδειο βλέμμα του αστυνόμου Μπελ εκείνο το απόγευμα που πέτυχε την Τις μόνη της κι επενέβη ο Φόνι (το βλέμμα του Μπελ σάρωνε το μαύρο σώμα του Φόνι με μια άγρια λαγνεία χωρίς προηγούμενο, σαν να είχε ανάψει ένα φλόγιστρο και να σημάδευε το φύλο του Φόνι).
     Η δίκη αναβάλλεται και το βιβλίο τελειώνει χωρίς να μας αποκαλύπτει την τελική έκβαση. Έρχεται όμως το… μωρό, και είναι φανερή η μεταστροφή των ηρώων προς μια πιο οπτιμιστική διάθεση, πιο αισιόδοξη, πιο μαχητική –τη μαχητικότητα που δίνει σαν συγκολλητική ουσία η αγάπη, η αλληλεγγύη και η αλληλοστήριξη. Η αναμονή του μωρού (δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να αλυσοδέσει αυτό το μωρό. Τελεία και παύλα) εμψυχώνει όλους, ακόμα και τον Φόνι (βρίσκεται σ ένα μέρος που εγώ λείπω):
-Είμαι κι εγώ καλά. Μην ανησυχείς. Θα γυρίσω σπίτι. Θα γυρίσω σπίτι, σε σένα. Θέλω να σε σφίξω στην αγκαλιά μου. Θέλω να με σφίξεις στην αγκαλιά σου. Πρέπει να σφίξω το μωρό μας στην αγκαλιά μου. Έτσι πρέπει να γίνει. Μη χάσεις την πίστη σου.

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Αξίζει να αναφερθεί ότι στο επαγγελματικό σχολείο όπου πήγαινε, δίδασκαν τα παιδιά να κατασκευάζουν κάθε είδους ανόητα,πραγματικά άχρηστα αντικείμενα/θεωρούν τα παιδιά χαζά κι έτσι τα εκπαιδεύουν για χειρώνακτες

Δεν υπάρχουν σχόλια: