Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2017

Πόλεμος και πόλεμος, László Krasznahorkai

(…)
αλλά γεγονός είναι ότι, στα σαράντα τέσσερα του χρόνια, έβρισκε τον εαυτό του φοβερά ηλίθιο,
έναν πανηλίθιο που, επί σαράντα τέσσερα χρόνια, πίστευε πως κατανοούσε τον κόσμο,
ενώ στην πραγματικότητα, παραδέχτηκε εκεί, στην όχθη του ποταμού,
όχι μόνο δεν κατανοούσε τον κόσμο
αλλά δεν κατανοούσε τίποτα απολύτως

  Πόσο δύσκολο να μιλήσει κανείς γι’ αυτήν την μαγική ασυνάρτητη γραφή, που ωστόσο προχωράει στην ουσία μέσα από απροσδόκητα εσωτερική συνοχή! Με μακροπερίοδο λόγο, ή μάλλον με περιόδους που χωρίζονται με κόμματα αντί για τελείες, χωρίς παραγράφους αλλά με μικρά υποκεφάλαια σε κάθε ενότητα, το ύφος θυμίζει τον αγαπητό Σαραμάγκου, που σου επιβάλλει ξεχωριστό  -αργό- ρυθμό ανάγνωσης και ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε λέξη. Ο αναγνώστης λοιπόν, πριν από κάθε αριθμημένο υποκεφάλαιο, παίρνει μια βαθιά ανάσα και βυθίζεται σ’ ένα είδος παραληρήματος, που το εκφέρει ένας από τους ήρωες σε προφορική αφήγηση (συνήθως ο Κόριμ, ο κεντρικός ήρωας), απευθυνόμενος σχεδόν πάντα σ΄ ένα αόριστο και απρόσωπο ακροατήριο (π.χ. στο αεροδρόμιο, στους υπαλλήλους εταιριών κλπ),όμως όχι σε ευθύ λόγο αλλά σε πλάγιο (του τύπου όπως εξήγησε αργότερα, είπε στο κινέζικο εστιατόριο κλπ)
   Είναι πράγματι μοναδικό το ύφος του Ούγγρου συγγραφέα, και όχι μόνο συναρπάζει όταν ξεπεράσει κανείς το πρώτο σοκ της σελίδας-χωρίς-κενά, αλλά νιώθεις ότι είναι το μόνο που ταιριάζει με το περιεχόμενο. Γιατί το περιεχόμενο είναι εξίσου φευγάτο, αντισυμβατικό και σχεδόν παραμυθένιο: ο κεντρικός ήρωας Κόριμ, που είναι αυτός που συνήθως αφηγείται, ένας μέσος συνηθισμένος υπάλληλος των Αρχείων του κράτους, κάποια μέρα  ανακαλύπτει ένα μυστηριώδες χειρόγραφο που του ανατρέπει όλη τη ζωή, κάθε βεβαιότητα, ακυρώνει κάθε παρελθόν. Δεν μαθαίνουμε βέβαια αμέσως εμείς τι ήταν αυτό το τόσο ανατρεπτικό που ανάγκασε τον Κόριμ να πουλήσει ή να καταστρέψει ΟΛΑ  του τα υπάρχοντα και να ετοιμάσει ένα ταξίδι –Γολγοθά για τη Νέα Υόρκη, όπου μέσα σ’ όλα τα εμπόδια που του θέτει η απειρία του μέτριου υπαλλήλου προστίθεται κι αυτό  της γλώσσας (είχε καταλάβει ότι στην ουσία είχε ήδη φύγει, εφόσον όλα έμπαιναν σε τάξη μπροστά του και όλα κατέρρεαν πίσω του, όπως συνήθως συμβαίνει πιθανώς μ’ αυτού του είδους τα «μεγάλα ταξίδια»). Όπως αποκαλύπτεται έμμεσα στην αρχή, και άμεσα καθώς προχωράει η πλοκή, ο Κόριμ έχει ξεκάθαρο σχέδιο, που του υπαγορεύεται από μια επιτακτικότατη ανάγκη.  
   Η πλοκή, είναι μεν παράδοξη, αλλά σχετικά απλή, χτισμένη σε εικόνες γοητευτικές και κάπως σουρεαλιστικές… Έτσι, βλέπουμε π.χ. αρχικά τον ήρωα πάνω σε μια γέφυρα, περιστοιχισμένο από εφτά πιτσιρικάδες που του έχουν μόλις επιτεθεί, για τους οποίους μαθαίνουμε ότι είναι αλητάμπουρες που περιμένουν το τρένο των 6 να περάσει για να δοκιμάσουν τις καινούριες τους σφεντόνες (!). Σ’ αυτό το απίστευτο ακροατήριο ο Κόριμ αρχικά ξεδιπλώνει τον ακατάσχετο μονόλογό του, βήμα βήμα το πώς άνοιξε η συνείδησή του μετά την ανακάλυψη που έκανε στα αρχεία του τρομερού ανώνυμου χειρογράφου, πώς μεταστράφηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να τα σβήσει όλα και να ξεκινήσει τη μεγάλη αποστολή του (μια ώρα ήταν αρκετή για να είναι πανέτοιμος. (…) Είχε συνειδητοποιήσει ότι μια ώρα είναι αρκετή για να διαλυθούν τα πάντα και να βρεθούμε, πριν εξαφανιστούμε, στο κέντρο ενός εντελώς διαλυμένου διαμερίσματος, και ακριβώς εκείνη τη στιγμή, είπε ο Κόριμ, θα άναβε ευχαρίστως ένα τσιγάρο, θα κάπνιζε μια γερή γόπα, ήταν παράξενο, αλλά ξαφνικά είχε την επιθυμία να νιώσει αυτή τη γεύση, να τραβήξει μια γερή ρουφηξιά, μετά να φυσήξει αργά αργά τον καπνό, ήταν η μία και μοναδική φορά στη ζωή του που το αισθάνθηκε αυτό και ακόμη και τώρα δεν καταλάβαινε το γιατί).
Η ψυχική του διάθεση είναι τόσο οριακή που παρακολουθούμε μαζί του μαγεμένοι τη σαγήνη που του ασκούν πράγματα απλά, καθημερινά, όπως τα φώτα του σταθμού με φόντο τον ουρανό καθώς σουρουπώνει (ο ωκεανός των αστεριών και το δάσος των σηματοφόρων κοιτάζονταν μεταξύ τους σαν τυφλοί, όλες οι μεγάλες συνιστώσες της ύπαρξης ήταν τυφλές, οι μεν απέναντι στις δε, το σκοτάδι ήταν τυφλό, η γη ήταν τυφλή, ο ουρανός ήταν τυφλός, δημιουργώντας έτσι, μέσα στο χαμένο βλέμμα ενός ανώτερου όντος, μια νεκρή συμμετρία μέσα στην απεραντοσύνη, στο κέντρο της οποίας βρισκόταν, βεβαίως, μια μικροσκοπική κηλίδα, ο Κόριμ… στην πεζογέφυρα… και τα εφτά πιτσιρίκια), ενώ δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί την απειλή από τα κλεφτρόνια που τον έχουν κυκλώσει. Έτσι, κάτι που συναρπάζει τον αναγνώστη είναι ότι σε μικροκλίμακα έχουμε απλές καθημερινές, ανθρώπινες στιγμές με τις άπειρες συναισθηματικές αποχρώσεις, ενώ στο σύνολο χτίζεται μια ιστορία ουσιώδης αλλά αν και εξωπραγματική.
Η αποστολή του Κόριμ περιγράφεται σε λίγες σειρές: να φτάσει στη Νέα Υόρκη (από την Ουγγαρία), γιατί στο μυαλό του εκεί τοποθετεί το «Κέντρο του κόσμου», ένα ταξίδι που αποβαίνει περιπετειώδες. Δυσκολεύεται αφάνταστα να προσαρμοστεί αλλά με γαργαλιστικά επεισόδια καταφέρνει αυτό που με τόση σιγουριά έχει απ’ την αρχή σχεδιάσει: να βρει ένα ασφαλές κατάλυμα χάρη στα χρήματα που κουβαλάει ραμμένα στο παλτό του(στο σπίτι ενός «διερμηνέα» της ουγγρικής που συζεί με μια γυναίκα πορτορικάνα), να αγοράσει έναν υπολογιστή, και να μάθει να τον χειρίζεται έτσι ώστε να περάσει στο Διαδίκτυο την εκπληκτική ιστορία που έφτασε στα χέρια του, να την «πολλαπλασιάσει» αφήνοντάς την ελεύθερη στο διαδίκτυο να διαδοθεί στην αιωνιότητα. Και ύστερα να… αποχωρήσει.
Αυτά είναι τα εξωτερικά στοιχεία της υπόθεσης, έχουμε όμως και την εγκιβωτισμένη ιστορία, αυτήν που συγκλόνισε τον Κόριμ… Που τη μαθαίνουμε κομμάτι- κομμάτι, καθώς εκείνος την αφηγείται στη γυναίκα του διερμηνέα όταν κάνει διάλειμμα από την ψυχαναγκαστική του ρουτίνα σε… ουγγρικά με διάσπαρτες λέξεις αγγλικές! Και χωρίς να ξεχνάμε ποτέ ότι πρόκειται για αφήγηση μέσα στην αφήγηση (εφόσον, όπως είπαμε, ο Κόριμ μιλά σε πλάγιο λόγο κι ο συγγραφέας μεταφέρει και το ύφος του) συμμετέχουμε σ’ ένα κείμενο-αποκάλυψη…
Όπως λέει ο Κόριμ, ο Ερμής (!), αυτό το όνομα βρίσκεται στο επίκεντρο εκείνου που θεωρεί ωε την πραγματική αφετηρία της ζωής του, τη βαθύτερη πηγή της πνευματικής του αφύπνισης. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν, από τα πολλά παρόμοια σ’ όλο το βιβλίο, δείχνουν το μέτρο του πάθους που, με αφορμή ένα κείμενο του Walter.F. Otto αφιερωμένο στο θεό Ερμή, οδηγεί τον Κόριμ  (αφού διαλύει κάθε σιγουριά της ζωής του),  σ’ ένα ταξίδι που βασικά είναι πνευματικό, ενώ παράλληλα  αναδεικνύουν το μοναδικό ύφος του συγγραφέα:
Έψαχνε να βρει ποια είναι η πηγή, η αρχή της αναστάτωσης της ζωής του, η οποία τον έκανε ν’ αποτολμήσει αυτό το ταξίδι, αλλά αναζητούσε συνεχώς νέες πηγές, νέα ξεκινήματα, νέες ενάρξεις, έως ότου έφτασε σ’ ένα σημείο που μπορούσε να πει, ιδού, είναι το σημείο που έψαχνα, και το σημείο αυτό ονομαζόταν Ερμής, γιατί πραγματικά, ο Ερμής ήταν γι’ αυτόν η απόλυτη αρχή: η μέρα, η ώρα που τον συνάντησε και βρέθηκε πρώτη φορά αντιμέτωπος με τον Ερμή, όταν, τρόπος του λέγειν, τον γνώρισε και εισέβαλε μέσα στον ερμητικό κόσμο, έναν κόσμο που τον σμίλεψε ο Ερμής και στον οποίο κυριαρχούσε εκείνος, γιατί αυτός ο Έλληνας θεός, με τη μυστηριώδη πλευρά του, τον διφορούμενο χαρακτήρα του, τις πολλαπλές του όψεις, τα απόκρυφα χαρακτηριστικά του, τις σκιώδεις περιοχές με τη βαριά, υποβλητική σιωπή, γοήτευσε ή, ακριβέστερα, μάγεψε τη φαντασία του, τον βύθισε στην αγωνία, τον παρέσυρε στο εσωτερικό ενός κύκλου από τον οποίο δεν υπήρχε διαφυγή, (…) ο θεός Ερμής λοιπόν, αντί να τον καθοδηγήσει τον έκανε να χάσει τον δρόμο του, τον έβγαλε απ’ τον δρόμο του, τον αποσταθεροποίησε, τον γοήτευσε, τον σαγήνευσε  (…) και τίποτα πια δεν ήταν όπως πριν, έβλεπε πια τα πράγματα με άλλο μάτι, γιατί ο κόσμος είχε αρχίσει να του αποκαλύπτει μια τρομακτική όψη, ο Ερμής τον απελευθέρωσε απ’ όλα τα δεσμά του, μια απελευθέρωση με όλη τη φοβερή σημασία του όρου, γιατί ο Ερμής, είπε ο Κόριμ, σήμαινε να χάνεις όλα τα σημεία της αναφοράς σου, τα στηρίγματά σου, τους δεσμούς εξάρτησης, το αίσθημα σιγουριάς, (…) ο Ερμής ήταν η ενσάρκωση του προσωρινού και σχετικού χαρακτήρα των νόμων που διέπουν την ύπαρξη, ο Ερμής εισήγαγε και καταργούσε τους νόμους, με άλλα λόγια άφηνε ελεύθερο πεδίο.
            Να λοιπόν τι του έμαθε ο Ερμής, ο θεός των νυχτερινών μονοπατιών, της νύχτας (…):ακόμα κι αν όλα εξελίσσονταν σύμφωνα με τα σχέδια του Δία, ο Ερμής ψιθύριζε στο αυτί των δικών του υπηκόων ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι, και τους οδηγούσε μέσα στη νύχτα, τους έδειχνε την περιπλοκότητα των δικών του μονοπατιών και τους έφερνε αντιμέτωπους με το τυχαίο, το απρόβλεπτο, το αβέβαιο, με την ανησυχητική βεβαιότητα του κινδύνου.
            Αυτό που ένιωσε ο Κόριμ όταν διάβασε το περιβόητο ανώνυμο χειρόγραφο ήταν ένας φόβος, φοβήθηκε όπως όταν μαθαίνει κανείς τη στιγμή της καταστροφής του ότι είναι ήδη κατεστραμμένος, δηλαδή όταν μαθαίνει κανείς κάτι που δεν επιθυμεί καθόλου να γνωρίζει. Συνειδητοποιώντας την περιπλοκότητα των πραγμάτων, παραιτήθηκε από την «παιδιάστικη αντίληψη» ενός κόσμου με νόημα, το νοσηρό όραμα του ιεραρχημένου κόσμου, σύμφωνα με το οποίο ο κόσμος σχημάτιζε ένα αδιαίρετο όλον, ένα όλον συνεχές και σταθερό, διεπόμενο εκ των έσω από μια ομοιογενή δομή της οποίας τα στοιχεία ήταν αυστηρώς αλληλοεξαρτώμενα, δίνοντας έτσι στο σύνολο του συστήματος μια κατεύθυνση, μια εξέλιξη, μια πρόοδο, μια σαφώς καθορισμένη ταχύτητα, δηλαδή, ένα όμορφο, απολύτως ορθολογικό περιεχόμενο, να λοιπόν από τι έπρεπε να παραιτηθεί (…)
            Είναι τόσο δύσκολο να μιλήσω για το εγκιβωτισμένο βιβλίο χωρίς να αποκαλύψω με γενικότητες αυτό που έτσι κι αλλιώς αποκαλύπτεται σιγά σιγά και χτίζεται με μαεστρία από τον συγγραφέα, φιλτράροντας όσο το δυνατόν λιγότερο μέσα απ’ το δικό μου πρίσμα πρόσληψης την ουσία του (που φυσικά είναι αναπόφευκτο). Και είναι φυσικό να αναρωτιέται ο αναγνώστης για τη σημασία αυτού του χειρογράφου.  Γιατί βέβαια, βλέποντας την υπερένταση στην οποία βρίσκεται διαρκώς ο ήρωας ευθύς μόλις το διάβασε, μια υπερδιέγερση που τον κάνει να παραβλέπει αν οι άλλοι τον θεωρούν τρελό, βλέποντας την «τρεμώδη» κατάσταση στην οποία έρχεται και επανέρχεται από την ένταση των συναισθημάτων, αναρωτιέται κανείς για το χειρόγραφο, γιατί τέλος πάντων είναι τόσο βαθιά συγκλονιστικό και αν όντως επιφέρει τέτοια «διάνοιξη της συνείδησης».          
            Το χειρόγραφο
Αν και το έγγραφο αυτό βρέθηκε ανάμεσα στους φακέλους των Αρχείων,  δεν επρόκειτο ούτε για σημειώσεις ούτε για επιστολές ούτε για τίτλους ιδιοκτησίας ούτε για καμιά συμβολαιογραφική πράξη ή επίσημο έγγραφο (…) όταν αναζήτησε ένα στοιχείο ή ένα όνομα, που θα τον βοηθούσε να το ταυτοποιήσει, είχε διαπιστώσει πως ήταν μάταιος κόπος, το χειρόγραφο δεν περιείχε τίποτε εκτός από το ίδιο, κανέναν τίτλο, καμιά ημερομηνία, καμιά σημείωση στο τέλος.  Μετά από ώρα μελέτης ο Κόριμ συνειδητοποιεί ότι κρατούσε ένα όχι και τόσο συνηθισμένο έγγραφο, απολύτως συναρπαστικό, συγκλονιστικό, οικουμενικής εμβέλειας, και γύρω στις έξι το πρωί είχε καταλάβει ότι έπρεπε να κάνει κάτι. Όπως λέει και ο ίδιος, «αυτό το εξαιρετικά ποιητικό κείμενο» έπρεπε να το μεταφέρει στην αιωνιότητα, γιατί τότε ο θάνατός του θα είχε νόημα, τη στιγμή μάλιστα, είπε ο Κόριμ χαμηλώνοντας τη φωνή του, καθισμένος πάντα στο τραπέζι της κουζίνας, που η ζωή του δεν είχε κανένα.
Είναι ένα κείμενο χειμαρρώδες, όπως και η αφήγηση του Κόριμ  με την οποία μεταφέρει (στην αμίλητη γυναίκα του διερμηνέα που τον φιλοξενεί), σε πλάγιο πάντα λόγο διαμεσολαβημένο, το αποτύπωμα που η αφήγηση αυτή αφήνει στη συνείδησή του. Είναι ένα ταξίδι ή μάλλον πολλά ταξίδια μοιρασμένα στα έξι κεφάλαια του βιβλίου, ταξίδια τεσσάρων φίλων μέσα στο χρόνο. Ταξιδεύουμε κι εμείς μαζί με τους τέσσερις  (και με τον Κόριμ και την ακροάτρια) στην αρχαία Κρήτη λίγο πριν την καταστροφή που επέφερε το ηφαίστειο της Θήρας∙ στην Κολωνία την εποχή όπου χτίζεται ο περίφημος καθεδρικός ναός Ντομκλόστερ (παρακολουθούμε ασθμαίνοντας όλη την ιστορία ενός έργου που ξεκίνησε το 1248 και ολοκληρώθηκε του 1814), ενώ επίκειται «η κόλαση του Καίνιχγκρεντζ» και -μάλλον- ο φοβερός γαλλοπρωσσικός πόλεμος του 1871, οπότε οι τέσσερις φίλοι δραπετεύουν ∙ στο Μπασάνο απ’ όπου οι ετοιμάζονται να πάνε στη Βενετία στα μέσα του 15ου αιώνα, όταν η Βενετία μεσουρανούσε και συνήψε συμμαχία ειρήνης με την Φλωρεντία∙ στην Αγγλία την εποχή που ο αυτοκράτορας Αδριανός έχτιζε το περίφημο τείχος Corstopitum (στο σημερινό Corbridge) όπου οι τέσσερις φίλοι περιδιαβαίνουν τα ρωμαϊκά οχυρά.
 Αλλά βέβαια, αυτό είναι το εξωτερικό περίγραμμα. Γρήγορα κι εμείς, μαζί με τον Κόριμ, αρχίζουμε και καταλαβαίνουμε σιγά σιγά τον απώτερο στόχο του συγγραφέα του χειρόγραφου, την επιλογή των φίλων να διεισδύσουν, να εισβάλουν σ’ αυτούς τους συγκεκριμένους διαφορετικούς κόσμους ομορφιάς, ορθολογισμού και ειρήνης, κι όπως λέει ο Κόριμ στην κατάπληκτη και βουβή πάντα ακροάτρια ο άγνωστος συγγραφέας διατρέχοντας την οδό που χάραξε η Ιστορία μας, αναζήτησε ένα σημείο της, απ’ όπου θα τους έκανε να βγουν, ναι είπε ο Κόριμ και τα χέρια του, είχαν αρχίσει να τρέμουν, τα μάτια του να τσούζουν, μια θύρα εξόδου, ιδού τι έψαξε εκείνος ο Βλάσιχ, ή όποιο κι αν είναι το όνομά του, έψαξε ένα υπερφυσικό μέσον για να τους κάνει να βγουν, αλλά δεν μπόρεσε να το βρει κι έτσι έστειλε τους τέσσερις άνδρες στον πραγματικό κόσμο, μέσα στην Ιστορία, δηλαδή στην κατάσταση του διαρκούς πολέμου, και προσπάθησε να τους εγκαταστήσει σε διάφορα μέρη που υπόσχονταν την ειρήνη, μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε ποτέ.  
Μέσα από τις αναλυτικές περιγραφές αυτών των κόσμων (πάντα φιλτραρισμένες από τον Κόριμ) καταλαβαίνουμε ότι αυτό που αναστατώνει τον ήρωά μας είναι η σχέση των τεσσάρων, αγαπητών του ηρώων του βιβλίου, με ένα είδος «υπέρτατης ελευθερίας», η αναζήτηση ενός κόσμου δίκαιου, ορθολογικού  και ειρηνικού όπως η μινωική Κρήτη, η Βενετία του 15ου αιώνα ή η Pax της εποχής του Αδριανού, η ανάγκη για αγάπη και ελευθερία (ο ερωτευμένος άνθρωπος είναι ο πιο επικίνδυνος απ’ όλους, γιατί είναι εκείνος που αποστρέφεται βαθύτατα το ψέμα, θα ήταν ανίκανος να πει ψέματα και αυτό δεν σήμαινε πως η αγάπη ήταν η ενσάρκωση της απόλυτη ελευθερίας, αλλά ότι αυτή η αγάπη έκανε ανυπόφορη την έλλειψη ελευθερίας).
Όμως αυτό που φέρνει τα απάνω κάτω κυρίως είναι η ομορφιά, μια ομορφιά που πονάει (και καταφέρνει να μας τη μεταδίδει ο συγγραφέας) π.χ. όλο αυτό το απόσπασμα, είπε ο Κόριμ στη γυναίκα, φαινόταν να αναφέρεται στον Κήπο της Εδέμ, κάθε φράση του χειρογράφου που περιέγραφε αυτό το χωριό, την κάθε ακτή, και την απαράμιλλη ομορφιά αυτής της περιοχής, αντί να κοινοποιήσει κάποιες πληροφορίες, φαινόταν να θέλει να βρει ένα δρόμο για τον παράδεισο, δεν αρκούνταν να περιγράψει ή να ανακοινώσει αυτή την ομορφιά, αλλά χρονοτριβούσε πολύ σ’ αυτήν, επινοώντας με τον τρόπο του αυτή την ομορφιά, beauty, την τόσο ιδιαίτερη, που δεν ανάβλυζε μόνο απ’ το τοπίο, αλλά και απ’ αυτό που απέκρυπτε, τη γαλήνη, την ευφορία, μια ακτινοβολούσα ειρήνη που υπαινίσσονταν ότι ό, τι ήταν καλό ήταν αναγκαστικά και αιώνιο. Έτσι, βλέπουμε πίσω από κάθε στοιχείο ομορφιάς, πίσω από ένα ηλιοβασίλεμα (μια θαυμάσια νωπογραφία που αναπαριστά κάτι το οποίο δεν υπήρχε, αλλά απεικόνιζε, με τον τρόπο του, τη βαθμιαία εξαφάνιση, την περατότητα, το αργό σβήσιμο και την πανηγυρική είσοδο στην σκηνή των χρωμάτων, επενέβη ο Κάσερ, εκείνη τη συναρπαστική τελετουργία του κόκκινου, του λιλά, του κίτρινου κλπ), ή πίσω από μια αυγή υπάρχει κάτι πνευματικό, κόσμοι απίθανοι που είναι υπαρκτοί και χαρίζουν την αίσθηση του συνόλου.
Πρόκειται για «τρύπες» μέσα στον ιστορικό χρόνο όπου φαίνεται να διαρρέει κάποιο έσχατο νόημα, κάποια ουσία μέσα στο διασπασμένο σύνολο, που φτάνει θραυσματικά μέχρι τον Κόριμ, και έτσι λαχανιαστά που τα αφηγείται εκείνος στην Μαρία (ανακατεύοντας και αγγλικές λέξεις, τα ωραίο τέχνασμα για να θυμόμαστε την υπερδιέγερσή του!) η αναστάτωση αγγίζει μέχρι και μας. Οι φίλοι λοιπόν ψάχνουν μια θύρα εξόδου από την Ιστορία, όμως στο 5ο και 6ο κεφάλαιο του βιβλίου η αφήγηση γίνεται πιο θολή, γιατί  απλούστατα, δεν υπάρχει διέξοδος…
Γιατί όλες αυτές οι επιλεγμένες ιστορικές στιγμές φαίνεται να καταλήγουν στον πόλεμο, να η ιστορία του ανθρώπου (κι ο Κόριμ, διαβάζοντας ξανά και ξανά το χειρόγραφο και αντιγράφοντάς το στον υπολογιστή σιγά σιγά το συλλαμβάνει), ο πόνος ήταν απερίγραπτος, εκείνοι οι τέσσερις άνδρες, ο Μπεγκάντζα, ο Φάλκε, ο Τοότ και ο Κάσερ ζούσαν τόσο έντονα μέσα του, που δυσκολευόταν να βρει λόγια για να το εκφράσει,  είπε ο Κόριμ κοιτάζοντας τη γυναίκα με ύφος απελπισμένο, δεν είχαν πια Θύρα Εξόδου, δεν υπήρχε 
παρά πόλεμος και πόλεμος.
Χριστίνα Παπαγγελή 

Δεν υπάρχουν σχόλια: