Σάββατο, Ιανουαρίου 07, 2017

Δύο νουβέλες του Στέφαν Τσβάιχ

Α. Σκακιστική νουβέλα 


Δεν είναι τυχαίο που η «Σκακιστική νουβέλα» είναι από τα πιο αγαπητά και πολυδιαβασμένα βιβλία του συγγραφέα, στην Ελλάδα τουλάχιστον. Το γνώριμο, ψυχογραφικό και διεισδυτικό ύφος του Τσβάιχ είναι εξ ορισμού καθηλωτικό, ενώ η πλοκή συναρπάζει από την αρχή, δημιουργώντας στον αναγνώστη την δίψα να μάθει τη… συνέχεια: στο καράβι από τη Νέα Υόρκη προς το Μπουένος Άυρες ο αφηγητής με την παρέα του συνταξιδεύει με τον περίφημο εκκεντρικό Σλάβο σκακιστή-θρύλο Μίρκο. Ο Μίρκο, ορφανός από τα δώδεκα ήταν ανεπίδεκτος οποιασδήποτε μάθησης, πλην όμως ξεχώρισε αιφνίδια για την δεξιότητά του στο σκάκι, και με αφετηρία μια μικρή κωμόπολη της -τότε- Γιουγκοσλαβίας αναδείχτηκε σύντομα πρωταθλητής της Ουγγαρίας στα 18 σαρώνοντας βραβεία και πρωτιές, και παγκόσμιος πρωταθλητής στα 20 (ακόμα και οι πιο τολμηροί αντίπαλοι, που σε φαντασία, εξυπνάδα και θάρρος ξεπερνούσαν αφάνταστα τον Τσέντοβιτς, υποχωρούσαν στην ακατάβλητη και ψυχρή λογική του, όπως ο Ναπολέων είχε νικηθεί από τον αργοκίνητο και αδέξιο Κουτούζωφ, όπως ο Αννίβας είχε ταπεινωθεί από τον Φάβιο τον Μελλητή, ο οποίος στην παιδική του ηλικία είχε παρουσιάσει ευδιάκριτα δείγματα ηλιθιότητας και διανοητικής καθυστέρησης, όπως αναφέρει ο ιστορικός Λίβιος).
Έτσι, μέσα στις πρώτες σελίδες έχει ήδη στηθεί το ψυχολογικό ενδιαφέρον και αγωνιούμε για την εξέλιξη, εφόσον μάλιστα ξέρουμε ότι ο Τσβάιχ είναι μάστορας στη διερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής (είναι γνωστό πια στην επιστημονική κοινότητα ότι πολλές φορές άτομα με «βαριά νοητική στέρηση» διακρίνονται εξαιρετικά σε κάποιους πολύ εξειδικευμένους τομείς)[1] . Αναρωτιόμασττε μαζί με τον συγγραφέα, π.χ. πώς είναι δυνατόν η ραγδαία επιτυχία να μη μεθύσει ένα τόσο αδειανό κεφάλι, πώς να μη μεθύσει ένα εικοσάχρονο χωριατόπουλο όταν βλέπει ότι σπρώχνοντας πιόνια πάνω σε μια σανίδα κερδίζει σε μια βδομάδα περισσότερα απ’ όσα βγάζουν όλοι μαζί οι συγχωριανοί του κόβοντας ξύλα κλπ κλπ. Όντως, η αποστασιοποίηση και το αλαζονικό ύφος αυτής της σκακιστικής μηχανής όταν οργανώνονται διάφορες παρτίδες στο πλοίο αποτελεί αφορμή για ποικίλες ψυχολογικές αντιδράσεις.
Όμως η μεγάλη ανατροπή έρχεται όταν εμφανίζεται ο δεύτερος κύριος πρωταγωνιστής (άλλος από τον αφηγητή), ο δρ Μπ.,  του οποίου παρακολουθούμε την προσωπική ιστορία με κομμένη την ανάσα. Ο επιβάτης αυτός του πλοίου έχει φανερά μεγάλη άνεση στο σκάκι και μπορεί να αντικρούσει ισότιμα τον αλαζόνα σκακιστή μας, δημιουργώντας προσδοκίες στους υπόλοιπους (όλοι μας είχαμε το συναίσθημα ότι έπρεπε κάτι να κάνουμε ή να πούμε, για να αφήσουμε ελέυθερη την τρομαγμένη χαρά μας), έχει όμως  κι ένα βαθιά κρυμμένο μυστικό… Ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία εδώ να μιλήσει για τα βασανιστήρια που υπέστησαν όσοι ήταν νοσταλγοί της «παλιάς φρουράς», δηλαδή της αυτοκρατορίας  (μετά τον θάνατο του Φραγκίσκου Ιωσήφ το 1916 και το τέλος του α’ παγκοσμίου πολέμου η τύχη της Αυστρίας εξαρτήθηκε άμεσα από την Γερμανία)[2].  Ο ήρωάς μας, δικηγόρος στο επάγγελμα, γόνος παλιού βουλευτή και ανιψιός του προσωπικού γιατρού του αυτοκράτορα, μετά την αλλαγή του καθεστώτος περιορίστηκε στην ιδιότητα των νομικών συμβούλων των μεγάλων μοναστηριών των οποίων διαχειρίζονταν την περιουσία. Επίσης, διαχειριζόταν και την περιουσία των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας. Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο δύσκολη όταν ο Χίτλερ πήρε στα χέρια του το πηδάλιο της Γερμανίας, κι άρχισε να λεηλατεί την εκκλησία και τον κλήρο (…). Πολύ πριν οι εθνικοσοσιαλιστές οπλίσουν τις στρατιές τους εναντίον όλης της ανθρωπότητας, είχαν ήδη αρχίσει να οργανώνουν ένα στρατό εκπαιδευμένο κι εξίσου επικίνδυνο στις κοντινές χώρες, μια λεγεώνα των αδικημένων, των παραγκωνισμένων από την κοινωνία, των δυσαρεστημένων. Σ’ αυτή την ιστορική φάση ο δρ Μπ. συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο αλλά απολάμβανε στην φυλακή ιδιαίτερης μεταχείρισης, γιατί οι γκεσταπίτες πίστευανότι μπορούν να αποσπάσουν πολύτιμα μυστικά ή ακόμα και κρυμμένες περιουσίες από κρατούμενους «αυτής της κατηγορίας».
Όμως, σαφώς και η πρόθεση του συγγραφέα δεν είναι να κάνει ιστορία ούτε καν να ξεδιπλώσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις (οι οποίες είναι φανερά αντιναζιστικές αλλά δεν είναι  ξεκάθαρο αν, όπως ο Γιόζεφ Ροτ, είναι κι αυτός νοσταλγός της παλιάς αυτοκρατορίας). Το περιεχόμενο αποκτά καθαρά ψυχογραφικό, ίσως και υπαρξιστικό ενδιαφέρον εφόσον διερευνά, μέσα από ένα πολύ έξυπνο εύρημα στην πλοκή, τις δυνατότητες του ανθρώπινου πνεύματος, τα όρια της ελευθερίας και το νόημα που μπορεί να δώσει ο άνθρωπος στη ζωή του.

Β. Ταξίδι στο παρελθόν

Μια ρομαντική ιστορία διαγράφει σύντομα η νουβέλα αυτή, χωρίς κατά τη γνώμη μου να διεισδύει στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων. Ένα ζευγάρι νέων ερωτεύονται παράφορα ο ένας τον άλλον παρά τις εξωτερικές δυσκολίες (η γυναίκα είναι παντρεμένη), τους χωρίζει ο πόλεμος και ξαναβρίσκονται μετά από εφτά χρόνια (εννιά γράφει στο οπισθόφυλλο, προφανώς λάθος) για να διαπιστώσουν ότι τίποτα δεν παραμένει ίδιο.
Αυτή είναι η βασική σύλληψη που αποδίδεται εύστοχα στον τίτλο, και είναι φανερό ότι έτσι λειτούργησε ο συγγραφέας: δεν άφησε τους ήρωες να αυτονομηθούν, αλλά προσπάθησε να επεξεργαστεί σύντομα αυτή την πυρηνική ιδέα. Κατά τη γνώμη μου, η μικρή έκταση σε συνδυασμό με το γ΄ ενικό του παντογνώστη αφηγητή, δεν επιτρέπουν στην αφήγηση να προχωρήσει στο επιθυμητό βάθος, ώστε ο αναγνώστης να οδηγηθεί μόνος του στις διαπιστώσεις. Έτσι, υπάρχει ένα είδος «πλάγιου λόγου», κάποια έτοιμα συμπεράσματα για χαρακτήρες που δεν έχουν την ευκαιρία να ξεδιπλωθούν, μια νοσταλγία που δεν αναγνωρίζουμε ακριβώς για ποιο πράγμα, πέρα από το αόριστο «παρελθόν». Η υπόθεση δεν «ξετυλίγεται» μπροστά μας, κάποιος την διηγείται εν συντομία σε μας. Μόνο λίγες σελίδες ζωντανής αναπαράστασης δίνονται προς το τέλος, δηλαδή όταν επανερχόμαστε στο αφηγηματικό «παρόν», μετά το αναλογικά εκτενές φλας μπακ.
Έτσι, έμμεσα προδίδω την προτίμησή μου στα εκτενέστερα αφηγήματα, ή αλλιώς διατυπωμένο, την επιφύλαξή μου απέναντι στη νουβέλα -πολλώ μάλλον στο διήγημα- που κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να αποτελεί περίληψη μιας φυσιολογικά πιο μακροσκελούς ανάπτυξης, αλλά ξεδίπλωμα ενός σημείου, «ανάπτυξη ενός επιφωνήματος». Παρόλο λοιπόν που ο Τσβάιχ είναι μάστορας του είδους (και του λόγου, φυσικά), παρόλο που υπήρχαν σποραδικές εξαιρετικές πινελιές με ανάλυση συναισθημάτων κλπ., η συγκεκριμένη νουβέλα με απογοήτευσε (ευτυχώς ήταν σύντομη!). Αλλά, περί… ορέξεως ουδείς λόγος!
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] βλ. κεφ. «Christopher ο Πολύγλωσσος» στο βιβλίο του γλωσσολόγου Φοίβου Παναγιωτίδη «Μίλα μου για γλώσσα» 
[2] Στις 21 Οκτωβρίου του 1918, τα εκλεγμένα γερμανόφωνα μέλη της βουλής της αυτοκρατορικής Αυστρίας, Ράιχρατ, συναντήθηκαν στη Βιέννη ως εθνική συνέλευση για τη Γερμανική Αυστρία, και στις 30 του ίδιου μήνα ίδρυσαν το κράτος της Γερμανικής Αυστρίας με το διορισμό της κυβέρνησης, γνωστής ως Στάατσρατ. Στις 11 Νοεμβρίου, ο αυτοκράτορας από τις κρατικές υποθέσεις και στις 12 Νοεμβρίου, η Γερμανική Αυστρία ανακηρύχθηκε με νόμο ως δημοκρατικό κράτος και μέλος της νέας Γερμανικής Δημοκρατίας.
Με τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού το 1919, και για την Ουγγαρία με τη Συνθήκη του Τριανόν το 1920, επιβεβαιώθηκε και καθιερώθηκε η νέα τάξη στην κεντρική Ευρώπη, με τη δημιουργία νέων κρατών και τις αλλαγές συνόρων. Παρ´όλα αυτά, περισσότεροι από 3 εκατομμύρια γερμανόφωνοι Αυστριακοί βρέθηκαν εκτός των συνόρων της νέας Αυστρίας, στα νεοσύστατα επίσης κράτη της Τσεχοσλοβακίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ουγγαρίας και της Ιταλίας. Μεταξύ του 1918 και του 1919, η Αυστρία ήταν επίσημα γνωστή ως το Κράτος της Γερμανικής Αυστρίας. Οι δυνάμεις της Αντάντ δεν επέτρεψαν την ένωσή της με τη Γερμανία, αλλά αγνόησαν πλήρως και το όνομα Γερμανική Αυστρία στις συνθήκες ειρήνης που υπογράφησαν. Συνεπώς, στα τέλη του 1918, το όνομα άλλαξε σε Κράτος της Αυστρίας.
Η πρώτη Αυστριακή δημοκρατία διήρκεσε μέχρι το 1933, όταν ο καγκελάριος Ένγκελμπερτ Ντόλφους, καθιέρωσε ένα αυταρχικό καθεστώς που προσομοίαζε τον ιταλικό φασισμό. Τα δύο μεγάλα κόμματα της περιόδου, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Συντηρητικοί, είχαν παραστρατιωτικές οργανώσεις, και ξέσπασε ένας εμφύλιος πόλεμος. Το Φεβρουάριο του 1934, εκτελέστηκαν πολλά μέλη του στρατού των σοσιαλδημοκρατών, ενώ αρκετοί ανακηρύχτηκαν παράνομοι και φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Το Μάιο του ίδιου έτους, οι φασίστες καθιέρωσαν ένα νέο σύνταγμα, το οποίο ενίσχυε τη δύναμη του Ντόλφους, ο οποίος όμως δολοφονήθηκε τον Ιούλιο σε μία απόπειρα πραξικοπήματος από τους Ναζί. Ο διάδοχός του, Κουρτ Σούσινγκ, προσπάθησε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της χώρας, ως ένα "καλύτερο γερμανικό κράτος", αλλά στις 12 Μαρτίου του 1938, η Αυστρία καταλήφθηκε από γερμανικά στρατεύματα, ενώ Αυστριακοί Ναζί κατέλαβαν την εξουσία. Στις 13 Μαρτίου ανακηρύχθηκε επίσημα η Άνσλους, η Ένωση, δηλαδή, της Αυστρίας με τη Γερμανία, και δύο μέρες μετά ο Χίτλερ, Αυστριακός στην καταγωγή, ανακοίνωσε την επανένωση των δύο κρατών στη Βιέννη. Με ένα οργανωμένο δημοψήφισμα η ένωση επικυρώθηκε τον Απρίλιο του 1938.

2 σχόλια:

Violetmimosa είπε...

Το πρωτο ειναι απο τα πολυ αγαπημενα μου βιβλια!

Στέλλα Χ. είπε...

Στην πολύ ωραία αυτή παρουσίαση θα ήθελα να προσθέσω αυτό που λέει ο δρ Μπ. όταν τον απομόνωσε η Γκεστάπο σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου: «Δε μας έκαναν τίποτε – μας έκλεισαν μονάχα στο απόλυτο Τίποτα. Και ως γνωστόν, κανένα πράγμα στον κόσμο δεν καταπιέζει τόσο φριχτά την ανθρώπινη ψυχή όσο το απόλυτο Μηδέν»