Σάββατο, Ιανουαρίου 14, 2017

Αριθμός 11 ή Ιστορίες που μαρτυρούν τρέλα, Τζόναθαν Κόου

Κάθε γενιά βιώνει μια στιγμή που χάνει την αθωότητά της.
Την πολιτική της αθωότητα.
Και αυτό αντιπροσώπευε ο θάνατος του Ντέιβιντ Κέλλυ
για τη δική μας γενιά. Ένας άνθρωπος είχε πεθάνει
και τον είχαν σκοτώσει τα ψέματα που είχαν ειπωθεί για τον πόλεμο.
Κανένας μας δεν μπορούσε να συνεχίσει να υποκρίνεται
ότι μας κυβερνούσαν έντιμοι άνθρωποι. 

Δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε το τελευταίο αυτό βιβλίο του Τζόναθαν Κόου, παρόλο που θεωρώ ότι ο διάσημος Βρετανός συγγραφέας είναι σταθερή, εγγυημένη αξία. Συνεχίζει βέβαια, με το γνώριμο καυστικό του ύφος να σατιρίζει την κακοδαιμονία  της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης Βρετανίας, με πολιτικά και κοινωνικά σχόλια. Όμως, αυτή τη φορά το βιβλίο του μου φάνηκε κάπως εγκεφαλικό και, θα πω με το θράσος του μέσου αναγνώστη, προχειρογραμμένο. Φαίνεται π.χ. σχετικά ξεκάθαρα ότι «τραβάει» κάποιες ιστορίες για να αναδείξει συγκεκριμένα κοινωνικά προβλήματα.
Το έργο είναι σπονδυλωτό αλλά η σύνδεση ανάμεσα στις διαφορετικές ιστορίες είναι  εκνευριστικά χαλαρή (π.χ. ένα όνομα, μια ηρωίδα). Προκύπτουν διάφορα μυστήρια ενώ, το σαρκαστικό ύφος του Κόου δίνει έναν χαρακτήρα γκροτέσκο αστυνομικού/θρίλερ, εφόσον το μυστήριο και το έγκλημα είναι τόσο συνδεδεμένα με την βρετανική κουλτούρα. Βασικά εξωτερικό κοινό στοιχείο είναι ο «αριθμός 11», ένα εύρημα κατά τη γνώμη μου χωρίς ιδιαίτερο νόημα (για να μη γράψω α- νόητο), κούφιο, επιφανειακό. Στον αριθμό 11 σκοντάφτει με διαφορετικό τρόπο κάθε ήρωας κεφαλαίου, π.χ. μπορεί να είναι ο αριθμός του τραπεζιού στο οποίο έχει κάνει κάποιος κράτηση, ο αριθμός ταχυδρομικής διεύθυνσης, ή ο αριθμός του λεωφορείου με το οποίο πάει καθημερινά στη δουλειά του˙ μέχρι που ανακαλύπτει ο αναγνώστης ότι το 11 ο Κόου το διάλεξε γιατί είναι ένα κλικ από το εμβληματικό «10» της Ντάουνινγκ Στριτ[1], δηλαδή της διεύθυνσης της κατοικίας του/της Πρωθυπουργού, σήμα κατατεθέν της βρετανικής πολιτικής. Ίσως μάλιστα να μη γνωρίζει ο αναγνώστης, όπως δεν γνώριζα κι εγώ, ότι η νέα πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι, όπως κι τρεις προκάτοχοί της (Μπλερ, Μπράουν, Κάμερον) επέλεξαν να μείνουν στο διπλανό διαμέρισμα, του αριθμού 11, επειδή είναι μεγαλύτερο και πιο άνετο, πάνω ακριβώς από το Υπουργείο Οικονομικών. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, η αναφορά στον «αριθμό 11 της οδού Ντάουνινγκ»  γίνεται άμεσα, ενώ η πιο απερίφραστη διατύπωση για το ποιος είναι ένοχος στο επίμαχο έγκλημα είναι η εξής: «Ο αριθμός 11 είναι το κλειδί, στο λέω. Τόσο απλά». Έτσι, αιωρείται η υποψία ότι ο Κόου ήθελε να δώσει αυτού του είδους τη συμβολική διάσταση στο βιβλίο, τη μετατόπιση δηλαδή της πολιτικής στο πεδίο των οικονομικών δυνάμεων που χειραγωγούν τον κόσμο. Άλλωστε, είναι γνωστή η εμμονή  του Κόου με τον Μπλερ, τον οποίο δεν σταματά σε κάθε ευκαιρία  να καυτηριάζει.
Το πρώτο κεφάλαιο, «Ο Μαύρος πύργος»[2] παραπέμπει άμεσα σε βρετανικές ιστορίες μυστηρίου με στοιχειωμένους πύργους, παιδιά που χάνονται, αλλόκοτους ανθρώπους  (βλ. «Τρελή Γυναίκα με το Πουλί»), μυστηριώδη τραπουλόχαρτα, δυο αδέρφια (αγόρι- κορίτσι) που χάνονται/κλειδώνονται νύχτα σ’ ένα αβαείο κλπ. Αφού καθώς διάβαζα τις πρώτες 50 σελίδες, γύριζα και ξαναγύριζα στο εξώφυλλο να δω το όνομα του συγγραφέα, μήπως ήταν κάποιος άλλος, άγνωστος Κόου, μήπως πρόκειτο για συνωνυμία. Οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που συνιστούν την αγωνία και το μυστήριο γρήγορα αποδομούνται, απομυθοποιούνται μέσα σ’ ένα πνεύμα Σέρλοκ Χολμς που οικειοποιείται μια από τις μικρές ηρωίδες. Μόνο η αίσθηση ότι ο Κόου ήθελε να χωρέσει σ’ ένα βιβλίο την ταυτότητα του βρετανού πολίτη -όπως διαμορφώνεται μέσα στην κλειστή του κοινωνία-, μπορεί να δικαιολογήσει αυτά τα αυτοτελή επεισόδια που φαίνονται ξεκάρφωτα, παρατάσσονται απλώς, χωρίς φανερή σύνδεση με την όλη αφήγηση. Γρήγορα δηλαδή διαπιστώνουμε  με ανακούφιση ότι το κέντρο εστίασης είναι «αλλού».
Ο συγγραφέας εξετάζει την παθογένεια της νεωτερικής κοινωνίας (του ανταγωνισμού, της αγοράς, του νεοφιλελευθερισμού) που κορυφώνεται σε μια καφκικού τύπου κάθαρση (με ολίγον από τέρας του Λοχ Νες). Όλα αυτά με την πάντα ξεχωριστή, πρωτοπόρα  βρετανική σφραγίδα. Δεν είναι τυχαίο που σ’ αυτό το βιβλίο συναντάμε πάλι το όνομα της οικογένειας Γουίνσο (βλ. «Τι ωραίο πλιάτσικο! , υπάρχει και κεφάλαιο στο βιβλίο «τι ωραία κομπίνα!), της δυναστείας που μεσουρανούσε την δεκαετία του ’90 και είχε διακλαδώσεις και προσβάσεις σε όλου τους νευραλγικούς τομείς (εμπόριο όπλων, βουλή, τράπεζα, ΜΜΕ, βιομηχανίες, χρηματιστήριο κλπ), δεδομένου ότι κι εκεί ο Κόου σχολίαζε καυστικά την μεταπολεμική, θατσερική, νεοφιλελεύθερη  Βρετανία.  Την εποχή που ο συγγραφέας τοποθετεί το νέο του μυθιστόρημα, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, συναντάμε βέβαια τους απογόνους της οικογένειας διάσπαρτα, σαν σύμβολα του πλιάτσικου, όμως τα  πράγματα τώρα έχουν μεταστοιχειωθεί. Βλέπουμε βέβαια πάλι τον ρατσισμό, (μια από τις βασικές ηρωίδες, που εμφανίζεται μάλιστα στις περισσότερες ιστορίες είναι μαύρη, ανάπηρη και ομοφυλόφιλη!!), την ακαταμάχητη δύναμη των ΜΜΕ/ίντερνετ στη ζωή των ανθρώπων και στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, αλλά και τη σύγχρονη αγριότητα των ριάλιτι σόου, την κυριαρχία της «κάμερας ασφαλείας», τη σύγχρονη σκλαβιά στον χώρο της εργασίας, τις ακρότητες στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (για να το πω ευθέως, κάθε χρόνος μιας ανθρώπινης ζωής δεν έχει την ίδια αξία για όλους)˙ τις άθλιες εταιρείες παραγωγής και διανομής τροφίμων που καταστρατηγούν όλους τους κανόνες υγιεινής, την κυριαρχία της αγοράς σε εξωφρενικούς τομείς. Βλέπουμε την κατασκόπευση των προσωπικών στιγμών μέσω των κοινωνικών μέσων δικτύωσης (π.χ. φέισμπουκ), τις τραγελαφικές παρεξηγήσεις όταν οι ήρωες κάνουν snap ή chat, τον πολλαπλασιασμό της εικόνας παρά τη θέληση του εικονιζόμενου σε σημείο που να καταστρατηγείται όχι μόνο η προσωπική ζωή αλλά και η αξιοπρέπεια του Άλλου. Ακόμη, τον νέο τρόπο χρηματισμού, την λεγόμενη «διαχείριση φόρων», (ευφημισμός για την αποφυγή φόρων μέσω offshore κλπ). Βλέπουμε το ένστικτο του ντέντεκτιβ, τόσο στενά δεμένο με την παράδοση της Αγγλίας (Σέρλοκ Χολμς, Τζέημς Μποντ κλπ) να μετατρέπεται σε εμμονή  της έρευνας στο διαδίκτυο. Κι όλα αυτά φυσικά με το ειρωνικό, φλεγματικό, πολλές φορές γκροτέσκο στυλ του Κόου (αηδιαστικότατη π.χ. η σκηνή με το τεράστιο έντομο στο στόμα της λιγότερο δημοφιλούς παίκτριας στο ριάλιτι της ζούγκλας).  
Το πρόβλημα της «επαιτείας», της «στρατιάς των ανεπιθύμητων» που απολαμβάνουν το επίδομα της κοινωνικής πρόνοιας, όπως και η «τράπεζα τροφίμων» είναι φαινόμενα των τελευταίων δεκαετιών, και βέβαια αποτελούν σημείο αιχμής για όσους θεωρούν ότι οι κρατικές δαπάνες της πρόνοιας πρέπει να μειωθούν (η Βρετανία παρασυρόταν από μια κατώτερη τάξη χασομέρηδων, οι οποίοι ζούσαν με την κουλτούρα «πληρώνομαι-δίχως-να-κάνω-τίποτα» και η «μαύρη, μονοπόδαρη λεσβία που παίρνει επίδομα» μπορούσε ακόμη να υποστηριχθεί ως υπόδειγμα για τις σύγχρονες παροχές). Το «φιλελεύθερο αριστερό καθεστώς» των Εργατικών του Μπλερ είναι ένας εφιάλτης για τους υπερσυντηρητικούς: ήταν ένα ολισθηρό, ασαφές σύμπλεγμα θεσμών, δημιουργημένο από φορείς επιχορηγήσεων, οργανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπηρεσίες νομικής προστασίας, ΜΚΟ, συγκεκριμένα παρακλάδια της Εκκλησίας της Αγγλίας και του δικαστικού συστήματος και φυσικά, κυρίαρχο όλων, πιο ισχυρό, πιο ύπουλο, πιο δηλητηριώδες από κάθ άλλον κοινωνικό φορέα του Βασιλείου ήταν το ίδιο το British Broadcasting Corpration (BBC). Η καυστική πένα του Κόου αγγίζει ακόμα και τον «φόρουπνοδωματίου» που επέβαλε ο Κάμερον! 
Ο πόλεμος στο Ιράκ είναι ένα από τα αγαπημένα θέματα που γυρίζει ξανά και ξανά κι αποτελεί  άλλωστε background (δεν είχαμε επιλογή αυτή τη φορά. Έπρεπε να πάμε σε πόλεμο, γιατί το Ιράκ είχε πυρηνικά όπλα που μας σημάδευαν και θα μπορούσαν να μας ισοπεδώσουν μέσα σε σαρανταπέντε λεπτά). Ο συγγραφέας σίγουρα δεν μπορεί να συγχωρήσει την ανάμειξη της Βρετανίας στον πόλεμο το 2003, επί Τόνι Μπλερ. Μάλιστα, κάνει εκτεταμένη αναφορά στην περίπτωση του Ντέιβιντ Κέλλι, του επιθεωρητή όπλων των Ηνωμένων Εθνών που είχε ισχυριστεί ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν δεν είχε στην κατοχή του όπλα μαζικής καταστροφής, ότι ο κυβερνητικός φάκελος είχε «πειραχτεί», προκειμένου να ενισχύσει τα επιχειρήματα υπέρ του πολέμου και βρέθηκε νεκρός.
Ο Κόου δεν αρκείται στη σάτιρα -στη διόγκωση προς το γελοίο- θεσμών όπως η θέσπιση γελοίων βραβείων (αποκορύφωμα το βραβείο των βραβείων!!!) ή το «Ινστιτούτο Αποτίμησης της Ποιότητας» (που παρεμπιπτόντως αποτιμά το… συναίσθημα!) ή απίστευτες ειδικότητες ή διατριβές στον εκπαιδευτικό κλάδο («Καθηγήτρια Σύγχρονης Σκέψης» κ.α). Η θέση του πάνω σε πολιτικά θέματα πολλές φορές γίνεται άμεσα, όπως η σκληρή πολιτική στο Κόμμα των Εργατικών, η σύντομη αναφορά στον πνιγμό των μεταναστών στον κόλπο του Μόρκαμπ,  ή η καταγγελία της φυλάκισης για παράνομη λήψη επιδόματος (όταν  το πλιάτσικο της ανώτερης τάξης  είναι ανεξέλεγκτο) και δεν μπορεί κανείς παρά να χαρακτηρίσει αυτήν την επιλογή του Κόου ως πολιτική πράξη άξια επαίνου.
Και η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων περιγράφεται σ’ όλες της τις διαστάσεις: οι απέραντες, άχρηστες, έρημες επαύλεις στο Τσέλσι (δεν είναι σπίτια υπό καμιά έννοια που να μπορώ τουλάχιστον να συλλάβω. Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου παραμένουν άδεια. Ή, τουλάχιστον, νομίζεις πως είναι άδεια, αλλά μέσα υπάρχει κάποιου είδους ζωή. Μια ζωή- φάντασμα. Μέλη του προσωπικού –καθαρίστριες και μάγειρες και οδηγοί- κατά τη διάρκεια της μέρας ξεσκονίζουν στοιχειωμένα δωμάτια)˙  απίστευτα συστήματα με συναγερμούς και κάμερες ασφαλείας˙ οικογένειες με 5 αυτοκίνητα και δυνατότητα να πηγαίνουν για σαφάρι στην… Σκουκούζα της Ν. Αφρικής και διήμερο διακοπών στη Λωζάνη. Από την άλλη, ουρές στην τράπεζα τροφίμων και ποινές για στοιχειώδη επιδόματα που δόθηκαν καταχρηστικά.

Παρόλο το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η θεματολογία του βιβλίου, θα ήταν ανυπόφορα μονοδιάστατο αν μέσα στο κυρίαρχα καυστικό ύφος δεν υπήρχαν και διαλείμματα τρυφερότητας, αληθινών συναισθημάτων, ανθρώπινων  στιγμών. Αν δεν υπήρχαν συμπαθητικοί ήρωες, που να βλέπουν αυτόν τον κόσμο του παράλογου και να σκέφτονται, να αντιδρούν, να αγαπούν αληθινά. Έτσι, έχουμε τις δυο «φυσιολογικές» κοπέλες Ρέιτσελ και Άλισον που από μικρές χτίζουν μια πολυκύμαντη φιλία (έναν δεσμό που δεν θα έσπαζε εύκολα), και πρωταγωνιστούν σε πολλές «ιστορίες τρέλας». Έχουμε τρυφερές σκηνές με τη γιαγιά και τον παππού της Ρέιτσελ, όπου ο Κόου μας δείχνει με ευαισθησία τον εύθραυστο κόσμο των ηλικιωμένων. Έχουμε τον «αξιολάτρευτο» Τζέιμι (που στο στριπτιζάδικο, όταν κάθισε μια μισόγυμνη κοπέλα στα γόνατά του τη ρώτησε αν… ανήκει σε κάποιο συνδικάτο!), να πραγματεύεται το αόρατο ως μεταφορά για να μιλήσει για την πολιτική, για τον τρόπο που οι άνθρωποι γίνονται αόρατοι, όταν το σύστημα παύει να τους βλέπει.
Τέλος, ορμώμενος από το σύνθημα του νεοφιλελευθερισμού «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΠΙΛΟΓΗ», ο συγγραφέας αναδεικνύει το ζήτημα της «επιλογής», ή μάλλον της ψευδαίσθησης της επιλογής ως θεμελιακό στη σύγχρονη κουλτούρα, σε αντίθεση με την  αντίστοιχη κουλτούρα της δεκαετίας του ’60 και ’70: υπήρχε ευημερία, υπήρχε ένα δίχτυ ασφαλείας, και πάνω απ’ όλα… δεν σε βάραινε διαρκώς η ανάγκη να επιλέγεις. (Ο Ρότζερ) λάτρευε την ιδέα να εμπιστεύεται κανείς τους άλλους ώστε να κάνουν τις επιλογές για λογαριασμό του. Όχι όλες. Ορισμένες μόνο. Απλώς αρκετές για να έχει την ελευθερία να ζει άλλα κομμάτια της ζωής του όπως θα ήθελε.

Χριστίνα Παπαγγελή




[1] Ακολουθώντας το παράδειγμα των τριών προκατόχων της, η νέα πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι επέλεξε να μείνει στον αριθμό 11 της Ντάουνινγκ Στριτ, σε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα σε σύγκριση με τη διάσημη πρωθυπουργική κατοικία του αριθμού 10.
Ο «αριθμός 10» θα παραμείνει ο χώρος εργασίας της Μέι. Εκείνη εντούτοις θα κατοικεί σε ένα διαμέρισμα που βρίσκεται πάνω το υπουργείο Οικονομικών, στον αριθμό 11.
Ο Τόνι Μπλερ ήταν ο πρώτος επικεφαλής της βρετανικής κυβέρνησης που εγκαινίασε αυτήν την αλλαγή το 1997.
http://www.huffingtonpost.gr/2016/07/18/diethnes-dowing-street-teresa-may_n_11058828.html
[2] Παρεμπιπτόντως, ο Μαύρος Πύργος είναι η κατοικία των Γουίνσο του βιβλίου «Τι ωραίο πλιάτσικο!», που περιήλθε στην υπηρέτρια του σπιτιού, τη μυστηριώδη γυναίκα με το πουλί. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: