Δευτέρα, Οκτωβρίου 24, 2016

Τα πάντα γίνονται κομμάτια, Chinua Achebe

«Things fall apart» είναι ο στίχος του ποιήματος «Η Δευτέρα Παρουσία» (του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς) που διάλεξε ο Νιγηριανός συγγραφέας-ποιητής-πανεπιστημιακός-κριτικός για να εκφράσει την ολοσχερή καταστροφή του πολιτισμού των ίγκμπο[1] στην πατρίδα του, από τους χριστιανούς ιεραπόστολους. Ένα βιβλίο που κατά γενική ομολογία συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στα «καλύτερα» μυθιστορήματα όλων των εποχών  και αποτελεί τη βάση αυτού που σήμερα αποκαλούμε σύγχρονο αφρικανικό μυθιστόρημα. Με  το βραβείο booker του 2007 για το σύνολο του έργου του, ο Τσίνουα Ατσέμπε[1] καταξιώνεται παγκοσμίως, ενώ κυρίαρχο θέμα του στα βιβλία του γενικά είναι η επίδραση της αποικιοκρατίας στις αφρικανικές χώρες.
Η αλήθεια είναι ότι διαβάζοντας αυτό το βιβλίο εισχωρούμε σ’ ένα σύστημα αξιών ολότελα διαφορετικό απ’ το δικό μας, έναν κόσμο που δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητός, ακόμη κι αποδεχτός από τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο: τον κόσμο της σωματικής δύναμης, της πάλης για την τιμή, της γενναιότητας στον πόλεμο˙ της μαγείας, των παραμυθιών, των προφητειών, του εξορκισμού με ανθρωποθυσία, των μυστικών τελετουργιών, της σκληρής θυσίας στους θεούς. Τα πνεύματα των νεκρών προγόνων επικοινωνούν με τους ιερείς και καθορίζουν τις αποφάσεις των αρχηγών. Η παραβίαση των εντολών του μαντείου επισύρει την οργή των θεών που ανταποδίδουν με απίθανες τιμωρίες…
Ο Ατσέμπε ζωγραφίζει όλη αυτήν την κοινωνία στο πρώτο μέρος του βιβλίου επιλέγοντας ίσως σκόπιμα, στιγμές της κοινοτικής ζωής όπου αναδεικνύεται η μοναδικότητα αυτής της μικροκοινωνίας: βλέπουμε έμμεσα διάφορες εκφάνσεις της καθημερινότητας, όπως π.χ. πώς διεξαγόταν η πάλη, οι αρραβώνες, o γάμος, η κηδεία, πώς ξορκίζαν την αρρώστια, τι έτρωγαν (βασικά γλυκοπατάτες, αλλά σπουδαίος και σπάνιος μεζές οι… ακρίδες), τι έπιναν (φοινικόκρασο), πώς η φύση καθόριζε τις τύχες τους. Βλέπουμε τη θέση της γυναίκας και των νεαρών κοριτσιών στις οικογένειες (που είναι πολυγαμικές), τους πολύ δυνατούς συγγενικούς δεσμούς, την αφοσίωση στη «φυλή». Εξοικειωνόμαστε με έννοιες που είναι παντελώς ξένες σε μας, όπως: ογκμπάντζε (δηλαδή εκείνα τα δαιμονικά παιδιά που, αφού πεθάνουν, μπαίνουν ξανά στη μήτρα της μάνας τους για να γεννηθούν ξανά), ιινούα (ένα αντικείμενο που τα δαιμονικά παιδιά το κρύβουν για να επιστρέψουν στη μητέρα τους μετά τον θάνατο, αλλά αν το βρουν «σπάει» αυτή η συνέχεια), εγκούγκου (προγονικό πνεύμα που εμφανίζεται μασκοφορεμένο), τσι (προσωπικός θεός, προσωπική μοίρα, αυτό που λέμε «το γραμμένο», το πεπρωμένο, ή ο «δαίμων» της αρχαιότητας), όσου (ο απόβλητος, ο απόκληρος κάποιος που είχε απομονωθεί από τη φυλή/όπου πήγαινε κουβαλούσε πάνω του το σημάδι της απαγορευμένης του κάστας: τα μακριά και μπερδεμένα βρόμικα μαλλιά).

Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν κάνει λαογραφία. Μέσα στην αφήγηση κινούνται και ωριμάζουν χαρακτήρες με κεντρικό ήρωα τον φιλόδοξο, σκληρό αλλά τραγικό Οκόνκουο. Βλέπουμε από τις πρώτες σελίδες ότι, παρά τον μαλθακό και ήπιο πατέρα του (ή ίσως, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο) ο Οκόνκουο πασχίζει να ξεχωρίσει σε όλα: στη δύναμη, στην πάλη, στην αντοχή, στον πόλεμο, στην περιουσία, στις γυναίκες. Θα νόμιζε κανείς ότι ποτέ δεν βύζαξε το στήθος της μάνας του έλεγε ένας γέρος της φυλής για να δείξει πόσο απότομα είχε ξεφύγει από τη μεγάλη φτώχεια και τη δυστυχία. Τον αποκαλούν «ζωηρή φωτιά» και είναι αναμφίβολα άνθρωπος της δράσης όχι της σκέψης. Όταν αναγκάζεται να αποδεχτεί τη θανάτωση του Ικεμέφουνα, του μικρού αγοριού από το διπλανό χωριό που μεγάλωνε για δυο χρόνια στο σπίτι του, από την προσπάθειά του να «μη φοβηθεί το αίμα», είναι αυτός που θα δώσει το τελειωτικό χτύπημα («Από πότε έγινες φοβισμένη γριούλα;» Ρώτησε τον εαυτό του ο Οκόνκουο. «Στα εννέα χωριά είσαι φημισμένος για τη γενναιότητά σου στον πόλεμο. Πώς είναι δυνατόν ένας άντρας που έχει σκοτώσει πέντε ανθρώπους στη μάχη να καταρρέει επειδή σ’ αυτούς πρόσθεσε και ένα αγόρι; Οκόνκουο, πράγματι έχεις γίνει γυναικούλα»).
Το τραγικό επεισόδιο που σημάδεψε τη ζωή του Οκόνκουο θα μπορούσε να ερμηνευτεί με βάση τις δοξασίες των γεροντότερων, ότι «αυτό που έκανε (δηλαδή να σκοτώσει τον Ικεμέφουνα με τα ίδια του τα χέρια) δεν ευχαρίστησε τη γη»: στο τελετουργικό της κηδείας του γεροντότερου του χωριού, του Εζέουντου, κατά την τελευταία ομοβροντία  το όπλο του Οκόνκουο εκπυρσοκρότησε και καρφώθηκε στην καρδιά του δεκαεξάχρονου γιου του Εζέουντου. Η τιμωρία που επιβάλλει το μαντείο είναι ιδιαίτερα σκληρή: πρέπει να φύγει εξορία και να γυρίσει στο χωριό καταγωγής της μητέρας του. Σπέρματα αμφιβολίας για τις σκληρές παραδόσεις εκφράζονται εδώ από τον στοχαστικό Ομπιέρικα: γιατί να πρέπει να υποφέρει κανείς τόσο πολύ για ένα αδίκημα που είχε διαπράξει χωρίς να το θέλει;).
Έτσι, ο πιο φημισμένος του χωριού για τη δύναμή του και την εξουσία του, ο περήφανος Οκόνκουο, μαζί με τις τρεις γυναίκες και τα παιδιά του προσφεύγει στο διπλανό χωριό. Εκεί τον υποδέχεται ο σοφός του χωριού, ο θείος Ουτσέντου,  με τη φράση «είναι θηλυκό ότσου». Σε ανύποπτο χρόνο ο Ουτσέντου απαντά στο ερώτημα του Ομπιέρικα με έναν τρόπο που δείχνει την κρυμμένη σοφία που υπάρχει πολλές φορές πίσω από τους αιωνόβιους αυτούς πολιτισμούς:
Είναι αλήθεια ότι ένα παιδί ανήκει στον πατέρα του. Όταν όμως ο πατέρας δείρει το παιδί του, εκείνο αναζητά παρηγοριά στην καλύβα της μητέρας του. Ο άντρας ανήκει στη χώρα του πατέρα του όταν τα πράγματα πάνε καλά και η ζωή είναι γλυκιά. Όταν όμως τον κυριεύουν θλίψη και πικρία, βρίσκει καταφύγιο στην πατρίδα της μάνας του. Η μητέρα σου είναι εκεί για να σε προστατέψει. Δεν μπορεί κανείς εδώ να μην φέρει στο νου του το «νόμο του πατέρα» και τη «σημειωτική/ μητρική χώρα» της ψυχαναλυτικής θεωρίας…

Η επέλαση των λευκών
Η τραγωδία όμως στη ζωή του Οκόνκουο δεν σταματά εδώ. Ακολουθεί την τραγωδία που ενέσκηψε σε όλα τα χωριά γύρω από την Ομουόφια, και δεν είναι άλλη από την εμφάνιση ιεραποστόλων (ένας από τους οποίους αρχικά ήταν λευκός). Δεν έχουν δει ποτέ λευκό, ξέρουν μόνο ότι η φυλή Αμπάμε που αντιστάθηκε στους ξένους, εξολοθρεύτηκε. Η διείσδυση αυτή τη φορά  γίνεται τόσο σταδιακά που οι ανυποψίαστοι κάτοικοι δείχνουν ανεκτικότητα. Έρχονται ιεραπόστολοι (ευαγγελιστές), χτίζουν εκκλησία, προχωρούν σε κηρύγματα (τους λένε π.χ. ότι λάτρευαν ψεύτικους θεούς, φτιαγμένους από ξύλο και πέτρα), προσηλυτίζουν αρχικά τους εφουλέφου (δηλαδή τους ανάξιους), καλλιεργούν τη γη σε απόμερες περιοχές και αρχίζουν σιγά σιγά να  κερδίζουν έδαφος με το να αποδέχονται τους απόκληρους, να σώζουν τα δίδυμα παιδιά (οι ίγκμπο τα έγκατέλειπαν στο δάσος) κα. Προσελκύουν άντρες και γυναίκες, αλλά κυρίως νεαρούς (μέσα στους οποίους και ο πρωτότοκος του Οκόνκουο) με τα σχολεία όπου μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση, τα νέου τύπου δικαστήρια, τα φάρμακα που είναι αποτελεσματικά, τα μαγαζιά που φέρνουν κέρδη. Άλλωστε ο πρώτος ιεραπόστολος, ο κος Μπράουν είναι ήπιος και ανεκτικός και κέρδιζε τον σεβασμό. Ξέρει ότι μια κατά μέτωπο επίθεση δεν θα είχε αποτέλεσμα…  (ο λευκός είναι πολύ έξυπνος. Ήρθε ήσυχα και με ειρηνικό σκοπό, προβάλλοντας τη θρησκεία του. Η ανοησία του μας φάνηκε διασκεδαστική και του επιτρέψαμε να μείνει. Τώρα έχει κερδίσει τα αδέρφια μας και η φυλή μας δεν μπορεί πια να δρα ενωμένη).
Επιστρέφοντας πια στην Ουμουόφια ο Οκόνκουο δεν αντέχει, θρηνεί για τη φυλή, που την έβλεπε να διασπάται και να καταρρέει, και θρηνεί και για τους πολεμοχαρείς άντρες της Ουμουόφια, που τόσο ανεξήγητα είχαν μαλακώσει σαν γυναικούλες. Οι λευκοί έχουν σιγά σιγά στεριώσει τη δύναμή τους και ο σκληροπυρηνικός διάδοχος του κου Μπράουν, ο κος Σμιθ (τυχαία να’ ναι τα ονόματα;) φτάνει τα πράγματα στα άκρα. Η συντονισμένη αντίδραση των ντόπιων απέναντι στον εισβολέα φέρνει σύγκρουση, όπου οι λευκοί επιδεικνύουν το γνωστό από την Ιστορία απάνθρωπο πρόσωπό τους (συλλήψεις, πρόστιμα, μαστιγώματα, ταπείνωση κλπ), ενώ στο πρόσωπο του ήρωά μας, που στο τέλος κηρύσσει μόνος του πόλεμο, ολοκληρώνεται η τραγωδία.
Χριστίνα Παπαγγελή




[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%8A%CE%B3%CE%BA%CE%BC%CF%80%CE%BF_(%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%AE)

Δεν υπάρχουν σχόλια: