Τρίτη, Οκτωβρίου 18, 2016

Μίλενα από την Πράγα, Μαργκαρέτε Μπούμπερ Νόυμαν

Αγαπώ τη ζωή, όλη τη μαγευτική, θαυμαστή, ακτινοβόλα ζωή
σ’ όλες τις εκφάνσεις της, μ’ όλα της τα σχήματα,
τόσο τα καθημερινά όσο και τα γιορτινά,
την επιφάνεια όσο και το βάθος της…
Μίλενα Γιέσενκα,
«Άνθρωποι εν κινήσει», 1937

Στις αρχές του Οκτωβρίου του 1940, μια εξαιρετική προσωπικότητα συναντά μια άλλη εξαιρετική προσωπικότητα στο «τείχος των δακρύων», στο Ράβενσμπρουκ (ή Ράβενσμπρικ), στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία κυρίως για γυναίκες,  55 χλμ βόρεια από το Βερολίνο [1]. Πρόκειται για τη Μίλενα Γιέσενσκα, δημοσιογράφο από την Πράγα, και την Μαργκαρέτε Μπούμπερ Νόυμαν, την συγγραφέα αυτού εδώ του βιβλίου. Η συνάντηση αυτή ήταν η απαρχή μιας υπέροχα βαθιάς φιλίας που κράτησε μέχρι τον θάνατο της Μίλενα από την αρρώστια και τις κακουχίες του κολαστηρίου, ένα χρόνο πριν την ήττα της Γερμανίας, στις 17 Μαΐου 1944.
«Όταν θα είμαστε ελεύθερες θα γράψουμε μαζί ένα βιβλίο», αναφώνησε η Μίλενα όταν έμαθε τις περιπέτειες της Μαργκαρέτε στο σοβιετικό στρατόπεδο συγκέντρωσης (πίσω μου είχα αφήσει τα χρόνια του τρόμου στη σοβιετική Ρωσία: σύλληψη από την NKVD[2] στη Μόσχα, καταδίκη σε πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα, εκτοπισμός στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Καραγκάντα του Καζακστάν και μετά παράδοση από τη ρωσική αστυνομία στους Γερμανούς το 1940). Απομονωμένες και οι δυο από τις κομμουνίστριες κρατούμενες, η μεν Μαργκαρέτε γιατί οι «συντρόφισσες» ήξεραν ότι ήταν η σύντροφος του Χάιντς Νόυμαν[3] και τη θεωρούσαν «προδότρα» αδυνατώντας να εμπιστευτούν κάποια που «διέδιδε ψεύδη για τη σοβιετική Ρωσία», η δε Μίλενα γιατί, ενώ στο παρελθόν είχε υποκύψει στην κομμουνιστική σωτηριολογία, όταν έμαθε για τις δίκες της Μόσχας το 1936 και τις εκκαθαρίσεις φλέρταρε με τις τροτσκιστικές ιδέες. Οι κοινές εμπειρίες από την οδυνηρή διάψευση έφερε τι δυο κρατούμενες αμέσως πολύ κοντά και φούντωσε μια σπάνια αλληλεγγύη και φιλία σχεδόν ερωτική, μέσα στις συνθήκες του στρατοπέδου που γίνονταν όλο και πιο απάνθρωπες (το στρατόπεδο Ράβενσμπρουκ διακρινόταν από τα υπόλοιπα γιατί, ενώ στην αρχή, λόγω αύξησης των αναγκών υπήρχε ένα είδος αυτοδιοίκησης που έδινε αρμοδιότητες στις πολιτικές κρατούμενες -υπεύθυνες παραπηγμάτων, εργοδηγούς, νοσοκόμες κ.α.-, στη συνέχεια οι συνθήκες έγιναν αφόρητες, γίνονταν ιατρικά πειράματα ενώ τον Ιούνιο του ’44 (!) απέκτησε θάλαμο αερίων).  
«Η εποχή των στρατοπέδων συγκέντρωσης» θα ονομαζόταν το κοινό βιβλίο, και η Μαργκαρέτε, παντελώς άπειρη στον συγγραφικό τομέα, τρόμαξε μπροστά στο δημοσιογραφικό πάθος της Μίλενα: εγώ δεν ήμουν ικανή να μεταφέρω στο χαρτί ούτε μια αράδα! (…) εάν κάποιος ανατράφηκε, όπως εγώ, στο Πότσνταμ, δεν είναι εύκολο να μιλάει για συναισθήματα, για αγάπη, για βαθύ πόνο και μεγάλη ευτυχία. Πράγματι, θα έλεγε κανείς ότι στις πρώτες σελίδες η γραφή της Μαργκαρέτε είναι κάπως «στεγνή» συναισθηματικά, ωστόσο συνολικά, το βιβλίο που γράφτηκε εντέλει και είναι αφιερωμένο στην κοινή ζωή των δύο γυναικών στο Ράβενσμπρουκ, αλλά κυρίως στη Μίλενα, ξεχωρίζει από ό, τι άλλο γράφτηκε για το ολοκαύτωμα γιατί δείχνει αυτό ακριβώς: ότι ακόμα και μέσα στην κόλαση μπορεί να επιβιώσουν οι συναισθηματικοί δεσμοί: η αγάπη, ο πόνος, η αλληλοβοήθεια, η… ευτυχία. Η αγάπη ανάμεσα στις δυο γυναίκες, ανάμεικτη με θαυμασμό,  είναι αμοιβαία: (Μίλενα προς Μαργκαρέτε): έχεις το χάρισμα να αγαπάς τη ζωή με τρόπο εντελώς αρχέγονο. Είσαι δυνατή και καλή σαν καρπερή γη, είσαι μια μικρή, γαλάζια Παναγιά του χωριού…).

Η «ειδικότητα» των δύο γυναικών [η Μίλενα δούλευε στο αναρρωτήριο, η Μαργκαρέτε ως «μπλοκέλτεστε», δηλαδή υπεύθυνη στο παράπηγμα των μαρτύρων του Ιεχωβά (!)] επιτρέπει την επικοινωνία τους –ανταλλάσσουν σύντομες επισκέψεις τη νύχτα που μερικές φορές γίνονται και εξαιρετικά τολμηρές… Η αγάπη που όλο φουντώνει μεταξύ τους επιτρέπει να διεισδύσει η μια στην ψυχολογία της άλλης και να αφηγηθούν την πολυτάραχη, μέχρι τότε, ζωή τους. Έτσι, μέσα στην αφήγηση της Μαργκαρέτε έχουμε την αυτοβιογραφία της Μίλενα από πρώτο χέρι, μια τραγική πορεία ζωής αν σκεφτεί κανείς ότι σε ηλικία 13 χρόνων έχασε τη μητέρα της από βασανιστική αρρώστια, ενώ ο πατέρας της ήταν πολύ ισχυρός και αυταρχικός και έδωσε στη Μίλενα αγωγή πατριαρχική (στις αναμνήσεις της Μίλενα ο πατέρας έπαιζε πολύ σπουδαιότερο ρόλο από τη μητέρα. Όλα τα αλησμόνητα βιώματα και οι βαθιοί πόνοι, αυτοί που είναι αδύνατον να ξεριζωθούν, συνδέονταν με τον πατέρα. Η Μίλενα τον μισούσε τόσο βαθιά όσο βαθιά τον αγαπούσε. Κι αυτό μια ολόκληρη ζωή).
Η Μαργκαρέτε αφιερώνει αρκετές σελίδες στη βιογραφία της Μίλενα, όπως προκύπτει από τις εκμυστηρεύσεις της τις νύχτες που ριψοκινδυνεύουν να συναντηθούν κρυφά. Πέρα από τα γεγονότα όμως που σημαδεύουν τη ζωή της, η Μαργκαρέτε με τη διαίσθηση που χαρακτηρίζει την ερωτική φιλία μεταξύ γυναικών, μάς δίνει τον παλμό μιας προσωπικότητας που ξεχωρίζει, κι αυτό φαίνεται και στα βιώματα αλλά και στη συμπεριφορά. Η Μίλενα της Μαργκαρέτε ήταν από μικρό κορίτσι γεμάτη σφρίγος και ζωντάνια, γεμάτη θράσος και αποκοτιά: ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που δίνονται δίχως καμία αναστολή/εμφορούμενη από το πάθος και την ορμή της ζωής/ ξεχειλίζει ζωή, καίγεται σαν κερί αναμμένο στις δυο άκρες/περιδινούνταν σαν ανεμοστρόβιλος στην επαρχιώτικη Πράγα, προκαλώντας ρίγη αγανάκτησης σ’ αυτήν την πόλη που τη διέκρινε η βικτοριανή ηθική και συμβατικότητα. Η Μαργκαρέτε μεταφέρει επίσης το τσέχικο πνεύμα, την ελευθερία και εμπιστοσύνη που διακρίνει τις σχέσεις στην Τσεχία σε αντίθεση με τη Γερμανία. Την εποχή που η έφηβη Μίλενα («καλόκαρδο, ντόμπρο βοημικό κορίτσι») ανακάλυπτε με έξαρση τον κόσμο, ο τσεχικός λαός ζούσε προαισθανόμενος την εθνική ανεξαρτησία που πλησίαζε[4]/ήταν μια υπέροχη, αν και μικρής διάρκειας, εποχή πνευματικής γονιμότητας, γεμάτη προσδοκίες και υποσχέσεις. Είναι η εποχή της γερμανικής διανόησης που βγάζει την τσεχική κουλτούρα από τον στενό επαρχιωτισμό, είναι η εποχή του Κάφκα, του Ρίλκε, που αν και Γερμανοί έζησαν στην Πράγα και την αγάπησαν, αλλά και της Μπόζενα Νιέμπτσοβα, που συλλέγει βοημικά παραμύθια και θρύλους..
Μια χειραφετημένη λοιπόν γυναίκα στην προπολεμική Πράγα με πολυτάραχη ερωτική ζωή, σ’ ένα ιδιαίτερα ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον. Όταν γνωρίζει τον πρώτο της μεγάλο έρωτα, τον Γερμανοεβραίο Ερνστ Πόλακ[5], ο πατέρας της την κλείνει σε… ψυχιατρείο για εννιά μήνες! Παρόλα αυτά παντρεύτηκαν και φύγαν για τη Βιέννη, όπου έζησαν την αποτυχία του γάμου τους… Εκεί η Μίλενα προσπαθεί να βιοποριστεί από το μηδέν, γράφοντας πρωτόλεια δημοσιογραφικά κείμενα (επιφυλλίδες, άρθρα), επισείοντας την κοροϊδία του άντρα της που ανήκει στον κύκλο των διανοουμένων. Στα ψυχικά της βάσανα, στις καθημερινές ταπεινώσεις του Πόλακ προστίθεται η αποκήρυξη του πατέρα και η προσφυγή στην κοκαΐνη. Μέχρι  που θα γνωρίσει τον Κάφκα.

Μίλενα και Φραντς Κάφκα
… έχεις βλέμμα διαπεραστικό, αλλά αυτό δε λέει και
πολλά, ο λαός τριγυρνά έτσι κι αλλιώς στους δρόμους
 και τραβά το βλέμμα πάνω του,
εσύ όμως έχεις το θάρρος αυτού του βλέμματος
και κυρίως τη δύναμη να βλέπεις και πέρα απ’ αυτό το βλέμμα˙
το να βλέπεις πιο πέρα είναι το κυριότερο,
και αυτό εσύ το μπορείς…
Φρανς Κάφκα, «Γράμματα στη Μίλενα»
Ένα από τα πιο όμορφα κεφάλαια του βιβλίου είναι αυτό της σύντομης και έντονης σχέσης του Κάφκα με τη Μίλενα. Ίσως είναι η μόνη πηγή που έχουμε, πέρα από τα «Γράμματα στη Μίλενα» του συγγραφέα και κάποιες επιστολές της Μίλενα π.χ. στον Μαξ Μπροντ, τα οποία επικαλείται η Μαργκερίτε για να δώσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της φίλης της, ξεφεύγοντας από το θέμα της συγκατοίκησης στο στρατόπεδο. Ή μάλλον, αναπτύσσοντας στην ουσία τον πρωτότυπο τίτλο που είναι: «Milena, Kafkas Freundin» δηλαδή «Μίλενα, η φιλενάδα του Κάφκα» [Ο τίτλος «Η Μίλενα από την Πράγα» είναι μάλλον πιο εύστοχος, επιλογή της ελληνίδας μεταφράστριας, που δανείστηκε τον τρόπο με τον οποίο πρωτοσυστήθηκε η ηρωίδα στη συγγραφέα (σχολιάζει από την πρώτη κιόλας σελίδα: για τη Μίλενα η πόλη της ήταν πιο σημαντική από το επώνυμό της)].
 Θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει τη σχέση Μίλενας- Κάφκα με την αντίστοιχη των Καρυωτάκη- Πολυδούρη. Η αδυναμία του Κάφκα να ολοκληρώσει την ερωτική του σχέση με τη Μίλενα εκλαμβάνεται από κείνη ως «αδυναμία του να ζήσει». Έζησαν μαζί το «δώρο τεσσάρων ευτυχισμένων ημερών», και με την τρομερή ενσυναίσθηση που την διακρίνει, διεισδύει με αγάπη σ’ όλα τα φοβικά σύνδρομα του Κάφκα και τις αναστολές του (λέτε πώς γίνεται και ο Κάφκα φοβάται τον έρωτα. Εγώ όμως θεωρώ πως άλλο συμβαίνει. Γι’ αυτόν η ζωή είναι κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ό, τι για όλους τους άλλους ανθρώπους/ο Φραντς δεν μπορεί να ζει. Ο Φραντς δεν έχει την ικανότητα να ζει. Ο Φραντς δεν θα γιατρευτεί ποτέ. Ο Φραντς σύντομα θα πεθάνει)˙ χτίζουν μια σχέση ανολοκλήρωτη αλλά με τη διαλεκτική τής βαθιά ερωτικής επικοινωνίας. Άλλωστε, όπως γράφει και η Μαργκαρέτε, ποιος θα μπορούσε να καταλάβει καλύτερα τον αγιάτρευτο πόνο της Μίλενα  για τη ρήξη με τον πατέρα, από τον Κάφκα;
Η συγγραφέας μάς διασώζει πολύτιμες μαρτυρίες για τη μοναδική αυτή «συνάντηση» (μια βαθιά συγγένεια άλλου είδους) και συνθέτει με πολλή μαεστρία τα «Γράμματα στη Μίλενα» του Κάφκα με τις δικές της επιστολές και αφηγήσεις- όλα αυτά διασώζουν την εικόνα ενός ανθρώπου για τον οποίο ο έρωτας ήταν η μόνη μεγάλη ζωή. Η δύναμη του αισθήματος την έκανε ικανή να φέρεται με τη μέγιστη ψυχική, σωματική και πνευματική αφοσίωση. Δεν είχε καμία αναστολή και δεν θεωρούσε ντροπή το να αισθάνεται έντονα. Ο έρωτας ήταν γι’ αυτήν κάτι το διαυγές, το αυτονόητο. Όπως ακριβώς η Μαρία Πολυδούρη είχε αναφωνήσει κάποτε «Εγώ αγάπησα ποιητή, δεν αγάπησα ήρωα», η Μίλενα γράφει για τον Κάφκα: Είναι σαν γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους. Είναι ένα ον απόλυτο, αφ’ εαυτού και δι’ εαυτό, απαλλαγμένο από κάθε είδους συστατικό που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να παραποιήσει την εικόνα της ζωής, την ομορφιά ή την αθλιότητά της, αδιάφορο. Και ο ασκητισμός του δεν έχει τίποτα το ηρωικό, αν κι ακριβώς γι’ αυτό είναι ακόμα μεγαλύτερος και ευγενέστερος. Κάθε είδους «ηρωισμός» είναι ψεύδος και δειλία. Όποιος κατασκευάζει τον ασκητισμό του ως μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού δεν είναι άνθρωπος, άνθρωπος είναι εκείνος που τον ωθούν αναγκαστικά στον ασκητισμό η φοβερή του οξυδέρκεια, η αγνότητα κι η ανικανότητα συμβιβασμού.
Για τον Κάφκα η Μίλενα είναι φωτιά, σαν τον ωκεανό που με τον πελώριο όγκο των νερών του, παρερμηνεύοντας εντούτοις το σήμα, εφορμά μ’ όλη του τη δύναμη σαν να τον πρόσταζε η νεκρή και προπαντός μακρινή σελήνη.
Μεγαλειώδη είναι επίσης όσα βιώνει και εκφράζει η Μίλενα μετά τον βίαιο χωρισμό και αργότερα, με τον θάνατο του Κάφκα[6] (ό, τι και να πει κανείς βγαίνει ψέμα/εγώ νομίζω πως άρρωστοι είμαστε όλοι εμείς/ήταν δίκαιος ο φόβος του) ενώ η συγγραφέας παραθέτει και ολόκληρη τη συγκλονιστική νεκρολογία που έγραψε η «φιλενάδα» του Κάφκα όταν εκείνος πέθανε πια από φυματίωση μόλις στα 41 του χρόνια: (ο Κάφκα) …είχε δει τον κόσμο με τέτοια εκτυφλωτική διαύγεια, που δεν άντεξε κι έπρεπε να πεθάνει (…). 

Μετά τον Κάφκα
Είναι τεράστια η παρένθεση της συγγραφέα που αφορά τον  βίο και την πολιτεία της Μίλενα πριν την κράτησή της στο στρατόπεδο. Γι’ αυτό και θεωρώ πιο εύστοχο τον τίτλο της ελληνικής έκδοσης «Μίλενα από την Πράγα» από τον πρωτότυπο, στα γερμανικά. Η βιογραφία που συνθέτει η Μπούμπερ Νόυμαν προσεγγίζει σύνθετα την προσωπικότητα της Μίλενα, συνδέοντας οργανικά τα αλλεπάλληλα εξωτερικά γεγονότα με τον εσωτερικό κόσμο μιας γυναίκας με δυναμισμό και πολύ έντονα συναισθήματα.
Μετά το πένθος για τον Κάφκα η μεταμόρφωσή της είναι τέτοια που βρίσκει την ψυχική δύναμη να χωρίσει, να φύγει από την Βιέννη στην Δρέσδη, να διεισδύσει στο χώρο των κομμουνιστών (παρόλο τον συντηρητισμό του πατέρα), να γνωρίσει ονόματα όπως ο Όττο Ρύλε (ένας από τους ιδρυτές του Σπάρτακου). Από συντάκτρια σε στήλη μόδας στο συντηρητικό κι εθνικιστικό φύλλο Ναρόντνι λίστυ του κόμματος του πατέρα της, Γιεν Γιεσένσκι, προχωρά σε πιο «φευγάτα», ασυνήθιστα  και προοδευτικά κείμενα. Μεταφράστρια, αρθρογράφος, κριτικός, «με εργατικότητα, ενεργητικότητα και ταλέντο», με πρωτοτυπία στα δοκίμιά της (μεγάλα αποσπάσματα των οποίων γευόμαστε), κινείται με ευκολία στον κύκλο των διανοουμένων της εποχής ιδιαίτερα όταν επιστρέφει στην Πράγα μετά από εφτά χρόνια απουσίας, το 1924. Ερωτεύεται, χωρίζει (είναι η μοίρα μου να ερωτεύομαι πάντα αδύναμους άντρες. Ουσιαστικά κανένας τους δεν με φρόντισε, δεν υπήρξα η χαϊδεμένη κανενός. Αυτή είναι η τιμωρία της γυναίκας που κατ’ αυτούς παίρνει υπερβολικά πολλές πρωτοβουλίες. Στους άντρες, ακόμα και στους αδύναμους, αυτό αρέσει μόνο για λίγο καιρό. Όμως, ύστερα ψάχνουν να βρουν άλλη, μια εύθραυστη κουκλίτσα με σουφρωμένο στοματάκι, που κάθεται στον καναπέ άπραγη και σηκώνει τα μάτια με θαυμασμό επάνω τους), γνωρίζει κόσμο. Βρισκόμαστε στην εποχή που ανθίζει η τσέχικη πρωτοπορία σε όλους τους τομείς, όπως στην αρχιτεκτονική (οπαδοί του κινήματος Μπάουχαους), γλωσσολογία (Γιάκομπσον), δημοσιογραφία, φωτογραφία κλπ. Ο «Δρόμος προς την απλότητα», το πρώτο της «ώριμο» βιβλίο με συλλογή δοκιμίων,  συνδέει εσωτερικά τη Μίλενα με τα πρωτοποριακά κινήματα της εποχής (όπως και με την ένωση Εικαστικών Καλλιτεχνών Μάνες[7]). Παντρεύεται εντέλει τον φημισμένο αρχιτέκτονα Κρέιτσαρ με τον οποίο ακολουθούν τα ωραιότερα χρόνια της ζωής της. Όταν όμως γέννησε το κοριτσάκι τους, τη Χόνζα, παρά λίγο να χάσει τη ζωή της, έμεινε ανάπηρη στο πόδι, εξαρτήθηκε από τη μορφίνη για να αντέξει τους αφόρητους πόνους, έκανε απίστευτες προσπάθειες απεξάρτησης κι εντέλει χώρισε και με τον Κρέιτσαρ.

Παλινδρομήσεις της ιστορίας
Και μπαίνουμε στα χρόνια της πολιτικοποίησης (είπε ότι παλιότερα ήταν επιπόλαιη και μόνο όταν αρρώστησε αφυπνίστηκε μέσα της η αίσθηση της κοινωνικής ευθύνης και απέκτησε πολιτική συνείδηση)… Τα χρόνια είναι δύσκολα, η απειλή του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού χτυπά τα βόρεια σύνορα της Τσεχίας. Από το 1931 επί «πέντε ατελείωτα χρόνια» δουλεύει για το Κομμ. Κόμμα Τσεχοσλοβακίας από το οποίο διαγράφεται το 1936 μη μπορώντας να αντέξει τον δογματισμό και την πειθαρχία της κομματικής πολιτικής. Αυτό που έχει ενδιαφέρον σ’ αυτό το μέρος του βιβλίου, είναι η εκτενής αναφορά στις ιδιομορφίες του τσέχικου κομμ. κόμματος: στο Κ.Κ.Τ. υπήρχε, ακόμη και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930, ένα είδος μποέμικης αλληλεγγύης, πράγμα που σ’ άλλα κομμουνιστικά κόμματα είχε εκλείψει προ πολλού. Αλλά και η πραγματικότητα του σοβιετικού κομμουνισμού είναι πια γνωστή στη Μίλενα γιατί ο Κρέιτσαρ, πριν χωρίσουν, είχε φύγει να ζήσει στη Μόσχα (ταξίδι που αρχικά σχεδίαζαν να κάνουν μαζί). Μετά τη διαγραφή της, η «αποστάτρια» παραμένει κομμουνίστρια που όμως δεν είχε την παραμικρή σχέση με αυτό που εννοούν ως κομμουνισμό στη σοβιετική Ρωσία και τα αδελφά κόμματα. Αν και δηλώνει ότι παραμένει «τσέχα χωρική», ουσιαστικά η συντάκτρια επιφυλλίδων μόδας έχει μεταμορφωθεί σε ονομαστή πολιτική συντάκτρια.
Είναι τόσο ταραγμένα τα χρόνια, ιδιαίτερα για την Τσεχοσλοβακία,[8] που μια προσωπικότητα σαν την Μίλενα δεν θα μπορούσε να μην πέσει στη φωτιά. Γράφει πύρινα άρθρα, που τα χαρακτηρίζει ευαισθησία και ανθρωπιά. Έχει πολιτική οξύτητα και διορατικότητα, ενώ ο κίνδυνος που διέτρεχε η Τσεχοσλοβακία εξαιτίας των βλέψεων του Χίτλερ να προσαρτήσει την Δυτική Τσεχία (αναίμακτα, όπως είχε ήδη προσαρτήσει την Αυστρία τον Μάρτιο του 1938), την κάνουν να εστιάσει στην πατρίδα της (π.χ. στο φημισμένο της κείμενο «Το βοημικό χωριό» περιγράφει με απαράμιλλο τρόπο την κατάσταση στα χωριά τις παραμονές του πολέμου). Τρέχει σαν ανταποκρίτρια επισημαίνοντας δυσκολίες, διαφορές ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες, συναισθήματα, ενώ είναι πια ορατά τα αυξανόμενα προβλήματα των Εβραίων και των Τσέχων της Σουδητίας.  
Η συγγραφέας παραθέτει, με μυθιστορηματικό βέβαια τρόπο, πολλά ιστορικά στοιχεία που ίσως κουράζουν, απ’ την άλλη η μικροϊστορία συμπληρώνει τη μεγάλη Ιστορία πάντα με τρόπο που πολλές φορές σοκάρει. Η εκκένωση π.χ. των παραμεθόριων περιοχών της Βοημίας, της Μοραβίας και της Σιλεσίας από Τσέχους, Εβραίους και δημοκράτες Γερμανούς δημιουργεί απίστευτα κύματα προσφύγων πολλοί από τους οποίους (6.000!!!) εγκλωβίζονται σε μια «νεκρή ζώνη», μια στενή λουρίδα γης ανάμεσα στην Τσεχοσλοβακία και την Γερμανία κλεισμένη με συρματοπλέγματα, όπου στοιβάζονται εκτεθειμένοι στο κρύο, τον άνεμο, τη βροχή και την πείνα… (είναι χρόνια τώρα  που είδα την ταινία «Νεκρή ζώνη» και, επειδή η υπόθεση διαδραματιζόταν πριν από το 1918, πιστεύαμε, οι τρελοί, πως όλα τούτα ανήκαν πια στο παρελθόν. Γύρισα σπίτι καταχαρούμενη με την ακλόνητη πεποίθηση πως εμείς οι σημερινοί βαδίζουμε προς ένα ακτινοβόλο, ελεύθερο μέλλον. Τότε δεν είχαμε ζήσει ακόμη τους παράξενους ελιγμούς, τα αδιέξοδα, τις παρακάμψεις και τις παλινδρομήσεις του ρου της ιστορίας).
Μέσα σ’ αυτήν την δίνη συμβάντων, η Μίλενα έλκεται από εξίσου έντονες  προσωπικότητες και με αξιοθαύμαστο δημοσιογραφικό σθένος γράφει παθιασμένα άρθρα, καταγγέλλει, αγωνίζεται κατά του επερχόμενου ναζισμού. Με την εισβολή των Γερμανών (15 Μαρτίου 1939) ξεχύνεται κυριολεκτικά στους δρόμους να βοηθήσει κόσμο (ήταν θαρρείς γεννημένη για θεομηνίες. Όσο πιο αναστατωμένος ο περίγυρος τόσο πιο ήρεμη, ισορροπημένη και μεγαλειώδης η ίδια). Συμμετέχει σε μια μικρή ομάδα επιχείρησης φυγάδευσης όσων, Εβραίων κυρίως, κινδύνευαν (απίστευτα τα μικροεπεισόδια) και μάλιστα παραχωρεί το διαμέρισμά της για  παράνομο στέκι και κρυψώνα. Η ίδια όμως δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να εγκαταλείψει τη χώρα. Ο κίνδυνος για  την Μίλενα είναι διπλός, εφόσον η εντεκάχρονη κόρη της Χόνζα μοιράζει κι αυτή παράνομο υλικό… Η σύλληψη και η κράτηση δεν αργεί (για πολιτικούς λόγους τους οδηγούσαν αρχικά στις φυλακές Πάνκρατς).

Στο Ράβεσμπρουκ με τη Μαργκαρέτε

Στο σημείο αυτό η συγγραφέας ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησης που εξιστορεί την κοινή τους εμπειρία στο Ράβενσμπρουκ… Η παρουσία της Μίλενα μέσα στο στρατόπεδο ήταν τόσο ξεχωριστή, που προκαλούσε ακόμη και τις συγκρατούμενές της κομμουνίστριες, που, τι παράξενο, ήταν «ιδιαίτερα πρόσφορες για τη δουλειά του σκλάβου». Η Μαργκαρέτε, πιο δυνατή σωματικά, «προστατεύει» πολλές φορές τη φιλενάδα της που δείχνει απερίσκεπτο θράσος και κάνει αμέτρητες παραβάσεις. Τα επεισόδια είναι συγκλονιστικά και οι λεπτομέρειες σοκάρουν. Ο πρώτος ενάμισης χρόνος ήταν σχεδόν ειδυλλιακή εποχή σε σχέση με ό, τι ακολούθησε μετά τη «μεταγωγή των αρρώστων». Οι ναζί σκοτώνουν συστηματικά τα νεογέννητα, διαπομπεύουν τις -γερμανίδες- γυναίκες που πήγαν με αλλοδαπούς.  Προβαίνουν σε βίαιους ξυλοδαρμούς, εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες, ακρωτηριασμούς, πειραματικές εγχειρήσεις στα πλαίσια ενός ακόμη από τα ναζιστικά προγράμματα επιλογής και εξόντωσης ασθενών («Aktion»), θανατώσεις με ενέσεις Εβιπάν… «Το Ράβενσμπρουκ, το αλλοτινό «πρότυπο στρατόπεδο», μεταμορφώθηκε σε κανονικό στρατόπεδο εξόντωσης το 1944-45 και τότε ζήσαμε την κορύφωση του τρόμου», γράφει η Μαργκαρέτε.
Οι μαρτυρίες αυτές είναι  λεπτομερειακές, με ονοματεπώνυμα και με έξοχες υποσημειώσεις της επιμελήτριας της έκδοσης (που παρεμπιπτόντως αξίζει συγχαρητήρια). Εξίσου λεπτομερειακά σχεδόν σε ημερολογιακό επίπεδο αποδίδεται ο τρόπος που βιώνουν όλα αυτά τα τρομακτικά γεγονότα οι δύο φίλες, ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτουν τα ανατριχιαστικά μυστικά των ναζί, οι τιμωρίες που κινούνται σε οριακό επίπεδο μεταξύ ζωής και θανάτου, η υποκρισία και η μισαλλοδοξία των στρατευμένων στους μάρτυρες του Ιεχωβά ή στον σταλινισμό.  Η απομόνωση της Μαργκαρέτε σε σκοτεινό κελί επί 15 βδομάδες και το «σύστημα απασχόλησης» που επινόησε προκειμένου να μην τρελαθεί. Έχουμε όμως και απίστευτη αλληλεγγύη ανάμεσα σε πολλές από τις κρατούμενες που ρισκάρουν και την ίδια τους τη ζωή για να βοηθήσουν τις πιο αδύναμες˙ βλέπουμε ανάγλυφα κάποιες ανεπανάληπτες σχέσεις και την τρομερή δύναμη της θέλησης για σταγόνες χαράς και ζωής. 
Η Μίλενα, βαριά άρρωστη το τελευταίο διάστημα, γιόρτασε με τις φίλες της τα τελευταία γενέθλια τον Αύγουστο του 1943. Τον χειμώνα που ακολούθησε, η υγεία της χειροτέρεψε επικίνδυνα, ενώ ο φόβος του κρεματορίου για όποιαν δεν είχε αντοχές ήταν καθημερινός. Τον Μάιο του 1944 ψυχορραγεί, μόλις λίγες μέρες πριν την απόβαση στη Νορμανδία (10 Ιουνίου 1944)… Προτού πεθάνει, απηύθυνε τα εξής λόγια στη Μαργκαρέτε:
Ξέρω ότι εσύ τουλάχιστον δεν θα με ξεχάσεις. Μ’ εσένα θα συνεχίσω να ζω. Θα πεις στον κόσμο ποια ήμουν, θα είσαι ο επιεικής κριτής μου…
  
Επίμετρο, Αδριανής Δημακοπούλου
«Έρως φιλότητος»
τοῖος γὰρ φιλότητος ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθεὶς
πολλὴν κατ᾽ ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν,
κλέψας ἐκ στηθέων ἁπαλὰς φρένας.
Αρχίλοχος

Ο τόμος της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου είναι αρκετά ογκώδης γιατί περιέχει, εκτός από το πόνημα της Μαργκαρέτε Μπούμπερ Νόυμαν και μια αρκετά εκτεταμένη «ανάλυση» της Αδριανής Δημακοπούλου. Ένα είδος λογοτεχνικού δοκιμίου θα έλεγα, μια περιδιάβαση συνειρμική σε στοχασμούς που γέννησε στην επιμελήτρια της έκδοσης η ανάγνωση του βιβλίου. Χαρακτηριστικό της περιδιάβασης αυτής είναι ότι αγκιστρώνεται σε κάποιες λεπτομέρειες της αφήγησης στις οποίες εμβαθύνει. Έτσι, π.χ., αφορμώντας από την πρώτη συνάντηση των δυο ηρωίδων μιλά για τη «χειραψία» περνώντας στη σημασία της… τσέπης που είναι ανύπαρκτη στα ρούχα των γυναικών και, γενικότερα σε  ανθρώπους που τα σώματά τους προσφέροντα για παντοειδή χρήση ή είναι αδιαλείπτως εκτεθειμένα σε επιχείρηση. Μιλάει  σημειολογικά για τα χέρια, τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη η συγγραφέας, την σημασία σε πολλά επίπεδα. Δείχνει ότι ανάμεσα στις δυο γυναίκες υπήρξε μια σχέση σχεδόν ερωτική, «έρως φιλότητος», που φαίνεται κι από την περιέργεια που είχαν η μια για τα παιδικά χρόνια της άλλης (το ενδιαφέρον για τα παιδικά χρόνια της αγαπημένης ανοίγει στα κορίτσια το μονοπάτι που οδηγεί στην εξοικείωση ή μάλλον στον ενστερνισμό, στην εγκόλπια παραδοχή του ερωτικού τους αντικειμένου).
Η Αδριανή Δημακοπούλου μάς προσφέρει επίσης μια εξαιρετική ανάλυση του μοναδικού παραμυθιού που διασώθηκε από τα γραπτά της Μίλενα, μας πληροφορεί ότι η Μαργκαρέτε αναφέρεται στην εμπειρία της στο Ράβενσμπρουκ σε τρία βιβλία, αλλά στο τρίτο μπόρεσε να έχει την απόσταση που προϋποθέτει η εμβάθυνση. Αναφέρεται σε σχετικές μαρτυρίες άλλων που επέζησαν, όπως και των κοριτσιών των δύο γυναικών. Τέλος, υπάρχει μια διακειμενική προσέγγιση που καταδεικνύει ότι στις γυναικείες κυρίως μαρτυρίες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης συχνά βρίσκει κανείς, καθαρά εκπεφρασμένη, μια απ’ τις καλύτερες συνταγές επιβίωσης: «Σ’ αυτήν τη θανάσιμη ατμόσφαιρα η αίσθηση ότι κάποιος άλλος σε είχε ανάγκη ήταν η μεγαλύτερη ευτυχία, έκανε τη ζωή άξια να τη ζεις και σου έδινε τη δύναμη να επιβιώνεις (Μίλενα)».
Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Παραθέτω και την εξαιρετική παρουσίαση της Κατερίνας Σχινά


[2] NKVD: Λαϊκή επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων
[3] κομμουνιστής Γερμανός πολιτικός υψηλόβαθμο στέλεχος του ΚΚΓ, που ήρθε σε αντίθεση με την επίσημη γραμμή του Κόμματος και της Κομιντέρν  με την άνοδο του ναζιστικού κόμματος, έπεσε σε δυσμένεια, κατηγορήθηκε για φραξιονισμό και παραδόθηκε στην ΝΚΩΔ το 1937για να καταδικαστεί σε θάνατο τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Σημειωτέον ότι η συγγραφέας, που ήταν κι αυτή φυλακισμένη στο σταλινικό στρατόπεδο, έμαθε τα ακριβή στοιχεία του θανάτου του συντρόφου της το 1988!!!
[4] 28 Οκτωβρίου 1918 η Τσεχοσλοβακία (Τσεχία, Σλοβακία, Ρηθανία, Σουδητία) αποκόπτεται από την Αυστροουγγαρία και γίνεται ανεξέρτητο -ανομοιογενές- κράτος
[5] Κριτικός λογοτεχνίας, εκδοτικός σύμβουλος και πράκτορας, προσχωρεί στη σχολή του «λογικού θετικισμού» και της «επιστημονικής κοσμοθεωρίας» του περίφημου Κύκλου της Βιέννης (Μπροχ, Βέρφελ, Κράους). Η σπάνια ευρυμάθειά του τον κάνει να συνδέει τον λογοτεχνικό κύκλο της Πράγας και της Βιέννης
[6] Ιούνιος του 1924
[7] http://www.prague-pictures.cz/photos/11/manes-and-masaryk-embankment
[8] από τις πρώτες εχθρικές ενέργειες του β’ παγκοσμίου πολέμου ήταν η αξίωση της Γερμανίας να εκκενωθεί η Σουδητία, περιοχή της δυτικής Τσεχοσλοβακίας, από τους Τσέχους κι εντέλει να την προσαρτήσει στη Γερμανία, πράγμα που το κατάφερε τον Σεπτέμβρη του 1938

Δεν υπάρχουν σχόλια: