Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2025

Διηγήματα Από τη Γη των Πικραμένων Πορτοκαλιών, Ghassan Kanafani

 Ο Καναφάνι ήταν ένας λαός σ’ έναν άνθρωπο, ήταν ένα ζήτημα,
Ήταν μια πατρίδα. Από μόνος ήταν μια ολόκληρη αντιστασιακή ταξιαρχία.
Νασίμ Αλάτρας
     Συγκλονιστικές είναι οι ιστορίες που εμπεριέχονται στα είκοσι διηγήματα του βιβλίου, όπως συγκλονιστική είναι και η προσωπική ιστορία του Παλαιστίνιου συγγραφέα, δημοσιογράφου, ιστορικού και ζωγράφου. Ο «μάρτυρας της Τέχνης και των Γραμμάτων» Γασσάν Καναφάνι[1] (1936-1972) αναγκάστηκε ως παιδί να φύγει το 1948 με την οικογένειά του από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τις ιστορικές πόλεις Γιάφα και Άκκα (όπου έμενε η οικογένεια εναλλάξ), γεγονός που μας υπενθυμίζει ότι η δίωξη των Παλαιστινίων και το καθεστώς απαρτχάιντ ίσχυαν από την ίδρυση ακόμα του κράτους του Ισραήλ το 1948, οπότε έχουμε τον τρομακτικό ξεριζωμό (μισού περίπου παλαιστινιακού πληθυσμού) που ονομάστηκε Νάκμπα[2]. Τότε αναγκάστηκαν πολλές οικογένειες, ανάμεσα στις οποίες και η οικογένεια του Καναφάνι, να εκπατριστούν και να καταφύγουν ως πρόσφυγες σε στρατόπεδα γειτονικών χωρών. Ο Γασσάν έζησε κι ενηλικιώθηκε ως πρόσφυγας αρχικά στον Λίβανο, στη Δαμασκό και στη συνέχεια για λίγα χρόνια στο Κουβέιτ, ενώ επέστρεψε στον Λίβανο απ’ όπου, ενταγμένος στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, αφοσιώνεται στον αντισιωνιστικό αγώνα. Πάντα αισθανόταν μειονεκτικά απέναντι στους αντάρτες «που αντιμετώπιζαν τον Σιωνιστή κάθε μέρα και ώρα», ωστόσο η πολιτική του δράση είναι αδιάλειπτη και μοναδικής σημασίας. Δολοφονήθηκε βάναυσα από τη Μοσάντ σε ηλικία 36 χρονών, το 1972, πολύ πριν δηλαδή κι απ’ την πρώτη Ιντιφάντα (1987-1991). Στον πολύ κατατοπιστικό πρόλογο του γνωστού στην Ελλάδα Νασίμ Αλάτρας, όπως και στις υποσημειώσεις του τέλους, τεκμηριώνεται ωστόσο ότι από την αρχή ακόμα του 20ου αιώνα, υπό την «Βρετανική εντολή» (1920-), οι Παλαιστίνιοι υφίστανται διώξεις και ρατσισμό, καθότι τα πανίσχυρα σιωνιστικά λόμπι απανταχού της γης αλλά κυρίως στις ΗΠΑ, προσβλέπαν στην ίδρυση κράτους στην περιοχή εδώ και αιώνες.
     Ο Γασσάν Καναφάνι μάς μεταφέρει σε μια κοινωνία όπου βιώνεται το απίθανο, μια κατεστημένη κατάσταση που δεν έχει όμοιά της (και να φανταστεί κανείς ότι πέθανε σχεδόν πενήντα χρόνια πριν από την ολοκληρωτική γενοκτονία που υφίσταται ακόμα αυτός ο λαός). Πρόκειται για μικρά επεισόδια (τα περισσότερα διηγήματα είναι ολιγοσέλιδα) σε α΄ ενικό τα περισσότερα, μικρά διαμάντια όπου εκτυλίσσεται ένα γεγονός φαινομενικά μικρής εμβέλειας και ασήμαντο, ένας χαρακτήρας ή μια ανθρώπινη κατάσταση, ένα περιστατικό φευγαλέο, πάντα όμως σε μοναδικές ιστορικές συνθήκες. Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι ο συγγραφέας κρατά ένα φακό και φωτίζει μικρές περιοχές από έναν τεράστιο καμβά όπου λαμβάνουν χώρα μικρές τραγωδίες, δραματικά επεισόδια που συνθέτουν μία μεγάλη τραγωδία, καθολική και πανανθρώπινη και ορίζεται από τις λέξεις: προσφυγιά, εξορία, προδοσία, πόλεμος, θάνατος. Ο τόπος δεν είναι αποκλειστικά η Παλαιστίνη, αλλά η ευρύτερη περιοχή, ο Λίβανος, το Ιράκ, η Συρία, εξακτινώνεται όμως γιατί φυσικά αφορά την ανθρωπότητα και την ανθρωπιά.
     Δεν είναι εμφανές με μια πρώτη ανάγνωση το πόσο πολιτικό είναι το έργο του Καναφάνι. Οι ιστορίες είναι βγαλμένες από την καθημερινότητα, μια καθημερινότητα ανώμαλη κι ασυνήθιστη βέβαια. Ενώ υπάρχει ξεκάθαρα -ή υπονοείται ξεκάθαρα- η βία που υφίσταται ο καταπιεζόμενος λαός, και παρόλο που ο ίδιος ο Καναφάνι έχει ονομάσει το έργο του «λογοτεχνία της αντίστασης», οι συναισθηματικές αποχρώσεις και η λεπτοφυής γραφή (φανερά προερχόμενη από πλούσια παράδοση) δίνουν ένα αποτέλεσμα που απέχει πολύ από το να το χαρακτηρίσουμε στρατευμένο. Η γραφή είναι ελλειπτική, χωρίς φλυαρίες και περιγραφές, πολλές φορές αιφνιδιάζει γιατί δεν επεξηγεί, ωστόσο υπάρχει αξιοθαύμαστη εσωτερική συνοχή. Τέλος, η συμμετοχή της φύσης -των φύλλων, των δέντρων, του αητού, της θάλασσας, της κουκουβάγιας των πορτοκαλιών- υποβάλλουν την αγάπη για τον Τόπο αλλά κυρίως για τη Ζωή, που χαρακτηρίζει στο βάθος το έργο του Καναφάνι.
     Ο Νασίμ Αλάτρας επέλεξε είκοσι από τα εξήντα τέσσερα διηγήματα του Καναφάνι, που μας παραθέτει σχεδόν με χρονική σειρά έκδοσης, και στα οποία βλέπουμε ότι εξελίσσεται ως συγγραφέας, ότι ωριμάζει. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία θεματική, αφηγηματικών φωνών και τόπου δράσης (Γάζα, Λίβανος, Ιράκ).
     Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κάποιος για διηγήματα, και μάλιστα αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους, γι’ αυτό θα περιοριστώ σε υπενθυμιστικές σημειώσεις μαζί με φράσεις/αποσπάσματα που θα ήθελα να θυμάμαι… 

     Ένα φύλλο από τη Γάζα
     Ο αφηγητής που έχει αποφασίσει να μη φύγει από τη Γάζα για το Σακραμέντο μαζί με τον φίλο του τον Μουσταφά, ο Μουσταφά που μιλάει βιαστικά χωρίς κόμματα και τελείες και τον περιμένει, οι Εβραίοι που χτύπησαν την Αλ Σάμπχα στη Γάζα[3], η ανάγκη να ξεφύγουν από την «δυσοσμία της ήττας», η λαχτάρα για το «γλυκό ξεκίνημα» αφήνοντας πίσω τη Γάζα -πιο στενή κι από την ψυχή ενός ανθρώπου που τον έδειρε ένας τρομακτικός εφιάλτης. Η όμορφη δεκατριάχρονη Νάντια με το ακρωτηριασμένο πόδι, η γενιά που θήλαζε την ήττα. Η δύσκολη απόφαση. «Γύρνα εσύ σε μας, σε περιμένουμε όλοι».

     Ένα φύλλο από την Αλ Ράμλα[4]
     Ο «θείος» Άμπου Ουθμάν και η τραγική του ιστορία όταν η Εβραία σήκωσε με υπερβολική απλότητα το μικρό πολυβόλο και σημάδεψε το κεφάλι της Φατμέ. Ο αφηγητής, εννιάχρονο παιδάκι όταν οι εβραίοι μπήκαν στην Αλ Ράμλα κι έστησαν γριές γυναίκες και παιδιά με βία και αγριότητα σε δυο σειρές και το ανεξίτηλο αποτύπωμα της φρίκης. Η αξιοπρεπής έξοδος του Ουθμάν.

     Ένα φύλλο από την Αλ Τίρα[5]
     Ο καλός πελάτης που αγοράζει κουλούρια από τον πλανόδιο αφηγητή, ο αστυνομικός «με το πληγωμένο πρόσωπο» που τον σπρώχνει «λες και είναι Εβραίος», η Παλαιστίνη που χάθηκε και βυθίστηκαν οι πολίτες στη φτώχεια, τα παράπονα από τους ηγέτες (δεν έμαθαν ποτέ πώς να καθοδηγούν τους στρατιώτες τους, νόμιζαν πως οι στρατιώτες τους ήταν ένα είδος όπλου για διασκέδαση που χρειαζόταν κούρδισμα). Τέλος, το χάσμα ανάμεσα «στους υπεύθυνους κι εμάς», όπως το θέτει συνειρμικά ο αφηγητής, ο οποίος παραθέτει περιστατικά αμοιβαίου μίσους, περιστατικά παραλογισμού και απελπισίας, που κάνουν τους πολεμιστές «με τις τσουγκράνες, τα φτυάρια και τους γκασμάδες» να χάνουν τον προσανατολισμό τους.

     Η γη των πικραμένων πορτοκαλιών

Ήμασταν κουβαριασμένοι εκεί,
τόσο μακριά από την παιδική μας ηλικία
όσο και από τη γη των πορτοκαλιών
     Η Γιάφα, μια ιστορική πόλη από τις αρχαιότερες κατοικημένες στον κόσμο (από την 4η χιλιετία π.Χ.), γνώρισε από τον 17ο αιώνα μεγάλη ανάπτυξη λόγω της καλλιέργειας και της εξαγωγής εξαιρετικής ποιότητας πορτοκαλιών! Έχοντας ιστορία αντιαποικιακού αγώνα από το 1917 (κατά των Βρετανών), το 1948 καταλήφθηκε από τους σιωνιστές -με προεξάρχοντα τον μεγιστάνα Ρότσιλντ που αγόρασε τα περισσότερα εδάφη-, οι οποίοι ανάγκασαν 70.000 Παλαιστίνιους να εκπατριστούν.
     Η «έξοδος από τη Γιάφα προς την Άκκα» ήταν καθοριστικό βίωμα του δωδεκάχρονου Γασσάν (ήμασταν ανάμεσα σ’ όλους εκείνους που πήρε ο δρόμος στην αγκαλιά του), εφόσον ο ίδιος, αν και ήταν ο μόνος από τα αδέρφια του που γεννήθηκε στην Άκκα (όπου και έζησε τα περισσότερα παιδικά του χρόνια), βίωσε την τραγωδία της οικογένειάς του που πηγαινοέρχονταν ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ιστορικές πόλεις. Στον οριστικό διωγμό από τους σιωνιστές (που συνδέθηκε και με την «Επιχείρηση Βιολογικού Πολέμου», δηλαδή την δηλητηρίαση των πηγαδιών νερού σε αραβικά χωριά-επί πρωθυπουργού Μπεν Γκουριόν) η οικογένεια εκπατρίστηκε οριστικά προς τον Λίβανο. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο αφηγητής ταυτίζεται με τον συγγραφέα, αλλά η εικόνα το φορτηγού όπου είναι στοιβαγμένα όλα τα πράγματα της οικογένειας μαζί με τα γυναικόπαιδα, και αγκομαχά για να φτάσει στην Ρας Αλ Νακούρα, είναι καθηλωτική… Η ατέλειωτη σειρά των φορτηγών που μπαίνουν στον Λίβανο, οι άντρες να παραδίδουν τα όπλα τους κι οι αγρότες να κοιτούν τα πορτοκάλια και να θρηνούν (μέσα στα μάτια του πατέρα σου αντιφέγγιζαν όλες εκείνες οι πορτοκαλιές που είχε παρατήσει στους Εβραίους). Η απελπισμένη αναζήτηση νέου καταφύγιου, το προσωρινό κατάλυμα στη Σιδώνα, η οριστική διάψευση από τα αραβικά καμιόνια που όχι, δεν τους βοήθησαν να επαναπατριστούν όπως ήλπιζαν ζητωκραυγάζοντας που τα είδαν, στις 15 Μαΐου του 1948: οι στρατοί των Αράβων δεν μπήκαν για να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στην πατρίδα τους και τα χωριά τους,, αλλά για να παίξουν τον τελευταίο τους ρόλο σε σενάριο που έγραψαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις (…), δηλαδή η εγκατάσταση στη γη της Παλαιστίνης ενός χωροφύλακα των δυτικών αποικιοκρατών).

     Κάτι που δεν φεύγει
     Στο «λαχανιασμένο» τρένο για την Τεχεράνη, ο ρομαντικός αφηγητής, λάτρης της ποίησης του Ομάρ Καγιάμ, με αφορμή την όμορφη κι επιφυλακτική συνταξιδιώτισσά του, αναπολεί τη Λάιλα, (δε λεγόταν Λάιλα. Τη φώναζα Λάιλα επειδή αυτή με φώναζε Κάις – ήρωες μιας ιστορίας αγάπης), μια πανέμορφη και τολμηρή κοπέλα από τη Χάιφα –«ένα διαφορετικό είδος ανθρώπου»- που τον γοήτευσε οκτώ χρόνια πριν: δεν φανταζόμουν ποτέ ότι το μαλθακό κορίτσι που γνώρισα πραγματοποιούσε ανατινάξεις, τις οποίες δεν θα μπορούσε να φανταστεί ένας άντρας με μέτριο θάρρος. Τον ντροπαλό κι άβουλο ήρωα τον σημαδεύει η ανάμνηση της Λάιλα, οι εννέα μέρες που πέρασε στο κολαστήριο των εβραίων (τη συνέλαβαν για κάτι που δεν έμαθα ποτέ), η λυπημένη Λάιλα.. η απελπισμένη… που ήθελε να της μείνει κάτι που δε φεύγει…

     Το κλεμμένο πουκάμισο
Τι κακό θα μπορούσε να κάνει αν κλέψει ένα δύο, δέκα τσουβάλια αλεύρι;
     Νύχτα, βροχή, κρύο και ατέλειωτο σκάψιμο αυλακιών γύρω από τους πασσάλους του αντίσκηνου. Η γυναίκα που ψήνει ψωμί, το ερώτημα στα μάτια της αν ο άντρας της βρήκε δουλειά, τι θα φάνε. Ο Αμπντ Ελ Ραχμάν, το άρρωστο παιδί κουλουριασμένο στη γωνιά· τον δελέαζε η ιδέα να επιστρέψει μα μέρα στη σκηνή του κρατώντας ένα καινούριο πουκάμισο για τον Αμπντ Ελ Ραχμάν. Οι αποθήκες του Διεθνούς Οργανισμού Βοήθειας που τις φυλούσε ο Αμερικάνος, οι καθυστερήσεις διανομής του αλευριού, οι διαπραγματεύσεις της αγοραπωλησίας (ο Αμερικάνος πουλάει, εγώ εισπράττω, ο φύλακας εισπράττει). Η ασυγκράτητη οργή.

     Ο ορίζοντας πίσω απ’ την πύλη
Να επιστρέψω;
     Ο ήρωας ανεβαίνει τη σκάλα μ’ ένα μικρό καλάθι, που δεν δικαιολογεί την απίστευτη εξάντλησή του. Μια αδυσώπητη ορμή να φύγει από την Ιερουσαλήμ, όπως το έχει κάνει επανειλημμένα επί δυο χρόνια τώρα, τον ωθεί προς τα πίσω, πέρα από την πύλη Μάντελμπαουμ [6]. Η μυστική, κρυφή αλήθεια που κουβαλάει επί δέκα χρόνια, όταν έφυγε με την αδελφή του Νταλάλ από την κατεχόμενη γη, το τρομαχτικό αβάσταχτο βίωμα που έκλεισε τόσα χρόνια στην καρδιά του (ήταν στο δωμάτιο όταν η κόλαση εξερράγη μπροστά του).
     Το ψέμα μεγάλωσε τόσο πολύ αυτά τα δέκα χρόνια, με έναν φρικτό τρόπο, ώστε δεν κατάφερε να βρει καμία δικαιολογία για να πει την αλήθεια μια φορά, απόλυτα και σκληρά, ίσως και θανάσιμη. Η μάνα που σίγουρα περιμένει με τα άσπρα της μαλλιά και το γερασμένο της πρόσωπο βρεγμένο από τα δάκρυα, η συνάντηση κάτω από την μεγάλη πύλη και το κοφτερό μαχαίρι να του τραβά τον λαιμό όταν έρχεται κι εκείνος αντιμέτωπος με την τρομερή αλήθεια.

     Κουλούρια στον δρόμο
     Ο Χαμίντ, ο μικρός Παλαιστίνιος λούστρος, χαμίνι 12 χρονών, και ο αφηγητής, δάσκαλος στο σχολείο προσφύγων της Δαμασκού, άνθρωπος με ανάλογες ευαισθησίες (κάθε παιδί ήταν μια σπίθα που είχε ανάψει από την αδιάκοπη τριβή με τις σφοδρές αντιξοότητες της ζωής/η τάξη ήταν ένα αυτί ενός μικρού κόσμου, κόσμου γεμάτη συσσωρευμένη αλλά ηρωική δυστυχία), που προσπαθεί να σταθεί «κοντά στις καρδιές τους». Η απόμακρη συμπεριφορά του Χαμίντ, που είναι και μαθητής στο σχολείο του αφηγητή, η καθημερινή του βιοπάλη (πουλάει κουλούρια μέχρι αργά το βράδυ) και οι τραγικές του ιστορίες διεισδύουν στη ζωή του δάσκαλου (ήταν ένας περίπλοκος μαθητής, φορτωμένος μυστικά που δεν τελείωναν ποτέ, μυστικά που μόλις ξεκινούσαν, συνέχιζαν ασταμάτητα).
     Η «απαράμιλλη εξυπνάδα» με την οποία ύφαινε τις ιστορίες του ο Χαμίντ, παρόλο που και η αλήθεια όπως αποκαλύφθηκε δεν στερούνταν τραγικότητας, δεν κατάφερε να σβήσει το αίσθημα προσβολής και τον θυμό που προκάλεσαν στον ήρωά μας. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο μικρός λούστρος όντως πουλούσε κουλούρια, αν ο πατέρας του ζούσε και τρελάθηκε, πώς πέθανε η μάνα και ο αδερφός του. Η αλήθεια και το ψέμα, στην περίπτωση του μικρού Χαμίντ «μοιάζουν σαν δυο στάλες αίμα», που λέει και το τραγούδι.

     Νεκρός στη Μοσούλη
     Το διήγημα αυτό είναι αφιερωμένο στον φίλο του Καναφάνι «Μ.» (Μααρούφ; το όνομα του ήρωα του διηγήματος;), που «πήγε στη Μοσούλη[7]και ύστερα τα ίχνη του χάθηκαν». Η ιστορία του, που έχει γίνει θρύλος, ανασυντίθεται από θολές μνήμες κάποιων φίλων, που τον συνάντησαν μεταξύ Βαγδάτης και Δαμασκού.
     Πρόκειται για την ιστορία του Μααρούφ, Ιορδανού φοιτητή, διωγμένου από την γενέτειρά του από τα 10 του χρόνια, οπότε έχασε τη μάνα του -από δίψα;, από χτύπημα στρατιωτών;- σ’ ένα βρώμικο πηγάδι. Ο δρόμος που πήρε από το πηγάδι μέχρι το πανεπιστήμιο ήταν μακρύς… ήταν μακρύς και λασπωμένος. Φοιτητής της Νομικής στη Βαγδάτη, πήγε στη Μοσούλη όπου γινόταν η επανάσταση…
     Ο Μααρούφ αρνήθηκε να το σκάσει και πυροβολήθηκε πισώπλατα σαν ακρίδα κατάκοπη που, μετά από σκληρό ταξίδι, έπεσε νεκρή πάνω σ’ ένα ξερό ακρογιάλι.

     Η Κουκουβάγια στο Μακρινό Δωμάτιο
Τα παμπάλαια ντουφέκια στα σκληρά χέρια των αντρών
περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια μας
σαν αιματοβαμμένοι μύθοι
     Η μάχη με τα τσεκούρια δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο στο χωριό, λέει ο αφηγητής, που ήταν μικρό παιδί όταν έγινε το συμβάν, δέκα χρόνια πριν. Ήταν μια καταραμένη μέρα, μεγαλύτερη από το να της δοθεί ένα όνομα ή ένας αριθμός, κι έβλεπαν από καιρό χωρίς δυνατότητα επιλογής, την Παλαιστίνη να πέφτει σπιθαμή προς σπιθαμή και να υποχωρούν σπιθαμή προς σπιθαμή. Έμεινε στις συνειδήσεις ως «η μέρα της σφαγής», μια κόλαση που σκέπασε τα στοιβαγμένα απάνω στη λάσπη σπίτια.
     Όταν ξεκινά η μάχη με τα τσεκούρια, σημαίνει ότι η συμπλοκή είναι στενή, ο πατέρας μπαινοβγαίνει ψάχνοντας στο σεντούκι τις βόμβες που έχει κρύψει «ο μακαρίτης ο γιος» κι αναθέτει στο μικρό μας παλληκαράκι, τον αφηγητή, να θάψει το σεντούκι στον κήπο (ήμουν χαρούμενος που συμμετείχα σε μια ηρωική πράξη). Μέσα στις ριπές, τον φόβο και τον τρόμο του θανάτου, μέσα στη νύχτα. Τότε εμφανίζεται κι η κουκουβάγια με τα μεγάλα κι αγριεμένα μάτια της/με βλέμμα επίμονο, ατρεμούλιαστο και αδιάκοπο.
     Το βλέμμα αυτό επισκέπτεται τον αφηγητή δέκα χρόνια αργότερα, μέσα από μια φωτογραφία.

     Στα μέσα του Απρίλη
     Ένα σπαρακτικό γράμμα, μια επιθανάτια επιστολή είναι το συγκεκριμένο διήγημα, στον φίλο που πέθανε τόσο άδοξα 12 χρόνια πριν (γιατί σου γράφω;). Κι ο αποστολέας έχει υποσχεθεί κάθε Απρίλη να αφήνει στον τάφο μερικές παπαρούνες… όμως φέτος δεν βρήκε ούτε μία.
     Δεν είναι δυνατόν να ξεχάσει κανείς τις «άκρες της ιστορίας», κι ας υπάρχουν ιστορίες, που όπως λέει ο ήρωας, δεν έχουν ξεκάθαρη αρχή. Και φαίνεται ότι απαρχή ήταν η ανάγκη εκδίκησης που έβαλε στο τραπέζι ο ανώνυμος φίλος, ξεκινώντας πρόβα από μια… γάτα που έκλεψε περιστέρια.
     Έτσι, σαν αστείο, τραγουδώντας και γελώντας ροβόλησαν στην κοντινότερη αποικία, κι όταν αιφνιδιάστηκαν από μια ομάδα Εβραίων (ο Καναφάνι δεν χρησιμοποιεί τη λέξη σιωνιστές), ο αφηγητής δεν μπόρεσε να πατήσει τη σκανδάλη για να προστατέψει τον φίλο του που του μπλόκαρε ο γεμιστήρας.
     Δώδεκα χρόνια αργότερα αναθυμάται το γεγονός, δεν είναι όμως σίγουρος αν τώρα θα τραβούσε τη σκανδάλη, το μόνο που ξέρει είναι ότι αισθάνεται ντροπή. Είναι άραγε απαραίτητο να πεθάνουν μερικοί άνθρωποι για να ζήσουν μερικοί άλλοι;;;

     Έξι αετοί κι ένας μικρός
     Δεν είναι το μοναδικό διήγημα όπου το θέμα είναι το πώς γεννιούνται οι θρύλοι, οι ιστορίες, η προφορική παράδοση (και στο επόμενο διήγημα η αφήγηση ξεφεύγει απ’ την πραγματικότητα). Ο αφηγητής είναι δάσκαλος μουσικής και πηγαινοέρχεται με τα λεωφορεία σε τρία χωριά, μια διαδικασία πολύ εξαντλητική (πολύ γλαφυρή η περιγραφή, θυμίζει οπωσδήποτε δικές μας καταστάσεις στην επαρχία του 1960).
     Μέσα σε μια απ’ αυτές τις διαδρομές, ο δάσκαλός μας ανακαλύπτει ότι ένας μικρός μυτερός βράχος έχει την… ιστορία του (ήξερα ότι για καθετί στο χωριό υπάρχει μια ιστορία, δεν φανταζόμουν όμως ότι και γα αυτόν τον μικρό βράχο, σ’ αυτόν τον εγκαταλελειμμένο, απομακρυσμένο δρόμο υπήρχε κάποια ιστορία). Κι όμως, δεν είναι καν μια ιστορία, αλλά έξι διαφορετικές ιστορίες ειπωμένες από έξι διαφορετικούς επιβάτες –ο γκρίζος αετός, ο πιστός αετός, η άγρια αετίνα που για χάρη της μονομαχούν, ο μικρός αετός που δεν μπορούσε να πετάξει κλπ. Τέλος, ότι δεν υπήρξε αετός.

     Ο θάνατος του κρεβατιού 12
Το ζήτημα του θανάτου δεν είναι ποτέ το ζήτημα του νεκρού,
είναι ζήτημα των ζωντανών,
αυτών που περιμένουν με πίκρα τη σειρά τους
     Άλλη μια επιστολή είναι το διήγημα αυτό, στον αδελφό Άχμαντ, από το νοσοκομείο όπου ο αποστολέας βρίσκεται εδώ και δυο μήνες πάσχοντας από έλκος στομάχου (πίστεψέ με, Άχμαντ, το «έλκος» του εγκεφάλου είναι πιο ατίθασο από αυτό των σωθικών). Μια επιστολή που έχει ως θέμα της τον θάνατο, όπως τον αντικρίζει καθημερινά εδώ που βρίσκεται…
     «Πέθανε το κρεβάτι 12», δηλαδή ο άνθρωπος από το Ομάν που νοσηλευόταν στο κρεβάτι 12, και που λεγόταν Μοχάμαντ Άλι Άκμπαρ, και που όσο ζούσε επέμενε να τον προσφωνούν με όλο το όνομα, και που κρατούσε ένα παλιό σεντούκι-αίνιγμα. Αυτές οι δυο λεπτομέρειες ωθούν τον αφηγητή/αποστολέα να συνθέσει τον βίο του Μοχάμαντ Άλι Άκμπαρ, μια τραγική πορεία ζωής έξω απ’ την πραγματικότητα αλλά φτιαγμένη από αλήθειες. Η πραγματικότητα αντιδιαστέλλεται από την φανταστική ιστορία που έπλασε το «διαταραγμένο» μυαλό του ήρωα, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά ότι η ιστορία του απέχει πολύ από την αλήθεια, ότι ο Μοχάμαντ δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά που αναφέραμε, γιατί πάντα αποδίδουμε στους άλλους τις δικές μας ιδιότητες, τους βλέπουμε μέσα από το στενό πέρασμα των απόψεών μας και των σκέψεών μας.

     Οι πλάτες των άλλων
Δεν είναι απαραίτητο να ζει ένας άνθρωπος
πιστεύοντας σε κάτι που του στενεύει τη ζωή
     Ένας άνθρωπος απελευθερώνεται από τριών χρόνων καταπίεση μέσα στο κόμμα, όταν αποφασίζει επιτέλους να πει «όχι» (μία μόνο λέξη, και όλα έπεσαν στο πάτωμα και διαλύθηκαν). Φεύγει βλέποντας τα πάντα καινούρια, να πηγαινοέρχονται αδιάφορα, χωρίς καμιά λύπη, χωρίς καμιά μετάνοια. Κι όμως, λίγο αργότερα στο εστιατόριο όπου τρώει καθημερινά, τον βλέπουμε να παίζει ένα άσχημο παιχνίδι στον αθώο σερβιτόρο Άμπου Σαλίμ, που «ζει όπως ακριβώς θέλει», δίπλα στη θάλασσα, που μπορεί να ζει «μια ζωή άδεια» αλλά εκείνος είναι ευχαριστημένος μιλώντας στα… ψάρια και ταΐζοντάς τα επί είκοσι χρόνια!   
     Η σκληρότητα του ήρωα στον λυπημένο Άμπου Σαλίμ είναι ακατανόητη.

     Το απαγορευμένο όπλο
     Επιστρέφοντας από το μαγαζί στο σπίτι του ο Άμπου Άλι, πέφτει πάνω σ’ έναν κύκλο αντρών γύρω από έναν ξένο στρατιώτη. Είναι ο στρατιώτης που συνοδεύει τον αξιωματικό που πήγε να δει τον Μουχτάρ, «μπας και δεχτεί αυτή τη φορά». Οι άντρες θέλουν να αρπάξουν το τουφέκι του στρατιώτη (αυτός ο οπλισμένος στρατιώτης δεν έπρεπε να μείνει εδώ). Ναι, ο Άμπου Άλι είναι αυτός που το άρπαξε («χαλάλι μου είναι»), με τα πολλά, δίνοντας λύση σε πολλά προβλήματά του (είχε έρθει πια ο καιρός για τον Άμπου Άλι να κατέχει ένα τουφέκι αντικαθιστώντας το τσεκούρι που χρησιμοποιούσε για να πολεμάει τις ύαινες τον χειμώνα).
     Όμως ο Άμπου Άλι δεν έφτασε ποτέ στο σπίτι του.

     Η αιώρα
Όχι, όχι, πρέπει να υπάρχει ειλικρίνεια
     Ένα φαιδρό γλυκόπικρο διήγημα -διάλειμμα στον ζόφο των υπόλοιπων- είναι «Η αιώρα», ένας τίτλος που δόθηκε για να απεικονίσει τις συναισθηματικές ταλαντώσεις του ήρωα-αφηγητή, που είναι αποφασισμένος να παντρευτεί τη Γαϊντά, αλλά σε μια κρίση ειλικρίνειας θέλει να της μιλήσει για την προηγούμενη σχέση του με την Νάντα (είναι αλήθεια ότι η προηγούμενη σχέση μου με τη Νάντα δεν είχε τελειώσει εντελώς).
     Οι διάλογοι που ακολουθούν ανατρέπουν κάθε καλή πρόθεση του ήρωα (έπαψες να την αγαπάς; Πώς; Τι δηλαδή; Έκλεισες το συρτάρι της στη ντουλάπα;), προκαλώντας από τη μια τον «αδάμαστο θυμό» της αρραβωνιαστικιάς, κι αφετέρου τη θυμηδία εκ μέρους της «πρώην», της Νάντα (ξαναγύρισες, άτακτε! Η φαντασία σου όλο και μικραίνει. Πότε θα σε δω, ερωτιάρη;)

     Ο κατήφορος
     Ο πρωταγωνιστής είναι εδώ ο δάσκαλος Μόχσεν, που μπαίνει πρώτη φορά σε τάξη, σε παιδιά «χωρίς βιβλία»· η αμηχανία του, η απειρία του, η νευρικότητά του. Η ιστορία που αναλαμβάνει αυθόρμητα να πει ο μαθητής του τελευταίου θρανίου, δίνοντας διέξοδο στη σύγχυση.
     Είναι η ιστορία του πατέρα του που φτιάχνει παπούτσια σ’ ένα «σεντούκι από ξύλο, λαμαρίνες και χαρτόνι», που δουλεύει ασταμάτητα στην κατηφόρα μιας πλαγιάς, στην κορφή της οποίας μένει «ο πλούσιος» που ρίχνει φλούδες τόσο πολλές που ο πατέρας του πεθαίνει (ο πατέρας μου δεν πεθαίνει, το είπα μόνο για να τελειώσει η ιστορία). Αυτή η «κουφή» ιστορία παραλλάσσεται όταν το «τρελόπαιδο» την επαναλαμβάνει στον διευθυντή του σχολείου, και η αφήγηση παίρνει σουρεαλιστική χροιά όταν ο δάσκαλος στη συνέχεια συμπληρώνει κι επαυξάνει το παράλογο της αφήγησης καταθέτοντας τη δική του φαντασία.

     Πέρα απ’ τα σύνορα
Είναι μια εκπληκτική δουλειά κύριέ μου
η αφομοίωση ενός εκατομμυρίου ανθρώπων
και ύστερα η συμπύκνωση τους σε ένα μόνο πράγμα.
Αφαιρέσατε από κείνους, το εκατομμύριο, τα ιδιαίτερα προσωπικά τους χαρακτηριστικά,
Και δεν έχετε πια την ανάγκη να κατατάσσετε και να κρίνετε, τώρα είστε μπροστά σε μία μόνο κατάσταση.
     Ο «σπουδαίος» κύριος, ο οικογενειάρχης, ο νόμιμος (ανακριτής; δεσμοφύλακας; αστυνομικός; διοικητής στον καταυλισμό;) βασανίζεται από μια εσωτερική φωνή: αυτήν του θύματος, του «διαβολικού εγκληματία», του νεαρού που δραπέτευσε από το ανοιχτό παράθυρο μπροστά στα μάτια του.
     Μας είναι γνώριμη, από προηγούμενα διηγήματα, η τεχνική του Καναφάνι να βάζει διπλή φωνή στην αφήγηση, με italics. Έτσι κι εδώ, καταγράφεται η απελπισία του δραπέτη σε α’ πρόσωπο, που μιλάει για το «έγκλημά του», που δεν είναι άλλο παρά η ύπαρξή του και μόνο (ψηφοφόρος δεν είμαι, δεν είμαι καν πολίτης, οποιασδήποτε μορφής, ούτε κατάγομαι από καμιά χώρα που ενδιαφέρεται πού αι πού για τα μαντάτα των υπηκόων της). Είναι απλώς ένας πρόσφυγας (που η μάνα πέθανε στα ερείπια του σπιτιού, ο πατέρας και τα αδέρφια σε άλλες χώρες, ο αδερφός μαθαίνει την ταπείνωση στα σχολεία του Οργανισμού Προσφύγων). Ένας πρόσφυγας δηλαδή ένας αριθμός σε μια κατάσταση, εμπορική ή τουριστική ή το πολύ πολύ, «υλικό για εθνικές ομιλίες, φιλανθρωπίες και λαϊκισμούς»: «Επισκεφτείτε τους καταυλισμούς των Παλαιστινίων πριν εξαφανιστούν».
     Και… μετά τι;

     Το κόκκινο και το πράσινο
Άραγε, ξέρεις πως η ζωή έχει δεθεί με το άγριο, το τρομαγμένο εκείνο τρέξιμο;
     Ίσως είναι το πιο συγκλονιστικό, το πιο σπαραχτικό από τα διηγήματα, γιατί μεταφέρει την οσμή του θανάτου, της ζωής και της αγάπης.
     Ο Μάης ανθίζει και ο ήρωας είναι κοντά στον θάνατο (όσο κοντά είναι η μύτη του στον αέρα). Νιώθει το «κρότο του θανάτου», την αγάπη, τη γυναίκα του τον γιο του τη ζωή να στάζει έξω από το σώμα του, τον Μάη πελώριο και μεγάλο να βάφει τον δρόμο με πρασινάδα…
     Τα γονάτισμα, το ποτάμι του αίματος, το μωρό που γεννιέται μέσα από το αίμα.
     Τα χρόνια περνάνε «μικρέ μαύρε», και η μοίρα σου είναι να τρέχεις ενώ σε ακολουθεί το ποταμάκι του αίματος, και, τέλος, μην πεθάνεις πριν να γίνεις αντίπαλος. Μην πεθαίνεις.

     Το Τίποτα
     Ο συνοριακός στρατιώτης οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο γιατί άνοιξε πυρ στα κατεχόμενα εδάφη.
     Νευρική κρίση όχι στο μυαλό αλλά στην καρδιά.
     Η περίπτωση δεν είναι ιατρική αλλά στρατιωτική.
     Τι ένιωσες πριν πυροβολήσεις; Τίποτα.
     Τι ένιωσες αφού πυροβόλησες; Τίποτα.
     Δεν ήταν νευρική κρίση, σκόπιμα το έκανα.
     Τι θέλω να πω; Ουφ! Τίποτα. Τίποτα.
     Αυτή είναι η πικρή γεύση από τα είκοσι (από τα 64 που έγραψε συνολικά) ο Γασσάν Καναφάνι, μια αυθεντική φωνή που περιλαμβάνει πολλές φωνές και πλούσια συναισθήματα ενός κόσμου που αν δεν χαθεί ολότελα, δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος. Όπως δεν θα είμαστε κι εμείς ίδιοι, οι θεατές και αναγνώστες 
αυτής της συνεχιζόμενης τραγωδίας.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Αξίζει, πριν κανείς αρχίσει να διαβάζει τα διηγήματα, να πάρει υπόψη του την ιδιαίτερη πορεία της ζωής του. Αντιγράφω από την Wikipedia: «Με το ξέσπασμα των εχθροπραξιών του Αραβοϊσραηλινού Πολέμου του 1948 στην Άκρα, ο Γκασάν και η οικογένειά του υποχρεώθηκαν να φύγουν μαζί με χιλιάδες άλλους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Σε γράμμα του προς τον γιο του δύο και πλέον δεκαετίες αργότερα, ο Γκασάν ανακαλεί την «έντονη ντροπή» που αισθάνθηκε τότε ως παιδί βλέποντας τους άνδρες συγγενείς του να παραδίδουν τα όπλα τους και να γίνονται πρόσφυγες. Πήγαν πρώτα στον Λίβανο και μετά εγκαταστάθηκαν στη Δαμασκό της Συρίας. Εκεί ο πατέρας του άνοιξε μικρό δικηγορικό γραφείο, ενώ το οικογενειακό εισόδημα συμπληρωνόταν από τη μερική απασχόληση των αγοριών. Ο Γκασάν ολοκλήρωσε τη μέση εκπαίδευση και πήρε πιστοποιητικό διδασκαλίας από την Υπηρεσία Περιθάλψεως και Εργασίας για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες του ΟΗΕ (UNRWA) το 1952. Αρχικώς βρήκε εργασία ως δάσκαλος των τεχνικών για περίπου 1.200 εκτοπισμένα παιδιά Παλαιστινίων σε στρατόπεδο προσφύγων, όπου άρχισε να γράφει διηγήματα για να βοηθήσει τους μαθητές του να εντάξουν σε κάποιο πλαίσιο την κατάσταση που βίωναν».
[2] Η Νάκμπα, γνωστή και ως Παλαιστινιακή Καταστροφή, ήταν η καταστροφή της παλαιστινιακής κοινωνίας και πατρίδας το 1948 και ο μόνιμος εκτοπισμός της πλειοψηφίας των Παλαιστινίων Αράβων. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τόσο τα γεγονότα του 1948, όσο και τη συνεχιζόμενη κατοχή του Ισραήλ στα παλαιστινιακά εδάφη (στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας), καθώς και τη δίωξη και τον εκτοπισμό τους από τα παλαιστινιακά εδάφη σε παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς σε όλη την περιοχή https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AC%CE%BA%CE%BC%CF%80%CE%B1
[3] Η συνοικία αυτή τη Γάζας βομβαρδίστηκε ανελέητα τον Απρίλη του 1956
[4] Η Αλ Ράμλα ενώ είχε προβλεφθεί για πόλη του αραβικού κράτους, σήμερα είναι κυρίως εβραϊκή πόλη, στο κεντρικό Ισραήλ, δεν έχει σχέση με την παλαιστινιακή Ραμάλα
[5] Η Αλ Τίρα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά στην επαρχία της Ράμλα, το οποίο καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1948. Βρίσκεται 12 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ράμλα και ερημώθηκε από τον Ισραηλινό στρατό στις 10 Ιουλίου 1948 κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Ντάνι. Τα περισσότερα σπίτια του χωριού καταστράφηκαν, με εξαίρεση μερικά που επέζησαν.
[6] Το μοναδικό σημείο διέλευσης μεταξύ Αν. («η γη που είχε απομείνει») και Δυτ. Ιερουσαλήμ (σιωνιστικό κράτος0 μεταξύ 1948-1967
[7] Όπως γράφει και ο Ν. Αλάτρας στις υποσημειώσεις, η Αλ Μούσελ ήταν περιοχή αγροτική που, καθώς μετατράπηκε με ταχύ ρυθμό σε βιομηχανική, έγινε το κέντρο αγώνων των Ιρακινών εργατών(απεργίες, διαμαρτυρίες κυρίως στους τομείς της βιομηχανίας, του πετρελαίου και των σιδηροδρόμων)

Κυριακή, Οκτωβρίου 19, 2025

Στη ράχη της τίγρης, Ζούλφι Λιβανελί

Μ’ έβαλαν στη ράχη μιας τίγρης από γεννησιμιού μου (…)
Η υπεροχή του να διαφεντεύεις το φοβερό κτήνος που όλοι φοβούνται,
το αίσθημα ότι είσαι θεός,
και από την άλλη ο φόβος. Φόβος, ναι.
     Με την ελκυστική γραφή του αγαπημένου συγγραφέα παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια του Αμπντουλχαμίτ Β΄, του 34ου και τελευταίου σουλτάνου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πριν επιβληθεί ο Κεμάλ το 1909 (ακολούθησαν κάποιοι σουλτάνοι-ανδρείκελα μέχρι το 1924).
     Σε τριτοπρόσωπη γραφή, που ακολουθεί όμως τις εσωτερικές σκέψεις του έκπτωτου μονάρχη, ο Λιβανελί μάς ψυχογραφεί μια ιστορική προσωπικότητα που σημάδεψε την ιστορία της Ευρώπης των αρχών του 20ου αι., κι έμεινε στις συνειδήσεις των λαών ως ο «Κόκκινος Σουλτάνος», ο «Σατανάς», ο «τσιφούτης Χαμίτ», η «κουκουβάγια του Γκιλντίζ» (μέγαρο στην Ιστανμπούλ) ή ο «αιμοδιψής σουλτάνος». Δεν έπαυε ωστόσο να είναι ο χαλίφης του Ισλάμ, ο διάδοχος του απεσταλμένου του θεού… ένας δηλαδή ανώτερος εκπρόσωπος του κόσμου της Ανατολής που εκείνη την εποχή βρισκόταν υπό κατάρρευση, ένας μονάρχης που έζησε στο μεταίχμιο της μεταμόρφωσης του ανατολικού πολιτισμού, μιας χώρας που αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις οικονομικές και ταχύρρυθμες κοινωνικές εξελίξεις του 20ου αι. και να ακολουθήσει το άρμα της Δύσης. Έτσι, διαβάζοντας το βιβλίο αυτό του Λιβανελί, μπαίνουμε με μυθιστορηματικό τρόπο στον πυρήνα της σύγκρουσης των δύο αντίθετων κόσμων, που επέφερε τόσες αλλαγές στο γειτονικό μας κράτος.
     Το ανάλαφρο κι απλό ύφος του συγγραφέα δεν στερείται βάθους, καθώς αγγίζει προσωπικές και ευάλωτες πλευρές του Αμπντουλχαμίτ, με ευαισθησία και πολλές φορές με χιούμορ (π.χ. πάρα πολύ διασκεδαστικό το απόσπασμα για τη… μύτη του, καθώς ο σουλτάνος -ο «καμπούρης με τη μεγάλη μύτη»- είχε τέτοια εμμονή με τη μύτη του που έφτασε στο σημείο να απαγορεύσει σ’ όλη την οθωμανική επικράτεια την άρθρωση της λέξης «μύτη»). Η μυθιστορηματική απόδοση περιέχει φαντασία αλλά όχι και αυθαιρεσία, εφόσον ο συγγραφέας βεβαιώνει ότι άντλησε στοιχεία από τις μαρτυρίες του ανώτερου στρατιωτικού γιατρού Ατίφ Χουσεΐν, που ήταν υπεύθυνος για την υγεία του έκπτωτου σουλτάνου, όταν αυτός, η οικογένειά του (οι θυγατέρες, οι γιοι και οι… γυναίκες του) καθώς και οι υπηρέτες του, οδηγήθηκαν στην βίλα Αλλατίνι -μια μινιατούρα παλατιού- στη Θεσσαλονίκη του 1909 (τρία χρόνια πριν περάσει στο ελληνικό κράτος), κρατούμενοι του νέου, κεμαλικού καθεστώτος (που έβαλε τυπικά ως σουλτάνο τον αμέσως μικρότερο αδερφό της δυναστείας, τον Ρεσάτ). Ο Ατίφ Χουσεΐν με την ιδιότητα του προσωπικού γιατρού, διείσδυσε σε απίστευτες λεπτομέρειες της προσωπικής και ψυχικής ζωής του -έκπτωτου πια-σουλτάνου. Από ένα σημείο και μετά, μάλιστα, ο Αμπντούλ Χαμίτ του εκμυστηρεύτηκε στον γιατρό του «μυστικά», σκέψεις και πολιτικές απόψεις που θα ήθελε να καταγράψει ο ίδιος, αλλά δεν του επέτρεψαν οι συνθήκες.
     Ο συγγραφέας μάς ξεναγεί με μεγάλη μαεστρία στους φόβους των μεγάλων δυναστών, και μάλιστα ιδιαίτερα σ’ αυτούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που ήταν εθισμένοι στο να δολοφονούν τους αντίζηλους συγγενείς τους, όπως κι έκαναν κάποιοι πρόγονοι του Αμπντουχαμίτ που είχαν φτάσει στα άκρα (κάποιος απ’ αυτούς είχε στραγγαλίσει δεκαεννιά αδέρφια τη μέρα που αναρριχήθηκε στον θρόνο- άλλωστε υπήρχε νόμος σχετικός!)[1] . Παρόλο που οι στασιαστές διαβεβαίωσαν τον Αμπντουλχαμίτ ότι δεν κινδυνεύει η ζωή του, ο σουλτάνος εθισμένος σ ένα κλίμα με προδοσίες, δολοπλοκίες και ίντριγκες (στις οποίες δεν ήταν αμέτοχος) διακατέχεται από τον συνεχή φόβο μιας αιφνίδιας πιθανής εκτέλεσής του, μυστικής και απροσδόκητης, τρομοκρατημένος από κάθε «ύποπτη» κίνηση, π.χ. από το παγωτό που τους πρόσφεραν το πρώτο βράδυ, μέχρι τα φάρμακα που του δίνει ο γιατρός (καταφεύγει σε «αυτοθεραπείες με πυρωμένο σίδερο» κλπ κλπ). Η «αυτοκρατορική» παράνοιά του (sic) έφτανε στο σημείο να προφυλάσσεται με χίλιους τρόπους, που ο Λιβανελί περιγράφει με γαργαλιστικές λεπτομέρειες.
     Διαβάζοντας το βιβλίο ο αναγνώστης νιώθει ότι οι ιδιορρυθμίες που χαρακτηρίζουν τον παντισάχ θυμίζουν καρτούν, ή σχετικό ήρωα του Καραγκιόζη. Γαργαλιστικές είναι και οι λεπτομέρειες της πρώτης εγκατάστασης στην έπαυλη καθώς οι συνθήκες ήταν σπαρτιάτικες, οι συνήθεις π.χ. της καθημερινής τουαλέτας του σουλτάνου, των ιατρικών του ανησυχιών που τις μοιράζεται με τον Ατίφ Χουσεΐν, του ταλέντου του ως… επιπλοποιού (όλοι οι πρίγκιπες είχαν υποχρέωση να επιδίδονται σε μια τέχνη), των εμμονών του. Η ρουτίνα στη βίλα Αλλατίνι βέβαια δίνει έναν ρυθμό ασφάλειας, κυρίως αφού στάλθηκαν αντικείμενα και… ζώα που παρήγγειλε ο σουλτάνος από την Ισταμπούλ (Πολύ παράξενο του φάνηκε: να χάνεις μια αυτοκρατορία και να χαίρεσαι σαν μικρό παιδί για δυο αγελάδες κι έναν παπαγάλο), ενώ δόθηκαν αργότερα κάποιες ελευθερίες στα μέλη της οικογένειας.
Ένας έξυπνος άνθρωπος δε χρειαζόταν να ασχολείται με ωμή βία,
εκτελέσεις και πολέμους. Η χρήση βίας προσιδίαζε στους ανόητους.
     Ωστόσο, το μεγάλο ενδιαφέρον βρίσκεται σ’ αυτές τις τρομερές αντιθέσεις: Ναι, βλέπουμε την ευάλωτη πλευρά ενός δυνάστη με ανυπολόγιστη περιουσία, που είχε παντού χαφιέδες, στήριζε την εξουσία του σε μυστικές υπηρεσίες και κατασκοπείες, επέβαλλε σκληρή λογοκρισία (είχε απαγορεύσει μια λίστα από λέξεις να προφέρονται στην αυτοκρατορία), που εξόρισε στην Υεμένη τον μεγάλο βεζίρη (τον Μιτχάτ πασά) αλλά εκεί έβαλε και να τον στραγγαλίσουν, που έχει εξορίσει τους διανοούμενους και φυλακίσει τον αδερφό του (ο μεγαλύτερος αδερφός, ο Μουράτ ο Β΄, τρελάθηκε αφού ανέβηκε στην εξουσία)· θεωρείται ο «χασάπης των Αρμενίων», και είναι υπεύθυνος για σωρεία φόνων στον άμαχο πληθυσμό, αποτέλεσμα της τακτικής «διαίρει και βασίλευε», σαν αντίποινα για τις εξεγέρσεις (ο σουλτάνος δεν τιμώρησε του αυτουργούς, τους κομιτατζήδες, τιμώρησε ως επί το πλείστον τους αυτουργούς, τον άμαχο πληθυσμό/είναι η τακτική του ύπουλου, βάζει τους άλλους να αλληλοσπαράζονται κι αυτός κάνει χάζι από μιαν άκρη με ύφος αθώου, λένε οι φίλοι του γιατρού που είναι αντιμοναρχικοί) .
     Δεν το παραδέχεται, βέβαια. Αντίθετα θεωρεί τον εαυτό του σπλαχνικό και πονόψυχο («δεν έχει ξαναϋπάρξει στην ιστορία μια περίοδος τέτοιας ευσπλαχνίας», λέει στον γιατρό), συγκρίνει τον εαυτό του και με Ευρωπαίους ηγεμόνες (π.χ. τον Λεοπόλδο του Βελγίου, ή τον τσάρο) και… ίσως έχει δίκιο! Μόνο 4-5 εκτελέσεις στη διάρκεια 33 χρόνων βασιλείας (λέει), και μάλιστα όχι για λόγους πολιτικούς, μέσα σ’ αυτούς και τον αρχιευνούχο του παλατιού για «μια αδιανόητη απρέπεια». Άφησε ελεύθερους και εξόρισε έναν Βέλγο (Ζορίς) και τη συμμορία του που προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, έδιωξε τους Αρμένιους κομιτατζήδες που εξεγέρθηκαν αντί να τους εκτελέσει (όλη αυτή η συγχώρεση, όλες οι αμνηστίες, με κάνουν δολοφόνο, κακούργο ή μήπως έναν φιλεύσπλαχνο ηγεμόνα;), αποσιωπώντας βέβαια ότι "έβαζε" τους λαούς να σφάζονται για να καταστείλει τις εξεγέρσεις, δίνοντας την απλή εξήγηση ότι ήθελε να προστατεύσει την αυτοκρατορία.
     Ο γιατρός μας, προοδευτικός και αντιμοναρχικός, εκνευρίζεται με την αλαζονεία και την εικόνα του σπλαχνικού ηγεμόνα που προσπαθεί να προβάλει ο παντισάχ, που είναι πια ένας παροπλισμένος ελεεινός γέρος με αιμορροΐδες και εμμονές. Γρήγορα όμως συνειδητοποιεί ότι του δόθηκε μια σπάνια ευκαιρία να διερευνήσει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από την προσωπικότητα του σουλτάνου (ήταν ο χαρακτήρας του τέτοιος: πάντα έψαχνε την αλήθεια πίσω από τα πράγματα). Έτσι, καθώς αντιλαμβάνεται ότι, με την ιδιότητα του προσωπικού γιατρού, είναι το πλησιέστερο πρόσωπο στον έκπτωτο μονάρχη, και ως εκ τούτου είναι περιζήτητος στη Θεσσαλονίκη, αρχίζει να κρατά σημειώσεις πυκνογραμμένες και περιεκτικές όπου καταγράφει τα «απομνημονεύματα του εξόριστου μονάρχη», παίρνοντας βέβαια μεγάλο ρίσκο (ήταν παρακινδυνευμένο αυτό που έκανε, και άλλο τόσο δελεαστικό).
     Βλέπουμε μια μεταστροφή ακόμα και συναισθηματική από την πλευρά του γιατρού, που οφείλεται και στο ότι αποκαλύπτονται πλευρές του αιμοδιψούς μονάρχη, που δεν τις φανταζόταν, όπως δεν τις φανταζόταν κι ο αναγνώστης: κατ’ αρχάς είναι μετριοπαθής, αξιοπρεπής και ήπιος καθ’όλη τη διάρκεια της απομόνωσής του, ένα συνετό παράδειγμα για την οικογένεια. Επίσης, είναι… έξυπνος, και πέρα από την κλασική εξυπνάδα (δεν είναι τυχαίο ότι θαυμάζει τον… Σέρλοκ Χολμς!) διαθέτει και πολιτική οξυδέρκεια, την οποία αναγνώρισε επίσημα ακόμα κι ο Λένιν και ο Τρότσκι, ο Γιόχαν Στράους του αφιερώνει έργο («Τα παραμύθια από την Ανατολή»), ο δε Αμερικανός πρεσβευτής στην Ισταμπούλ τον περιέγραψε στη New York Times ως «τον πιο διανοούμενο άνθρωπο που γνώρισε στην Ευρώπη»! Ναι, κατήργησε το Σύνταγμα και το Κοινοβούλιο μεν (η δημιουργία του οποίου ήταν ο όρος για να ανέλθει στον θρόνο) που με τόσο κόπο απαίτησαν οι προηγούμενες γενιές αλλά η δικαιολογία είναι ρεαλιστικότατη: με τόσες εθνότητες (Αρμένιους, Βούλγαρους, Σέρβους, Ρωμιούς, Λαζούς, Γερμανούς, Γεωργιανούς, Αλβανούς, Τούρκους, Εβραίους, Άραβες, Κριμαίους, Βλάχους, Πομάκους, Βόσνιους) δεν θα μπορούσε να υπάρξει εθνικό κοινοβούλιο αλλά «μάζωξη διαφορετικών εθνών» (ο καθένας τους διάβαζε εφημερίδα τυπωμένη σε διαφορετική γλώσσα. Ήταν δυνατόν να αφεθούν σε ένα τέτοιο κοινοβούλιο οι τύχες της ήδη εξουθενωμένης από τον πόλεμο αυτοκρατορίας;).
     Αντιλαμβάνεται από πολύ νέος 14 χρονών, όταν έκανε με τον θείο του και προκάτοχό του στον θρόνο σουλτάνο -τότε- Αμπντουλαζίζ το περίφημο ταξίδι στην Ευρώπη που τον σημάδεψε και τον έκανε «θαυμαστή της Δύσης», ότι οι ευρωπαϊκές χώρες Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία έχουν ευημερία, ελευθερίες και ανώτερο πολιτισμό από την παρακμασμένη αυτοκρατορία. Ότι πρέπει π.χ. να αλλάξει πια το στριφνό αλφάβητο (δυστυχώς οι πιο καθυστερημένοι μεταξύ των υπηκόων μου είναι οι μουσουλμάνοι) πράγμα που το εφάρμοσε βέβαια ο Κεμάλ, όπως και το σύστημα μέτρησης της ώρας. Καταργεί το τσαντόρ και ενθαρρύνει τις μεταφράσεις ξένων λογοτεχνικών έργων. Έχει πλήρη συναίσθηση ότι η ανώτερη πολιτισμικά Ευρώπη (που μέχρι προ τινός την θεωρούσαν βάρβαρη) αποσκοπεί στα πετρελαϊκά κοιτάσματα της αυτοκρατορίας, κι ότι οι Ευρωπαίοι επωφελούνται της πολυπολιτισμικότητας της χώρας για να στρέψουν το ένα έθνος ενάντια στο άλλο, έχοντας βλέψεις ο Ναπολέων στην Αίγυπτο, οι Άγγλοι στην Μέση και Εγγύς Ανατολή, οι Ρώσοι στην Ισταμπούλ. Ακόμα, ξέρει ότι τα Βαλκάνια είναι ένα καζάνι που βράζει, ενώ καταπλήσσει τον αναγνώστη ο χειρισμός του στο «ζήτημα της Παλαιστίνης»: Ναι, από τότε (και για όσους ψάχνουν κι ακόμα πιο παλιά) οι Εβραίοι, διωγμένοι από Ρωσία και Ευρωπαϊκές χώρες, βρήκαν καταφύγιο στην Οθωμανική αυτοκρατορία, από την εποχή ακόμα του Βαγιαζίτ ακόμα αγωνίζονταν για την ίδρυση εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Ο ίδιος ο Αμπντουλχαμίτ υποδέχτηκε τον πρεσβύτερο της οικογένειας Ρότσιλντ για να αγοράσει γη στην χώρα του Δαβίδ και του Σολομώντα. Δεν του επέτρεψε να αγοράσει γη, αλλά «χαλάρωσε τους κανόνες». Είναι η εποχή που γίνεται το πρώτο σιωνιστικό συνέδριο στην Ελβετία, που οργάνωσε ο Τέοντορ Χερτσλ. Η κυβέρνηση απέρριψε τα αιτήματά του, ο σιωνιστής βέβαια επέμεινε προσφέροντας αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, και ο σουλτάνος μας όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά «διέταξε να πληρωθεί το αντίτιμο από το προσωπικό του βαλάντιο και οι Άγιοι τόποι να εγγραφούν στο όνομά μου (-Γιατί το κάνατε αυτό; -Ήξερα ότι ο Σιωνισμός δεν θα εγκατέλειπε την προσπάθεια επιδίωξης ίδρυσης ενός εβραϊκού κράτους). Φυσικά, η περιουσία του σουλτάνου δημεύτηκε.
     Παραθέτει όπως βλέπουμε (ο ίδιος, ενώ ο γιατρός σημειώνει) με τέτοια πειστικότητα τις δυσκολίες να διακυβερνήσει κανείς ένα τέτοιο σύνθετο και τεράστιο κράτος, που φτάνει να αποδεικνύει ότι εντέλει ο ηγεμόνας είναι αιχμάλωτος του θρόνου, δούλος του, δεν γίνεται να κάνει ό, τι θέλει. Έχει φερθεί καλά στους ποικίλους υπηκόους, έχει τιμήσει Αρμένιους όπως τον αρχιτέκτονα Μπαλιάν, Έλληνες όπως τον τραπεζίτη Ζαρίφη και τον Καραθεοδωρή πασά και βοήθησε τους εβραίους! Την εποχή που οι Ευρωπαίοι ήταν αποικιοκράτες κι έκαναν σκλαβοπάζαρο!!! Επίσης, εκφράζει απερίφραστα αντιπολεμικές ιδέες: ο πόλεμος κουράζει τον λαό οδηγεί τη χώρα σε εξαθλίωση, είναι φρικτό πράγμα ο πόλεμος. Με ετοιμότητα και αυτοπεποίθηση ενθαρρύνει τον γιατρό να τον ρωτήσει ό, τι εκείνος θέλει, κι αυτός με τη σειρά του θέτει δύσκολες ερωτήσεις σε επίμαχα ζητήματα, όπως την κατάργηση του Συντάγματος, τον θάνατο του Μιτχάτ, την παραχώρηση της Κύπρου στους άγγλους (δεν είχα άλλη επιλογή/σκέφτηκα ξανά να κάνω κάτι για να στρέψω τις Μεγάλες Δυνάμεις τη μία εναντίον της άλλης).
     Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και διασκεδαστικά μέρη του βιβλίου ήταν η αφήγηση του ταξιδιού στο Παρίσι, στα εγκαίνια μιας παγκόσμιας έκθεσης, το 1867, όταν ο Αμπντουλχαμίτ ήταν πρίγκιπας, 24 χρονών και σουλτάνος ο θείος του, Αμπντουλαζί, ενώ στη συνέχεια περνούν κι απ’ το Λονδίνο (οι επισκέψεις αυτές είχαν φυσικά και πολιτικό χαρακτήρα). Ήταν η πρώτη φορά που εκπρόσωποι της δυναστείας (οι δυο τους και ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Μουράτ) επισκέπτονται τη Δύση, άλλωστε «την Ευρώπη την περιφρονούσαν, τη έβλεπαν ως μια χώρα «απίστων» και θεωρούσαν την οικονομία τους αδύναμη και το νόμισμά τους ευτελές και ασήμαντο». Πέρα από τα πικάντικα έως τραγελαφικά επεισόδια που δείχνουν τις διαφορές ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς, η επίσκεψη αυτή απέβη καθοριστική για την μετέπειτα πολιτική των Οθωμανών δυναστών (βλέπαμε με τον πιο οδυνηρό τρόπο ότι ήταν αδύνατο να τους φτάσουμε, ότι είχαμε χάσει το τρένο της επιστήμης), πράγμα που αντικατοπτρίζεται στην μετέπειτα πολιτική («μεταρρυθμίσεις με ισλαμικό μανδύα» όπως εκσυγχρονισμός της παιδείας, μεταφράσεις, παρθεναγωγεία).
     Παράλληλα με την ψυχογράφηση, ο αναγνώστης βλέπει και την Θεσσαλονίκη της εποχής, ένα πολυπολιτισμικό λιμάνι από τα σπουδαιότερα της Μεσογείου, μια πόλη που «κανένας δε μπορούσε να υποστηρίξει ότι είναι ασφαλής», εφόσον έχουν ξεκινήσει παντού τα εθνικιστικά κινήματα. (Ελλάδα, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο Ερζεγοβίνη). Ένα συμβάν που συντάραξε ήταν «η σφαγή των προξένων», ενός Γάλλου κι ενός Γερμανού το 1876[2], άλλο ήταν η επιδημία χολέρας. Αντίθετα όμως από την Ισταμπούλ, η Θεσσαλονίκη ήταν μια χαρούμενη «νεανική πόλη», πολύχρωμη, με τον μισό πληθυσμό Εβραίους, το ένα τρίτο μουσουλμάνους Τούρκους, αλλά και με πολλούς Ρωμιούς και Βούλγαρους, κέντρο όμως των εξεγέρσεων που απειλούσαν την αυτοκρατορία.
     Έχε γεια Θεσσαλονίκη
     Ο Λιβανελί ολοκληρώνει το βιογραφικό αυτό επεισόδιο του Αμπντουχαμίτ, όταν τριάμισι χρόνια μετά την κράτησή του στη Θεσσαλονίκη, δίνεται εντολή να τον μεταφέρουν πίσω στην Ισταμπούλ. Είναι 1912 πια, εποχή Βαλκανικών πολέμων, και οι Έλληνες διαγκωνίζονται με τους Βούλγαρους ποιοι θα μπουν πρώτοι στη Θεσσαλονίκη. Ο έκπτωτος μονάρχης, αποκλεισμένος από κάθε εξωτερική είδηση (απαγορευόταν να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέσον πληροφόρησης) πέφτει απ’ τα σύννεφα, και κάνει απελπισμένες προσπάθειες να συμμετάσχει. Αρχικά, θέλει να μείνει και να… υπερασπιστεί «τα εδάφη των προγόνων του». Μετά τον πρώτο πανικό, επανέρχεται με εκπληκτική ταχύτητα στον ρόλο του παντισάχ, προτείνει μάλιστα και στρατηγικό σχέδιο για να εξουδετερωθούν οι δυο στρατοί (ο γιατρός είδε την αλλαγή στον άνθρωπο που γνώριζε τόσο καλά, τη σοβαρότητα στη στάση, την επιβλητικότητα στη φωνή του)!
     Ωστόσο, τα γεγονότα ξεπερνούν τα πρόσωπα, κι ο τέως σουλτάνος με την οικογένειά του μεταφέρονται στην Ισταμπούλ (θα πεθάνει έγκλειστος 6 χρόνια μετά από φυσικό θάνατο), όπου, παρά τις ενδόμυχες ελπίδες του, διαισθάνθηκε ότι εδώ, ακριβώς εδώ, ήταν το σημείο όπου θα ξεκαβαλίκευε την τίγρη.
Χριστίνα Παπαγγελή
Υγ. Με την προσωπικότητα και τη βασιλεία του Αμπντουχαμίτ έχει ασχοληθεί και ο Michel de Grèce[3], όπου αφηγητής είναι ο ίδιος ο σουλτάνος, στο έργο «Ο τελευταίος σουλτάνος»

[1] Ο νόμος Νιζάμ-ι Αλέμ επέτρεπε τη θανάτωση πιθανών διαδόχων για να διασφαλίσει τη ¨διαιώνιση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας»
[2] https://www.mixanitouxronou.gr/i-sfagi-ton-eyropaion-proxenon-stin-othomaniki-thessaloniki-apo-exorgismenoys-moysoylmanoys-aformi-itan-i-antidrasi-ton-christianon-ston-exislamismo-mias-12chronis/
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%AE%CE%BB_%CE%9D%CF%84%CE%B5_%CE%93%CE%BA%CF%81%CE%B5%CF%82

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 24, 2025

Να την προσέχει (Veiller sur elle), Ζαν Μπατίστ Αντρεά

Θέμα ωρών; Ας γελάσω. Είμαι νεκρός εδώ και πολύ καιρό.
Μα από πότε οι νεκροί δεν μπορούν να διηγηθούν την ιστορία τους;
     Πολύ συναρπαστικό, πολύ ιδιαίτερο και χορταστικό μυθιστόρημα, με πολύ ελκυστική γραφή, υπερ-συμπαθητικούς ήρωες και ενδιαφέροντα επί μέρους θέματα! (Σημ.: Στα σημειώματα αυτά του μπλογκ προσπαθώ να αποφύγω την «περίληψη», ωστόσο στην περίπτωση του βιβλίου αυτού οι αναφορές στην πλοκή είναι κάπως πιο εκτεταμένες αλλά απαραίτητες για να γίνουν κατανοητά τα υπέροχα αποσπάσματα που επέλεξα να συγκρατήσω)
    Η αλήθεια είναι ότι οι πρώτες σελίδες δεν σε προσελκύουν ιδιαίτερα, εφόσον στο «αφηγηματικό σήμερα» (1986) βρισκόμαστε στο αβαείο του της Σάκρα ντι Σαν Μικέλε[1], όπου οι 32 μοναχοί που το κατοικούν ακόμη αποχαιρετούν σε κύκλο, κατά το έθιμο, «αυτόν που φεύγει», ένα τρόφιμο του αβαείου που πέρασε εκεί, όπως μαθαίνουμε, τα τελευταία του 40 χρόνια. Πρόκειται για έναν ασυνήθιστο άνθρωπο, όχι μοναχό, που του επιτράπηκε να μείνει εκεί «για να την προσέχει» (veiller sur elle). Ποιαν; Αυτό αιωρείται σαν δυσοίωνο μυστήριο, που απαντιέται ωστόσο στις αμέσως επόμενες σελίδες.
   Το βιβλίο κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα, το παρόν όπως είπαμε, αλλά και το απώτερο παρελθόν του Μίμο, του Μικελάντζελο Βιταλιάνι, γνωστού στην Ιταλία αρχικά και σαν «Φραντσέζου» (γιατί γεννήθηκε στη Γαλλία ) όπου καταγράφεται η απίθανη, απίστευτη, σχεδόν παραμυθένια του ζωή από τις αρχές σχεδόν του 20ου αι (γεννήθηκε το 1904). Τα (πιο εκτεταμένα) κεφάλαια που εξιστορούν την πορεία του Μίμο είναι σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τεχνική που προσδίδει εξ ορισμού ζωντάνια και αμεσότητα, πόσο μάλλον εφόσον ο ήρωας με εξομολογητικό ύφος και διεισδυτικότητα μας φέρνει σε επαφή με τον πλούσιο συναισθηματικό του κόσμο.
    Μίμο ή Μικελάντζελο Βιταλιάνι
     Κι όλα αυτά θα ακούγονταν ενδιαφέροντα αλλά συνηθισμένα, αν δεν ήταν πανέξυπνοι, ταλαντούχοι, κι εντελώς sui generis οι δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου. Ξεκινώντας από τον αφηγητή, τον Μικελάντζελο, δεν είναι τυχαίο πρώτα πρώτα το όνομά του (από τα δύο φορτία της ύπαρξής μου, το όνομά μου υπήρξε αναμφίβολα το πιο ελαφρύ να το σηκώνω). Ήταν το όνομα που του έδωσε η μητέρα του προς τιμήν του γνωστού γλύπτη Μιχαήλ Άγγελου Μπουοναρότι, γιατί είχε την πεποίθηση ότι ο γιος της θα γίνει σπουδαίος γλύπτης, όπως ήταν κι πατέρας του, ο οποίος όμως πέθανε όταν ο Μίμο ήταν 12 χρονών. Και μπορεί η μητέρα να ήθελε να τον «ξεφορτωθεί», αλλά δεν είχε άδικο σχετικά με το ταλέντο του. Ο Μίμο μέσα από πολλές δυσκολίες αναγνωρίστηκε ως σπουδαίος κι αναγνωρισμένος καλλιτέχνης –άσσος στη σμίλη αλλά όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης και με πολύ υψηλές… αφηγηματικές ικανότητες. Ο αναγνώστης νιώθει ότι η λεπτοφυής αίσθηση που καθοδηγεί το έμφυτο ταλέντο του ήρωα, να δίνει ζωή στο άψυχο σκληρό υλικό, έχει άμεση σχέση και με την διεισδυτική έκφραση στον λόγο.
     Το άλλο φορτίο, δεν το ομολογεί άμεσα, αλλά προφανώς ήταν το ανάστημά του. Ο Μίμο ήταν πανέξυπνος, ταλαντούχος, και πολύ όμορφος (κι αυτό το μαθαίνουμε έμμεσα) αλλά εξαιρετικά κοντός εφόσον γεννήθηκε με νανισμό (c’ è un piccolo problema, σχολίασε η γυναίκα που τον ξεγέννησε!) . Είναι ένα χτυπητό στοιχείο «διαφορετικότητας», που του δημιουργεί κάποια προβλήματα αλλά με τον ιδιοφυή τρόπο με τον οποίο το χειρίζεται, δεν φαίνεται να τον εμποδίζει σε τίποτα και -ευτυχώς- δεν προβάλλεται σαν κεντρικό θέμα από τον συγγραφέα. Ο Μίμο ξεπερνά με ευκολία αυτή τη σωματική «λεπτομέρεια» χάρη στην ενθουσιώδη δύναμη που τον χαρακτηρίζει, στο πάθος το ξεχωριστό που συνοδεύεται από παρατηρητικότητα, ικανότητα να μαγεύεται με το παραμικρό, θέληση και πολύ ταλέντο, κι όλα αυτά τον ωθούν να προχωρήσει και να δώσει απίστευτα έργα παρόλο που ξεκίνησε πάμφτωχος και ορφανός, σαν παραπαίδι ενός υποτιθέμενου «θείου» του γλύπτη. Γιατί η μάνα του (μια πληγή γι’ αυτόν ανοιχτή που αργεί να κλείσει -«Γιατί με εγκατέλειψες;») τον έστειλε στο Αμπρούτσο, στην Ιταλία, να δουλέψει παραγιός στο εργαστήρι του Αλμπέρτο («Δεν τον θέλω»/ «Και γιατί δηλαδή;»/ «Γιατί κανείς δεν μου είπε ότι είναι κοντοπίθαρος»).
     Το φυσικό χάρισμα να σμιλεύει την πέτρα και να της δίνει πνοή είναι η πρώτη παράμετρος που καθορίζει τον ψυχισμό του Μίμο, είναι ο δαίμονας που τον οπλίζει με τόλμη, ή που τον εξυψώνει ξανά όταν αποκλίνει σε κραιπάλες, υπερβολές και λοξοδρομήσεις. Γιατί η ζωή του Μίμο είναι πολυτάραχη, με πολλές ανατροπές και ποικίλα πάθη, έντονα και αντιφατικά συναισθήματα που στην πορεία του θα τον συνταράσσουν και θα τον αποπροσανατολίζουν. Και πρώτα πρώτα, σκοντάφτει στη συνεργασία με τον «σκατιάρη» Αλμπέρτο, ο οποίος δυσκολεύεται να παραδεχτεί το πηγαίο ταλέντο του μαθητευόμενού του και του κάνει τη ζωή δύσκολη, ενώ ήδη έχει αρχίσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος (αλλά δεν ήμουν δυστυχισμένος, το διαπίστωνα κάθε βράδυ/ίσως επειδή ήμουν νέος, οι μέρες μου ήταν όμορφες/ήμουν ευτυχισμένος και μεθυσμένος απ’ όλα αυτά που ήταν ακόμα μπροστά μου, εκείνη τη μάζα μέλλοντος που είχα να σκαρφαλώσω, να κόψω στα μέτρα μου).
     Ο δεύτερος μεγάλος άξονας που καθορίζει τη μοίρα και τα έργα του Μίμο, είναι η -τεθλασμένη, πολυποίκιλη, πολυδιάστατη- σχέση με όλα σχεδόν τα μέλη της θρυλικής οικογένειας Ορσίνι, γαιοκτημόνων που κατέχουν την μεγαλύτερη κοινωνική δύναμη στην Πιέτρα ντ’ Άλμπα στην εντυπωσιακή τους βίλα, κυρίως όμως η «πνευματική συνάντηση» με τη Βιόλα, τη γυναίκα που θα αναστατώνει από δω και πέρα και για πάντα όλη του τη ζωή -είτε με την με την παρουσία της, είτε με την απουσία της. Η πρώτη επαφή των δεκατετράχρονων πρωταγωνιστών είναι βέβαια επεισοδιακή, καθώς ο Μίμο την ανταμώνει για πρώτη φορά σ’ ένα… νεκροταφείο, το βράδυ, όπου πιστεύει πάραυτα ότι είναι… φάντασμα (άντρες πολύ πιο θαρραλέοι από μένα θα είχαν λιποθυμήσει. Αυτό λοιπόν κι έκανα), και στη συνέχεια δίνουν γνωριμία όταν προσγειώθηκε ανώμαλα από «εργατικό» ατύχημα στο… δωμάτιό της, προσπαθώντας να σταθεροποιήσει ένα άγαλμα στη στέγη της βίλας Ορσίνι.
     Βιόλα. Βιόλα. Βιόλα.
Εδώ άρχιζε ο θρύλος της οικογένειας
στην οποία οφείλω τους πιο μεγάλους πόνους
και τις πιο μεγάλες χαρές μου,
στην οποία οφείλω, εν ολίγοις τη ζωή μου,
που τώρα φεύγει.
     Η Βιόλα είναι συνομήλικη με τον Μίμο (σχεδόν γεννήθηκαν την ίδια μέρα) με εξίσου σπινθηροβόλο πνεύμα, πολύ επαναστατικό βέβαια για να χωρέσει στους τύπους και τους κανόνες της αριστοκρατικής κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει. Η «χημεία» αναφαίνεται από την πρώτη επαφή (μου χαμογέλασε, ένα χαμόγελο που κράτησε τριάντα χρόνια, και που απ’ την άκρη του κρεμάστηκα για να διασχίσω πολλές αβύσσους), ενώ οι διάλογοι μεταξύ τους, που ακολουθούν και διατρέχουν όλο το κείμενο είναι απολαυστικοί, ουσιαστικοί και πνευματώδεις. Γιατί πρόκειται για δύο ήρωες που χαρακτηρίζονται από εξαιρετική ευφυΐα, αλλά και πηγαία ορμή για αλήθεια και γνώση.
     Το «κορίτσι με το πράσινο φουστάνι», που έχει το περίεργο χάρισμα να εμφανίζεται απ’ το πουθενά, αγκιστρώνει επιδέξια τον Μίμο παρά τις κοινωνικές απαγορεύσεις (δεν είμαστε από την ίδια κοινωνική τάξη/δεν μπορούμε να είμαστε φίλοι), ανανεώνει τα ραντεβού στο νεκροταφείο (ν’ ακούσουμε τους νεκρούς, χαζέ/καλύτερα να φοβάσαι τους ζωντανούς), ανακηρύσσει τους δυο τους «συμπαντικούς δίδυμους», ξαπλώνει στον τάφο του θρυλικού Τομμάζο Μπάλντι γιατί πιστεύει ότι της στέλνει μηνύματα, ο δε μέγιστον, έχει εξημερώσει μιαν… αρκούδα (ναι, είναι γνωστή ως το «κορίτσι που μεταμορφώνεται σε αρκούδα»)! Δεν είναι παρά μια «μάγισσα» για τους χωρικούς της Πέτρα ντ’ Άλμπα! Είναι όμορφη με τον τρόπο της, ενδιαφέρεται για την πολιτική (σε αντίθεση με τον Μίμο), διαβάζει εφημερίδες (μην ξεχνάμε -έχουμε τον A' Παγκόσμιο πόλεμο) κι εφοδιάζει τον καινούργιο της φίλο με σπάνια και ποικίλα βιβλία που κλέβει από τη βιβλιοθήκη του πατέρα της (κάποια στιγμή το πλήρωσε ακριβά, μάλιστα, με δημόσιο ξυλοδαρμό!).
     Το ανήσυχο πνεύμα της Βιόλας, που έχει εκπληκτική ικανότητα να ρουφάει τη γνώση, να ξεχωρίζει την ουσία και να απομνημονεύει τα πάντα (π.χ. τα ονόματα όλων των ανέμων), ταξιδεύει με τη σκέψη παντού, στις επιστημονικές ανακαλύψεις π.χ. στους εκρηκτικούς μηχανισμούς, στην ιατρική, στην τέχνη (λατρεύει τον Φρα Αντζέλικο), στην πολιτική ζωή, στο ιστορικό παρελθόν, ακόμα και στον… χρόνο, παρασύροντας με ορμητικότητα και τον Μίμο (προς έκπληξή μου, ακόμα κι απ’ την πιο ερμητική πραγματεία, μάθαινα ακόμα κάτι), ο οποίος άλλωστε κι αυτός με τη σειρά του έχει επιδοθεί στην γλυπτική με απίστευτη μαεστρία για την ηλικία του, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι είναι «αφύσικα χαρισματικός» (το πρώτο κομπλιμέντο που πήρα, και είχαν φροντίσει να του κολλήσουν τη λέξη «αφύσικος»). Η Βιόλα, όπως ομολογεί ο αφηγητής, τον υπερβαίνει, «του ανοίγει έναν κόσμο άπειρων αποχρώσεων» (δεν είναι «σύννεφα», είναι υψισωρείτες/δεν είναι άνεμος, είναι μαΐστρος), κάτι που λατρεύει ο Μίμο, άλλωστε αυτό το στοιχείο δίνει ώθηση κι έμπνευση στον καλλιτέχνη, ως απαραίτητη προϋπόθεση στην άσκηση της τέχνης του.
     Έτσι, σ’ αυτήν την πρώιμη ηλικία θεμελιώνεται η αδυναμία του μελλοντικά μεγάλου γλύπτη στο παράξενο αυτό κορίτσι, μια αδυναμία που δεν εξαφανίζεται παρά τις άπειρες αντιξοότητες που ακολούθησαν (μου χρειάστηκαν ογδόντα δύο χρόνια, οκτώ δεκαετίες δυσπιστίας, και ένας μικρός επιθανάτιος ρόγχος, ώσπου να αναγνωρίσω αυτό που ήδη ήξερα. Δεν υπάρχει Μίμο Βιταλιάνι χωρίς τη Βιόλα Ορσίνι. Αλλά υπάρχει Βιόλα Ορσίνι, χωρίς την ανάγκη κανενός).
     Η Βιόλα με ξεθέωνε
Από την πιο τρυφερή της ηλικία
η Βιόλα ήθελε να πετάξει
     Οι δυο άσπονδοι φίλοι δίνουν διάφορους όρκους αγάπης, πίστης, φιλίας, δεσμεύονται ότι θα βρεθούν στις 28 Ιουνίου του 1928 (σε 10 χρόνια), ότι θα βοηθάει ο ένας τον άλλον στο δρόμο τους. Η Βιόλα όμως προχωράει με τα χίλια, έχει βαλθεί τώρα να… πετάξει (δεν μπορείς να διαλέξεις κάτι άλλο; Κάτι πιο απλό; Μπορείς να μεταμορφωθείς σε αρκούδα, αυτό δεν αρκεί;). Γιατί η Βιόλα δεν έχει όρια, κι αυτό είναι συνειδητή διαπίστωση (κάθε σύνορο είναι επινόηση. Όποιος το καταλάβει αυτό ενοχλεί αναγκαστικά αυτούς που επινοούν τα σύνορα).
     Καθώς ενηλικιώνονται, στα 16 πια, ο Μίμο αντιμετωπίζει με στωικότητα τη Βιόλα να ξεφεύγει από το κοινό τους ύψος, να ψηλώνει και να ωριμάζει, παρακολουθώντας με τη ματιά του καλλιτέχνη τις διαρκείς μεταμορφώσεις της (η Βιόλα δεν είχε στήθος, αυτό είναι αλήθεια, αλλά εγκατέλειπε την εφηβεία και τις γωνίες της. Ήταν η φάση του στιλβώματος, σχεδόν η πιο σημαντική στη γλυπτική. Οι κινήσεις της αποκτούσαν ποίηση καμπύλης. Οι διαθέσεις της, αντιθέτως, είχαν την τραχύτητα των βουνών. Ήταν απαιτητική, ανυπόμονη, θωπευτική, έξαλλη, ικετευτική). Στα γενέθλια των 16 η Βιόλα θα χαρίσει ένα απροσδόκητο δώρο στον Μίμο, μια δια ζώσης συνάντηση με την Μπιάνκα, την αρκουδίτσα, προκαλώντας του μια λιποθυμία ακόμα. Και, τώρα -στο παρόν- που είναι 82 χρονών, ομολογεί ότι έχει ζήσει πολλά, επιτυχίες, μουσικές, ομορφιές όμως τίποτα δεν συγκρίνεται με το θέαμα εκείνης της φλογερής πιτσιρίκας ανάμεσα στα πόδια μιας αρκούδας.
     Αυτή λοιπόν η «φλογερή πιτσιρίκα», τη μέρα των αρραβώνων της μ’ έναν νεαρό ισχυρής οικογένειας που διάλεξαν οι γονείς της, μετά από μελέτες και δοκιμές, εξαφανίστηκε απ’ όλους, ανέβηκε στην στέγη του σπιτιού τυλιγμένη σ’ ένα παράξενο ιστίο και… δοκίμασε να πετάξει (Ίκαρος οργίλος στροβιλιζόμενος)!!!
     Τέχνη- κοινωνία- ζωή
Την ημέρα που θα έχεις καταλάβει τι σημαίνει σμιλεύω,
θα κάνεις ανθρώπους να κλαίνε με μια απλή κρήνη.
Στο μεταξύ, να είσαι υπομονετικός.
Να είσαι σαν αυτό το ποτάμι, σταθερός, ήρεμος.
     Μετά απ’ την άδοξη πτώση της, η Βιόλα θα εξαφανιστεί από το προσκήνιο. Ξέρουμε ότι επέζησε, αλλά εντωμεταξύ ο Αλμπέρτο στέλνει τον Μίμο στη Φλωρεντία, δήθεν για να διαλέξει δύο μπλοκ μαρμάρου Καρράρας, ουσιαστικά για να τον ξεφορτωθεί μια και τον βλέπει ανταγωνιστικά . Ήδη ο ήρωάς μας έχει ξεχωρίσει με τα έργα του, φτιάχνοντας μικρά αριστουργήματα, με κορυφαίο μέχρι στιγμής το δώρο του προς την Βιόλα στα 16α της γενέθλια, μια αρκούδα με στραμμένο το στόμα της στον ουρανό, ένα έργο λαξευμένο σ’ ένα πολύτιμο μπλοκ μαρμάρου του Αλμπέρτο (το μάτι του θεατή έκανε ένα ταξίδι από την τραχύτητα στην λεπτότητα, από την ακινησία στην κίνηση), προκαλώντας βέβαια την οργή του (από θαύμα σώθηκε το έργο από την απειλή της βαριοπούλας). Με αφορμή την δημιουργική φρενίτιδα του Μίμο, ο συγγραφέας μάς δίνει υπέροχες σελίδες προβληματισμών και στοχασμών πάνω στην τέχνη της πέτρας και γενικότερα στον κόσμο της τέχνης και της νεωτερικότητας (συμβουλή του πατέρα του: φαντάσου το έργο σου τελειωμένο να ζωντανεύει. Τι θα κάνει; Πρέπει να φανταστείς τι θα συμβεί το δευτερόλεπτο που ακολουθεί τη στιγμή που φιξάρεις, και να το υπονοήσεις). Γιατί και η Πιετά, το κορυφαίο έργο του Βιταλιάνι που διασώθηκε στο μοναστήρι Σάκρα ντι Σαν Μικέλε και το φυλάνε ως κόρη οφθαλμού, ξεπερνά κατά πολύ σε εκφραστικότητα και σε μηνύματα την κλασική Πιετά του Μιχαήλ Άγγελου.
     Μετά την πτώση της Βιόλας, λοιπόν, η ζωή του Μίμο άλλαξε τελείως ρότα. Έχει τελειώσει ήδη ο πόλεμος, τάγματα δράσης συγκροτημένα από φασίστες («σκουαντρίστες», στου οποίους θα προσχωρήσει σύντομα και ο «πρώην σοσιαλιστής» Μουσολίνι) έχουν εμφανιστεί τρομοκρατώντας τον κόσμο (τα έθνη νικητές τσακώνονταν για το κουφάρι των νικημένων), οι παραγγελίες έχουν ελαχιστοποιηθεί. Στην Φλωρεντία, όπου αρχικά ο Μίμο δεν ήθελε να μείνει (η Βιόλα με χρειαζόταν), θα αναγνωρίσει την πόλη που θα του αλλάξει τη ζωή (σε κάθε βήμα έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε δέκα μορφές κάλλους, δέκα διαφορετικές ιστορίες/η πόλη γλιστρούσε μέσα μου και δεν θα με εγκατέλειπε/δεν ήταν η πιο όμορφη από τις πόλεις της Ιταλίας, αλλά ήταν η ωραιότερη (!), κι αυτό γιατί η Φλωρεντία ήταν η Βιόλα, δε θ’ αργούσα να το καταλάβω: συνθλιμμένη και φανατική και γλυκιά).
     Εδώ ο Μίμο θα γνωρίσει τον μέντορά του, τον διάσημο γλύπτη Φίλιππο Μέττι ο οποίος αρχικά τον τοποθετεί ως εργάτη στην «κοπή» (η κοπή ήταν η κόλαση, τα αμπάρια του καραβιού, η πιο άχαρη δουλειά), ενώ η ομάδα του ανέλαβε να κλείσει ένα από τα πιο ωραία συμβόλαια της περιοχής, την ανακαίνιση ενός τμήματος του Ντουόμο). Γρήγορα όμως ο Μέττι θα διακρίνει το χάρισμα του Μίμο (αυτά τα δύο πουλιά δεν θα πετάξουν ποτέ) και θα τον τοποθετήσει στο ατελιέ, δημιουργώντας κύματα μικροψυχίας από τους συναδέλφους του γλύπτες, που τον υποβάλλουν σε καψόνια. Ωστόσο ο Νέρι, ο μεγάλος ανταγωνιστής του και διευθυντής του ατελιέ, κατά τον Μέττι δεν θα πάει μακριά αλλά είναι σταθερός, μπορεί κανείς να στηριχτεί πάνω του, ενώ «εσύ τρέχεις ασταμάτητα σαν κάποιον που τον παρασύρει το τρέξιμό του σε μια κατηφοριά/ υπάρχει δαιμόνιο μέσα σου».
     Καθώς σταθεροποιήθηκε η παρουσία του Μίμο στο ατελιέ, αρχίζουν οι κραιπάλες και η νυχτερινή ζωή, τα ποτά, τα ξενύχτια- (η νυχτερινή ζωή μου είχε έναν στόχο: να μ’ εμποδίζει να σκέφτομαι τη Βιόλα, απ’ την οποία εξακολουθούσα να μην έχω το παραμικρό νέο). Μια γερή κόντρα με τον Νέρι με αφορμή το αποκαρδιωτικό, πρώτο γράμμα της Βιόλας, μια λυσσασμένη σύγκρουση που καταλήγει σε κεφαλιές, είναι η αιτία της απόλυσής του (addio Firenze bella), και της ατέλειωτης κατρακύλας: αφού τον χτύπησαν, τον έκλεψαν και τον πέταξαν σαν σακί (τότε έκανα το πολυτιμότερο πράγμα που μου είχαν μάθει οι γονείς μου, λίγο μετά τον ερχομό μου στη γη. Σηκώθηκα όρθιος και περπάτησα).
     Με την «περηφάνια του μεσίστια», ο Μίμο κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του υπόκοσμου, συντροφιά με τον «μεγαλοφυή σαλτιμπάγκο» Αλφόνσο Μπιτσάρο (προφήτης παραισθητικός ενός κόσμου σε κατάσταση πολτού), τον τύπο που είχε πρωτογνωρίσει και είχε το περίφημο τσίρκο Μπιτσάρο (κράτος εν κράτει, προικισμένο με τη δική του ηθική και τους δικούς του νόμους). Μέσα στην απελπισία του πιάνει δουλειά συμμετέχοντας στο έργο «Η δημιουργία» (μάχη ανθρώπων με… δεινόσαυρους). Ο Μίμο βουλιάζει στην αθλιότητα εκθέτοντας στο κοινό θέαμα το… ύψος του (είχα γίνει κλόουν, ένας κλόουν θλιβερός, διόλου μα διόλου αστείος), συνεργαζόμενος μ ένα άτακτο μπουλούκι εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν μονίμως μεθυσμένοι, μεθοκοπώντας στα καπηλειά και κάνοντας μικροκλοπές και «δραστηριότητες κλεπταποδόχου». Στα μόνιμα μέλη του θιάσου είναι και η εξηντάχρονη Σάρα, ΄(ενδιαφέρουσα τύπισσα που θα «ξεπαρθενέψει τον Μίμο), που ρίχνει τα χαρτιά για να ξορκίσει τον φόβο του θανάτου (όταν έρθει η σειρά σου, κι εύχομαι ν’ αργήσει, πίστεψέ με: θα νιώσεις φόβο. Φόβο, όπως όλος ο κόσμος).
     Η συναναστροφή με τον Μπιτσάρο και τους «κακοποιούς με τον ιδιότυπο κώδικα τιμής» είναι ένα μεγάλο «μάθημα» για τον Μίμο. Το ανάγλυφο που του κάνει ως δώρο ανεβάζει σε άλλο επίπεδο τη σχέση (Λοιπόν είναι αλήθεια. Είσαι γλύπτης), κι είναι τέτοιος ο θαυμασμός του αυθεντικού σε όλα (και, πρέπει να τονίσουμε, αντιφασίστα) Μπιτσάρο, που στα 18α γενέθλια (1922), του χαρίζει μια επίσκεψη στην «Παρθένο» του Φρα Αντζέλικο (δέχτηκα αυτόματα επίθεση, βίαιο χτύπημα από τα χρώματα που μου προσφέρονταν), ένα έργο που ανήκει στον κοινό κώδικα επικοινωνίας Μίμο- Βιόλας (μια υπόκωφη θλίψη μου δάγκωνε τα σωθικά). Τέτοιος τύπος ήταν ο Μπιτσάρο, προοδευτικός και κιμπάρης, αλλά και αψύς και τσαμπουκάς κι έτσι, μετά από τραγελαφική σκηνή τσακωμού με τον Μίμο αλλά και με τέσσερις της πολιτοφυλακής, σύντομα το τσίρκο έκλεισε αφήνοντας τον Μίμο έρμαιο.
     Ο επόμενος σταθμός στον «βίο και πολιτεία» του ήρωά μας τον ανεβάζει πάλι από τον βούρκο στα ύψη: ο Φραντσέσκο, ο αδερφός της Βιόλας που ακολούθησε ιερατικό κλάδο (σχέσεις με Βατικανό κλπ) τον ανακάλυψε και τον προσλαμβάνει με παχυλό μισθό εξ ονόματος της οικογένειας Ορσίνι, αναγνωρίζοντας το ταλέντο του. Ο Μίμο επιστρέφει στην Πιέτρα ντ’ Άλμπα (όπου έχει να πατήσει δυο χρόνια) αλλά λόγω της συμπεριφοράς της Βιόλας (το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο, η ιστορία μας είχε λήξει), αποφασίζει να ζήσει στη Ρώμη δουλεύοντας εξ αποστάσεως (έφυγα, χωρίς να ξέρω ότι θα μου έπαιρνε πέντε χρόνια για να επιστρέψω. Ή, ακριβέστερα, επειδή δεν επέστρεψα μια οποιαδήποτε στιγμή, 1999 ημέρες και 17 ώρες)!
     Όλες αυτές οι μέρες είχαν το στίγμα της απουσίας της Βιόλας… (τα έβαζα με τη Βιόλα, που είχε δημιουργήσει αυτές τις τρύπες στην ιστορία μας). Έχει επίγνωση ωστόσο ότι ήταν «ο ένας ο καθρέφτης του άλλου». Έχει βέβαια θυμώσει, περιμένει μια συγνώμη, και τα χρόνια που ακολούθησαν ζει «σ’ αυτό το κολασμένο σπιράλ». Στη Ρώμη, στο ατελιέ, καταξιωμένος πια επαγγελματίας με μαθητευόμενους και με σπουδαίες παραγγελίες, ενώ μεγάλος θαυμαστής του είναι ο μονσινιόρε Πατσέλλι, που έχει μεγάλη επιρροή στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Το πρωτότυπο πνεύμα του Μίμο, να ξεφεύγει απ’ αυτό που περιμένουν οι άλλοι απ’ αυτόν, το αποδίδει ο ίδιος στο «αυτοκτονικό του ταμπεραμέντο» (εκείνες τις νύχτες τίποτα δεν είχε τόση σημασία εκτός απ’ το να φλογίζεσαι όσο το δυνατόν εντονότερα/ο Άγιος Πέτρος μου δεν ήταν ο σοφός και στρογγυλοπρόσωπος γενειοφόρος που έβλεπες παντού). Αντιμετωπίζει με ουδετερότητα και αδιαφορία την άνοδο του φασιστικού κόμματος (Απρίλιος του 1924, φασιστική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο), αλλά με τις καλλιτεχνικές παραδοξότητες και τον αψύ του χαρακτήρα φτάνει πάλι σε ακρότητες και σε συμπεριφορές ασυγχώρητες.
     Δεν είναι ηθικά ακέραιος ο Μίμο, αλλά η αφήγησή του χαρακτηρίζεται από ειλικρινές εξομολογητικό ύφος. Ξανασυναντά τη Βιόλα μετά από χρόνια, όταν κι οι δυο είναι 24, όταν εκείνη είναι κάπως μεταλλαγμένη, παντρεμένη μ’ έναν ανόητο καιροσκόπο και πιο συμμαζεμένη (δεν είμαι αυτή που γνώριζες. Ξέρεις πού με οδήγησαν τα όνειρά μου μήνες στο νοσοκομείο, με δεκάδες ουλές κι άλλα τόσα κατάγματα/είσαι πετυχημένος καλλιτέχνης κι είμαι παντρεμένη γυναίκα. Αλλά μπορούμε να ταξιδεύουμε πλάι πλάι. Χωρίς ηρωισμούς αυτή τη φορά).
Ξέρω ότι θυμώνεις μαζί μου γιατί δεν είμαι εκείνη που ήμουν άλλοτε,
η Βιόλα των νεκροταφείων και των αλμάτων στο κενό. (…)
Πρέπει να φροντίσω τον εαυτό μου αν θέλω να μην εξαφανιστώ.
     Ναι, είναι πια καταξιωμένος και δημοφιλής ο Μίμο, ισότιμος καλεσμένος των Ορσίνο, όπου δεσπόζει η μορφή του Στέφανο, του μεγαλύτερου αδερφού, που συναναστρέφεται μελανοχίτωνες. Φυσικά και η παρέα του είναι φαλλοκράτες, ταπεινώνουν τη Βιόλα επειδή είναι άτεκνη, ο Μίμο γεμάτος αντιφάσεις σ’ αυτήν την χρονική περίοδο, την υπερασπίζεται αλλά αποδέχεται να δουλέψει για πάρτη τους (γιατί όχι;), σ’ ένα τεράστιο «πρότζεκτ» στο Παλέρμο. Η αντίδραση της Βιόλας, που φυσικά είναι ενημερωμένη και πολιτικοποιημένη, και ισχυρίζεται ότι «συμμετείχε στην κατασκευή του κόσμου που γεννιόταν» κι ότι «δουλεύει για μια συμμορία καθαρμάτων» έχει τον αντίλογο, ότι κι εκείνη ανέχεται τον άντρα της τον Καμπάνα, «αυτόν τον κρετίνο», που την απατάει και τη χτυπάει. Ο σύζυγος της Βιόλας, συμπράττει με τα αδέρφια της που γίνονται αξιωματούχοι του καθεστώτος, ενός καθεστώτος που η Βιόλα απεχθάνεται, ενώ ο Μίμο «έχει γίνει ένας Ορσίνι».
     Δεν αργεί βέβαια η Βιόλα να εκραγεί, δημιουργώντας επεισόδιο δημόσια, όπου εκθέτει όλη την οικογένεια για την πολιτική τους απέναντι στους Εβραίους, ερχόμενη σε ρήξη και με αδέρφια και με τον Καμπάνα. Και φυσικά είναι ετοιμόλογη και πανέξυπνη, και φυσικά δεν θα βρει ποτέ το δίκιο της στην ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η πολιτική αντιπαράθεση κλιμακώνεται, αλλά φέρνει πολύ αργά αποτελέσματα στον απολιτίκ ήρωά μας, ο οποίος δέχεται κάποια στιγμή μια μεγαλειώδη παραγγελία ενός «μνημειώδους συμπλέγματος» με τον μεγαλεπήβολο τίτλο «Ο καινούριος άνθρωπος» για τη γενέτειρα του Ντούτσε! Είναι και η αφορμή να τον ξανασυναντήσει η Βιόλα, η οποία είχε εξαφανιστεί μετά από μια ακόμα «προδοσία» του Μίμο, για να του πει απλά «δεν θέλω να κάνεις αυτό το γλυπτό».
     Τα χρόνια της ανόδου του φασισμού είναι κρίσιμα επιτέλους αντιλαμβάνεται, με τη βοήθεια του -Εβραίου- Μπιτσάρο, πόσο «καθάρματα» είναι τα μέλη της κυβέρνησης.
Είναι γελοίο όλο αυτό.
Τη μια μέρα αγαπιόμαστε, την άλλη μισιόμαστε…
Είμαστε δυο μαγνήτες.
Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε,
Τόσο πιο πολύ απωθούμαστε
     Καθώς οι δύο ήρωες μπαίνουν όλο και πιο βαθιά στις διαπλεκόμενες σχέσεις του φασιστικού κατεστημένου, ξυπνά ο παλιός επαναστατικός εαυτός τους αλλά μπαίνει σε καινούργιες βάσεις και η σχέση τους. Η Βιόλα κάνει πράξη την απειλή που είχε εκτοξεύσει στον άντρα της, ο Μίμο προσπαθεί να την προστατεύσει από τα ιδρύματα, τα αναρρωτήρια και τα μοναστήρια (Φεύγουμε/αν φύγω χωρίς τη Βιόλα θα κάψω αυτό το μοναστήρι μέχρι να μην απομείνει τίποτα). Υπάρχουν διαρκείς μεταμορφώσεις όπως η αιφνίδια κοκεταρία της Βιόλας (απ’ όλες τις πανοπλίες που ενδύθηκε η Βιόλα για να ξεφύγει απ’ τον εαυτό της, αυτή μου φάνηκε η λιγότερο επικίνδυνη),ενώ, προχωρώντας στο 1941, τα πράγματα δυσκολεύουν στον επαγγελματικό τομέα για τον Μίμο. Η βράβευσή του από την Βασιλική Ακαδημία γίνεται αφορμή για ουσιαστική σύγκρουση (η ψεύτικη Βιόλα είναι πολύ ευτυχής. Η αληθινή, αν μπορούσε, θα με σκότωνε), ενώ τα πάθη του Εβραίου Μπιτσάρο τον μπαλαντζάρουν για να τον πετάξουν ιδεολογικά προς τη μεριά της Βιόλας (ίσως έρθει μια μέρα που η συνείδησή σου θα θέλει κάτι περισσότερο από αυτό το ρολόι στον καρπό σου. Και θα αντιληφθείς, εκείνη τη μέρα, ότι αυτό το κάτι είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που όλο το χρήμα σου δεν θα σου επιτρέψει να εξαγοράσεις).
     Έτσι ο Μίμο, «ένας παίκτης που δεν αντέχει να χάνει», κατάφερε ένα απίστευτο χτύπημα στο καθεστώς αλλά και στην οικογένεια που τον στήριξε, με επακόλουθο συλλήψεις και φυλάκιση μέχρι το 1945. Ωστόσο, το καθεστώς πνέει πια τα λοίσθια, κι από προδότης αναγνωρίζεται ως ήρωας αντιφασίστας όπως και ο Στέφανο.
     Ήταν εκείνη. Η Βιόλα.
     Όποιος κοίταζε τη Βιόλα έβλεπε μόνο τα μάτια της και ξεχνούσε το κάπως μακρουλό πρόσωπό της, τα κάπως πολύ λεπτά χείλη, με το αλλοτινό γέλιο, εκτοξευμένο στη σελήνη, για να σκεφτεί: Τι όμορφη που είναι!
     Ναι, καθώς ολοκληρώνεται η ιστορία, η Βιόλα ωριμάζει και παράλληλα φαίνεται να βρίσκει τον παλιό, εκρηκτικό εαυτό της… Ταράζει τα νερά όταν επιμένει να βάλει υποψηφιότητα στις εκλογές, προκαλώντας νέες επικές έριδες με τα αδέρφια της αλλά και με τον Μίμο (-Κι αν σε σκοτώσουν, αυτό σε τι θα χρησιμεύσει;/-Κανείς δεν μπορεί τίποτα εναντίον μου. Έχω υποστεί τα πάντα). Τα συναισθήματα της τελευταίας σκηνής μεταξύ τους φτάνουν σε κορυφαία ένταση (δε με διασκέδαζε καθόλου. Και δεν τη θαύμαζα πια. Εκείνη τη στιγμή, δεν έμενε παρά φόβος). Πρόκειται για μια σκηνή πεισματικού αποχωρισμού, που ωστόσο είναι και η τελευταία μεταξύ τους και όπου «προδότης είναι ο θυμός του Μίμο. Όχι όμως γιατί το πείσμα κράτησε αιώνια, αλλά γιατί ο συγγραφέας επέλεξε να δώσει ένα αιφνίδιο, μοιραίο, τραγικό και οριστικό τέλος (ομολογώ ότι είναι το μοναδικό σημείο της πλοκής που δεν μου άρεσε), μιαν από μηχανής ας πούμε κάθαρση.
     Πιετά
     Εκείνη λοιπόν τη μοιραία νύχτα, που ο Μίμο μπόρεσε «επιτέλους να κλάψει», ξαναβρήκε τη ματιά του -γιατί τόσο καιρό ήταν «τυφλός»- και ξανάρχισε επιτέλους να σμιλεύει με πάθος. Πάρα πολλά έργα του χάθηκαν ή καταστράφηκαν, αλλά η Πιετά του Μικελάντζελο Βιταλιάνι δεν έχει καμιά σχέση με την Πιετά του Μπουαναρότι. Γι’ αυτό και στο αβαείο τη φυλάνε σαν κόρη οφθαλμού (veiller sur elle) ενώ ο ήρωάς μας αφήνει την τελευταία του πνοή, αποχαιρετώντας όχι μόνο τη ζωή, τους ανθρώπους που αγάπησε, τη Βιόλα που αγάπησε αλλά και την ανδρόγυνη μορφή της, που έδωσε στον Χριστό της δικής του Πιετά:
Τη σμίλεψα όπως ακριβώς την είδα εκείνη τη μέρα στα χαλάσματα,
το κορμί της σπασμένο και υπερβατικό.
Όλες οι αισθήσεις εγγράφουν μια θηλυκότητα ακόμη πιο εκρηκτική 
γιατί είναι σχεδόν αθέατη.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Βλ. και «Όνομα του ρόδου», Ο. Έκο

Τρίτη, Αυγούστου 26, 2025

Μίσια -Το καζακί, Μιχάλης Ανδρέοβιτς

     Τη συναρπαστική βιογραφία του Μίσια Αντρέοβιτς (1890-1954), του οποίου τα πρώτα τριάντα χρόνια παρακολουθήσαμε στο βιβλίο «Μίσια, ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ –ΠΟΛΕΜΟΣ-ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ»[1], συνεχίζει στο δεύτερο αυτό βιβλίο ο αγαπημένος φίλος και συγγραφέας Μιχάλης Αντρέοβιτς, που αυτή τα φορά εισάγει έντονα το βιωματικό στοιχείο, εφόσον η αφήγηση αφορά τη συνέχεια του βίου του παππού του! Πρόκειται για μια ζωή γεμάτη δοκιμασίες, μεταπτώσεις -«περιπέτειες» με την αρχαία σημασία της λέξης (απότομη μεταβολή της τύχης) αλλά και με τη νέα-, με έντονα συναισθηματικές δοκιμασίες, και με ρευστό ιστορικό υπόβαθρο, εφόσον πρόκειται για περίοδο μεταβατική για όλον τον δυτικό κόσμο.
     Όπως υπαινίσσεται και ο υπότιτλος του πρώτου βιβλίου, ο ήρωάς μας, γεννημένος το 1890 στο Χάρκοβο της σημερινής Ουκρανίας -τότε Ρωσίας- , αντρώθηκε σε μια εποχή θυελλώδη για την Ευρώπη (Α' Παγκόσμιος πόλεμος), τη Ρωσία (Οκτωβριανή επανάσταση -1917) αλλά και τον κόσμο ολόκληρο, κι αντί να διάγει τον βίο του ως γαιοκτήμονας, ίλαρχος κι εκτροφέας αλόγων όπως υπαγόρευε η κοινωνική του τάξη, πέρασε δια πυρός και σιδήρου χάνοντας όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα για να φτάσει 30 χρονών πρόσφυγας στον Πειραιά, στα 1920. Ο συγγραφέας μάς υπενθυμίζει σε αδρές γραμμές αυτά τα μακρινά παιδικά και δύσκολα νεανικά χρόνια, ενώ την περίοδο από το 1920 (στον Πειραιά) μέχρι το αφηγηματικό παρόν που είναι το 1954 (στην περιοχή του Έβρου), η αφήγηση γίνεται πιο παραστατική, πιο μυθιστορηματική σε σύγκριση με το πρώτο βιβλίο, που είχε τον χαρακτήρα μαρτυρίας, από επιφύλαξη και σεβασμό στα πραγματικά αλλά πολύ μακρινά γεγονότα. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι εδώ ο συγγραφέας έχει πια αδιάσειστες μαρτυρίες, όπως αυτές του πατέρα του αλλά και των υπόλοιπων συγγενών…
     Βρισκόμαστε λοιπόν στα 1954, στο δέλτα του Έβρου («Μαρίτσα» από την τούρκικη ονομασία Μέριτς), σ’ αυτήν την αμφιλεγόμενη περιοχή όπου ανέκαθεν διασταυρώνονταν λαοί, συνήθειες και πολιτισμοί. Γκιαούραντας, Καρπουζλού, Πόρος, Φερές> Φερελιώτικα, Ύψαλα, Πέπλος, κάποια από τα τοπωνύμια που μοιράζονται ανάμεσα στα ελληνικά και τουρκικά εδάφη τον Έβρο και τα πλούσια σε 
ψάρια και φερτές ύλες νερά του (πολύ βοηθητικός ο στοιχειώδης χάρτης της περιοχής). Πολλοί λοιπόν οι ντόπιοι ψαράδες, Έλληνες και Τούρκοι.
     Ευρηματικό αλλά και εμβληματικό το «καζακί», που χαρίζει τον τίτλο του και στο βιβλίο, αυτό το ευέλικτο, ντόπιας έμπνευσης ψαροκάικο των υφάλμυρων νερών με τη μικρή καρίνα, με το οποίο ο 64χρονος Μίσια εδώ και 19 χρόνια βιοπορίζεται. Τον βλέπουμε, στην πρώτη σκηνή του έργου να ψαρεύει με τον γιο του Αντρέα (τον πατέρα του συγγραφέα), σε μια ήρεμη περίοδο του βίου του, αφού έχουν πια καταλαγιάσει τα έντονα πάθη, ο πόλεμος, ο εμφύλιος, οι εξορίες, οι θάνατοι και η πείνα. Το βιβλίο ξεκινά με μια ήρεμη εικόνα (που θυμίζει Αγγελόπουλο) στις περιοχές των εκβολών του Έβρου, τις οποίες τόσο γλαφυρά μας περιγράφει ο συγγραφέας υποβοηθούμενους από τον χάρτη, χρησιμοποιώντας λέξεις και όρους της ντοπιολαλιάς. Έγινε λοιπόν ψαράς ο ίλαρχος/υπίλαρχος, επίδοξος ιπποκόμος του τσάρου, αφού έμαθε βέβαια πολύ καλά τα ελληνικά, και αφού, σαν σύγχρονος Οδυσσέας, απέκτησε πολλές 
εμπειρίες και γνώσεις… Μόνο που την ήρεμη αυτή εικόνα διαταράσσει η σύλληψη των δύο ψαράδων από την τουρκική αστυνομία, με την κατηγορία ότι έκλεψαν τα ζώα ενός τούρκου κτηνοτρόφου!
     Είναι ευρηματική η κυκλική δομή που ακολουθεί ο συγγραφέας, εφόσον ο αναγνώστης αφήνει πατέρα και γιο μέσα στην τουρκική φυλακή, για να τους ξανασυναντήσει προς το τέλος του βιβλίου, καθώς δίνεται η λύση στο πρόβλημα που προέκυψε με την τουρκική αστυνομία. Στο ενδιάμεσο όμως βυθιζόμαστε σ’ένα παρελθόν πολυδιάστατο με στιγμές ζοφερές αλλά και γεμάτες χαρά, που αντικατοπτρίζουν μια εποχή όπου ο κόσμος στην περιοχή αυτή ζούσε και αγωνιζόταν σκληρά στο σήμερα χωρίς να ξέρει τι του ξημερώνει την επομένη. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την υποτιθέμενη αφήγηση του πατέρα Μίσια στον γιο του Αντρέα, καθώς οι μέρες εγκλεισμού περνάνε και ο Μίσια, τις ατέλειωτες νύχτες φέρεται να μιλά για το παρελθόν (έμοιαζε σαν μια ανάγκη εξομολόγησης αλλά ταυτόχρονα ήταν και η απαραίτητη «φυγή» από το δυστοπικό παρόν. Παράλληλα του παρείχε τη δύναμη που πηγάζει από την κοινωνική ανάγκη της επικοινωνίας, καθώς ταυτόχρονα γινόταν και ο φράχτης απέναντι στον ιδρυματισμό που θα μπορούσε να τους απειλήσει).
     Η πολύπαθη, γεμάτη περιπέτειες και ανατροπές ζωή του Μίσια ξεδιπλώνεται λοιπόν μπροστά μας, ξεπερνώντας κάθε φαντασία καθώς εναλλάσσεται η ελπίδα -ο έρωτας -η προσαρμογή σ’ έναν τόπο, με την απελπισία -τον θάνατο -τον ξεριζωμό. Θα τον δούμε πρώτα πρώτα στον Πειραιά, αμέσως μόλις ξεμπαρκάρει μετά τη Ρωσική Επανάσταση και την καταστροφή της οικογένειάς του (με αποκορύφωμα τον θάνατο της Νατάσας, της πρώτης μεγάλης αγάπης που γνωρίσαμε στο πρώτο βιβλίο), ένα ψυχικό ράκος ανάμεσα σε διαλυμένους ανθρώπους.
     Από το ρωσικό νοσοκομείο όπου έμεινε μετέωρος για μερικές μέρες, καταφεύγει σε εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο για πρόσφυγες (ακόμα δεν έχει έρθει το μεγάλο κύμα της μικρασιατικής καταστροφής), έχοντας ως μοναδικό σύνδεσμο με την προηγούμενη ζωή του τον φίλο του Βάνια, ο οποίος όμως έχει τελείως διαφορετικό προσανατολισμό.
     Η ένταξή του στον κόκκινο στρατό όσο ήταν στη Ρωσία τον απομονώνει από τους υπόλοιπους εμιγκρέδες και του δημιουργεί και απρόσμενα προβλήματα όταν καλείται η κρατική επιτροπή να αξιοποιήσει τα προσόντα του πάλαι ποτέ ίλαρχου. Με τα πολλά, τοποθετείται ως φροντιστής αλόγων σε ίλη επιλαρχίας, ως πολιτικός υπάλληλος του στρατού. Ο Μίσια θα μείνει στην Αθήνα με τη νέα του ιδιότητα που του επιτρέπει να ζήσει αξιοπρεπώς για ένα περίπου χρόνο, αλλά μια ασυνήθιστη ερωτική αποτυχία τον ωθεί να δεχτεί με προθυμία τη μετακίνηση της μονάδας στον Βορρά, συγκεκριμένα στο Διδυμότειχο.

Από το φως στο σκοτάδι
κι απ’ το σκοτάδι στο φως

Είναι τελικά κάποιες φορές που η πραγματικότητα
σαμποτάρει την αισθητική της μυθοπλασίας,
την ξεπερνά όχι μόνο σε ρεαλισμό
αλλά και σε φαντασία.
     Από την Αθήνα στο Διδυμότειχο, από το Διδυμότειχο στα Φέρια (=Φέρες), στη συνέχεια με την έναρξη του παγκοσμίου πολέμου στον Πόρο και, μετά τον εμφύλιο, ακόμα βορειότερα (στην περιοχή του Έβρου πάντα), μέχρι τον Πέπλο -όπου θα αφήσει και την τελευταία του πνοή-, παρακολουθεί ο αναγνώστης με κομμένη την ανάσα τα σκαμπανεβάσματα του βίου του Μίσια. Κάθε φορά μια νέα αρχή, νέες ελπίδες, νέα όνειρα για οικογένεια, νέοι έρωτες, νέες αγάπες. Στο Διδυμότειχο η 20χρονη Ροδούλα δίνει νέα φτερά στον 36χρονο πια Μίσια για μια όμορφη και ήσυχη ζωή, αλλά μετά τον αιφνίδιο θάνατό της από «διαβολικό» χτύπημα της μοίρας, ο ήρωάς μας βυθίζεται για άλλη μια φορά στο πένθος. Το ούζο θα αντικαταστήσει τη βότκα –διέξοδος μα και κατάντια (και να’ σου πάλι έδωσαν το «παρών» τους τα σκοτεινά υπόγεια των συναισθημάτων). Η πόλη τον «διώχνει» για να καταφύγει με μετάθεση στις Φέρες όπου το φως πάλι θα νικήσει το σκοτάδι, εφόσον ο Μίσια γνωρίζει τη γυναίκα που θα γίνει η μητέρα των παιδιών του, την ήδη μικροπαντρεμένη και χήρα, τη Σοφία, που μεγαλώνει ήδη ένα αγόρι από τον άτυχο γάμο της (τον Σίμο). Ο Μίσια θα μπει στην οικογένεια του Στάθη Τσεμπερίδη (πατέρα της Σοφίας), και στη σύντομη συμβίωσή του με την Σοφούλα θα αποκτήσει δυο παιδιά, τον Αντρέα και την Ευσταθία («Τατούλα»).
     Παρακολουθούμε με πολλή αγωνία τις ψυχικές διακυμάνσεις του αγαπημένου μας πια Μίσια, που από την ελπίδα και την αισιοδοξία της ζωής βυθίζεται πάλι στην απελπισία, γιατί η Σοφούλα πέθανε πολύ νέα από αρρώστια (συχνά «χάνεται», αφαιρείται, ξεχνάει. Λείπει από εκεί που τον περιμένουν, φτάνει ώρες αργότερα ή δεν πάει ποτέ. Μιλάει λιγότερο, κι ένας θυμός ξεπροβάλλει ανάμεσα από τα φρύδια του και δεν χρειάζεται πολύ για να μετατραπεί σε οργή. Άλλοτε πάλι βυθίζεται στον εαυτό του ή χάνεται από «προσώπου γης»). Έχει όμως πια τρία παιδιά ο Μίσια να του δίνουν ζωή, ενώ με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όταν γίνεται πια 50 χρονών, αποφασίζει να παραιτηθεί από το στράτευμα και να ασχοληθεί επαγγελματικά με το αγαπημένο του χόμπι, το ψάρεμα.
     Δεν είναι όμως μόνο ο πολυτάραχος βίος του Μίσια που προσελκύει το ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να εγκιβωτίσει με δεξιοτεχνία επεισόδια, εμπειρίες, αφηγήσεις αλλά και σύντομες βιογραφίες των υπόλοιπων προσώπων που συναντά στο διάβα του ο ήρωας, με πρωταγωνιστές γνωστούς και συγγενείς. Ιστορίες συναρπαστικές, συγκλονιστικές γιατί ήταν μια εποχή και μια περιοχή, όπου όποια πέτρα και να σήκωνες υπήρχε πόνος, οδύνη, προσφυγιά και στέρηση. Έτσι, αρχής γενομένης από την ιστορία της «κόμισσας», της γυναίκας εξαιτίας της οποίας ο Μίσια έφυγε από την Αθήνα, βλέπουμε απίστευτες διαδρομές στις ζωές των ανθρώπων, στην οικογένεια της Ροδούλας αλλά και της Σοφίας που έμεινε 24 χρονών χήρα!
      Εξίσου απίστευτη είναι και η προσωπική πορεία του Πόντιου έμπορα Στάθη (που από Τσεμπερίδης πολιτογραφήθηκε Κακουλίδης για να μην ενταχτεί στη Σοβιετική Ένωση), που ήταν ο προπάππος του συγγραφέα. Από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στις Φέρες, με τη μάνα και την πρώτη του γυναίκα δολοφονημένες από τον φανατισμό των νεότουρκων, κατέληξε στο Γκελεντζίκ της βορειοανατολικής Μαύρης θάλασσας. Στην όμορφη αυτή πόλη της Μαύρης θάλασσας που αργότερα έγινε ονομαστό θέρετρο, θα γνωρίσει την δεύτερη γυναίκα του τη Σοφία, εξ αγχιστείας προγιαγιά του συγγραφέα.
     Έχουμε βέβαια και την ιστορία του Αντρέα, του γιου του Μίσια και πατέρα του Μιχάλη Αντρέιεβιτς, γεννηθέντα το 1933, ορφανού από πολύ μικρό παιδί από μητέρα, με πολλές μνήμες από τα προπολεμικά χρόνια και πολύτιμη πηγή για τον συγγραφέα για τη ζωή του Μίσια αλλά και για τις δυσκολίες του βιοπορισμού στον πόλεμο και στον εμφύλιο.
     Η ιστορία όμως που κόβει την ανάσα κυριολεκτικά, και σε κάνει να αναρωτιέσαι τι είναι ικανός ο άνθρωπος να αντέξει, είναι η ιστορία της Κατίν από το ιστορικό Καβακλί (προγιαγιά του συγγραφέα από την πλευρά της μητέρας του, Σταυρούλας) και του άντρα της του Παγώνη, ξεχωριστού στην πάλη διακεκριμένου πεχλιβάνη. Η Κατίν, μετά την άγρια δολοφονία του Παγώνη (1911 εποχή κυριαρχίας των εθνικιστικών ομάδων των νεότουρκων) στα 35 της, έζησε κυριολεκτικά έναν απίστευτο γολγοθά για να μπορέσει να σώσει τα 7 παιδιά της μέσα στον χειμώνα από τους διωγμούς και την πείνα, Φεβρουάριο του 1913…
     Μία από τις εγγονές της Κατίν, ίσως την πιο λατρεμένη της, την Σταυρούλα, θα γνωρίσει αργότερα ο Αντρέας και θα κλείσει ο κύκλος για να φτάσουμε στο σήμερα…
     Είναι γεγονός ότι οι ιστορίες από την προσφυγιά, από τον πόλεμο, από τον εμφύλιο, κι από κάθε ασταθή περίοδο της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο, είναι ατέλειωτες και σε οδηγούν σε κόσμους διαφορετικούς, τόσο οικείους αλλά και τόσο ξένους με τη δική μας ταχύρρυθμη εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από άλλου είδους προβλήματα. Συναρπάζει όμως και μόνο η ιδέα ότι με διαφορά μόλις δύο τριών γενεών ο κόσμος είχε τέτοιου είδους έγνοιες και βάσανα, και ακροβατούσε ανάμεσα σε ζωή και θάνατο τόσο απλά, τόσο ακραία.
     Οι μηχανισμοί της πολιτικής, της Ιστορίας, της ανθρωπογεωγραφίας είναι πάντα καθοριστικοί στους βίους των ανθρώπων αλλά ακόμα περισσότερο σ’ αυτές τις γενιές που υπέστησαν διαρκείς διώξεις και μετακινήσεις. Η Θράκη, η Ανατολική ιδιαίτερα Θράκη, είναι ένας πολυδιάστατος κόμβος, πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος διαφορετικών λαών, με πολλές μικροϊστορίες και ουσιαστικά ανεξερεύνητη από την Ιστορία -με γιώτα κεφαλαίο.
     Ο συγγραφέας, πέρα από την πλοκή μας ενσωματώνει πλούσια λαογραφικά και ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία που στηρίζουν την αφήγηση και συμπληρώνουν ως απαραίτητο σκηνικό τις ανθρώπινες εμπειρίες. Και για να κατανοήσει ο αναγνώστης τα αίτια αλλά και το βάθος των γεγονότων, δεν μπορεί παρά να κάνει ιστορικοπολιτικές παρεκβάσεις (π.χ. για τη συνθήκη της Λωζάνης, για τους νεότουρκους, για τον βουλγαρικό επεκτατισμό κ.α.) υπενθυμίζοντάς μας και τις κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, που πολλές φορές προσδιορίζουν τις σχέσεις και τη μοίρα των ανθρώπων.
Χριστίνα Παπαγγελή
   
[1] Από την ανάρτηση του βιβλίου «Μίσια», αντιγράφω απόσπασμα σχετικό με την προσπάθεια διάσωσης των προφορικών αφηγήσεων:
     Ίσως πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση. Και στις εξαιρετικές περιπτώσεις -και όχι μόνο- η ανάγκη για διατήρηση της μνήμης είναι επιτακτική· μια ανάγκη που δεν πηγάζει μόνο από περιέργεια και δίψα για γνώση, αλλά από την ανάγκη να προσανατολιστούμε στο παρόν και στο μέλλον. Γιατί το παρελθόν επιζεί στο παρόν, το φωτίζει, του προσδίδει βάθος· οπότε η διατήρηση της μνήμης, της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ όλους, κι όχι μονάχα τους «συγγενείς». Ακόμα, γιατί η ρευστότητα της σύγχρονης εποχής, οι ταχύρρυθμες μεταβολές με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, η περιβαλλοντική κρίση κλπ κλπ, επαναφέρουν το αίσθημα της απειλής, του φόβου. Ο φόβος έχει γίνει πια «δομικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας», όπως επισημαίνουν οι ιστορικοί και τα τραύματα του παρελθόντος μάς καλούν όχι μόνο για να πενθήσουμε αλλά για να τα κατανοήσουμε και να μάθουμε απ’ αυτά.
     Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί τόσο μεγάλη άνθηση της προφορικής ιστορίας και θεμελίωσή της ως θεμιτή πηγή ιστορίας. Αλλά και η «λογοτεχνοποίηση» πλευρών της ιστορίας, όπως κι η αγάπη του κόσμου στα ιστορικά μυθιστορήματα αναδεικνύουν την ανάγκη να αποκτήσει η Ιστορία, -που την μαθαίναμε στο σχολείο σαν μια σειρά ξερών γεγονότων-, συγκινησιακό βάθος, ανθρώπινο και προσωπικό χαρακτήρα.

Παρασκευή, Αυγούστου 22, 2025

Αλλαγή: Μέθοδος, Εντουάρ Λουί

Είχα θελήσει να φύγω από την παιδική μου ηλικία,
είχα θελήσει να δραπετεύσω από τον γκρίζο ουρανό του Βορρά,
και την καταδικασμένη ζωή των παιδικών μου φίλων,
που η κοινωνία τους είχε στερήσει τα πάντα.
     Ένα ακόμα αυτοβιογραφικό κείμενο του καταξιωμένου και αγαπημένου νεαρού συγγραφέα, που τίμησε με την πληθωρική του παρουσία και τον περιεκτικό του λόγο το αντιρατσιστικό φεστιβάλ του 2024, και του οποίου το συγκεκριμένο έργο («Αλλαγή: Μέθοδος») ανέβηκε φέτος τον χειμώνα στο θέατρο (σκηνοθεσία: Άγγελος Χατζάς)[1]. Ο Εντουάρ Λουί, που ξεκίνησε ως Εντύ Μπεγκέλ από μια πολύ φτωχή και άξεστη οικογένεια της Β. Γαλλίας («Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»), κατέθεσε με εξομολογητικό τρόπο στα περισσότερα βιβλία του (πλην των δοκιμιακών) την εμπειρία του, την δική του αρχικά και των γονιών του («Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας», «Η Μονίκ δραπετεύει», «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου») στον αγώνα προς την ελευθερία, την απελευθέρωση δηλαδή εκείνου και της μητέρας του από τα δεσμά της κοινωνικής τους τάξης.
     Ο Εντύ Μπελγκέλ κατάφερε να ξεφύγει από τις ταπεινώσεις της φτώχειας, της αμορφωσιάς αλλά κυρίως από την κοινωνική κατακραυγή (επειδή -από μικρός φαινόταν ότι -ήταν ομοφυλόφιλος), μπαίνοντας στο Λύκειο της Αμιέν. Ήταν ο μόνος από την γενέτειρά του που κατάφερε να ανέβει σχολική βαθμίδα κι αυτή η επιτυχία είναι αξιοθαύμαστη, για όσους τον παρακολουθήσαμε από κοντά (βλ. πρώτο βιβλίο) όχι μόνο γιατί το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας ήταν μηδενικό, αλλά γιατί προϋπέθετε ισχυρή θέληση, ψυχικό σθένος, επιμονή και αγωνιστικό πνεύμα.
     Αυτό όμως δεν ήταν όμως παρά το «πρώτο σκαλί». Ο Εντύ απαλλάσσεται φαινομενικά από τα φαντάσματα του παρελθόντος (εν μέρει βέβαια), από τον απορριπτικό πατέρα κι απ’ τους εφιαλτικούς συμμαθητές του, αλλά στη μεγάλη πόλη είναι σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα. Όπως γράφει στην πρώτη πρώτη σελίδα ο εικοσιεξάχρονος πια Εντουάρ, το παρελθόν πάντα τον κυνηγάει – οι συμπεριφορές, η προφορά στη γλώσσα, οι μνήμες, οι συνήθειες, οι στρεβλές ιδεολογίες, η άγνοια, οι αναμνήσεις. Ό, τι κάνει από δω και πέρα ο ενήλικος Εντουάρ είναι «για να σωθεί», για να βρει ή -όπως ο ίδιος διατυπώνει- να επανεπινοήσει τον εαυτό του, να χτίσει την ταυτότητά του, την προσωπικότητά του. Για να επιβιώσει από το εφιαλτικό του παρελθόν όπου μέλη της οικογένειάς του είναι φυλακισμένοι, αλκοολικοί ή ρατσιστές, και οπωσδήποτε φτάνει σε αποκρουστικές ακρότητες, τις οποίες όμως παραδέχεται και εκθέτει στον δημόσιο λόγο.
     Έτσι, μας αιφνιδιάζει δυσάρεστα το «ξεπούλημα» που ομολογεί στον «δεύτερο πρόλογο» του βιβλίου, όπου περιγράφει με λεπτομέρειες τον αγοραίο έρωτα που χάρισε (ή τουλάχιστον προσπάθησε) σ’ έναν σιχαμερό τύπο που γνώρισε σε σχετικό σάιτ, προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα για… τον οδοντίατρο. Το περιστατικό είναι κωμικοτραγικό, και όπως ομολογεί κι ο ίδιος ο Εντουάρ «δεν ήταν και τόσο σοβαρό/δε ήταν παρά μια δυσάρεστη στιγμή που μπορεί κανείς να τη ζήσει σε οποιαδήποτε κατάσταση». Κι όμως, φαίνεται ότι ήταν τόσο κομβικό που έκανε τον ήρωά μας, πρώτα πρώτα να κλάψει «για όλες εκείνες τις φορές που δεν το είχε κάνει, που είχε συγκρατηθεί», κυρίως όμως γιατί τον έσπρωξε στο να συνειδητοποιήσει πόσο μακρινή ήταν αυτή η σκηνή από το παιδί που είχε υπάρξει (υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως μια μέρα θα διηγηθώ όλα όσα με οδήγησαν ως αυτή τη σκηνή και όλα όσα συνέβησαν μετά). Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι το κίνητρο για να γραφτεί αυτό το βιβλίο είναι να εξομολογηθεί όλες τις προσπάθειες, μέσα στις οποίες περιλαμβάνονται και ντροπιαστικές καταστάσεις, ψέματα, προδοσίες, αδυναμίες και πισωγυρίσματα, με σκοπό να «ξεφύγει, να σωθεί»: ήθελα να πετύχω για να εκδικηθώ. Ήθελε δηλαδή να πάρει τη ρεβάνς απέναντι σε όσους τον υποτιμούσαν, τον πρόσβαλλαν και τον περιφρονούσαν (με προσβάλατε, αλλά σήμερα είμαι πιο ισχυρός από σας/θα υποφέρετε που δεν με αγαπήσατε). Άλλωστε, ακόμα και στο περιβάλλον του χωριού, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να επιπλεύσει· γράφεται σε ομάδες και εργαστήρια, «για να ξεχωρίσει» όπως λέει (ένιωθα αυτό το απροσδιόριστο συναίσθημα πως σε ένα από αυτά τα εργαστήρια θα μπορούσα να βρω μια κλίση ή να ανακαλύψω ένα ταλέντο που θα μου επέτρεπε να φύγω, να ζήσω μια άλλη ζωή, να γίνω πλούσιος και ισχυρός). Η επιβράβευσή του από τη δασκάλα του αλλά και από τους θεατές, όταν έγραψε ένα θεατρικό, τον έκανε να νιώθει ότι τον αγαπούν.
     Στους ανθρώπους που τον πρόσβαλλαν και τον ταπείνωναν ήταν βέβαια μέσα και ο πατέρας, ο άξεστος, αυταρχικός, και τρομερά σεξιστής πατέρας… που αποκαλούσε τον Εντύ «αδερφή», σαφώς υποτιμητικά (αυτή η λέξη με ακολουθούσε παντού). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το πρώτο μέρος του βιβλίου απευθύνεται σε β΄ενικό στον πατέρα του («Φανταστικοί μονόλογοι») αν και επιγράφεται «Έλενα». Γιατί η Έλενα, μια συμμαθήτριά του στην Αμιέν, ήταν η γνωριμία που λειτούργησε ως σημείο αναφοράς για τη μεταμόρφωση του Εντύ. Όλη η σχολική ζωή στο Λύκειο είναι συνδεδεμένη με την Έλενα, άλλωστε ο Εντύ έκανε παρέα κυρίως με κορίτσια στην παιδική ηλικία. Οι αγορίστικες παρέες δεν τον ήθελαν, ωστόσο στην Αμιέν καταφέρνει να έχει κι ένα αγόρι φίλο, τον Ρομαίν.
     Ο κόσμος της Έλενας είναι ριζικά διαφορετικός απ’ ό, τι μέχρι τώρα ήξερε ο Εντουάρ: σπίτι αστικό, χιλιάδες βιβλία άγνωστων συγγραφέων, πίνακες ζωγραφικής, άλλες εξευγενισμένες συνήθειες, άλλη κουλτούρα. Όλα αυτά τον απομακρύνουν απ’ τον κόσμο της παιδικής ηλικίας, αλλά παράλληλα διευρύνουν το κοινωνικό χάσμα (σε κατηγορούσα επειδή δεν μπορούσα να σου διηγηθώ αυτά που ένιωσα μπαίνοντας για πρώτη φορά στο σπίτι της Έλενας). Νιώθει έως και αποστροφή για τους γονείς του, υιοθετεί τους τρόπους της οικογένειας της Έλενας, μιμείται την προφορά, μαθαίνει πώς να κρατάει το… μαχαίρι και το πιρούνι, ακόμα και να… γελάει πιο εξευγενισμένα κάνοντας πρόβες στον καθρέφτη, τέλος με την προτροπή της Νάντια, της μητέρας της Έλενας, αλλάζει το όνομά του! Ντρέπεται για την οικογένειά του και υπερβάλλει στην περιγραφή, τους παρουσιάζει μίζερους και αλκοολικούς (αν κατάφερνα να ανήκω στον κόσμο της, θα σωζόμουν από την παιδική μου ηλικία -μπορείς άραγε να με συγχωρέσεις;)
     Συγγνώμη
     Οι τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, η κοινωνική απομόνωση εξαιτίας της φτώχειας -αλλά κυρίως εξαιτίας της διαφορετικότητάς του-, δικαιολογούν αυτήν την άκαρδη στάση απέναντι στους ανθρώπους που με τον τρόπο τους τον αγάπησαν, ουσιαστικά καθώς ενηλικιώνεται όμως ο Εντουάρ αναδιπλώνεται. Είναι συγκινητικό αυτό το υποκεφάλαιο που επιγράφεται «Συγγνώμη», σαν εκτεταμένη αίτηση συγχώρεσης από τους γονείς, τους οποίους πρόδωσε, απαρνήθηκε, και όχι μια αλλά πολλές φορές (θα δούμε αργότερα ότι ζητούσε από κάποιον «μέντορα» να τον υιοθετήσει, αλλά κι ότι κι άλλες φιγούρες λειτούργησαν ως πατρικό πρότυπο).
     Καταλαβαίνει λοιπόν τις υπερβολές του, αλλά η ανάγκη να «προχωρήσει», να ξεχωρίσει, να μεταμορφωθεί και να πετύχει όσα κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί, είναι ακατανίκητη. Στην αρχή δυσκολεύεται στο Λύκειο, έχει μέτριους βαθμούς, όμως τη δεύτερη χρονιά που επιλέγει ως μαθήματα θέατρο, λογοτεχνία, ξένες γλώσσες και ιστορία, με πολύ διάβασμα και πείσμα πάντα, τα πράγματα βελτιώνονται. Όμως ο Εντύ/Εντουάρ βαδίζει πάνω στον δρόμο της φιλοδοξίας, του αριβισμού. Δεν αρκείται στο ότι πέρασε εντέλει στο Πανεπιστήμιο στο τμήμα της Ιστορίας, θέλει να πάει στην Οξφόρδη (θέλω να υπάρχω, και υπάρχω σημαίνει να ξεχωρίζω). Ακόμα και η έντονη πολιτικοποίησή του αυτή την εποχή ενδόμυχα κρύβει την ανάγκη να διαφοροποιηθεί από τον συντηρητισμό του χωριού του, κυρίως όμως να ξεχωρίσει. Εντάσσεται στην άκρα αριστερά (ενώ η κυρίαρχη ιδεολογία στο χωρίο και την οικογένεια είναι η άκρα ομοφοβική και ρατσιστική δεξιά), εκφωνεί λόγους και εκφράζει ηγετικές τάσεις (απεχθανόσουν την πολιτική μου στράτευση στην αριστερά, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με τη θεώρησή σου του κόσμου), σοκάρει τον πατέρα του όταν βγαίνοντας στην τηλεόραση μιλά υπέρ των μεταναστών.
     Η πορεία του Εντύ/Εντουάρ προς τη μεταμόρφωση συνεχίζεται σταθερά («Είχα γίνει ένας άλλος»). Αραιώνει τις επισκέψεις στους γονείς γιατί νιώθει ότι εμποδίζουν τις αλλαγές του, πιάνει δουλειά στο θέατρο στην «Εστία Πολιτισμού» (ταξιθέτης), κι ενθουσιάζεται που έχει στενή επαφή με την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Δεν νιώθει πια παρακατιανός και φτωχός (με κολάκευε η φτώχεια μου, ήμουν διανοούμενος, μποέμ). Έρχεται όμως η στιγμή που δεν τον ικανοποιεί πια η Αμιέν και η ζωή δίπλα στην Έλενα. Κομβικό σημείο αποτελεί η διάλεξη του φιλοσόφου Ντιντιέ Εριμπόν που παρακολούθησε, ο οποίος τον συγκίνησε γιατί είχε παράλληλη πορεία με τον Εντύ (θα ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν, θα ήθελα να είμαι αυτός). Κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον γνωρίσει, τα καταφέρνει και γίνονται φίλοι. Ο Εντουάρ δεν είναι πια ο ίδιος. Θέλει να πάει στο Παρίσι (η ρεβάνς μου ήταν ακόμα στην αρχή/για μένα το διακύβευμα ήταν η αλλαγή και η απελεθέρωση, όχι τα βιβλία ή το λογοτεχνικό ταλέντο), να σπουδάσει φιλοσοφία, να γράψει βιβλία, να διαβάσει, να γίνει διανοούμενος.
     Έτσι, θα αφήσει για άλλη μια φορά πίσω του πρόσωπα που τον αγαπούν, συγκεκριμένα την Έλενα, με την οποία είχαν δώσει εφηβικές υποσχέσεις αιώνιας αγάπης. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η εσωτερική σύγκρουση καθώς απομακρύνεται συναισθηματικά από την Έλενα (η μαμά της ισχυρίζεται ότι τους «χρησιμοποίησε»), οι ενοχές του ανακυκλώνονται, προσπαθεί συνέχεια να συνειδητοποιήσει τι ένιωθε… ήταν αγάπη;;;
     Ωστόσο, αναδείχθηκε κι άλλο ένα μείζον θέμα, η ομοφυλοφιλία (η έλξη για τα άλλα αγόρια και για τους άντρες ήταν πάντα ξεκάθαρη για μένα). Τέσσερα χρόνια στην Αμιέν κράτησε μυστικό εφτασφράγιστο τους κρυφούς του πόθους, μάλιστα σε συγκεκριμένες φάσεις αντιδρούσε σχεδόν ομοφοβικά, ωστόσο μέσω ίντερνετ αρχικά και στη συνέχεια δια ζώσης σε γκέι μπαρ κλπ έσπασε το φράγμα του οικογενειακού ταμπού (κάνοντας έρωτα με έναν άντρα απέρριπτα όλες τα αξίες του περιβάλλοντός μου, γινόμουν αστός). Άλλο ένα παράθυρο λοιπόν ανοίγεται στον Εντουάρ, καθώς γνωρίζει ένα σωρό άντρες από διαφορετικούς κόσμους (ο φιλόσοφος Ζυλ Ντελέζ λέει κάπου πως ένα τοπίο ερωτευόμαστε κάθε φορά που γνωρίζουμε κάποιον ένα τοπίο με τα δικά του χαρακτηριστικά, τη δική του γεωγραφία, τις δικές του ιδιαιτερότητες).
     Μετάβαση
Πρέπει να αλλάξω
     Μετά τη γνωριμία με τον Ντιντιέ, το σαράκι της μεταμόρφωσης ξανακυριεύει τον ήρωά μας. Θέλει να φύγει για το Παρίσι, διαβάζει ακατάπαυστα, κάνει απογοητευτικές προσπάθειες να γράψει για να νικήσει τις ιστορίες του παρελθόντος. Είναι αστείρευτη η πηγή των οδυνηρών αναμνήσεων, κι ο αναγνώστης επανέρχεται στο πνεύμα του πρώτου βιβλίου [2], σαν να θέλει να εξευμενίσει τις τύψεις του για το ότι προδίδει την Έλενα και την Αμιέν (μήπως είχα γίνει ένας απεχθής άνθρωπος;). Στα ταξίδια στο Παρίσι τα σαββατοκύριακα νιώθει πως μπαίνει σε μια ολότελα καινούργια ζωή, που απέχει από της Αμιέν όσο απείχε η ζωή στο χωριό από τη μικρή πόλη. Σύντομα θα νιώθει ελεύθερος, μποέμ· συναναστρέφεται ανθρώπους που ποτέ δεν φανταζόταν, πηγαίνει σε κουλτουριάρικα μπαρ, περπατάει με τις ώρες και κυρίως ξενοκοιμάται σε διαφορετικά σπίτια με διαφορετικούς άντρες, κάθε Σαββατοκύριακο.
     Η νέα του φιλοδοξία είναι ένα άπιαστο όνειρο ακόμα και για την Έλενα, η Εκόλ Νορμάλ, μια Σχολή όπου μόνο παιδιά από πολύ πλούσιες αστικές οικογένειες καταφέρνουν να μπουν. Επηρεάζεται φυσικά από τον Ντιντιέ, τον οποίο μιμείται σε όλα τα επίπεδα, μέχρι και στο πώς παραγγέλνει τον καφέ! Γνωρίζει βέβαια και άλλους άντρες, κάποιοι γίνονται και πιο σταθεροί εραστές, διαβάζει με πάθος, και… τα καταφέρνει.
     Παρίσι
     Ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι από γνωριμίες, φιλοδοξίες, εμπειρίες μεγαλοαστικής ζωής αλλά και απογοητεύσεις είναι από δω και πέρα η πορεία του Εντουάρ, καθώς οδεύει συνέχεια «προς μια άλλη ζωή». Ομολογώ ότι σ’ αυτό το κομμάτι της ζωής του ναι, γίνεται αντιπαθητικός («απεχθής», όπως είπε κι ο ίδιος), σνομπ, αλλά και ξεκάθαρα εκμεταλλεύεται τους ανώτερους κοινωνικά για να επωφεληθεί, πουλώντας έρωτα. Έφτασε στο σημείο να αναρωτιέται αν αγαπά τους άλλους ή αν τους έχει ανάγκη επειδή τον βοηθούν και τονωθούν «στη μεγάλη ζωή», έφτασε στο σημείο να κοιμάται για τα λεφτά με όποιον να’ ναι, ώσπου αηδιασμένος βρήκε δουλειά σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Κατάφερε να μπει στην Εκόλ Νορμάλ αλλά δεν καταλαβαίνει πολλά, «νιώθει αδέξιος, αφελής» (ξαναγίνομαι το αγόρι που ήμουν όλα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, χωρίς αναφορές, χωρίς γνώσεις, χωρίς παρελθόν από το οποίο θα μπορούσα να αντλήσω κάτι). Θέλει να σβήσει κάθε ίχνος του Εντύ, φτιάχνει τα δόντια, αλλάζει και το επώνυμό του. Φτάνει σε ακραία σημεία κραιπάλης αλλά και οι νυχτερινές γνωριμίες, καθώς βρίσκεται πάλι σε μια πόλη χωρίς λεφτά, δεν είναι παρά ένα κυνηγητό της κοινωνικής ανόδου.
     Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να μην εκτιμήσει την ειλικρίνεια, την παρρησία με την οποία παραδέχεται όχι μόνο τα σφάλματα και τις αμφιβολίες, τα ψέματα και τους απονενοημένους τρόπους να «πετύχει» μεγαλεπήβολους στόχους, αλλά βλέπουμε ότι καθώς εισχωρεί όλο και πιο βαθιά στον ψεύτικο μεγαλοαστικό κόσμο, μέσω του Φιλίπ -και όχι μόνο- (ο Φιλίπ μού σύστηνε τον κόσμο του στον οποίο συνυπήρχαν η γαλλική μεγαλοαστική τάξη και η αριστοκρατία), διαμορφώνει και τα κριτήρια που τον κάνουν μια μέρα να απαρνηθεί αυτόν τον τρόπο ζωής και να τον αντικρίσει με κριτική ματιά. Ένα σχετικά ασήμαντο επεισόδιο τον διώχνει μακριά, τον φέρνει στον πυρήνα του εαυτού του. Εκεί όπου το παρελθόν δεν είναι ξένο, είναι ένα κομμάτι της αλήθειας, της προσωπικής του αλήθειας.
     Είναι η ώρα της ωρίμανσης, είναι η ώρα της συγγραφής, η ώρα κατά την οποία ο Εντουάρ βρήκε την ταυτότητά του, βρήκε το σθένος να παραδεχτεί όλο το ψέμα μέσα από το οποίο αναγκάστηκε να περάσει, για να ξεκινήσει τον προσωπικό του δρόμο.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]https://www.theatermag.gr/2025/04/22/eva-fraktopoulou-to-allagi-methodos-einai-ena-ergo-polypsimantiko/
[2] «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»