Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2025

Της νεκρής πριγκίπισσας, Κενιζέ Μουράτ

Αυτό που ήθελε εκείνη από τη ζωή δεν είναι η τρυφηλότητά της,
αλλά οι αιχμηρές πλευρές της, τα αγκάθια της,
που την κεντρίζουν.
    Πρόκειται για την συγκλονιστική ιστορία της Σέλμα Χανιμσουλτάν (1916-1942), της εγγονής του Μουράτ Ε΄ (που θα ήταν ο τελευταίος σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αν δεν είχε χάσει τα λογικά του παραχωρώντας τον θρόνο στον Αμπντούλ Χαμίντ –βλ. και «Στη ράχη της τίγρης», του Ζουλφί Λιβανελί), για μια προσπάθεια σύνθεσης της βιογραφίας της, παρουσιασμένης από την ίδια της την κόρη. Έχουμε λοιπόν ως κεντρική πρωταγωνίστρια μια Οθωμανή πριγκίπισσα - κόρη του Ραούφ Χαϊρί Μπέη και της Χατιτζέ Σουλτάν- που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στα αμύθητα πλούτη της δυναστείας των τελευταίων ηγεμόνων/ανδρείκελων Ρεσάτ, Βαχιγεντίν, Μετζίτ (μετά την εκθρόνιση του Αμπντούλ Χαμίτ διατηρείται τυπικά το σουλτανάτο/χαλιφάτο μέχρι το 1923), όταν όμως ανέβηκε ο Κεμάλ και εκδίωξε τη δυναστεία, η Σέλμα έζησε ως εξόριστη με τη μητέρα της Χατιτζέ Σουλτάν στον Λίβανο, και ως… μαχαρανή στην Ινδία (σύζυγος του Αμίρ, μαχαραγιά του Μπανταλπούρ). Εκεί παρέμεινε για δύο χρόνια, λόγω όμως των πολιτικών αναταραχών μεταξύ ινδουιστών, μουσουλμάνων και Άγγλων κατέφυγε έγκυος στο Παρίσι όπου έφυγε από τη ζωή 26 χρονών πάμφτωχη υπό τη Γερμανική κατοχή (Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος). Το παιδί που γεννήθηκε είναι η συγγραφέας, η Κενιζέ Μουράτ, που δεν γνώρισε τη μητέρα της γιατί εκείνη πέθανε όταν η Κενιζέ ήταν ακόμα μωρό της αγκαλιάς.
     Αρχικά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο πρώτος και ίσως ο κυριότερος άξονας ενδιαφέροντος είναι το ιστορικό πλαίσιο. Μέσα από τη βιωματική λογοτεχνική γραφή της κόρης της κεντρικής ηρωίδας, που είχε κάθε συναισθηματικό λόγο να αναπαραστήσει «πιστά» (όσο το δυνατόν) την εποχή και τις συνθήκες, ζωντανεύει πολυδιάστατα μια εποχή κομβική, πολυτάραχη και μεταβατική, όχι μόνο για την Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και για τον Λίβανο (Μέση ανατολή), για την Ινδία (εποχή Γκάντι, εποχή παρακμής της αγγλικής κυριαρχίας, εποχή στάσεων και επαναστάσεων) και, οπωσδήποτε και για την Ευρώπη όπου μεσουρανεί ο Χίτλερ. Η έκπτωτη πριγκίπισσα, εφοδιασμένη με έναν χαρακτήρα ατίθασο και πεισματικό, έχει να αντιμετωπίσει σε πολλά επίπεδα τη σύγκρουση του ανατολικού με τον δυτικό κόσμο: τις δραματικές αλλαγές που έφερε το «Χρυσό ρόδο», δηλαδή ο Μουσταφά Κεμάλ[1] όταν τελείωσαν οι πόλεμοι κι έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας στη συρρικνωμένη Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλαγές καθοριστικές ιδιαίτερα για τα μέλη της δυναστείας του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ (ο προπάππος)· την εισβολή της δυτικής κουλτούρας με την παρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων, μιας κουλτούρας που μέχρι τον προηγούμενο αιώνα την θεωρούσαν βάρβαρη· την οπισθοδρόμηση στις συντηρητικές κοινωνίες των ινδικών βασιλείων, και τέλος, την «έκλυτη», για τα δεδομένα της ανατροφής της, ζωή στην Πόλη του Φωτός.
     Η αφήγηση ξεκινά όταν τελειώνει πια ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος με την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων (συμμάχων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), οπότε την διοίκηση της Κωνσταντινούπολης αναλαμβάνουν δυνάμεις κατοχής των Συμμάχων (οι Γάλλοι ελέγχουν την παλιά πόλη, οι Βρετανοί το Πέρα και οι Ιταλοί ένα τμήμα από τις ακτές του Βοσπόρου). Γίνεται παροιμιώδης η σκληρότητα των Άγγλων, η «ξεδιαντροπιά των Σκωτσέζων», τα μεθύσια των Γάλλων και των Ιταλών, και, κυρίως, οι χοντροκοπιές των Σενεγαλέζων. Όλη αυτή η κατάσταση δημιουργεί δικαιολογημένα αναταραχές. Είναι η εποχή που ενισχύεται ο στρατός του Κεμάλ από εθελοντές (τα τελευταία πειθαρχικά μέσα θα ενισχύσουν τη δημοτικότητα του Κεμάλ). Τα γεγονότα της συνθήκης των Σεβρών και της προέλασης του ελληνικού στρατού μετά τη συνθήκη της Λωζάνης τα βλέπουμε στον απόηχό τους, στον απόηχο που έχουν σε ένα κοριτσάκι 6-7 χρονών. Ένα κοριτσάκι βέβαια που έχει τις κεραίες του ανοιχτές και θαυμάζει, από πολύ μικρή ακόμα, την Χαλιντέ Εντίμπ, «διάσημη συγγραφέα και φλογερή συνήγορο των δικαιωμάτων της γυναίκας», αλλά δεν παύει να είναι ένα πολύ μικρό παιδί (εδώ αναρωτιέται κανείς αν η Κενιζέ Μουράτ είχε συνειδητοποιήσει ότι η Σέλμα στη συνθήκη των Σεβρών ήταν 4 χρονών!)!
     Έχει ενδιαφέρον φυσικά πώς αφηγείται η συγγραφέας τα ιστορικά γεγονότα από την οπτική γωνία των Τούρκων, π.χ. αυτό που ονομάζουμε εμείς «καταστροφή της Σμύρνης» εδώ είναι η ιστορική φάση όπου έχει φύγει κι ο τελευταίος στρατιώτης/ στους κατάφωτους δρόμους, που είναι στολισμένοι με λάβαρα και σημαίες, οι άνθρωποι αγκαλιάζονται κλαίγοντας με λυγμούς. Μετά από δώδεκα χρόνια δυστυχίας και ταπείνωσης, ο τουρκικός λαός μπορεί επιτέλους να σηκώσει κεφάλι.
     Η Σέλμα ως μικρό παιδάκι βιώνει τη μεγαλοπρέπεια και τον απίστευτο πλούτο και χλιδή των παλατιών, τα πλούσια φορέματα και κοσμήματα, τα θρυλικά μπαϊράμια στο Ντολμά Μπαχτσέ, και το «λεφούσι» των ευνούχων από τους οποίους ξεχωρίζει ο Ζεϊνέλ, που θα σταθεί δίπλα της σαν πατέρας μέχρι το τέλος (η συγγραφέας αφήνει μάλιστα υπόνοιες ότι μπορεί αυτός να είναι ο πραγματικός της πατέρας, ή τουλάχιστον ότι αυτό πιστεύει ο ίδιος). Άλλωστε, ο πραγματικός της πατέρας, ο «νταμάντ» Χαϊρί Ραούφ μπέης, παλιός διπλωμάτης, είναι ακριβοθώρητος στο παλάτι, ενώ υπάρχουν υπόνοιες ότι συνεργάζεται με με τον στρατηγό Κεμάλ, ο οποίος σ’ αυτή τη φάση αγωνίζεται στην Ανατολία. Από μια εποχή και μετά ο Χαϊρί δεν έχει καν σχέσεις με την σουλτάνα Χατιτζέ, αλλά «για διαζύγιο, ούτε λόγος. Δεν χωρίζει κανείς μια σουλτάνα. Μόνο αυτή έχει αυτό το δικαίωμα, αν συμφωνεί κι ο σουλτάνος». Η απουσία του πατέρα είναι μια πληγή που ακολουθεί όλη τη ζωή της ηρωίδας μας, που είναι ένα τολμηρό και ατίθασο κορίτσι, τηρουμένων των αναλογιών, ή τουλάχιστον έτσι την παρουσιάζει η κόρη της που δεν την γνώρισε ποτέ….
     Με τον Ζεϊνέλ και τη δασκάλα των γαλλικών απαιτεί μεγάλους και απαγορευμένους περιπάτους, όπως π.χ. να δουν την έλευση του Γάλλου στρατηγού, διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων, και νιώθει από πολύ νεαρή ηλικία αδυναμία όταν δεν μπορεί να συμμετέχει στα γεγονότα. Γιατί οι αντιθέσεις στην πολυπολιτισμική πρωτεύουσα που βρίσκεται υπό καθεστώς κατοχής δεν μπορούν να κρυφτούν. Ακόμα και η Σέλμα που είναι μικρό παιδί, π.χ., αντιλαμβάνεται ότι πίσω από τους δερβίσηδες των οποίων θαύμασε τον μυστικιστικό χορό, μπορεί να κρύβεται το κέντρο του εθνικού αγώνα! Ο μεγάλος εχθρός βέβαια είναι οι Άγγλοι, τους οποίους θέλουν να εκτοπίσουν και οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, ενώ στα ανατολικά σύνορα ψάχνουν για δίοδο οι Ρώσοι, και παραδίπλα οι Αρμένιοι αγωνίζονται για την ανεξαρτησία τους. Παράλληλα, έχει αρχίσει να γίνεται υπολογίσιμη και η δύναμη των μπολσεβίκων (οι μπολσεβίκοι είναι καπάτσοι, προσπαθούν να πείσουν τους μουσουλμάνους της Ρωσίας ότι κομμουνισμός και Ισλάμ είναι το ίδιο ιδανικό), ενώ οι δυνάμεις στον ένοπλο αγώνα (Κεμάλ) όλο και αυξάνονται. Η μικρή Σέλμα προσεύχεται υπέρ του Κεμάλ, ενώ όταν γίνεται η απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων η Σέλμα βράζει από αγανάκτηση.
     Παρόλη την ήττα των Οθωμανών, τη συρρίκνωση της αυτοκρατορίας και την ταπείνωση της οικογένειας των σουλτάνων, μέχρι να φύγουν ως εξόριστοι στον Λίβανο, η σουλτάνα Χατιτζέ και τα δυο της παιδιά ζουν με τη συνήθη πολυτέλεια, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα: χαμάμ πάρτι (πολύ γλαφυρή η περιγραφή αυτής της ανατολικής συνήθειας/σε καλούν να πάρεις το μπάνιο σου, όπως στην Ευρώπη σε καλούν να πάρεις το τσάι σου), επισκέψεις σε τζαμιά, επισκέψεις κι ελεημοσύνες στους φτωχούς (η Χατιτζέ σουλτάνα παρουσιάζεται πολύ φιλάνθρωπη και παρασύρει και την κόρη της σε συναισθήματα αλληλεγγύης στους αδύναμους, φτάνει μάλιστα στο σημείο να κρύψει στη σοφίτα του παλατιού τον συνταγματάρχη του εθνικού στρατού, Καρίμ, συνεργάτη του Κεμάλ –έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα στην πατρίδα και τη δυναστεία!).
     Οι πολιτειακές μεταβολές σ’ αυτήν την κρίσιμη περίοδο αναφέρονται επί τροχάδην (ο σουλτάνος διέφυγε κρυφά, ενώ μέχρι να επιβληθεί η συνταγματική μοναρχία του Κεμάλ το 1923[2] ανακηρύχθηκε ως χαλίφης στο χαλιφάτο, πια (κι όχι σουλτανάτο) ο πρίγκιπας διάδοχος Αμπντούλ Μετζίτ), εφόσον αποτελούν το καθοριστικό σκηνικό της μοίρας της Σέλμα και της σουλτάνας Χατιτζέ.
     Η κατάργηση των συντηρητικών εθίμων και οι νεωτερισμοί που εισάγονται βαθμιαία στο χαλιφάτο από την Λατιφέ χανούμ (γυναίκα του Κεμάλ) ενθουσιάζουν τη Σέλμα (η πατρίδα της αλλάζει, Ισταμπούλ ζει μια επανάσταση), και σε μια από τις σπάνιες συναντήσεις με τον πατέρα της του ζητά να της επιτρέψει να πάει σχολείο. Ήδη ο Κεμάλ πασάς έχει δηλώσει ότι «το μέλλον της Τουρκίας εξαρτάται από τη χειραφέτηση των γυναικών και ότι μια χώρα που ο μισός της πληθυσμός είναι φυλακισμένος είναι μια χώρα μισοπαράλυτη» (αντίδραση πατέρα: είναι από τα ελάχιστα σημεία στα οποία δεν έχει άδικο αυτός ο λήσταρχος!!!).
     Το 1923 η κατάσταση στην Ιστανμπούλ και σ’ ολόκληρη την Τουρκία είναι δραματική. Η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Άγκυρα έχει τις επιπτώσεις της. Κι ενώ θεωρητικά πρότυπο του Κεμάλ και της τουρκικής διανόησης φαίνεται να είναι η Γαλλική επανάσταση (Ελευθερία, Ισότητα και αδελφοσύνη), τα γεγονότα δείχνουν μια σκληροπυρηνική κυβέρνηση που εξοντώνει τους εχθρούς της (π.χ. δολοφονία του Αλή Σουκρού μπέη, ηγέτη της αντιπολίτευσης). Σ’ αυτό το πλαίσιο διαλύεται και το χαλιφάτο (είναι ένας θεσμός που κοστίζει ακριβά στο κράτος και κινδυνεύει να γίνει η αφετηρία για την αποκατάσταση του σουλτανάτου!) και η οικογένεια του Χαϊρί πρέπει να φύγει μέσα σε τρεις μέρες (ο χαλίφης ήδη έφυγε με την οικογένεια για Ελβετία)!
     Λίβανος
Εξορία;… δεν είναι δυνατόν!
     1924. Η Σέλμα με τη μητέρα της μεταβαίνουν στον Λίβανο, ενώ ο πατέρας δεν τους ακολουθεί (ο μπαμπάς έφυγε χωρίς καν να την αποχαιρετήσει/οι νταμάντ έχουν το δικαίωμα να διαλέξουν…).
     Στη Βηρυτό οι εξόριστοι έχουν να αντιμετωπίσουν μια «μεταβαλλόμενη κοινωνία»: Μεγαλοαστοί σουνίτες[3], που προσδοκούσαν με τις υποσχέσεις των Άγγλων μεγάλο βασίλειο, χριστιανοί Μαρωνίτες[4], Δρούζοι[5] (η Αμάλ μάλιστα θα γίνει και η καλύτερη φίλη της Σέλμα)· ποικίλες συνοικίες σε μια Βηρυτό που δέχεται κύματα προσφύγων, και κατ’ επέκταση, ποικίλα συμφέροντα (π.χ. οι Δρούζοι δεν αποδέχονται τη γαλλική εντολή), ενώ η γαλλική διοίκηση όχι μόνο ενθαρρύνει τους Μαρωνίτες, αλλά χρειάζεται στέρεα στηρίγματα μέσα στη μουσουλμανική κοινότητα. Μια πολυπολιτισμική λοιπόν μεγαλούπολη υποδέχεται τους εξόριστους, που αντικαθιστά σε μικρογραφία την Κωνσταντινούπολη, άλλο μεγάλο οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο.
     Η κοινωνία του Λιβάνου υποδέχεται με περιέργεια κι επιφύλαξη τη σουλτάνα, τα δυο παιδιά της, τον Ζεϊνέλ και τις δυο κάλφες. Δεν είναι εύκολη φυσικά η προσαρμογή και η Σέλμα, αλλά και η μάνα της, αντιμετωπίζουν επιφυλακτικά τις διαχύσεις των ντόπιων. Τη Σέλμα τη βασανίζει η νοσταλγία του πατέρα, η ανάγκη να προστατέψει τη μητέρα της, η λατρεία προς αυτήν αλλά και η ανάγκη για τρυφερότητα (πώς η μητέρα της, που είναι τόσο καλή, δείχνεται μερικές φορές τόσο σκληρή;). Κάποια στιγμή μάλιστα, θα ανακαλύψει ότι η μητέρα της της έκρυβε τα γράμματα του πατέρα, και φυσικά όχι μόνο γίνεται έξαλλη αλλά παθαίνει κλονισμό.
     Έτσι, σ’ αυτές τις συνθήκες και σ’ αυτήν την κρίσιμη ηλικία, και με κυρίαρχο το τραύμα της έλλειψης αγάπης από έναν πατέρα που την εγκατέλειψε, χτίζεται ο χαρακτήρας της Σέλμα, παράτολμος και προκλητικός σε όσους την προσβάλλουν, αλλά στην ουσία μοναχικός, πεισματάρης και περήφανος. Στο σχολείο, στις καλόγριες, η οκτάχρονη μαθήτρια βγάζει με θράσος ψεύτρα τη χριστιανή καλόγρια που τους διδάσκει ιστορία. Κυρίως όμως δεν θέλει να γνωρίζουν οι συμμαθήτριές της για την πριγκιπική της καταγωγή, αλλά να την προσεγγίζουν και να την αγαπούν γι’ αυτό που είναι (σε μια περίπτωση αποκάλυψης: αύριο, ό, τι και να κάνει, οι συμμαθήτριές της θα την αντιμετωπίζουν σαν ξιπασμένη). Κι όταν αργά ή γρήγορα, αντιλαμβάνονται ότι έχουν να κάνουν με την εγγονή του έκπτωτου σουλτάνου, οι προσκλήσεις πέφτουν βροχή (Κι εγώ; Εγώ δεν υπάρχω; Έτσι με βλέπουν, σαν έναν τίτλο;), προς μεγάλη έκπληξη όμως της μητέρας της, εκείνη αρνείται και να τις κοιτάξει!
     Επίσης, ένα άλλο στοιχείο που θεμελιώνεται σ’ αυτήν την περίοδο, είναι η γενναιοδωρία προς τους αδύναμους, που η Σέλμα την «κληρονομεί» από την σουλτάνα Χατιτζέ (έδιναν –αυτό ήταν φυσικό, αποτελούσε μέρος της τάξης των πραγμάτων/η έλλειψη χρημάτων σήμερα δεν είναι αρκετή να τους κάνει ν’ αλλάξουν συνήθειες).
     Καθώς περνούν τα χρόνια και η επικράτηση του καθεστώτος του Κεμάλ παγιώνεται, οι εξόριστες/οι αναγκάζονται να πάρουν απόφαση ότι δεν θα υπάρξει δρόμος επιστροφής. Το 1928, η Κενιζέ Μουράτ μάς λέει ότι το σχολείο τελειώνει (κι εδώ υπάρχει ίσως ένας αναχρονισμός, εφόσον σύμφωνα με την Wikipedia η Σέλμα γεννήθηκε το 1916 ενώ άλλες πηγές τοποθετούν τη γέννησή της το 1914) και οι παρέες αλλάζουν. Είναι 17 χρονών, «πριγκίπισσα και φτωχιά»! Ξέρει πιάνο, γλώσσες, πηγαίνει στον κινηματογράφο, και, παρόλο που δεν επιτρέπεται στις μουσουλμάνες, αρχίζει και πηγαίνει σε χορούς και δεξιώσεις, επομένως σιγά σιγά, μέσω της Αμάλ, να μπαίνει στους κύκλους της ανώτερης τάξης, εντυπωσιάζοντας με την ομορφιά της. Το διακριτικό φλερτ που προκαλεί στους άντρες τής δημιουργεί αμηχανία, και σε μια στιγμή αμφιθυμίας κόβει τα πλούσια μαλλιά της (χωρίς να το συνειδητοποιεί, επιδιώκει να ξορκίσει τη μυθική εικόνα της όμορφης σκλάβας που ένας δυνατός άντρας τη σέρνει από τα μακριά μαλλιά/τώρα είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τον κόσμο). Είναι πια δεκαοκτώ χρονών και μαθαίνει να γελάει και να χορεύει με τους νεαρούς, προκαλώντας τον Ζεϊνέλ που θεωρεί ότι δεν επιτρέπονται τέτοιες εκτροπές σε μια νεαρή πριγκίπισσα. Η μητέρα της όμως, επειδή ήταν είκοσι χρόνια φυλακισμένη ως κόρη του έκπτωτου σουλτάνου, είναι πιο ανεκτική.
     Η Σέλμα καθώς εισχωρεί στην υψηλή κοινωνία του Λιβάνου, αρχίζει και συμμετέχει και στην πολιτική ζωή –μετά το 1931 η αντίδραση στη γαλλική κυριαρχία κλιμακώνεται (έχει κληρονομήσει από τον πατέρα της και τα μητέρα της το πάθος για την πολιτική, την ανάγκη να αγωνίζεται για κάποιον σπουδαίο σκοπό). Παράλληλα, της δίνεται η ευκαιρία να… παίξει στον κινηματογράφο, μετά από πρόταση της Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ (είστε όμορφη, αυτό είναι σίγουρο, αλλά δεν είναι το σημαντικότερο. Έχετε «παρουσία» και αυτό είναι πολύ σπάνιο), αλλά δεν ευνοεί το περιβάλλον.
     Ωστόσο, αυτήν την πορεία προς κοινωνική άνοδο και τις κοσμικότητες (έκρηξη νεανικής παραφοράς) την ανακόπτει η μητέρα της με την απίστευτη φράση: «Σκέφτηκα ότι σου χρειάζεται ένας βασιλιάς»! Η ηρωίδα μας «τσιμπάει», της καλαρέσει η ιδέα, άλλωστε της αρέσει η ομορφιά κι η πολυτέλεια. Ο πρώτος υποψήφιος είναι ο Αχμέτ Ζογλού, δηλ. ο βασιλιάς Ζώγου της Αλβανίας, μια πιο χειροπιαστή αγάπη όμως, ο Δρούζος Βαχίντ της δίνει υποσχέσεις κι εντέλει την εγκαταλείπει (όπως την είχε εγκαταλείψει προηγούμενα και ο πατέρας της/ το φταίξιμο είναι δικό της).
     1936. Είκοσι πέντε χρονών, και η Σέλμα απ’ όλες τις φίλες της είναι η μόνη… ανύπαντρη. Η σουλτάνα, που εντωμεταξύ έχει προσβληθεί από ανίατη αρρώστια, της προξενεύει τον μουσουλμάνο μαχαραγιά Αμίρ, του κράτους του Μπανταλπούρ, έναν γάμο που η Σέλμα δέχεται αβίαστα και αποφασιστικά (δεν πρέπει να βιαστείς να κάνεις με κλειστά μάτια έναν γάμο στην άκρη του κόσμου/το έχω σκεφτεί μανούλα. Αν μείνω στη Βηρυτό θα τρελαθώ).
     Ινδίες
Δική της ήταν η απόφαση να ξαναριζώσει,
να ξαναβρεί μια πατρίδα, ένα βασίλειο όπου θα βασιλεύει,
όπου θα την αγαπούν.
     Ίσως είναι το πιο συναρπαστικό κεφάλαιο του βιβλίου, γιατί, όπως άλλωστε περιμένει κι ο υποψιασμένος αναγνώστης, η παρορμητικότητα της Σέλμα και η λαχτάρα της να ξεφύγει την οδηγούν σ’ έναν κόσμο πιο κλειστό, πιο ξωτικό κι αινιγματικό αλλά και πιο συντηρητικό. Έτσι, έχει τη δυνατότητα κι ο αναγνώστης να περιηγηθεί στην Ινδία, ή μάλλον σ’ ένα από τα απομακρυσμένα βασίλεια της Β. Ινδίας σε μια εποχή κρίσιμη και μεταβατική, και μάλιστα υπό το πρίσμα της ανώτερης τάξης, η οποία όμως βρίσκεται υπό κατάρρευση. Είναι η εποχή του Νεχρού (αρχηγού του Κόμματος του Κογκρέσου[6] –που μετέπειτα θα εξελιχθεί στο Κίνημα της ανεξαρτησίας[7] που έχει στόχο να αποτινάξουν τον ζυγό των Άγγλων), του Μαχάτμα Γκάντι, και του Μουσουλμανικού Συνδέσμου στον αντίποδα, στον οποίο ανήκει και ο Αμίρ και υπερασπίζεται τα συμφέροντα της μουσουλμανικής μειονότητας, πολλές φορές σε αντίθεση με το Κίνημα της Ανεξαρτησίας.
     Οι εκπλήξεις βομβαρδίζουν την Σέλμα από την πρώτη στιγμή που, συνοδευόμενη αρχικά από τον πιστό Ζεϊνέλ, πάτησε το πόδι της στο Λούκναου[8]: φτώχεια, αθλιότητα, πολυκοσμία, φορτικές ακόλουθες που θα της κρατήσουν συντροφιά μέχρι να δει τον μαχαραγιά (σημειωτέον ότι δεν μπορεί να τον δει πριν τον γάμο), γυναίκες με «μπουρκά», γλώσσα άγνωστη, και μια ξινή κι αυταρχική κουνιάδα, η Αζίζα, που της σπάει τα νεύρα. Η μόνη παρηγοριά σ’ αυτό το σκοτάδι ο Ρασίντ Χαν (έμπιστος γραμματέας του μαχαραγιά, δεν επιτρέπεται όμως να τον βλέπει!), και η Ζάχρα, η μικρή αδερφή του Αμίρ, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι που της δείχνει αδυναμία.
     Τη βδομάδα πριν τον γάμο η Σέλμα φτάνει πολλές φορές στο σημείο να τα παρατήσει. Η Σέλμα ανακαλύπτει ότι η απόφαση του γάμου εκ μέρους του μαχαραγιά ήταν η προσπάθεια να ενισχυθεί η ινδική μουσουλμανική κοινότητα με τους Οθωμανούς χαλίφηδες, επομένως είναι φυσικά ανεπιθύμητη σε κάποιους. Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τα ήθη της περιοχής, την υπομονή της Σέλμα και ταυτόχρονα την ανυπομονησία της να γνωρίσει επιτέλους τον όμορφο μαχαραγιά, που πρέπει να αποδεχτεί ως σύζυγο προτού ακόμα τον αντικρίσει (σύμφωνα με την αυθεντική ισλαμική παράδοση, οι μελλόνυμφοι θεωρούνται ενωμένοι μόνο μετά το «νικά»: δίνουν ο καθένας το λόγο τους στον σεΐχη πριν δουν το ταίρι τους (!)). Δεν πρέπει την ώρα του γάμου να χαμογελά, να δείχνει ευτυχισμένη αλλά ούτε και δυστυχισμένη! Η πρώτη συνάντηση των δύο γίνεται με τούλινα πέπλα που ανασηκώνουν με τελετουργικές κινήσεις… Αντίστοιχα επεισοδιακή είναι και η πρώτη γαμήλια νύχτα!
     Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συγγραφέας, η Κενιζέ Μουράτ, έμπειρη δημοσιογράφος, έχει επενδύσει τα κενά των γεγονότων με πολλή φαντασία και προβολές από την δική της ψυχολογία. Δεν έχει σημασία όμως. Ξέρουμε ότι η συγγραφέας ως ενήλικη έχει γνωρίσει τον πατέρα της, τον Αμίρ, και ίσως αυτά τα χρόνια παραμονής της μητέρας της στην Ινδία είναι και τα πιο «τεκμηριωμένα», με βάση συγγενικές μαρτυρίες και πηγές. Σίγουρα πάντως η Σέλμα προσαρμόζεται πολύ δύσκολα, αν και την υποδέχονται πλούσιοι και φτωχοί πολύ θερμά. Με σύντροφο τη μικρή Ζάχρα επισκέπτεται τα διάφορα μνημεία και τα τζαμιά, παίζει πιάνο (την προειδοποιούν ότι απαγορεύεται γιατί «προκαλεί σκάνδαλο»), ενώ αντιστέκεται αυθόρμητα στα πολύ συντηρητικά έθιμα και στους αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς, ιδιαίτερα όσο αφορά τις γυναίκες. Εντυπωσιάζει με την ομορφιά της και δεν μπορεί εύκολα ο κόσμος να πιστέψει ότι η γοητευτική αυτή πριγκίπισσα με τη λευκή επιδερμίδα και τη γαλλική προφορά είναι…. Τουρκάλα (αντιμετωπίζει κι επεισόδια ρατσισμού)! Οι επισκέψεις από συγγενείς, φίλες, γειτόνισσες κουμπάρες είναι αμέτρητες και γεμίζουν την κενή ζωή της, ενώ ουσιαστικό νόημα θα της δώσει αργότερα η προσέγγιση των φτωχών στρωμάτων στο Μπανταλπούρ και η αγάπη που εισπράττει απ’ τους χωρικούς.
     Η έντονη παρουσία των Άγγλων διοικητών στη ζωή τους (σερ Χάρρυ Γουαίηγκ -κυβερνήτης των «Ενωμένων Επαρχιών»- και η λαίδη Βάιολετ) βάζει σε στοχασμούς την ώριμη πια Σέλμα: στη διάρκεια του δείπνου ανακάλυψε την ντροπή, το απαράδεκτο σκάνδαλο: έναν λαό που υποτάσσεται γιατί, βαθιά μέσα του, έχει πειστεί ότι είναι κατώτερος, μόλο που διακηρύσσει το αντίθετο, έναν λαό που η μοναδική του φιλοδοξία είναι να μοιάσει στα αφεντικά του, από τα οποία ισχυρίζεται πως θέλει να απαλλαγεί. Η επαφή με τους Άγγλους κυβερνήτες προβληματίζει όμως και τους εξεγερμένους χωρικούς που θεωρούν ότι ο πρίγκιπας είναι αντίθετος στην ανεξαρτησία.
     Η σχέση με τον μαχαραγιά έχει επίσης ενδιαφέρον για τον αναγνώστη (όπως είναι φυσικό η συγγραφέας την παρουσιάζει γλαφυρά και μυθιστορηματικά, δεν περιμένουμε αξιοπιστία στα γεγονότα)… Η Σέλμα δείχνει να ποθεί τον όμορφο άντρα της, τον ονειρεύεται ερωτικά, ζούνε κάθε τόσο στιγμές πάθους αλλά και σχεδόν βίαιης απομάκρυνσης. Ο Αμίρ, αν και βρετανικής παιδείας, δεν μπορεί να παραβιάσει τις αυστηρές επιταγές της κοινωνικής του θέσης, ενώ τα προβλήματα των αντιθέσεων και των συνεχών εξεγέρσεων (ινδουιστές εναντίον μουσουλμάνων, που εμφανίζονται ως αντίθετοι της ανεξαρτησίας) τον κρατούν μακριά απ’ την οικογένεια, και η Σέλμα πνίγεται. Απορεί πώς ο σύζυγός της, που σπούδασε σε αγγλικά σχολεία, διατηρεί κάποιες μεσαιωνικές αντιλήψεις. Ενώ εκείνη πιστεύει στις αλλαγές, ιδιαίτερα όσο αφορά τα «βάρβαρα έθιμα» (π.χ. σύζυγος κόβει τη μύτη της γυναίκας του λόγω απιστίας), ο Αμίρ δυσκολεύεται να νεωτερίσει (ποιος είμαι εγώ για να κρίνω τις αξίες τους, τον κώδικα τιμής τους, και να τις αλλάξω κι από πάνω;).
     Έτσι λοιπόν που οι καιροί είναι πάρα πολύ δύσκολοι για τους μουσουλμάνους, η Σέλμα έχει κουραστεί από τις πολιτικές αναταραχές, έχει βέβαια την δική της ανεξάρτητη πολιτική σκέψη, πολλές φορές μάλιστα προσπαθεί να τα βάλει με τις κάστες και να επηρεάσει τον Αμίρ. Ωστόσο, οι συνθήκες είναι εκρηκτικές κι ο ίδιος ο Αμίρ δεν μπορεί να τις διαχειριστεί. Όταν πεθαίνει ο Μουσταφά Κεμάλ αρνείται να πενθήσει, προκαλώντας οργή στον άντρα της (την ώρα που εσύ θα προσεύχεσαι, εγώ θα καλέσω τους φίλους μου να πιούμε σαμπάνια για να γιορτάσουμε το ευτυχές γεγονός). Αντίστοιχα, ο Αμίρ αντιδρά σπασμωδικά στις προσπάθειες της Σέλμα να διασκεδάσει, και να απολαύσει π.χ. στον κινηματογράφο (πηγαίνει παντού με ξεσκέπαστο πρόσωπο, δεν έχουμε ξαναδεί τέτοια ξεδιαντροπιά στην οικογένεια/είναι ξένη, δε λέω, αλλά πρέπει να σέβεται τα έθιμά μας). Το αποκορύφωμα είναι όταν χορεύει «ξεδιάντροπα» με τον Άγγλο Ρόυ Λίντον (Θα μου την πληρώσετε την προσβολή κύριε. Αύριο το πρωί κιόλας. Σας αφήνω να διαλέξετε τα όπλα), που, ευτυχώς, αντί για έναν άδικο θάνατο κόστισε μόνο κάποιες μέρες εγκλεισμού της Σέλμα…
Από παιδί σ’ έμαθαν να είσαι αρεστή,
ροκάνισαν, εξάλειψαν, άλλαξαν ό, τι πηγαίο είχες μέσα σου,
ώστε να μπορέσεις να αναλάβεις εύκολα τον πριγκιπικό σου ρόλο.
Όσο δεν απαλλάσσεσαι απ’ αυτό, δεν μπορείς να αγαπήσεις
     Τον Μάρτιο του 1939 ήδη Χίτλερ έχει προσαρτήσει την Τσεχοσλοβακία, ενώ η κατάσταση στην Ινδία (συγκρούσεις μεταξύ σουνιτών και σιιτών) είναι απρόβλεπτη. Έτσι, όταν η Σέλμα μένει έγκυος (…κι αν είναι κορίτσι;), ο Αμίρ αποφασίζει να στείλει την Σέλμα στη Γαλλία με τη συνοδεία του ευνούχου Ζεϊνέλ. Η Σέλμα φυσικά ενθουσιάζεται, κι εντυπωσιάζει τους κύκλους της ανώτερης γαλλικής τάξης με τα σάρι της και την ομορφιά της, ενώ παντού τη συνοδεύει ο «ηλικιωμένος άντρας με τη μακριά μαύρη τουνίκ», ο Ζεϊνέλ.
     Η Σέλμα δεν θα χάσει καιρό, θα ξανασυναντηθεί μετά από χρόνια με την παλιά φίλη Μαρί-Λωρ, που είναι βέρα Παριζιάνα πια, και θα γνωρίσει την Πόλη του Φωτός από την καλή κι από την ανάποδη! Δείπνα, δεξιώσεις, μανεκέν, κολεξιόν και πασαρέλες, χοροί και συναυλίες σε μιουζικ-χωλ, θα γοητεύσουν την νεαρή κοπέλα που διψάει για ζωή και πολυτέλειες. Το μεγάλο νέο όμως είναι ότι ερωτεύεται παράφορα, αργά αργά και βασανιστικά, κι αυτός ο παράδοξος έρωτας με τον «ωραίο καουμπόϋ -Αμερικανό τυχοδιώκτη χειρουργό στη Νεα Υόρκη Χάρβεϋ Κέρμιν- είναι αμοιβαίος! Ακολουθούν θυελλώδεις μέρες και νύχτες έρωτα, υπό την εγκαρτέρηση του πιστού και γεμάτου κατανόηση Ζεϊνέλ, όπου βέβαια η Σέλμα αναβάλλει συνέχεια να μιλήσει για την εγκυμοσύνη της.
     Το ενδιαφέρον συνεχίζεται αμείωτο και σ’ αυτό το τελευταίο μέρος της αφήγησης, όπου βλέπουμε την έκπτωτη πριγκίπισσα όχι μόνο να χάνει κάθε περιουσιακό στοιχείο που είχε (κοσμήματα που έφερε μαζί της καθώς κι εμβάσματα από την Ινδία), αλλά λόγω του πολέμου που δεν άργησε να ξεσπάσει και στη Γαλλία, βιώνει σταδιακά την ακραία φτώχεια, ενώ ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να δει το Παρίσι στις δύσκολες αυτές στιγμές πριν και μετά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ηρωίδα μας έχει ωστόσο ζήσει την αγάπη, την αφοσίωση, τη βαθιά επικοινωνία, την κατανόηση αλλά κυρίως τον μεγάλο έρωτα -που όλη της τη ζωή προσδοκούσε με λαχτάρα- στο πρόσωπο του Χάρβεϋ Κέρμιν.
     Ο Χάρβεϋ Κέρμιν λείπει στην Αμερική όταν η Σέλμα θα γεννήσει το κοριτσάκι της (έτσι ήταν γραφτό. Ο Θεός της δείχνει τον δρόμο) με την αποκλειστική βοήθεια το πιστού Ζεϊνέλ, ενώ η απόφαση να μην επιστρέψει ποτέ πια στην Ινδία είναι δρομολογημένη. Τα σχέδια να δηλώσει το παιδί νεκρό στον Αμίρ ή ότι είναι του Χάρβεϋ τα ανατρέπει το τραγικό της τέλος, πριν ακόμα κλείσει τα 30 της χρόνια.
     Ο βίος της Σέλμα, μια αληθινή ιστορία ιδωμένη βέβαια μέσα από το υποκειμενικό πρίσμα της συγγραφέα-κόρης της, είναι πραγματικά συναρπαστικός, όπως άλλωστε και η ζωή της ίδιας της Κενιζέ Μουράτ, που την αφηγήθηκε στο βιβλίο «Ο κήπος του Μπανταλπούρ».
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Ο Μουσταφά Κεμάλ οραματίστηκε ένα κοσμικό τουρκικό κράτος και το έκανε πραγματικότητα, κυβερνώντας απολυταρχικά. Στις 29 Οκτωβρίου 1923 ανακήρυξε την Τουρκική Δημοκρατία κι έγινε ο πρώτος πρόεδρός της. Τον επόμενο χρόνο κατάργησε το Χαλιφάτο, θέτοντας σε εφαρμογή το ευρύ μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/16
[2] Στις 17 Νοεμβρίου του 1922 ο Σουλτάνος Βαχιντεντίν΄ εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη, ουσιαστικά παραδίδοντάς την στην κυβέρνηση της Άγκυρας. Στις 29 Οκτωβρίου του 1923 ο Κεμάλ ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος της, ενωμένης πια, Τουρκίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1938, ημερομηνία θανάτου του, αφού προηγουμένως είχε κερδίσει τις εκλογές του 1927, 1931 και 1935. Βέβαια, από το 1930 είχε καταργήσει τα αντιπολιτευόμενα κόμματα με αποτέλεσμα το δικό του, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, να είναι μόνο του στη Βουλή.
[3] https://gr.euronews.com/2016/08/01/the-difference-between-shia-and-sunni-explained
[4] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CF%89%CE%BD%CE%AF%CF%84%CE%B5%CF%82
[5] Οι Δρούζοι ακολουθούν μια μονοθεϊστική και εθνική θρησκεία της οποίας οι κύριες αρχές υποστηρίζουν την ενότητα του Θεού, τη μετενσάρκωση και την αιωνιότητα της ψυχής.
Οι περισσότερες θρησκευτικές πρακτικές των Δρούζων κρατούνται μυστικές. Οι Δρούζοι δεν επιτρέπουν σε ξένους να προσηλυτιστούν στη θρησκεία τους. Ο γάμος έξω από την πίστη των Δρούζων είναι σπάνιος και αποθαρρύνεται έντονα. Οι Δρούζοι διατηρούν την αραβική γλώσσα και τον πολιτισμό ως αναπόσπαστα μέρη της ταυτότητάς τους και τα αραβικά είναι η κύρια γλώσσα τους.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CF%81%CE%BF%CF%8D%CE%B6%CE%BF%CE%B9
[6] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%9A%CE%BF%CE%B3%CE%BA%CF%81%CE%AD%CF%83%CE%BF_(%CE%BA%CF%8C%CE%BC%CE%BC%CE%B1)
[7] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CE%BE%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%99%CE%BD%CE%B4%CE%AF%CE%B1%CF%82
[8] Διοικητικό κέντρο των Βρετανών https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%AC%CE%BA%CE%BD%CE%B1%CE%BF%CF%85

Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2025

Διηγήματα Από τη Γη των Πικραμένων Πορτοκαλιών, Ghassan Kanafani

 Ο Καναφάνι ήταν ένας λαός σ’ έναν άνθρωπο, ήταν ένα ζήτημα,
Ήταν μια πατρίδα. Από μόνος ήταν μια ολόκληρη αντιστασιακή ταξιαρχία.
Νασίμ Αλάτρας
     Συγκλονιστικές είναι οι ιστορίες που εμπεριέχονται στα είκοσι διηγήματα του βιβλίου, όπως συγκλονιστική είναι και η προσωπική ιστορία του Παλαιστίνιου συγγραφέα, δημοσιογράφου, ιστορικού και ζωγράφου. Ο «μάρτυρας της Τέχνης και των Γραμμάτων» Γασσάν Καναφάνι[1] (1936-1972) αναγκάστηκε ως παιδί να φύγει το 1948 με την οικογένειά του από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τις ιστορικές πόλεις Γιάφα και Άκκα (όπου έμενε η οικογένεια εναλλάξ), γεγονός που μας υπενθυμίζει ότι η δίωξη των Παλαιστινίων και το καθεστώς απαρτχάιντ ίσχυαν από την ίδρυση ακόμα του κράτους του Ισραήλ το 1948, οπότε έχουμε τον τρομακτικό ξεριζωμό (μισού περίπου παλαιστινιακού πληθυσμού) που ονομάστηκε Νάκμπα[2]. Τότε αναγκάστηκαν πολλές οικογένειες, ανάμεσα στις οποίες και η οικογένεια του Καναφάνι, να εκπατριστούν και να καταφύγουν ως πρόσφυγες σε στρατόπεδα γειτονικών χωρών. Ο Γασσάν έζησε κι ενηλικιώθηκε ως πρόσφυγας αρχικά στον Λίβανο, στη Δαμασκό και στη συνέχεια για λίγα χρόνια στο Κουβέιτ, ενώ επέστρεψε στον Λίβανο απ’ όπου, ενταγμένος στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, αφοσιώνεται στον αντισιωνιστικό αγώνα. Πάντα αισθανόταν μειονεκτικά απέναντι στους αντάρτες «που αντιμετώπιζαν τον Σιωνιστή κάθε μέρα και ώρα», ωστόσο η πολιτική του δράση είναι αδιάλειπτη και μοναδικής σημασίας. Δολοφονήθηκε βάναυσα από τη Μοσάντ σε ηλικία 36 χρονών, το 1972, πολύ πριν δηλαδή κι απ’ την πρώτη Ιντιφάντα (1987-1991). Στον πολύ κατατοπιστικό πρόλογο του γνωστού στην Ελλάδα Νασίμ Αλάτρας, όπως και στις υποσημειώσεις του τέλους, τεκμηριώνεται ωστόσο ότι από την αρχή ακόμα του 20ου αιώνα, υπό την «Βρετανική εντολή» (1920-), οι Παλαιστίνιοι υφίστανται διώξεις και ρατσισμό, καθότι τα πανίσχυρα σιωνιστικά λόμπι απανταχού της γης αλλά κυρίως στις ΗΠΑ, προσβλέπαν στην ίδρυση κράτους στην περιοχή εδώ και αιώνες.
     Ο Γασσάν Καναφάνι μάς μεταφέρει σε μια κοινωνία όπου βιώνεται το απίθανο, μια κατεστημένη κατάσταση που δεν έχει όμοιά της (και να φανταστεί κανείς ότι πέθανε σχεδόν πενήντα χρόνια πριν από την ολοκληρωτική γενοκτονία που υφίσταται ακόμα αυτός ο λαός). Πρόκειται για μικρά επεισόδια (τα περισσότερα διηγήματα είναι ολιγοσέλιδα) σε α΄ ενικό τα περισσότερα, μικρά διαμάντια όπου εκτυλίσσεται ένα γεγονός φαινομενικά μικρής εμβέλειας και ασήμαντο, ένας χαρακτήρας ή μια ανθρώπινη κατάσταση, ένα περιστατικό φευγαλέο, πάντα όμως σε μοναδικές ιστορικές συνθήκες. Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι ο συγγραφέας κρατά ένα φακό και φωτίζει μικρές περιοχές από έναν τεράστιο καμβά όπου λαμβάνουν χώρα μικρές τραγωδίες, δραματικά επεισόδια που συνθέτουν μία μεγάλη τραγωδία, καθολική και πανανθρώπινη και ορίζεται από τις λέξεις: προσφυγιά, εξορία, προδοσία, πόλεμος, θάνατος. Ο τόπος δεν είναι αποκλειστικά η Παλαιστίνη, αλλά η ευρύτερη περιοχή, ο Λίβανος, το Ιράκ, η Συρία, εξακτινώνεται όμως γιατί φυσικά αφορά την ανθρωπότητα και την ανθρωπιά.
     Δεν είναι εμφανές με μια πρώτη ανάγνωση το πόσο πολιτικό είναι το έργο του Καναφάνι. Οι ιστορίες είναι βγαλμένες από την καθημερινότητα, μια καθημερινότητα ανώμαλη κι ασυνήθιστη βέβαια. Ενώ υπάρχει ξεκάθαρα -ή υπονοείται ξεκάθαρα- η βία που υφίσταται ο καταπιεζόμενος λαός, και παρόλο που ο ίδιος ο Καναφάνι έχει ονομάσει το έργο του «λογοτεχνία της αντίστασης», οι συναισθηματικές αποχρώσεις και η λεπτοφυής γραφή (φανερά προερχόμενη από πλούσια παράδοση) δίνουν ένα αποτέλεσμα που απέχει πολύ από το να το χαρακτηρίσουμε στρατευμένο. Η γραφή είναι ελλειπτική, χωρίς φλυαρίες και περιγραφές, πολλές φορές αιφνιδιάζει γιατί δεν επεξηγεί, ωστόσο υπάρχει αξιοθαύμαστη εσωτερική συνοχή. Τέλος, η συμμετοχή της φύσης -των φύλλων, των δέντρων, του αητού, της θάλασσας, της κουκουβάγιας των πορτοκαλιών- υποβάλλουν την αγάπη για τον Τόπο αλλά κυρίως για τη Ζωή, που χαρακτηρίζει στο βάθος το έργο του Καναφάνι.
     Ο Νασίμ Αλάτρας επέλεξε είκοσι από τα εξήντα τέσσερα διηγήματα του Καναφάνι, που μας παραθέτει σχεδόν με χρονική σειρά έκδοσης, και στα οποία βλέπουμε ότι εξελίσσεται ως συγγραφέας, ότι ωριμάζει. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία θεματική, αφηγηματικών φωνών και τόπου δράσης (Γάζα, Λίβανος, Ιράκ).
     Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κάποιος για διηγήματα, και μάλιστα αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους, γι’ αυτό θα περιοριστώ σε υπενθυμιστικές σημειώσεις μαζί με φράσεις/αποσπάσματα που θα ήθελα να θυμάμαι… 

     Ένα φύλλο από τη Γάζα
     Ο αφηγητής που έχει αποφασίσει να μη φύγει από τη Γάζα για το Σακραμέντο μαζί με τον φίλο του τον Μουσταφά, ο Μουσταφά που μιλάει βιαστικά χωρίς κόμματα και τελείες και τον περιμένει, οι Εβραίοι που χτύπησαν την Αλ Σάμπχα στη Γάζα[3], η ανάγκη να ξεφύγουν από την «δυσοσμία της ήττας», η λαχτάρα για το «γλυκό ξεκίνημα» αφήνοντας πίσω τη Γάζα -πιο στενή κι από την ψυχή ενός ανθρώπου που τον έδειρε ένας τρομακτικός εφιάλτης. Η όμορφη δεκατριάχρονη Νάντια με το ακρωτηριασμένο πόδι, η γενιά που θήλαζε την ήττα. Η δύσκολη απόφαση. «Γύρνα εσύ σε μας, σε περιμένουμε όλοι».

     Ένα φύλλο από την Αλ Ράμλα[4]
     Ο «θείος» Άμπου Ουθμάν και η τραγική του ιστορία όταν η Εβραία σήκωσε με υπερβολική απλότητα το μικρό πολυβόλο και σημάδεψε το κεφάλι της Φατμέ. Ο αφηγητής, εννιάχρονο παιδάκι όταν οι εβραίοι μπήκαν στην Αλ Ράμλα κι έστησαν γριές γυναίκες και παιδιά με βία και αγριότητα σε δυο σειρές και το ανεξίτηλο αποτύπωμα της φρίκης. Η αξιοπρεπής έξοδος του Ουθμάν.

     Ένα φύλλο από την Αλ Τίρα[5]
     Ο καλός πελάτης που αγοράζει κουλούρια από τον πλανόδιο αφηγητή, ο αστυνομικός «με το πληγωμένο πρόσωπο» που τον σπρώχνει «λες και είναι Εβραίος», η Παλαιστίνη που χάθηκε και βυθίστηκαν οι πολίτες στη φτώχεια, τα παράπονα από τους ηγέτες (δεν έμαθαν ποτέ πώς να καθοδηγούν τους στρατιώτες τους, νόμιζαν πως οι στρατιώτες τους ήταν ένα είδος όπλου για διασκέδαση που χρειαζόταν κούρδισμα). Τέλος, το χάσμα ανάμεσα «στους υπεύθυνους κι εμάς», όπως το θέτει συνειρμικά ο αφηγητής, ο οποίος παραθέτει περιστατικά αμοιβαίου μίσους, περιστατικά παραλογισμού και απελπισίας, που κάνουν τους πολεμιστές «με τις τσουγκράνες, τα φτυάρια και τους γκασμάδες» να χάνουν τον προσανατολισμό τους.

     Η γη των πικραμένων πορτοκαλιών

Ήμασταν κουβαριασμένοι εκεί,
τόσο μακριά από την παιδική μας ηλικία
όσο και από τη γη των πορτοκαλιών
     Η Γιάφα, μια ιστορική πόλη από τις αρχαιότερες κατοικημένες στον κόσμο (από την 4η χιλιετία π.Χ.), γνώρισε από τον 17ο αιώνα μεγάλη ανάπτυξη λόγω της καλλιέργειας και της εξαγωγής εξαιρετικής ποιότητας πορτοκαλιών! Έχοντας ιστορία αντιαποικιακού αγώνα από το 1917 (κατά των Βρετανών), το 1948 καταλήφθηκε από τους σιωνιστές -με προεξάρχοντα τον μεγιστάνα Ρότσιλντ που αγόρασε τα περισσότερα εδάφη-, οι οποίοι ανάγκασαν 70.000 Παλαιστίνιους να εκπατριστούν.
     Η «έξοδος από τη Γιάφα προς την Άκκα» ήταν καθοριστικό βίωμα του δωδεκάχρονου Γασσάν (ήμασταν ανάμεσα σ’ όλους εκείνους που πήρε ο δρόμος στην αγκαλιά του), εφόσον ο ίδιος, αν και ήταν ο μόνος από τα αδέρφια του που γεννήθηκε στην Άκκα (όπου και έζησε τα περισσότερα παιδικά του χρόνια), βίωσε την τραγωδία της οικογένειάς του που πηγαινοέρχονταν ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ιστορικές πόλεις. Στον οριστικό διωγμό από τους σιωνιστές (που συνδέθηκε και με την «Επιχείρηση Βιολογικού Πολέμου», δηλαδή την δηλητηρίαση των πηγαδιών νερού σε αραβικά χωριά-επί πρωθυπουργού Μπεν Γκουριόν) η οικογένεια εκπατρίστηκε οριστικά προς τον Λίβανο. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο αφηγητής ταυτίζεται με τον συγγραφέα, αλλά η εικόνα το φορτηγού όπου είναι στοιβαγμένα όλα τα πράγματα της οικογένειας μαζί με τα γυναικόπαιδα, και αγκομαχά για να φτάσει στην Ρας Αλ Νακούρα, είναι καθηλωτική… Η ατέλειωτη σειρά των φορτηγών που μπαίνουν στον Λίβανο, οι άντρες να παραδίδουν τα όπλα τους κι οι αγρότες να κοιτούν τα πορτοκάλια και να θρηνούν (μέσα στα μάτια του πατέρα σου αντιφέγγιζαν όλες εκείνες οι πορτοκαλιές που είχε παρατήσει στους Εβραίους). Η απελπισμένη αναζήτηση νέου καταφύγιου, το προσωρινό κατάλυμα στη Σιδώνα, η οριστική διάψευση από τα αραβικά καμιόνια που όχι, δεν τους βοήθησαν να επαναπατριστούν όπως ήλπιζαν ζητωκραυγάζοντας που τα είδαν, στις 15 Μαΐου του 1948: οι στρατοί των Αράβων δεν μπήκαν για να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στην πατρίδα τους και τα χωριά τους,, αλλά για να παίξουν τον τελευταίο τους ρόλο σε σενάριο που έγραψαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις (…), δηλαδή η εγκατάσταση στη γη της Παλαιστίνης ενός χωροφύλακα των δυτικών αποικιοκρατών).

     Κάτι που δεν φεύγει
     Στο «λαχανιασμένο» τρένο για την Τεχεράνη, ο ρομαντικός αφηγητής, λάτρης της ποίησης του Ομάρ Καγιάμ, με αφορμή την όμορφη κι επιφυλακτική συνταξιδιώτισσά του, αναπολεί τη Λάιλα, (δε λεγόταν Λάιλα. Τη φώναζα Λάιλα επειδή αυτή με φώναζε Κάις – ήρωες μιας ιστορίας αγάπης), μια πανέμορφη και τολμηρή κοπέλα από τη Χάιφα –«ένα διαφορετικό είδος ανθρώπου»- που τον γοήτευσε οκτώ χρόνια πριν: δεν φανταζόμουν ποτέ ότι το μαλθακό κορίτσι που γνώρισα πραγματοποιούσε ανατινάξεις, τις οποίες δεν θα μπορούσε να φανταστεί ένας άντρας με μέτριο θάρρος. Τον ντροπαλό κι άβουλο ήρωα τον σημαδεύει η ανάμνηση της Λάιλα, οι εννέα μέρες που πέρασε στο κολαστήριο των εβραίων (τη συνέλαβαν για κάτι που δεν έμαθα ποτέ), η λυπημένη Λάιλα.. η απελπισμένη… που ήθελε να της μείνει κάτι που δε φεύγει…

     Το κλεμμένο πουκάμισο
Τι κακό θα μπορούσε να κάνει αν κλέψει ένα δύο, δέκα τσουβάλια αλεύρι;
     Νύχτα, βροχή, κρύο και ατέλειωτο σκάψιμο αυλακιών γύρω από τους πασσάλους του αντίσκηνου. Η γυναίκα που ψήνει ψωμί, το ερώτημα στα μάτια της αν ο άντρας της βρήκε δουλειά, τι θα φάνε. Ο Αμπντ Ελ Ραχμάν, το άρρωστο παιδί κουλουριασμένο στη γωνιά· τον δελέαζε η ιδέα να επιστρέψει μα μέρα στη σκηνή του κρατώντας ένα καινούριο πουκάμισο για τον Αμπντ Ελ Ραχμάν. Οι αποθήκες του Διεθνούς Οργανισμού Βοήθειας που τις φυλούσε ο Αμερικάνος, οι καθυστερήσεις διανομής του αλευριού, οι διαπραγματεύσεις της αγοραπωλησίας (ο Αμερικάνος πουλάει, εγώ εισπράττω, ο φύλακας εισπράττει). Η ασυγκράτητη οργή.

     Ο ορίζοντας πίσω απ’ την πύλη
Να επιστρέψω;
     Ο ήρωας ανεβαίνει τη σκάλα μ’ ένα μικρό καλάθι, που δεν δικαιολογεί την απίστευτη εξάντλησή του. Μια αδυσώπητη ορμή να φύγει από την Ιερουσαλήμ, όπως το έχει κάνει επανειλημμένα επί δυο χρόνια τώρα, τον ωθεί προς τα πίσω, πέρα από την πύλη Μάντελμπαουμ [6]. Η μυστική, κρυφή αλήθεια που κουβαλάει επί δέκα χρόνια, όταν έφυγε με την αδελφή του Νταλάλ από την κατεχόμενη γη, το τρομαχτικό αβάσταχτο βίωμα που έκλεισε τόσα χρόνια στην καρδιά του (ήταν στο δωμάτιο όταν η κόλαση εξερράγη μπροστά του).
     Το ψέμα μεγάλωσε τόσο πολύ αυτά τα δέκα χρόνια, με έναν φρικτό τρόπο, ώστε δεν κατάφερε να βρει καμία δικαιολογία για να πει την αλήθεια μια φορά, απόλυτα και σκληρά, ίσως και θανάσιμη. Η μάνα που σίγουρα περιμένει με τα άσπρα της μαλλιά και το γερασμένο της πρόσωπο βρεγμένο από τα δάκρυα, η συνάντηση κάτω από την μεγάλη πύλη και το κοφτερό μαχαίρι να του τραβά τον λαιμό όταν έρχεται κι εκείνος αντιμέτωπος με την τρομερή αλήθεια.

     Κουλούρια στον δρόμο
     Ο Χαμίντ, ο μικρός Παλαιστίνιος λούστρος, χαμίνι 12 χρονών, και ο αφηγητής, δάσκαλος στο σχολείο προσφύγων της Δαμασκού, άνθρωπος με ανάλογες ευαισθησίες (κάθε παιδί ήταν μια σπίθα που είχε ανάψει από την αδιάκοπη τριβή με τις σφοδρές αντιξοότητες της ζωής/η τάξη ήταν ένα αυτί ενός μικρού κόσμου, κόσμου γεμάτη συσσωρευμένη αλλά ηρωική δυστυχία), που προσπαθεί να σταθεί «κοντά στις καρδιές τους». Η απόμακρη συμπεριφορά του Χαμίντ, που είναι και μαθητής στο σχολείο του αφηγητή, η καθημερινή του βιοπάλη (πουλάει κουλούρια μέχρι αργά το βράδυ) και οι τραγικές του ιστορίες διεισδύουν στη ζωή του δάσκαλου (ήταν ένας περίπλοκος μαθητής, φορτωμένος μυστικά που δεν τελείωναν ποτέ, μυστικά που μόλις ξεκινούσαν, συνέχιζαν ασταμάτητα).
     Η «απαράμιλλη εξυπνάδα» με την οποία ύφαινε τις ιστορίες του ο Χαμίντ, παρόλο που και η αλήθεια όπως αποκαλύφθηκε δεν στερούνταν τραγικότητας, δεν κατάφερε να σβήσει το αίσθημα προσβολής και τον θυμό που προκάλεσαν στον ήρωά μας. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο μικρός λούστρος όντως πουλούσε κουλούρια, αν ο πατέρας του ζούσε και τρελάθηκε, πώς πέθανε η μάνα και ο αδερφός του. Η αλήθεια και το ψέμα, στην περίπτωση του μικρού Χαμίντ «μοιάζουν σαν δυο στάλες αίμα», που λέει και το τραγούδι.

     Νεκρός στη Μοσούλη
     Το διήγημα αυτό είναι αφιερωμένο στον φίλο του Καναφάνι «Μ.» (Μααρούφ; το όνομα του ήρωα του διηγήματος;), που «πήγε στη Μοσούλη[7]και ύστερα τα ίχνη του χάθηκαν». Η ιστορία του, που έχει γίνει θρύλος, ανασυντίθεται από θολές μνήμες κάποιων φίλων, που τον συνάντησαν μεταξύ Βαγδάτης και Δαμασκού.
     Πρόκειται για την ιστορία του Μααρούφ, Ιορδανού φοιτητή, διωγμένου από την γενέτειρά του από τα 10 του χρόνια, οπότε έχασε τη μάνα του -από δίψα;, από χτύπημα στρατιωτών;- σ’ ένα βρώμικο πηγάδι. Ο δρόμος που πήρε από το πηγάδι μέχρι το πανεπιστήμιο ήταν μακρύς… ήταν μακρύς και λασπωμένος. Φοιτητής της Νομικής στη Βαγδάτη, πήγε στη Μοσούλη όπου γινόταν η επανάσταση…
     Ο Μααρούφ αρνήθηκε να το σκάσει και πυροβολήθηκε πισώπλατα σαν ακρίδα κατάκοπη που, μετά από σκληρό ταξίδι, έπεσε νεκρή πάνω σ’ ένα ξερό ακρογιάλι.

     Η Κουκουβάγια στο Μακρινό Δωμάτιο
Τα παμπάλαια ντουφέκια στα σκληρά χέρια των αντρών
περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια μας
σαν αιματοβαμμένοι μύθοι
     Η μάχη με τα τσεκούρια δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο στο χωριό, λέει ο αφηγητής, που ήταν μικρό παιδί όταν έγινε το συμβάν, δέκα χρόνια πριν. Ήταν μια καταραμένη μέρα, μεγαλύτερη από το να της δοθεί ένα όνομα ή ένας αριθμός, κι έβλεπαν από καιρό χωρίς δυνατότητα επιλογής, την Παλαιστίνη να πέφτει σπιθαμή προς σπιθαμή και να υποχωρούν σπιθαμή προς σπιθαμή. Έμεινε στις συνειδήσεις ως «η μέρα της σφαγής», μια κόλαση που σκέπασε τα στοιβαγμένα απάνω στη λάσπη σπίτια.
     Όταν ξεκινά η μάχη με τα τσεκούρια, σημαίνει ότι η συμπλοκή είναι στενή, ο πατέρας μπαινοβγαίνει ψάχνοντας στο σεντούκι τις βόμβες που έχει κρύψει «ο μακαρίτης ο γιος» κι αναθέτει στο μικρό μας παλληκαράκι, τον αφηγητή, να θάψει το σεντούκι στον κήπο (ήμουν χαρούμενος που συμμετείχα σε μια ηρωική πράξη). Μέσα στις ριπές, τον φόβο και τον τρόμο του θανάτου, μέσα στη νύχτα. Τότε εμφανίζεται κι η κουκουβάγια με τα μεγάλα κι αγριεμένα μάτια της/με βλέμμα επίμονο, ατρεμούλιαστο και αδιάκοπο.
     Το βλέμμα αυτό επισκέπτεται τον αφηγητή δέκα χρόνια αργότερα, μέσα από μια φωτογραφία.

     Στα μέσα του Απρίλη
     Ένα σπαρακτικό γράμμα, μια επιθανάτια επιστολή είναι το συγκεκριμένο διήγημα, στον φίλο που πέθανε τόσο άδοξα 12 χρόνια πριν (γιατί σου γράφω;). Κι ο αποστολέας έχει υποσχεθεί κάθε Απρίλη να αφήνει στον τάφο μερικές παπαρούνες… όμως φέτος δεν βρήκε ούτε μία.
     Δεν είναι δυνατόν να ξεχάσει κανείς τις «άκρες της ιστορίας», κι ας υπάρχουν ιστορίες, που όπως λέει ο ήρωας, δεν έχουν ξεκάθαρη αρχή. Και φαίνεται ότι απαρχή ήταν η ανάγκη εκδίκησης που έβαλε στο τραπέζι ο ανώνυμος φίλος, ξεκινώντας πρόβα από μια… γάτα που έκλεψε περιστέρια.
     Έτσι, σαν αστείο, τραγουδώντας και γελώντας ροβόλησαν στην κοντινότερη αποικία, κι όταν αιφνιδιάστηκαν από μια ομάδα Εβραίων (ο Καναφάνι δεν χρησιμοποιεί τη λέξη σιωνιστές), ο αφηγητής δεν μπόρεσε να πατήσει τη σκανδάλη για να προστατέψει τον φίλο του που του μπλόκαρε ο γεμιστήρας.
     Δώδεκα χρόνια αργότερα αναθυμάται το γεγονός, δεν είναι όμως σίγουρος αν τώρα θα τραβούσε τη σκανδάλη, το μόνο που ξέρει είναι ότι αισθάνεται ντροπή. Είναι άραγε απαραίτητο να πεθάνουν μερικοί άνθρωποι για να ζήσουν μερικοί άλλοι;;;

     Έξι αετοί κι ένας μικρός
     Δεν είναι το μοναδικό διήγημα όπου το θέμα είναι το πώς γεννιούνται οι θρύλοι, οι ιστορίες, η προφορική παράδοση (και στο επόμενο διήγημα η αφήγηση ξεφεύγει απ’ την πραγματικότητα). Ο αφηγητής είναι δάσκαλος μουσικής και πηγαινοέρχεται με τα λεωφορεία σε τρία χωριά, μια διαδικασία πολύ εξαντλητική (πολύ γλαφυρή η περιγραφή, θυμίζει οπωσδήποτε δικές μας καταστάσεις στην επαρχία του 1960).
     Μέσα σε μια απ’ αυτές τις διαδρομές, ο δάσκαλός μας ανακαλύπτει ότι ένας μικρός μυτερός βράχος έχει την… ιστορία του (ήξερα ότι για καθετί στο χωριό υπάρχει μια ιστορία, δεν φανταζόμουν όμως ότι και γα αυτόν τον μικρό βράχο, σ’ αυτόν τον εγκαταλελειμμένο, απομακρυσμένο δρόμο υπήρχε κάποια ιστορία). Κι όμως, δεν είναι καν μια ιστορία, αλλά έξι διαφορετικές ιστορίες ειπωμένες από έξι διαφορετικούς επιβάτες –ο γκρίζος αετός, ο πιστός αετός, η άγρια αετίνα που για χάρη της μονομαχούν, ο μικρός αετός που δεν μπορούσε να πετάξει κλπ. Τέλος, ότι δεν υπήρξε αετός.

     Ο θάνατος του κρεβατιού 12
Το ζήτημα του θανάτου δεν είναι ποτέ το ζήτημα του νεκρού,
είναι ζήτημα των ζωντανών,
αυτών που περιμένουν με πίκρα τη σειρά τους
     Άλλη μια επιστολή είναι το διήγημα αυτό, στον αδελφό Άχμαντ, από το νοσοκομείο όπου ο αποστολέας βρίσκεται εδώ και δυο μήνες πάσχοντας από έλκος στομάχου (πίστεψέ με, Άχμαντ, το «έλκος» του εγκεφάλου είναι πιο ατίθασο από αυτό των σωθικών). Μια επιστολή που έχει ως θέμα της τον θάνατο, όπως τον αντικρίζει καθημερινά εδώ που βρίσκεται…
     «Πέθανε το κρεβάτι 12», δηλαδή ο άνθρωπος από το Ομάν που νοσηλευόταν στο κρεβάτι 12, και που λεγόταν Μοχάμαντ Άλι Άκμπαρ, και που όσο ζούσε επέμενε να τον προσφωνούν με όλο το όνομα, και που κρατούσε ένα παλιό σεντούκι-αίνιγμα. Αυτές οι δυο λεπτομέρειες ωθούν τον αφηγητή/αποστολέα να συνθέσει τον βίο του Μοχάμαντ Άλι Άκμπαρ, μια τραγική πορεία ζωής έξω απ’ την πραγματικότητα αλλά φτιαγμένη από αλήθειες. Η πραγματικότητα αντιδιαστέλλεται από την φανταστική ιστορία που έπλασε το «διαταραγμένο» μυαλό του ήρωα, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά ότι η ιστορία του απέχει πολύ από την αλήθεια, ότι ο Μοχάμαντ δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά που αναφέραμε, γιατί πάντα αποδίδουμε στους άλλους τις δικές μας ιδιότητες, τους βλέπουμε μέσα από το στενό πέρασμα των απόψεών μας και των σκέψεών μας.

     Οι πλάτες των άλλων
Δεν είναι απαραίτητο να ζει ένας άνθρωπος
πιστεύοντας σε κάτι που του στενεύει τη ζωή
     Ένας άνθρωπος απελευθερώνεται από τριών χρόνων καταπίεση μέσα στο κόμμα, όταν αποφασίζει επιτέλους να πει «όχι» (μία μόνο λέξη, και όλα έπεσαν στο πάτωμα και διαλύθηκαν). Φεύγει βλέποντας τα πάντα καινούρια, να πηγαινοέρχονται αδιάφορα, χωρίς καμιά λύπη, χωρίς καμιά μετάνοια. Κι όμως, λίγο αργότερα στο εστιατόριο όπου τρώει καθημερινά, τον βλέπουμε να παίζει ένα άσχημο παιχνίδι στον αθώο σερβιτόρο Άμπου Σαλίμ, που «ζει όπως ακριβώς θέλει», δίπλα στη θάλασσα, που μπορεί να ζει «μια ζωή άδεια» αλλά εκείνος είναι ευχαριστημένος μιλώντας στα… ψάρια και ταΐζοντάς τα επί είκοσι χρόνια!   
     Η σκληρότητα του ήρωα στον λυπημένο Άμπου Σαλίμ είναι ακατανόητη.

     Το απαγορευμένο όπλο
     Επιστρέφοντας από το μαγαζί στο σπίτι του ο Άμπου Άλι, πέφτει πάνω σ’ έναν κύκλο αντρών γύρω από έναν ξένο στρατιώτη. Είναι ο στρατιώτης που συνοδεύει τον αξιωματικό που πήγε να δει τον Μουχτάρ, «μπας και δεχτεί αυτή τη φορά». Οι άντρες θέλουν να αρπάξουν το τουφέκι του στρατιώτη (αυτός ο οπλισμένος στρατιώτης δεν έπρεπε να μείνει εδώ). Ναι, ο Άμπου Άλι είναι αυτός που το άρπαξε («χαλάλι μου είναι»), με τα πολλά, δίνοντας λύση σε πολλά προβλήματά του (είχε έρθει πια ο καιρός για τον Άμπου Άλι να κατέχει ένα τουφέκι αντικαθιστώντας το τσεκούρι που χρησιμοποιούσε για να πολεμάει τις ύαινες τον χειμώνα).
     Όμως ο Άμπου Άλι δεν έφτασε ποτέ στο σπίτι του.

     Η αιώρα
Όχι, όχι, πρέπει να υπάρχει ειλικρίνεια
     Ένα φαιδρό γλυκόπικρο διήγημα -διάλειμμα στον ζόφο των υπόλοιπων- είναι «Η αιώρα», ένας τίτλος που δόθηκε για να απεικονίσει τις συναισθηματικές ταλαντώσεις του ήρωα-αφηγητή, που είναι αποφασισμένος να παντρευτεί τη Γαϊντά, αλλά σε μια κρίση ειλικρίνειας θέλει να της μιλήσει για την προηγούμενη σχέση του με την Νάντα (είναι αλήθεια ότι η προηγούμενη σχέση μου με τη Νάντα δεν είχε τελειώσει εντελώς).
     Οι διάλογοι που ακολουθούν ανατρέπουν κάθε καλή πρόθεση του ήρωα (έπαψες να την αγαπάς; Πώς; Τι δηλαδή; Έκλεισες το συρτάρι της στη ντουλάπα;), προκαλώντας από τη μια τον «αδάμαστο θυμό» της αρραβωνιαστικιάς, κι αφετέρου τη θυμηδία εκ μέρους της «πρώην», της Νάντα (ξαναγύρισες, άτακτε! Η φαντασία σου όλο και μικραίνει. Πότε θα σε δω, ερωτιάρη;)

     Ο κατήφορος
     Ο πρωταγωνιστής είναι εδώ ο δάσκαλος Μόχσεν, που μπαίνει πρώτη φορά σε τάξη, σε παιδιά «χωρίς βιβλία»· η αμηχανία του, η απειρία του, η νευρικότητά του. Η ιστορία που αναλαμβάνει αυθόρμητα να πει ο μαθητής του τελευταίου θρανίου, δίνοντας διέξοδο στη σύγχυση.
     Είναι η ιστορία του πατέρα του που φτιάχνει παπούτσια σ’ ένα «σεντούκι από ξύλο, λαμαρίνες και χαρτόνι», που δουλεύει ασταμάτητα στην κατηφόρα μιας πλαγιάς, στην κορφή της οποίας μένει «ο πλούσιος» που ρίχνει φλούδες τόσο πολλές που ο πατέρας του πεθαίνει (ο πατέρας μου δεν πεθαίνει, το είπα μόνο για να τελειώσει η ιστορία). Αυτή η «κουφή» ιστορία παραλλάσσεται όταν το «τρελόπαιδο» την επαναλαμβάνει στον διευθυντή του σχολείου, και η αφήγηση παίρνει σουρεαλιστική χροιά όταν ο δάσκαλος στη συνέχεια συμπληρώνει κι επαυξάνει το παράλογο της αφήγησης καταθέτοντας τη δική του φαντασία.

     Πέρα απ’ τα σύνορα
Είναι μια εκπληκτική δουλειά κύριέ μου
η αφομοίωση ενός εκατομμυρίου ανθρώπων
και ύστερα η συμπύκνωση τους σε ένα μόνο πράγμα.
Αφαιρέσατε από κείνους, το εκατομμύριο, τα ιδιαίτερα προσωπικά τους χαρακτηριστικά,
Και δεν έχετε πια την ανάγκη να κατατάσσετε και να κρίνετε, τώρα είστε μπροστά σε μία μόνο κατάσταση.
     Ο «σπουδαίος» κύριος, ο οικογενειάρχης, ο νόμιμος (ανακριτής; δεσμοφύλακας; αστυνομικός; διοικητής στον καταυλισμό;) βασανίζεται από μια εσωτερική φωνή: αυτήν του θύματος, του «διαβολικού εγκληματία», του νεαρού που δραπέτευσε από το ανοιχτό παράθυρο μπροστά στα μάτια του.
     Μας είναι γνώριμη, από προηγούμενα διηγήματα, η τεχνική του Καναφάνι να βάζει διπλή φωνή στην αφήγηση, με italics. Έτσι κι εδώ, καταγράφεται η απελπισία του δραπέτη σε α’ πρόσωπο, που μιλάει για το «έγκλημά του», που δεν είναι άλλο παρά η ύπαρξή του και μόνο (ψηφοφόρος δεν είμαι, δεν είμαι καν πολίτης, οποιασδήποτε μορφής, ούτε κατάγομαι από καμιά χώρα που ενδιαφέρεται πού αι πού για τα μαντάτα των υπηκόων της). Είναι απλώς ένας πρόσφυγας (που η μάνα πέθανε στα ερείπια του σπιτιού, ο πατέρας και τα αδέρφια σε άλλες χώρες, ο αδερφός μαθαίνει την ταπείνωση στα σχολεία του Οργανισμού Προσφύγων). Ένας πρόσφυγας δηλαδή ένας αριθμός σε μια κατάσταση, εμπορική ή τουριστική ή το πολύ πολύ, «υλικό για εθνικές ομιλίες, φιλανθρωπίες και λαϊκισμούς»: «Επισκεφτείτε τους καταυλισμούς των Παλαιστινίων πριν εξαφανιστούν».
     Και… μετά τι;

     Το κόκκινο και το πράσινο
Άραγε, ξέρεις πως η ζωή έχει δεθεί με το άγριο, το τρομαγμένο εκείνο τρέξιμο;
     Ίσως είναι το πιο συγκλονιστικό, το πιο σπαραχτικό από τα διηγήματα, γιατί μεταφέρει την οσμή του θανάτου, της ζωής και της αγάπης.
     Ο Μάης ανθίζει και ο ήρωας είναι κοντά στον θάνατο (όσο κοντά είναι η μύτη του στον αέρα). Νιώθει το «κρότο του θανάτου», την αγάπη, τη γυναίκα του τον γιο του τη ζωή να στάζει έξω από το σώμα του, τον Μάη πελώριο και μεγάλο να βάφει τον δρόμο με πρασινάδα…
     Τα γονάτισμα, το ποτάμι του αίματος, το μωρό που γεννιέται μέσα από το αίμα.
     Τα χρόνια περνάνε «μικρέ μαύρε», και η μοίρα σου είναι να τρέχεις ενώ σε ακολουθεί το ποταμάκι του αίματος, και, τέλος, μην πεθάνεις πριν να γίνεις αντίπαλος. Μην πεθαίνεις.

     Το Τίποτα
     Ο συνοριακός στρατιώτης οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο γιατί άνοιξε πυρ στα κατεχόμενα εδάφη.
     Νευρική κρίση όχι στο μυαλό αλλά στην καρδιά.
     Η περίπτωση δεν είναι ιατρική αλλά στρατιωτική.
     Τι ένιωσες πριν πυροβολήσεις; Τίποτα.
     Τι ένιωσες αφού πυροβόλησες; Τίποτα.
     Δεν ήταν νευρική κρίση, σκόπιμα το έκανα.
     Τι θέλω να πω; Ουφ! Τίποτα. Τίποτα.
     Αυτή είναι η πικρή γεύση από τα είκοσι (από τα 64 που έγραψε συνολικά) ο Γασσάν Καναφάνι, μια αυθεντική φωνή που περιλαμβάνει πολλές φωνές και πλούσια συναισθήματα ενός κόσμου που αν δεν χαθεί ολότελα, δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος. Όπως δεν θα είμαστε κι εμείς ίδιοι, οι θεατές και αναγνώστες 
αυτής της συνεχιζόμενης τραγωδίας.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Αξίζει, πριν κανείς αρχίσει να διαβάζει τα διηγήματα, να πάρει υπόψη του την ιδιαίτερη πορεία της ζωής του. Αντιγράφω από την Wikipedia: «Με το ξέσπασμα των εχθροπραξιών του Αραβοϊσραηλινού Πολέμου του 1948 στην Άκρα, ο Γκασάν και η οικογένειά του υποχρεώθηκαν να φύγουν μαζί με χιλιάδες άλλους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Σε γράμμα του προς τον γιο του δύο και πλέον δεκαετίες αργότερα, ο Γκασάν ανακαλεί την «έντονη ντροπή» που αισθάνθηκε τότε ως παιδί βλέποντας τους άνδρες συγγενείς του να παραδίδουν τα όπλα τους και να γίνονται πρόσφυγες. Πήγαν πρώτα στον Λίβανο και μετά εγκαταστάθηκαν στη Δαμασκό της Συρίας. Εκεί ο πατέρας του άνοιξε μικρό δικηγορικό γραφείο, ενώ το οικογενειακό εισόδημα συμπληρωνόταν από τη μερική απασχόληση των αγοριών. Ο Γκασάν ολοκλήρωσε τη μέση εκπαίδευση και πήρε πιστοποιητικό διδασκαλίας από την Υπηρεσία Περιθάλψεως και Εργασίας για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες του ΟΗΕ (UNRWA) το 1952. Αρχικώς βρήκε εργασία ως δάσκαλος των τεχνικών για περίπου 1.200 εκτοπισμένα παιδιά Παλαιστινίων σε στρατόπεδο προσφύγων, όπου άρχισε να γράφει διηγήματα για να βοηθήσει τους μαθητές του να εντάξουν σε κάποιο πλαίσιο την κατάσταση που βίωναν».
[2] Η Νάκμπα, γνωστή και ως Παλαιστινιακή Καταστροφή, ήταν η καταστροφή της παλαιστινιακής κοινωνίας και πατρίδας το 1948 και ο μόνιμος εκτοπισμός της πλειοψηφίας των Παλαιστινίων Αράβων. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τόσο τα γεγονότα του 1948, όσο και τη συνεχιζόμενη κατοχή του Ισραήλ στα παλαιστινιακά εδάφη (στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας), καθώς και τη δίωξη και τον εκτοπισμό τους από τα παλαιστινιακά εδάφη σε παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς σε όλη την περιοχή https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AC%CE%BA%CE%BC%CF%80%CE%B1
[3] Η συνοικία αυτή τη Γάζας βομβαρδίστηκε ανελέητα τον Απρίλη του 1956
[4] Η Αλ Ράμλα ενώ είχε προβλεφθεί για πόλη του αραβικού κράτους, σήμερα είναι κυρίως εβραϊκή πόλη, στο κεντρικό Ισραήλ, δεν έχει σχέση με την παλαιστινιακή Ραμάλα
[5] Η Αλ Τίρα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά στην επαρχία της Ράμλα, το οποίο καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1948. Βρίσκεται 12 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ράμλα και ερημώθηκε από τον Ισραηλινό στρατό στις 10 Ιουλίου 1948 κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Ντάνι. Τα περισσότερα σπίτια του χωριού καταστράφηκαν, με εξαίρεση μερικά που επέζησαν.
[6] Το μοναδικό σημείο διέλευσης μεταξύ Αν. («η γη που είχε απομείνει») και Δυτ. Ιερουσαλήμ (σιωνιστικό κράτος0 μεταξύ 1948-1967
[7] Όπως γράφει και ο Ν. Αλάτρας στις υποσημειώσεις, η Αλ Μούσελ ήταν περιοχή αγροτική που, καθώς μετατράπηκε με ταχύ ρυθμό σε βιομηχανική, έγινε το κέντρο αγώνων των Ιρακινών εργατών(απεργίες, διαμαρτυρίες κυρίως στους τομείς της βιομηχανίας, του πετρελαίου και των σιδηροδρόμων)

Κυριακή, Οκτωβρίου 19, 2025

Στη ράχη της τίγρης, Ζούλφι Λιβανελί

Μ’ έβαλαν στη ράχη μιας τίγρης από γεννησιμιού μου (…)
Η υπεροχή του να διαφεντεύεις το φοβερό κτήνος που όλοι φοβούνται,
το αίσθημα ότι είσαι θεός,
και από την άλλη ο φόβος. Φόβος, ναι.
     Με την ελκυστική γραφή του αγαπημένου συγγραφέα παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια του Αμπντουλχαμίτ Β΄, του 34ου και τελευταίου σουλτάνου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πριν επιβληθεί ο Κεμάλ το 1909 (ακολούθησαν κάποιοι σουλτάνοι-ανδρείκελα μέχρι το 1924).
     Σε τριτοπρόσωπη γραφή, που ακολουθεί όμως τις εσωτερικές σκέψεις του έκπτωτου μονάρχη, ο Λιβανελί μάς ψυχογραφεί μια ιστορική προσωπικότητα που σημάδεψε την ιστορία της Ευρώπης των αρχών του 20ου αι., κι έμεινε στις συνειδήσεις των λαών ως ο «Κόκκινος Σουλτάνος», ο «Σατανάς», ο «τσιφούτης Χαμίτ», η «κουκουβάγια του Γκιλντίζ» (μέγαρο στην Ιστανμπούλ) ή ο «αιμοδιψής σουλτάνος». Δεν έπαυε ωστόσο να είναι ο χαλίφης του Ισλάμ, ο διάδοχος του απεσταλμένου του θεού… ένας δηλαδή ανώτερος εκπρόσωπος του κόσμου της Ανατολής που εκείνη την εποχή βρισκόταν υπό κατάρρευση, ένας μονάρχης που έζησε στο μεταίχμιο της μεταμόρφωσης του ανατολικού πολιτισμού, μιας χώρας που αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις οικονομικές και ταχύρρυθμες κοινωνικές εξελίξεις του 20ου αι. και να ακολουθήσει το άρμα της Δύσης. Έτσι, διαβάζοντας το βιβλίο αυτό του Λιβανελί, μπαίνουμε με μυθιστορηματικό τρόπο στον πυρήνα της σύγκρουσης των δύο αντίθετων κόσμων, που επέφερε τόσες αλλαγές στο γειτονικό μας κράτος.
     Το ανάλαφρο κι απλό ύφος του συγγραφέα δεν στερείται βάθους, καθώς αγγίζει προσωπικές και ευάλωτες πλευρές του Αμπντουλχαμίτ, με ευαισθησία και πολλές φορές με χιούμορ (π.χ. πάρα πολύ διασκεδαστικό το απόσπασμα για τη… μύτη του, καθώς ο σουλτάνος -ο «καμπούρης με τη μεγάλη μύτη»- είχε τέτοια εμμονή με τη μύτη του που έφτασε στο σημείο να απαγορεύσει σ’ όλη την οθωμανική επικράτεια την άρθρωση της λέξης «μύτη»). Η μυθιστορηματική απόδοση περιέχει φαντασία αλλά όχι και αυθαιρεσία, εφόσον ο συγγραφέας βεβαιώνει ότι άντλησε στοιχεία από τις μαρτυρίες του ανώτερου στρατιωτικού γιατρού Ατίφ Χουσεΐν, που ήταν υπεύθυνος για την υγεία του έκπτωτου σουλτάνου, όταν αυτός, η οικογένειά του (οι θυγατέρες, οι γιοι και οι… γυναίκες του) καθώς και οι υπηρέτες του, οδηγήθηκαν στην βίλα Αλλατίνι -μια μινιατούρα παλατιού- στη Θεσσαλονίκη του 1909 (τρία χρόνια πριν περάσει στο ελληνικό κράτος), κρατούμενοι του νέου, κεμαλικού καθεστώτος (που έβαλε τυπικά ως σουλτάνο τον αμέσως μικρότερο αδερφό της δυναστείας, τον Ρεσάτ). Ο Ατίφ Χουσεΐν με την ιδιότητα του προσωπικού γιατρού, διείσδυσε σε απίστευτες λεπτομέρειες της προσωπικής και ψυχικής ζωής του -έκπτωτου πια-σουλτάνου. Από ένα σημείο και μετά, μάλιστα, ο Αμπντούλ Χαμίτ του εκμυστηρεύτηκε στον γιατρό του «μυστικά», σκέψεις και πολιτικές απόψεις που θα ήθελε να καταγράψει ο ίδιος, αλλά δεν του επέτρεψαν οι συνθήκες.
     Ο συγγραφέας μάς ξεναγεί με μεγάλη μαεστρία στους φόβους των μεγάλων δυναστών, και μάλιστα ιδιαίτερα σ’ αυτούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που ήταν εθισμένοι στο να δολοφονούν τους αντίζηλους συγγενείς τους, όπως κι έκαναν κάποιοι πρόγονοι του Αμπντουχαμίτ που είχαν φτάσει στα άκρα (κάποιος απ’ αυτούς είχε στραγγαλίσει δεκαεννιά αδέρφια τη μέρα που αναρριχήθηκε στον θρόνο- άλλωστε υπήρχε νόμος σχετικός!)[1] . Παρόλο που οι στασιαστές διαβεβαίωσαν τον Αμπντουλχαμίτ ότι δεν κινδυνεύει η ζωή του, ο σουλτάνος εθισμένος σ ένα κλίμα με προδοσίες, δολοπλοκίες και ίντριγκες (στις οποίες δεν ήταν αμέτοχος) διακατέχεται από τον συνεχή φόβο μιας αιφνίδιας πιθανής εκτέλεσής του, μυστικής και απροσδόκητης, τρομοκρατημένος από κάθε «ύποπτη» κίνηση, π.χ. από το παγωτό που τους πρόσφεραν το πρώτο βράδυ, μέχρι τα φάρμακα που του δίνει ο γιατρός (καταφεύγει σε «αυτοθεραπείες με πυρωμένο σίδερο» κλπ κλπ). Η «αυτοκρατορική» παράνοιά του (sic) έφτανε στο σημείο να προφυλάσσεται με χίλιους τρόπους, που ο Λιβανελί περιγράφει με γαργαλιστικές λεπτομέρειες.
     Διαβάζοντας το βιβλίο ο αναγνώστης νιώθει ότι οι ιδιορρυθμίες που χαρακτηρίζουν τον παντισάχ θυμίζουν καρτούν, ή σχετικό ήρωα του Καραγκιόζη. Γαργαλιστικές είναι και οι λεπτομέρειες της πρώτης εγκατάστασης στην έπαυλη καθώς οι συνθήκες ήταν σπαρτιάτικες, οι συνήθεις π.χ. της καθημερινής τουαλέτας του σουλτάνου, των ιατρικών του ανησυχιών που τις μοιράζεται με τον Ατίφ Χουσεΐν, του ταλέντου του ως… επιπλοποιού (όλοι οι πρίγκιπες είχαν υποχρέωση να επιδίδονται σε μια τέχνη), των εμμονών του. Η ρουτίνα στη βίλα Αλλατίνι βέβαια δίνει έναν ρυθμό ασφάλειας, κυρίως αφού στάλθηκαν αντικείμενα και… ζώα που παρήγγειλε ο σουλτάνος από την Ισταμπούλ (Πολύ παράξενο του φάνηκε: να χάνεις μια αυτοκρατορία και να χαίρεσαι σαν μικρό παιδί για δυο αγελάδες κι έναν παπαγάλο), ενώ δόθηκαν αργότερα κάποιες ελευθερίες στα μέλη της οικογένειας.
Ένας έξυπνος άνθρωπος δε χρειαζόταν να ασχολείται με ωμή βία,
εκτελέσεις και πολέμους. Η χρήση βίας προσιδίαζε στους ανόητους.
     Ωστόσο, το μεγάλο ενδιαφέρον βρίσκεται σ’ αυτές τις τρομερές αντιθέσεις: Ναι, βλέπουμε την ευάλωτη πλευρά ενός δυνάστη με ανυπολόγιστη περιουσία, που είχε παντού χαφιέδες, στήριζε την εξουσία του σε μυστικές υπηρεσίες και κατασκοπείες, επέβαλλε σκληρή λογοκρισία (είχε απαγορεύσει μια λίστα από λέξεις να προφέρονται στην αυτοκρατορία), που εξόρισε στην Υεμένη τον μεγάλο βεζίρη (τον Μιτχάτ πασά) αλλά εκεί έβαλε και να τον στραγγαλίσουν, που έχει εξορίσει τους διανοούμενους και φυλακίσει τον αδερφό του (ο μεγαλύτερος αδερφός, ο Μουράτ ο Β΄, τρελάθηκε αφού ανέβηκε στην εξουσία)· θεωρείται ο «χασάπης των Αρμενίων», και είναι υπεύθυνος για σωρεία φόνων στον άμαχο πληθυσμό, αποτέλεσμα της τακτικής «διαίρει και βασίλευε», σαν αντίποινα για τις εξεγέρσεις (ο σουλτάνος δεν τιμώρησε του αυτουργούς, τους κομιτατζήδες, τιμώρησε ως επί το πλείστον τους αυτουργούς, τον άμαχο πληθυσμό/είναι η τακτική του ύπουλου, βάζει τους άλλους να αλληλοσπαράζονται κι αυτός κάνει χάζι από μιαν άκρη με ύφος αθώου, λένε οι φίλοι του γιατρού που είναι αντιμοναρχικοί) .
     Δεν το παραδέχεται, βέβαια. Αντίθετα θεωρεί τον εαυτό του σπλαχνικό και πονόψυχο («δεν έχει ξαναϋπάρξει στην ιστορία μια περίοδος τέτοιας ευσπλαχνίας», λέει στον γιατρό), συγκρίνει τον εαυτό του και με Ευρωπαίους ηγεμόνες (π.χ. τον Λεοπόλδο του Βελγίου, ή τον τσάρο) και… ίσως έχει δίκιο! Μόνο 4-5 εκτελέσεις στη διάρκεια 33 χρόνων βασιλείας (λέει), και μάλιστα όχι για λόγους πολιτικούς, μέσα σ’ αυτούς και τον αρχιευνούχο του παλατιού για «μια αδιανόητη απρέπεια». Άφησε ελεύθερους και εξόρισε έναν Βέλγο (Ζορίς) και τη συμμορία του που προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, έδιωξε τους Αρμένιους κομιτατζήδες που εξεγέρθηκαν αντί να τους εκτελέσει (όλη αυτή η συγχώρεση, όλες οι αμνηστίες, με κάνουν δολοφόνο, κακούργο ή μήπως έναν φιλεύσπλαχνο ηγεμόνα;), αποσιωπώντας βέβαια ότι "έβαζε" τους λαούς να σφάζονται για να καταστείλει τις εξεγέρσεις, δίνοντας την απλή εξήγηση ότι ήθελε να προστατεύσει την αυτοκρατορία.
     Ο γιατρός μας, προοδευτικός και αντιμοναρχικός, εκνευρίζεται με την αλαζονεία και την εικόνα του σπλαχνικού ηγεμόνα που προσπαθεί να προβάλει ο παντισάχ, που είναι πια ένας παροπλισμένος ελεεινός γέρος με αιμορροΐδες και εμμονές. Γρήγορα όμως συνειδητοποιεί ότι του δόθηκε μια σπάνια ευκαιρία να διερευνήσει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από την προσωπικότητα του σουλτάνου (ήταν ο χαρακτήρας του τέτοιος: πάντα έψαχνε την αλήθεια πίσω από τα πράγματα). Έτσι, καθώς αντιλαμβάνεται ότι, με την ιδιότητα του προσωπικού γιατρού, είναι το πλησιέστερο πρόσωπο στον έκπτωτο μονάρχη, και ως εκ τούτου είναι περιζήτητος στη Θεσσαλονίκη, αρχίζει να κρατά σημειώσεις πυκνογραμμένες και περιεκτικές όπου καταγράφει τα «απομνημονεύματα του εξόριστου μονάρχη», παίρνοντας βέβαια μεγάλο ρίσκο (ήταν παρακινδυνευμένο αυτό που έκανε, και άλλο τόσο δελεαστικό).
     Βλέπουμε μια μεταστροφή ακόμα και συναισθηματική από την πλευρά του γιατρού, που οφείλεται και στο ότι αποκαλύπτονται πλευρές του αιμοδιψούς μονάρχη, που δεν τις φανταζόταν, όπως δεν τις φανταζόταν κι ο αναγνώστης: κατ’ αρχάς είναι μετριοπαθής, αξιοπρεπής και ήπιος καθ’όλη τη διάρκεια της απομόνωσής του, ένα συνετό παράδειγμα για την οικογένεια. Επίσης, είναι… έξυπνος, και πέρα από την κλασική εξυπνάδα (δεν είναι τυχαίο ότι θαυμάζει τον… Σέρλοκ Χολμς!) διαθέτει και πολιτική οξυδέρκεια, την οποία αναγνώρισε επίσημα ακόμα κι ο Λένιν και ο Τρότσκι, ο Γιόχαν Στράους του αφιερώνει έργο («Τα παραμύθια από την Ανατολή»), ο δε Αμερικανός πρεσβευτής στην Ισταμπούλ τον περιέγραψε στη New York Times ως «τον πιο διανοούμενο άνθρωπο που γνώρισε στην Ευρώπη»! Ναι, κατήργησε το Σύνταγμα και το Κοινοβούλιο μεν (η δημιουργία του οποίου ήταν ο όρος για να ανέλθει στον θρόνο) που με τόσο κόπο απαίτησαν οι προηγούμενες γενιές αλλά η δικαιολογία είναι ρεαλιστικότατη: με τόσες εθνότητες (Αρμένιους, Βούλγαρους, Σέρβους, Ρωμιούς, Λαζούς, Γερμανούς, Γεωργιανούς, Αλβανούς, Τούρκους, Εβραίους, Άραβες, Κριμαίους, Βλάχους, Πομάκους, Βόσνιους) δεν θα μπορούσε να υπάρξει εθνικό κοινοβούλιο αλλά «μάζωξη διαφορετικών εθνών» (ο καθένας τους διάβαζε εφημερίδα τυπωμένη σε διαφορετική γλώσσα. Ήταν δυνατόν να αφεθούν σε ένα τέτοιο κοινοβούλιο οι τύχες της ήδη εξουθενωμένης από τον πόλεμο αυτοκρατορίας;).
     Αντιλαμβάνεται από πολύ νέος 14 χρονών, όταν έκανε με τον θείο του και προκάτοχό του στον θρόνο σουλτάνο -τότε- Αμπντουλαζίζ το περίφημο ταξίδι στην Ευρώπη που τον σημάδεψε και τον έκανε «θαυμαστή της Δύσης», ότι οι ευρωπαϊκές χώρες Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία έχουν ευημερία, ελευθερίες και ανώτερο πολιτισμό από την παρακμασμένη αυτοκρατορία. Ότι πρέπει π.χ. να αλλάξει πια το στριφνό αλφάβητο (δυστυχώς οι πιο καθυστερημένοι μεταξύ των υπηκόων μου είναι οι μουσουλμάνοι) πράγμα που το εφάρμοσε βέβαια ο Κεμάλ, όπως και το σύστημα μέτρησης της ώρας. Καταργεί το τσαντόρ και ενθαρρύνει τις μεταφράσεις ξένων λογοτεχνικών έργων. Έχει πλήρη συναίσθηση ότι η ανώτερη πολιτισμικά Ευρώπη (που μέχρι προ τινός την θεωρούσαν βάρβαρη) αποσκοπεί στα πετρελαϊκά κοιτάσματα της αυτοκρατορίας, κι ότι οι Ευρωπαίοι επωφελούνται της πολυπολιτισμικότητας της χώρας για να στρέψουν το ένα έθνος ενάντια στο άλλο, έχοντας βλέψεις ο Ναπολέων στην Αίγυπτο, οι Άγγλοι στην Μέση και Εγγύς Ανατολή, οι Ρώσοι στην Ισταμπούλ. Ακόμα, ξέρει ότι τα Βαλκάνια είναι ένα καζάνι που βράζει, ενώ καταπλήσσει τον αναγνώστη ο χειρισμός του στο «ζήτημα της Παλαιστίνης»: Ναι, από τότε (και για όσους ψάχνουν κι ακόμα πιο παλιά) οι Εβραίοι, διωγμένοι από Ρωσία και Ευρωπαϊκές χώρες, βρήκαν καταφύγιο στην Οθωμανική αυτοκρατορία, από την εποχή ακόμα του Βαγιαζίτ ακόμα αγωνίζονταν για την ίδρυση εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Ο ίδιος ο Αμπντουλχαμίτ υποδέχτηκε τον πρεσβύτερο της οικογένειας Ρότσιλντ για να αγοράσει γη στην χώρα του Δαβίδ και του Σολομώντα. Δεν του επέτρεψε να αγοράσει γη, αλλά «χαλάρωσε τους κανόνες». Είναι η εποχή που γίνεται το πρώτο σιωνιστικό συνέδριο στην Ελβετία, που οργάνωσε ο Τέοντορ Χερτσλ. Η κυβέρνηση απέρριψε τα αιτήματά του, ο σιωνιστής βέβαια επέμεινε προσφέροντας αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, και ο σουλτάνος μας όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά «διέταξε να πληρωθεί το αντίτιμο από το προσωπικό του βαλάντιο και οι Άγιοι τόποι να εγγραφούν στο όνομά μου (-Γιατί το κάνατε αυτό; -Ήξερα ότι ο Σιωνισμός δεν θα εγκατέλειπε την προσπάθεια επιδίωξης ίδρυσης ενός εβραϊκού κράτους). Φυσικά, η περιουσία του σουλτάνου δημεύτηκε.
     Παραθέτει όπως βλέπουμε (ο ίδιος, ενώ ο γιατρός σημειώνει) με τέτοια πειστικότητα τις δυσκολίες να διακυβερνήσει κανείς ένα τέτοιο σύνθετο και τεράστιο κράτος, που φτάνει να αποδεικνύει ότι εντέλει ο ηγεμόνας είναι αιχμάλωτος του θρόνου, δούλος του, δεν γίνεται να κάνει ό, τι θέλει. Έχει φερθεί καλά στους ποικίλους υπηκόους, έχει τιμήσει Αρμένιους όπως τον αρχιτέκτονα Μπαλιάν, Έλληνες όπως τον τραπεζίτη Ζαρίφη και τον Καραθεοδωρή πασά και βοήθησε τους εβραίους! Την εποχή που οι Ευρωπαίοι ήταν αποικιοκράτες κι έκαναν σκλαβοπάζαρο!!! Επίσης, εκφράζει απερίφραστα αντιπολεμικές ιδέες: ο πόλεμος κουράζει τον λαό οδηγεί τη χώρα σε εξαθλίωση, είναι φρικτό πράγμα ο πόλεμος. Με ετοιμότητα και αυτοπεποίθηση ενθαρρύνει τον γιατρό να τον ρωτήσει ό, τι εκείνος θέλει, κι αυτός με τη σειρά του θέτει δύσκολες ερωτήσεις σε επίμαχα ζητήματα, όπως την κατάργηση του Συντάγματος, τον θάνατο του Μιτχάτ, την παραχώρηση της Κύπρου στους άγγλους (δεν είχα άλλη επιλογή/σκέφτηκα ξανά να κάνω κάτι για να στρέψω τις Μεγάλες Δυνάμεις τη μία εναντίον της άλλης).
     Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και διασκεδαστικά μέρη του βιβλίου ήταν η αφήγηση του ταξιδιού στο Παρίσι, στα εγκαίνια μιας παγκόσμιας έκθεσης, το 1867, όταν ο Αμπντουλχαμίτ ήταν πρίγκιπας, 24 χρονών και σουλτάνος ο θείος του, Αμπντουλαζί, ενώ στη συνέχεια περνούν κι απ’ το Λονδίνο (οι επισκέψεις αυτές είχαν φυσικά και πολιτικό χαρακτήρα). Ήταν η πρώτη φορά που εκπρόσωποι της δυναστείας (οι δυο τους και ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Μουράτ) επισκέπτονται τη Δύση, άλλωστε «την Ευρώπη την περιφρονούσαν, τη έβλεπαν ως μια χώρα «απίστων» και θεωρούσαν την οικονομία τους αδύναμη και το νόμισμά τους ευτελές και ασήμαντο». Πέρα από τα πικάντικα έως τραγελαφικά επεισόδια που δείχνουν τις διαφορές ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς, η επίσκεψη αυτή απέβη καθοριστική για την μετέπειτα πολιτική των Οθωμανών δυναστών (βλέπαμε με τον πιο οδυνηρό τρόπο ότι ήταν αδύνατο να τους φτάσουμε, ότι είχαμε χάσει το τρένο της επιστήμης), πράγμα που αντικατοπτρίζεται στην μετέπειτα πολιτική («μεταρρυθμίσεις με ισλαμικό μανδύα» όπως εκσυγχρονισμός της παιδείας, μεταφράσεις, παρθεναγωγεία).
     Παράλληλα με την ψυχογράφηση, ο αναγνώστης βλέπει και την Θεσσαλονίκη της εποχής, ένα πολυπολιτισμικό λιμάνι από τα σπουδαιότερα της Μεσογείου, μια πόλη που «κανένας δε μπορούσε να υποστηρίξει ότι είναι ασφαλής», εφόσον έχουν ξεκινήσει παντού τα εθνικιστικά κινήματα. (Ελλάδα, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο Ερζεγοβίνη). Ένα συμβάν που συντάραξε ήταν «η σφαγή των προξένων», ενός Γάλλου κι ενός Γερμανού το 1876[2], άλλο ήταν η επιδημία χολέρας. Αντίθετα όμως από την Ισταμπούλ, η Θεσσαλονίκη ήταν μια χαρούμενη «νεανική πόλη», πολύχρωμη, με τον μισό πληθυσμό Εβραίους, το ένα τρίτο μουσουλμάνους Τούρκους, αλλά και με πολλούς Ρωμιούς και Βούλγαρους, κέντρο όμως των εξεγέρσεων που απειλούσαν την αυτοκρατορία.
     Έχε γεια Θεσσαλονίκη
     Ο Λιβανελί ολοκληρώνει το βιογραφικό αυτό επεισόδιο του Αμπντουχαμίτ, όταν τριάμισι χρόνια μετά την κράτησή του στη Θεσσαλονίκη, δίνεται εντολή να τον μεταφέρουν πίσω στην Ισταμπούλ. Είναι 1912 πια, εποχή Βαλκανικών πολέμων, και οι Έλληνες διαγκωνίζονται με τους Βούλγαρους ποιοι θα μπουν πρώτοι στη Θεσσαλονίκη. Ο έκπτωτος μονάρχης, αποκλεισμένος από κάθε εξωτερική είδηση (απαγορευόταν να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέσον πληροφόρησης) πέφτει απ’ τα σύννεφα, και κάνει απελπισμένες προσπάθειες να συμμετάσχει. Αρχικά, θέλει να μείνει και να… υπερασπιστεί «τα εδάφη των προγόνων του». Μετά τον πρώτο πανικό, επανέρχεται με εκπληκτική ταχύτητα στον ρόλο του παντισάχ, προτείνει μάλιστα και στρατηγικό σχέδιο για να εξουδετερωθούν οι δυο στρατοί (ο γιατρός είδε την αλλαγή στον άνθρωπο που γνώριζε τόσο καλά, τη σοβαρότητα στη στάση, την επιβλητικότητα στη φωνή του)!
     Ωστόσο, τα γεγονότα ξεπερνούν τα πρόσωπα, κι ο τέως σουλτάνος με την οικογένειά του μεταφέρονται στην Ισταμπούλ (θα πεθάνει έγκλειστος 6 χρόνια μετά από φυσικό θάνατο), όπου, παρά τις ενδόμυχες ελπίδες του, διαισθάνθηκε ότι εδώ, ακριβώς εδώ, ήταν το σημείο όπου θα ξεκαβαλίκευε την τίγρη.
Χριστίνα Παπαγγελή
Υγ. Με την προσωπικότητα και τη βασιλεία του Αμπντουχαμίτ έχει ασχοληθεί και ο Michel de Grèce[3], όπου αφηγητής είναι ο ίδιος ο σουλτάνος, στο έργο «Ο τελευταίος σουλτάνος»

[1] Ο νόμος Νιζάμ-ι Αλέμ επέτρεπε τη θανάτωση πιθανών διαδόχων για να διασφαλίσει τη ¨διαιώνιση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας»
[2] https://www.mixanitouxronou.gr/i-sfagi-ton-eyropaion-proxenon-stin-othomaniki-thessaloniki-apo-exorgismenoys-moysoylmanoys-aformi-itan-i-antidrasi-ton-christianon-ston-exislamismo-mias-12chronis/
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%AE%CE%BB_%CE%9D%CF%84%CE%B5_%CE%93%CE%BA%CF%81%CE%B5%CF%82

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 24, 2025

Να την προσέχει (Veiller sur elle), Ζαν Μπατίστ Αντρεά

Θέμα ωρών; Ας γελάσω. Είμαι νεκρός εδώ και πολύ καιρό.
Μα από πότε οι νεκροί δεν μπορούν να διηγηθούν την ιστορία τους;
     Πολύ συναρπαστικό, πολύ ιδιαίτερο και χορταστικό μυθιστόρημα, με πολύ ελκυστική γραφή, υπερ-συμπαθητικούς ήρωες και ενδιαφέροντα επί μέρους θέματα! (Σημ.: Στα σημειώματα αυτά του μπλογκ προσπαθώ να αποφύγω την «περίληψη», ωστόσο στην περίπτωση του βιβλίου αυτού οι αναφορές στην πλοκή είναι κάπως πιο εκτεταμένες αλλά απαραίτητες για να γίνουν κατανοητά τα υπέροχα αποσπάσματα που επέλεξα να συγκρατήσω)
    Η αλήθεια είναι ότι οι πρώτες σελίδες δεν σε προσελκύουν ιδιαίτερα, εφόσον στο «αφηγηματικό σήμερα» (1986) βρισκόμαστε στο αβαείο του της Σάκρα ντι Σαν Μικέλε[1], όπου οι 32 μοναχοί που το κατοικούν ακόμη αποχαιρετούν σε κύκλο, κατά το έθιμο, «αυτόν που φεύγει», ένα τρόφιμο του αβαείου που πέρασε εκεί, όπως μαθαίνουμε, τα τελευταία του 40 χρόνια. Πρόκειται για έναν ασυνήθιστο άνθρωπο, όχι μοναχό, που του επιτράπηκε να μείνει εκεί «για να την προσέχει» (veiller sur elle). Ποιαν; Αυτό αιωρείται σαν δυσοίωνο μυστήριο, που απαντιέται ωστόσο στις αμέσως επόμενες σελίδες.
   Το βιβλίο κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα, το παρόν όπως είπαμε, αλλά και το απώτερο παρελθόν του Μίμο, του Μικελάντζελο Βιταλιάνι, γνωστού στην Ιταλία αρχικά και σαν «Φραντσέζου» (γιατί γεννήθηκε στη Γαλλία ) όπου καταγράφεται η απίθανη, απίστευτη, σχεδόν παραμυθένια του ζωή από τις αρχές σχεδόν του 20ου αι (γεννήθηκε το 1904). Τα (πιο εκτεταμένα) κεφάλαια που εξιστορούν την πορεία του Μίμο είναι σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τεχνική που προσδίδει εξ ορισμού ζωντάνια και αμεσότητα, πόσο μάλλον εφόσον ο ήρωας με εξομολογητικό ύφος και διεισδυτικότητα μας φέρνει σε επαφή με τον πλούσιο συναισθηματικό του κόσμο.
    Μίμο ή Μικελάντζελο Βιταλιάνι
     Κι όλα αυτά θα ακούγονταν ενδιαφέροντα αλλά συνηθισμένα, αν δεν ήταν πανέξυπνοι, ταλαντούχοι, κι εντελώς sui generis οι δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου. Ξεκινώντας από τον αφηγητή, τον Μικελάντζελο, δεν είναι τυχαίο πρώτα πρώτα το όνομά του (από τα δύο φορτία της ύπαρξής μου, το όνομά μου υπήρξε αναμφίβολα το πιο ελαφρύ να το σηκώνω). Ήταν το όνομα που του έδωσε η μητέρα του προς τιμήν του γνωστού γλύπτη Μιχαήλ Άγγελου Μπουοναρότι, γιατί είχε την πεποίθηση ότι ο γιος της θα γίνει σπουδαίος γλύπτης, όπως ήταν κι πατέρας του, ο οποίος όμως πέθανε όταν ο Μίμο ήταν 12 χρονών. Και μπορεί η μητέρα να ήθελε να τον «ξεφορτωθεί», αλλά δεν είχε άδικο σχετικά με το ταλέντο του. Ο Μίμο μέσα από πολλές δυσκολίες αναγνωρίστηκε ως σπουδαίος κι αναγνωρισμένος καλλιτέχνης –άσσος στη σμίλη αλλά όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης και με πολύ υψηλές… αφηγηματικές ικανότητες. Ο αναγνώστης νιώθει ότι η λεπτοφυής αίσθηση που καθοδηγεί το έμφυτο ταλέντο του ήρωα, να δίνει ζωή στο άψυχο σκληρό υλικό, έχει άμεση σχέση και με την διεισδυτική έκφραση στον λόγο.
     Το άλλο φορτίο, δεν το ομολογεί άμεσα, αλλά προφανώς ήταν το ανάστημά του. Ο Μίμο ήταν πανέξυπνος, ταλαντούχος, και πολύ όμορφος (κι αυτό το μαθαίνουμε έμμεσα) αλλά εξαιρετικά κοντός εφόσον γεννήθηκε με νανισμό (c’ è un piccolo problema, σχολίασε η γυναίκα που τον ξεγέννησε!) . Είναι ένα χτυπητό στοιχείο «διαφορετικότητας», που του δημιουργεί κάποια προβλήματα αλλά με τον ιδιοφυή τρόπο με τον οποίο το χειρίζεται, δεν φαίνεται να τον εμποδίζει σε τίποτα και -ευτυχώς- δεν προβάλλεται σαν κεντρικό θέμα από τον συγγραφέα. Ο Μίμο ξεπερνά με ευκολία αυτή τη σωματική «λεπτομέρεια» χάρη στην ενθουσιώδη δύναμη που τον χαρακτηρίζει, στο πάθος το ξεχωριστό που συνοδεύεται από παρατηρητικότητα, ικανότητα να μαγεύεται με το παραμικρό, θέληση και πολύ ταλέντο, κι όλα αυτά τον ωθούν να προχωρήσει και να δώσει απίστευτα έργα παρόλο που ξεκίνησε πάμφτωχος και ορφανός, σαν παραπαίδι ενός υποτιθέμενου «θείου» του γλύπτη. Γιατί η μάνα του (μια πληγή γι’ αυτόν ανοιχτή που αργεί να κλείσει -«Γιατί με εγκατέλειψες;») τον έστειλε στο Αμπρούτσο, στην Ιταλία, να δουλέψει παραγιός στο εργαστήρι του Αλμπέρτο («Δεν τον θέλω»/ «Και γιατί δηλαδή;»/ «Γιατί κανείς δεν μου είπε ότι είναι κοντοπίθαρος»).
     Το φυσικό χάρισμα να σμιλεύει την πέτρα και να της δίνει πνοή είναι η πρώτη παράμετρος που καθορίζει τον ψυχισμό του Μίμο, είναι ο δαίμονας που τον οπλίζει με τόλμη, ή που τον εξυψώνει ξανά όταν αποκλίνει σε κραιπάλες, υπερβολές και λοξοδρομήσεις. Γιατί η ζωή του Μίμο είναι πολυτάραχη, με πολλές ανατροπές και ποικίλα πάθη, έντονα και αντιφατικά συναισθήματα που στην πορεία του θα τον συνταράσσουν και θα τον αποπροσανατολίζουν. Και πρώτα πρώτα, σκοντάφτει στη συνεργασία με τον «σκατιάρη» Αλμπέρτο, ο οποίος δυσκολεύεται να παραδεχτεί το πηγαίο ταλέντο του μαθητευόμενού του και του κάνει τη ζωή δύσκολη, ενώ ήδη έχει αρχίσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος (αλλά δεν ήμουν δυστυχισμένος, το διαπίστωνα κάθε βράδυ/ίσως επειδή ήμουν νέος, οι μέρες μου ήταν όμορφες/ήμουν ευτυχισμένος και μεθυσμένος απ’ όλα αυτά που ήταν ακόμα μπροστά μου, εκείνη τη μάζα μέλλοντος που είχα να σκαρφαλώσω, να κόψω στα μέτρα μου).
     Ο δεύτερος μεγάλος άξονας που καθορίζει τη μοίρα και τα έργα του Μίμο, είναι η -τεθλασμένη, πολυποίκιλη, πολυδιάστατη- σχέση με όλα σχεδόν τα μέλη της θρυλικής οικογένειας Ορσίνι, γαιοκτημόνων που κατέχουν την μεγαλύτερη κοινωνική δύναμη στην Πιέτρα ντ’ Άλμπα στην εντυπωσιακή τους βίλα, κυρίως όμως η «πνευματική συνάντηση» με τη Βιόλα, τη γυναίκα που θα αναστατώνει από δω και πέρα και για πάντα όλη του τη ζωή -είτε με την με την παρουσία της, είτε με την απουσία της. Η πρώτη επαφή των δεκατετράχρονων πρωταγωνιστών είναι βέβαια επεισοδιακή, καθώς ο Μίμο την ανταμώνει για πρώτη φορά σ’ ένα… νεκροταφείο, το βράδυ, όπου πιστεύει πάραυτα ότι είναι… φάντασμα (άντρες πολύ πιο θαρραλέοι από μένα θα είχαν λιποθυμήσει. Αυτό λοιπόν κι έκανα), και στη συνέχεια δίνουν γνωριμία όταν προσγειώθηκε ανώμαλα από «εργατικό» ατύχημα στο… δωμάτιό της, προσπαθώντας να σταθεροποιήσει ένα άγαλμα στη στέγη της βίλας Ορσίνι.
     Βιόλα. Βιόλα. Βιόλα.
Εδώ άρχιζε ο θρύλος της οικογένειας
στην οποία οφείλω τους πιο μεγάλους πόνους
και τις πιο μεγάλες χαρές μου,
στην οποία οφείλω, εν ολίγοις τη ζωή μου,
που τώρα φεύγει.
     Η Βιόλα είναι συνομήλικη με τον Μίμο (σχεδόν γεννήθηκαν την ίδια μέρα) με εξίσου σπινθηροβόλο πνεύμα, πολύ επαναστατικό βέβαια για να χωρέσει στους τύπους και τους κανόνες της αριστοκρατικής κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει. Η «χημεία» αναφαίνεται από την πρώτη επαφή (μου χαμογέλασε, ένα χαμόγελο που κράτησε τριάντα χρόνια, και που απ’ την άκρη του κρεμάστηκα για να διασχίσω πολλές αβύσσους), ενώ οι διάλογοι μεταξύ τους, που ακολουθούν και διατρέχουν όλο το κείμενο είναι απολαυστικοί, ουσιαστικοί και πνευματώδεις. Γιατί πρόκειται για δύο ήρωες που χαρακτηρίζονται από εξαιρετική ευφυΐα, αλλά και πηγαία ορμή για αλήθεια και γνώση.
     Το «κορίτσι με το πράσινο φουστάνι», που έχει το περίεργο χάρισμα να εμφανίζεται απ’ το πουθενά, αγκιστρώνει επιδέξια τον Μίμο παρά τις κοινωνικές απαγορεύσεις (δεν είμαστε από την ίδια κοινωνική τάξη/δεν μπορούμε να είμαστε φίλοι), ανανεώνει τα ραντεβού στο νεκροταφείο (ν’ ακούσουμε τους νεκρούς, χαζέ/καλύτερα να φοβάσαι τους ζωντανούς), ανακηρύσσει τους δυο τους «συμπαντικούς δίδυμους», ξαπλώνει στον τάφο του θρυλικού Τομμάζο Μπάλντι γιατί πιστεύει ότι της στέλνει μηνύματα, ο δε μέγιστον, έχει εξημερώσει μιαν… αρκούδα (ναι, είναι γνωστή ως το «κορίτσι που μεταμορφώνεται σε αρκούδα»)! Δεν είναι παρά μια «μάγισσα» για τους χωρικούς της Πέτρα ντ’ Άλμπα! Είναι όμορφη με τον τρόπο της, ενδιαφέρεται για την πολιτική (σε αντίθεση με τον Μίμο), διαβάζει εφημερίδες (μην ξεχνάμε -έχουμε τον A' Παγκόσμιο πόλεμο) κι εφοδιάζει τον καινούργιο της φίλο με σπάνια και ποικίλα βιβλία που κλέβει από τη βιβλιοθήκη του πατέρα της (κάποια στιγμή το πλήρωσε ακριβά, μάλιστα, με δημόσιο ξυλοδαρμό!).
     Το ανήσυχο πνεύμα της Βιόλας, που έχει εκπληκτική ικανότητα να ρουφάει τη γνώση, να ξεχωρίζει την ουσία και να απομνημονεύει τα πάντα (π.χ. τα ονόματα όλων των ανέμων), ταξιδεύει με τη σκέψη παντού, στις επιστημονικές ανακαλύψεις π.χ. στους εκρηκτικούς μηχανισμούς, στην ιατρική, στην τέχνη (λατρεύει τον Φρα Αντζέλικο), στην πολιτική ζωή, στο ιστορικό παρελθόν, ακόμα και στον… χρόνο, παρασύροντας με ορμητικότητα και τον Μίμο (προς έκπληξή μου, ακόμα κι απ’ την πιο ερμητική πραγματεία, μάθαινα ακόμα κάτι), ο οποίος άλλωστε κι αυτός με τη σειρά του έχει επιδοθεί στην γλυπτική με απίστευτη μαεστρία για την ηλικία του, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι είναι «αφύσικα χαρισματικός» (το πρώτο κομπλιμέντο που πήρα, και είχαν φροντίσει να του κολλήσουν τη λέξη «αφύσικος»). Η Βιόλα, όπως ομολογεί ο αφηγητής, τον υπερβαίνει, «του ανοίγει έναν κόσμο άπειρων αποχρώσεων» (δεν είναι «σύννεφα», είναι υψισωρείτες/δεν είναι άνεμος, είναι μαΐστρος), κάτι που λατρεύει ο Μίμο, άλλωστε αυτό το στοιχείο δίνει ώθηση κι έμπνευση στον καλλιτέχνη, ως απαραίτητη προϋπόθεση στην άσκηση της τέχνης του.
     Έτσι, σ’ αυτήν την πρώιμη ηλικία θεμελιώνεται η αδυναμία του μελλοντικά μεγάλου γλύπτη στο παράξενο αυτό κορίτσι, μια αδυναμία που δεν εξαφανίζεται παρά τις άπειρες αντιξοότητες που ακολούθησαν (μου χρειάστηκαν ογδόντα δύο χρόνια, οκτώ δεκαετίες δυσπιστίας, και ένας μικρός επιθανάτιος ρόγχος, ώσπου να αναγνωρίσω αυτό που ήδη ήξερα. Δεν υπάρχει Μίμο Βιταλιάνι χωρίς τη Βιόλα Ορσίνι. Αλλά υπάρχει Βιόλα Ορσίνι, χωρίς την ανάγκη κανενός).
     Η Βιόλα με ξεθέωνε
Από την πιο τρυφερή της ηλικία
η Βιόλα ήθελε να πετάξει
     Οι δυο άσπονδοι φίλοι δίνουν διάφορους όρκους αγάπης, πίστης, φιλίας, δεσμεύονται ότι θα βρεθούν στις 28 Ιουνίου του 1928 (σε 10 χρόνια), ότι θα βοηθάει ο ένας τον άλλον στο δρόμο τους. Η Βιόλα όμως προχωράει με τα χίλια, έχει βαλθεί τώρα να… πετάξει (δεν μπορείς να διαλέξεις κάτι άλλο; Κάτι πιο απλό; Μπορείς να μεταμορφωθείς σε αρκούδα, αυτό δεν αρκεί;). Γιατί η Βιόλα δεν έχει όρια, κι αυτό είναι συνειδητή διαπίστωση (κάθε σύνορο είναι επινόηση. Όποιος το καταλάβει αυτό ενοχλεί αναγκαστικά αυτούς που επινοούν τα σύνορα).
     Καθώς ενηλικιώνονται, στα 16 πια, ο Μίμο αντιμετωπίζει με στωικότητα τη Βιόλα να ξεφεύγει από το κοινό τους ύψος, να ψηλώνει και να ωριμάζει, παρακολουθώντας με τη ματιά του καλλιτέχνη τις διαρκείς μεταμορφώσεις της (η Βιόλα δεν είχε στήθος, αυτό είναι αλήθεια, αλλά εγκατέλειπε την εφηβεία και τις γωνίες της. Ήταν η φάση του στιλβώματος, σχεδόν η πιο σημαντική στη γλυπτική. Οι κινήσεις της αποκτούσαν ποίηση καμπύλης. Οι διαθέσεις της, αντιθέτως, είχαν την τραχύτητα των βουνών. Ήταν απαιτητική, ανυπόμονη, θωπευτική, έξαλλη, ικετευτική). Στα γενέθλια των 16 η Βιόλα θα χαρίσει ένα απροσδόκητο δώρο στον Μίμο, μια δια ζώσης συνάντηση με την Μπιάνκα, την αρκουδίτσα, προκαλώντας του μια λιποθυμία ακόμα. Και, τώρα -στο παρόν- που είναι 82 χρονών, ομολογεί ότι έχει ζήσει πολλά, επιτυχίες, μουσικές, ομορφιές όμως τίποτα δεν συγκρίνεται με το θέαμα εκείνης της φλογερής πιτσιρίκας ανάμεσα στα πόδια μιας αρκούδας.
     Αυτή λοιπόν η «φλογερή πιτσιρίκα», τη μέρα των αρραβώνων της μ’ έναν νεαρό ισχυρής οικογένειας που διάλεξαν οι γονείς της, μετά από μελέτες και δοκιμές, εξαφανίστηκε απ’ όλους, ανέβηκε στην στέγη του σπιτιού τυλιγμένη σ’ ένα παράξενο ιστίο και… δοκίμασε να πετάξει (Ίκαρος οργίλος στροβιλιζόμενος)!!!
     Τέχνη- κοινωνία- ζωή
Την ημέρα που θα έχεις καταλάβει τι σημαίνει σμιλεύω,
θα κάνεις ανθρώπους να κλαίνε με μια απλή κρήνη.
Στο μεταξύ, να είσαι υπομονετικός.
Να είσαι σαν αυτό το ποτάμι, σταθερός, ήρεμος.
     Μετά απ’ την άδοξη πτώση της, η Βιόλα θα εξαφανιστεί από το προσκήνιο. Ξέρουμε ότι επέζησε, αλλά εντωμεταξύ ο Αλμπέρτο στέλνει τον Μίμο στη Φλωρεντία, δήθεν για να διαλέξει δύο μπλοκ μαρμάρου Καρράρας, ουσιαστικά για να τον ξεφορτωθεί μια και τον βλέπει ανταγωνιστικά . Ήδη ο ήρωάς μας έχει ξεχωρίσει με τα έργα του, φτιάχνοντας μικρά αριστουργήματα, με κορυφαίο μέχρι στιγμής το δώρο του προς την Βιόλα στα 16α της γενέθλια, μια αρκούδα με στραμμένο το στόμα της στον ουρανό, ένα έργο λαξευμένο σ’ ένα πολύτιμο μπλοκ μαρμάρου του Αλμπέρτο (το μάτι του θεατή έκανε ένα ταξίδι από την τραχύτητα στην λεπτότητα, από την ακινησία στην κίνηση), προκαλώντας βέβαια την οργή του (από θαύμα σώθηκε το έργο από την απειλή της βαριοπούλας). Με αφορμή την δημιουργική φρενίτιδα του Μίμο, ο συγγραφέας μάς δίνει υπέροχες σελίδες προβληματισμών και στοχασμών πάνω στην τέχνη της πέτρας και γενικότερα στον κόσμο της τέχνης και της νεωτερικότητας (συμβουλή του πατέρα του: φαντάσου το έργο σου τελειωμένο να ζωντανεύει. Τι θα κάνει; Πρέπει να φανταστείς τι θα συμβεί το δευτερόλεπτο που ακολουθεί τη στιγμή που φιξάρεις, και να το υπονοήσεις). Γιατί και η Πιετά, το κορυφαίο έργο του Βιταλιάνι που διασώθηκε στο μοναστήρι Σάκρα ντι Σαν Μικέλε και το φυλάνε ως κόρη οφθαλμού, ξεπερνά κατά πολύ σε εκφραστικότητα και σε μηνύματα την κλασική Πιετά του Μιχαήλ Άγγελου.
     Μετά την πτώση της Βιόλας, λοιπόν, η ζωή του Μίμο άλλαξε τελείως ρότα. Έχει τελειώσει ήδη ο πόλεμος, τάγματα δράσης συγκροτημένα από φασίστες («σκουαντρίστες», στου οποίους θα προσχωρήσει σύντομα και ο «πρώην σοσιαλιστής» Μουσολίνι) έχουν εμφανιστεί τρομοκρατώντας τον κόσμο (τα έθνη νικητές τσακώνονταν για το κουφάρι των νικημένων), οι παραγγελίες έχουν ελαχιστοποιηθεί. Στην Φλωρεντία, όπου αρχικά ο Μίμο δεν ήθελε να μείνει (η Βιόλα με χρειαζόταν), θα αναγνωρίσει την πόλη που θα του αλλάξει τη ζωή (σε κάθε βήμα έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε δέκα μορφές κάλλους, δέκα διαφορετικές ιστορίες/η πόλη γλιστρούσε μέσα μου και δεν θα με εγκατέλειπε/δεν ήταν η πιο όμορφη από τις πόλεις της Ιταλίας, αλλά ήταν η ωραιότερη (!), κι αυτό γιατί η Φλωρεντία ήταν η Βιόλα, δε θ’ αργούσα να το καταλάβω: συνθλιμμένη και φανατική και γλυκιά).
     Εδώ ο Μίμο θα γνωρίσει τον μέντορά του, τον διάσημο γλύπτη Φίλιππο Μέττι ο οποίος αρχικά τον τοποθετεί ως εργάτη στην «κοπή» (η κοπή ήταν η κόλαση, τα αμπάρια του καραβιού, η πιο άχαρη δουλειά), ενώ η ομάδα του ανέλαβε να κλείσει ένα από τα πιο ωραία συμβόλαια της περιοχής, την ανακαίνιση ενός τμήματος του Ντουόμο). Γρήγορα όμως ο Μέττι θα διακρίνει το χάρισμα του Μίμο (αυτά τα δύο πουλιά δεν θα πετάξουν ποτέ) και θα τον τοποθετήσει στο ατελιέ, δημιουργώντας κύματα μικροψυχίας από τους συναδέλφους του γλύπτες, που τον υποβάλλουν σε καψόνια. Ωστόσο ο Νέρι, ο μεγάλος ανταγωνιστής του και διευθυντής του ατελιέ, κατά τον Μέττι δεν θα πάει μακριά αλλά είναι σταθερός, μπορεί κανείς να στηριχτεί πάνω του, ενώ «εσύ τρέχεις ασταμάτητα σαν κάποιον που τον παρασύρει το τρέξιμό του σε μια κατηφοριά/ υπάρχει δαιμόνιο μέσα σου».
     Καθώς σταθεροποιήθηκε η παρουσία του Μίμο στο ατελιέ, αρχίζουν οι κραιπάλες και η νυχτερινή ζωή, τα ποτά, τα ξενύχτια- (η νυχτερινή ζωή μου είχε έναν στόχο: να μ’ εμποδίζει να σκέφτομαι τη Βιόλα, απ’ την οποία εξακολουθούσα να μην έχω το παραμικρό νέο). Μια γερή κόντρα με τον Νέρι με αφορμή το αποκαρδιωτικό, πρώτο γράμμα της Βιόλας, μια λυσσασμένη σύγκρουση που καταλήγει σε κεφαλιές, είναι η αιτία της απόλυσής του (addio Firenze bella), και της ατέλειωτης κατρακύλας: αφού τον χτύπησαν, τον έκλεψαν και τον πέταξαν σαν σακί (τότε έκανα το πολυτιμότερο πράγμα που μου είχαν μάθει οι γονείς μου, λίγο μετά τον ερχομό μου στη γη. Σηκώθηκα όρθιος και περπάτησα).
     Με την «περηφάνια του μεσίστια», ο Μίμο κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του υπόκοσμου, συντροφιά με τον «μεγαλοφυή σαλτιμπάγκο» Αλφόνσο Μπιτσάρο (προφήτης παραισθητικός ενός κόσμου σε κατάσταση πολτού), τον τύπο που είχε πρωτογνωρίσει και είχε το περίφημο τσίρκο Μπιτσάρο (κράτος εν κράτει, προικισμένο με τη δική του ηθική και τους δικούς του νόμους). Μέσα στην απελπισία του πιάνει δουλειά συμμετέχοντας στο έργο «Η δημιουργία» (μάχη ανθρώπων με… δεινόσαυρους). Ο Μίμο βουλιάζει στην αθλιότητα εκθέτοντας στο κοινό θέαμα το… ύψος του (είχα γίνει κλόουν, ένας κλόουν θλιβερός, διόλου μα διόλου αστείος), συνεργαζόμενος μ ένα άτακτο μπουλούκι εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν μονίμως μεθυσμένοι, μεθοκοπώντας στα καπηλειά και κάνοντας μικροκλοπές και «δραστηριότητες κλεπταποδόχου». Στα μόνιμα μέλη του θιάσου είναι και η εξηντάχρονη Σάρα, ΄(ενδιαφέρουσα τύπισσα που θα «ξεπαρθενέψει τον Μίμο), που ρίχνει τα χαρτιά για να ξορκίσει τον φόβο του θανάτου (όταν έρθει η σειρά σου, κι εύχομαι ν’ αργήσει, πίστεψέ με: θα νιώσεις φόβο. Φόβο, όπως όλος ο κόσμος).
     Η συναναστροφή με τον Μπιτσάρο και τους «κακοποιούς με τον ιδιότυπο κώδικα τιμής» είναι ένα μεγάλο «μάθημα» για τον Μίμο. Το ανάγλυφο που του κάνει ως δώρο ανεβάζει σε άλλο επίπεδο τη σχέση (Λοιπόν είναι αλήθεια. Είσαι γλύπτης), κι είναι τέτοιος ο θαυμασμός του αυθεντικού σε όλα (και, πρέπει να τονίσουμε, αντιφασίστα) Μπιτσάρο, που στα 18α γενέθλια (1922), του χαρίζει μια επίσκεψη στην «Παρθένο» του Φρα Αντζέλικο (δέχτηκα αυτόματα επίθεση, βίαιο χτύπημα από τα χρώματα που μου προσφέρονταν), ένα έργο που ανήκει στον κοινό κώδικα επικοινωνίας Μίμο- Βιόλας (μια υπόκωφη θλίψη μου δάγκωνε τα σωθικά). Τέτοιος τύπος ήταν ο Μπιτσάρο, προοδευτικός και κιμπάρης, αλλά και αψύς και τσαμπουκάς κι έτσι, μετά από τραγελαφική σκηνή τσακωμού με τον Μίμο αλλά και με τέσσερις της πολιτοφυλακής, σύντομα το τσίρκο έκλεισε αφήνοντας τον Μίμο έρμαιο.
     Ο επόμενος σταθμός στον «βίο και πολιτεία» του ήρωά μας τον ανεβάζει πάλι από τον βούρκο στα ύψη: ο Φραντσέσκο, ο αδερφός της Βιόλας που ακολούθησε ιερατικό κλάδο (σχέσεις με Βατικανό κλπ) τον ανακάλυψε και τον προσλαμβάνει με παχυλό μισθό εξ ονόματος της οικογένειας Ορσίνι, αναγνωρίζοντας το ταλέντο του. Ο Μίμο επιστρέφει στην Πιέτρα ντ’ Άλμπα (όπου έχει να πατήσει δυο χρόνια) αλλά λόγω της συμπεριφοράς της Βιόλας (το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο, η ιστορία μας είχε λήξει), αποφασίζει να ζήσει στη Ρώμη δουλεύοντας εξ αποστάσεως (έφυγα, χωρίς να ξέρω ότι θα μου έπαιρνε πέντε χρόνια για να επιστρέψω. Ή, ακριβέστερα, επειδή δεν επέστρεψα μια οποιαδήποτε στιγμή, 1999 ημέρες και 17 ώρες)!
     Όλες αυτές οι μέρες είχαν το στίγμα της απουσίας της Βιόλας… (τα έβαζα με τη Βιόλα, που είχε δημιουργήσει αυτές τις τρύπες στην ιστορία μας). Έχει επίγνωση ωστόσο ότι ήταν «ο ένας ο καθρέφτης του άλλου». Έχει βέβαια θυμώσει, περιμένει μια συγνώμη, και τα χρόνια που ακολούθησαν ζει «σ’ αυτό το κολασμένο σπιράλ». Στη Ρώμη, στο ατελιέ, καταξιωμένος πια επαγγελματίας με μαθητευόμενους και με σπουδαίες παραγγελίες, ενώ μεγάλος θαυμαστής του είναι ο μονσινιόρε Πατσέλλι, που έχει μεγάλη επιρροή στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Το πρωτότυπο πνεύμα του Μίμο, να ξεφεύγει απ’ αυτό που περιμένουν οι άλλοι απ’ αυτόν, το αποδίδει ο ίδιος στο «αυτοκτονικό του ταμπεραμέντο» (εκείνες τις νύχτες τίποτα δεν είχε τόση σημασία εκτός απ’ το να φλογίζεσαι όσο το δυνατόν εντονότερα/ο Άγιος Πέτρος μου δεν ήταν ο σοφός και στρογγυλοπρόσωπος γενειοφόρος που έβλεπες παντού). Αντιμετωπίζει με ουδετερότητα και αδιαφορία την άνοδο του φασιστικού κόμματος (Απρίλιος του 1924, φασιστική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο), αλλά με τις καλλιτεχνικές παραδοξότητες και τον αψύ του χαρακτήρα φτάνει πάλι σε ακρότητες και σε συμπεριφορές ασυγχώρητες.
     Δεν είναι ηθικά ακέραιος ο Μίμο, αλλά η αφήγησή του χαρακτηρίζεται από ειλικρινές εξομολογητικό ύφος. Ξανασυναντά τη Βιόλα μετά από χρόνια, όταν κι οι δυο είναι 24, όταν εκείνη είναι κάπως μεταλλαγμένη, παντρεμένη μ’ έναν ανόητο καιροσκόπο και πιο συμμαζεμένη (δεν είμαι αυτή που γνώριζες. Ξέρεις πού με οδήγησαν τα όνειρά μου μήνες στο νοσοκομείο, με δεκάδες ουλές κι άλλα τόσα κατάγματα/είσαι πετυχημένος καλλιτέχνης κι είμαι παντρεμένη γυναίκα. Αλλά μπορούμε να ταξιδεύουμε πλάι πλάι. Χωρίς ηρωισμούς αυτή τη φορά).
Ξέρω ότι θυμώνεις μαζί μου γιατί δεν είμαι εκείνη που ήμουν άλλοτε,
η Βιόλα των νεκροταφείων και των αλμάτων στο κενό. (…)
Πρέπει να φροντίσω τον εαυτό μου αν θέλω να μην εξαφανιστώ.
     Ναι, είναι πια καταξιωμένος και δημοφιλής ο Μίμο, ισότιμος καλεσμένος των Ορσίνο, όπου δεσπόζει η μορφή του Στέφανο, του μεγαλύτερου αδερφού, που συναναστρέφεται μελανοχίτωνες. Φυσικά και η παρέα του είναι φαλλοκράτες, ταπεινώνουν τη Βιόλα επειδή είναι άτεκνη, ο Μίμο γεμάτος αντιφάσεις σ’ αυτήν την χρονική περίοδο, την υπερασπίζεται αλλά αποδέχεται να δουλέψει για πάρτη τους (γιατί όχι;), σ’ ένα τεράστιο «πρότζεκτ» στο Παλέρμο. Η αντίδραση της Βιόλας, που φυσικά είναι ενημερωμένη και πολιτικοποιημένη, και ισχυρίζεται ότι «συμμετείχε στην κατασκευή του κόσμου που γεννιόταν» κι ότι «δουλεύει για μια συμμορία καθαρμάτων» έχει τον αντίλογο, ότι κι εκείνη ανέχεται τον άντρα της τον Καμπάνα, «αυτόν τον κρετίνο», που την απατάει και τη χτυπάει. Ο σύζυγος της Βιόλας, συμπράττει με τα αδέρφια της που γίνονται αξιωματούχοι του καθεστώτος, ενός καθεστώτος που η Βιόλα απεχθάνεται, ενώ ο Μίμο «έχει γίνει ένας Ορσίνι».
     Δεν αργεί βέβαια η Βιόλα να εκραγεί, δημιουργώντας επεισόδιο δημόσια, όπου εκθέτει όλη την οικογένεια για την πολιτική τους απέναντι στους Εβραίους, ερχόμενη σε ρήξη και με αδέρφια και με τον Καμπάνα. Και φυσικά είναι ετοιμόλογη και πανέξυπνη, και φυσικά δεν θα βρει ποτέ το δίκιο της στην ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η πολιτική αντιπαράθεση κλιμακώνεται, αλλά φέρνει πολύ αργά αποτελέσματα στον απολιτίκ ήρωά μας, ο οποίος δέχεται κάποια στιγμή μια μεγαλειώδη παραγγελία ενός «μνημειώδους συμπλέγματος» με τον μεγαλεπήβολο τίτλο «Ο καινούριος άνθρωπος» για τη γενέτειρα του Ντούτσε! Είναι και η αφορμή να τον ξανασυναντήσει η Βιόλα, η οποία είχε εξαφανιστεί μετά από μια ακόμα «προδοσία» του Μίμο, για να του πει απλά «δεν θέλω να κάνεις αυτό το γλυπτό».
     Τα χρόνια της ανόδου του φασισμού είναι κρίσιμα επιτέλους αντιλαμβάνεται, με τη βοήθεια του -Εβραίου- Μπιτσάρο, πόσο «καθάρματα» είναι τα μέλη της κυβέρνησης.
Είναι γελοίο όλο αυτό.
Τη μια μέρα αγαπιόμαστε, την άλλη μισιόμαστε…
Είμαστε δυο μαγνήτες.
Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε,
Τόσο πιο πολύ απωθούμαστε
     Καθώς οι δύο ήρωες μπαίνουν όλο και πιο βαθιά στις διαπλεκόμενες σχέσεις του φασιστικού κατεστημένου, ξυπνά ο παλιός επαναστατικός εαυτός τους αλλά μπαίνει σε καινούργιες βάσεις και η σχέση τους. Η Βιόλα κάνει πράξη την απειλή που είχε εκτοξεύσει στον άντρα της, ο Μίμο προσπαθεί να την προστατεύσει από τα ιδρύματα, τα αναρρωτήρια και τα μοναστήρια (Φεύγουμε/αν φύγω χωρίς τη Βιόλα θα κάψω αυτό το μοναστήρι μέχρι να μην απομείνει τίποτα). Υπάρχουν διαρκείς μεταμορφώσεις όπως η αιφνίδια κοκεταρία της Βιόλας (απ’ όλες τις πανοπλίες που ενδύθηκε η Βιόλα για να ξεφύγει απ’ τον εαυτό της, αυτή μου φάνηκε η λιγότερο επικίνδυνη),ενώ, προχωρώντας στο 1941, τα πράγματα δυσκολεύουν στον επαγγελματικό τομέα για τον Μίμο. Η βράβευσή του από την Βασιλική Ακαδημία γίνεται αφορμή για ουσιαστική σύγκρουση (η ψεύτικη Βιόλα είναι πολύ ευτυχής. Η αληθινή, αν μπορούσε, θα με σκότωνε), ενώ τα πάθη του Εβραίου Μπιτσάρο τον μπαλαντζάρουν για να τον πετάξουν ιδεολογικά προς τη μεριά της Βιόλας (ίσως έρθει μια μέρα που η συνείδησή σου θα θέλει κάτι περισσότερο από αυτό το ρολόι στον καρπό σου. Και θα αντιληφθείς, εκείνη τη μέρα, ότι αυτό το κάτι είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που όλο το χρήμα σου δεν θα σου επιτρέψει να εξαγοράσεις).
     Έτσι ο Μίμο, «ένας παίκτης που δεν αντέχει να χάνει», κατάφερε ένα απίστευτο χτύπημα στο καθεστώς αλλά και στην οικογένεια που τον στήριξε, με επακόλουθο συλλήψεις και φυλάκιση μέχρι το 1945. Ωστόσο, το καθεστώς πνέει πια τα λοίσθια, κι από προδότης αναγνωρίζεται ως ήρωας αντιφασίστας όπως και ο Στέφανο.
     Ήταν εκείνη. Η Βιόλα.
     Όποιος κοίταζε τη Βιόλα έβλεπε μόνο τα μάτια της και ξεχνούσε το κάπως μακρουλό πρόσωπό της, τα κάπως πολύ λεπτά χείλη, με το αλλοτινό γέλιο, εκτοξευμένο στη σελήνη, για να σκεφτεί: Τι όμορφη που είναι!
     Ναι, καθώς ολοκληρώνεται η ιστορία, η Βιόλα ωριμάζει και παράλληλα φαίνεται να βρίσκει τον παλιό, εκρηκτικό εαυτό της… Ταράζει τα νερά όταν επιμένει να βάλει υποψηφιότητα στις εκλογές, προκαλώντας νέες επικές έριδες με τα αδέρφια της αλλά και με τον Μίμο (-Κι αν σε σκοτώσουν, αυτό σε τι θα χρησιμεύσει;/-Κανείς δεν μπορεί τίποτα εναντίον μου. Έχω υποστεί τα πάντα). Τα συναισθήματα της τελευταίας σκηνής μεταξύ τους φτάνουν σε κορυφαία ένταση (δε με διασκέδαζε καθόλου. Και δεν τη θαύμαζα πια. Εκείνη τη στιγμή, δεν έμενε παρά φόβος). Πρόκειται για μια σκηνή πεισματικού αποχωρισμού, που ωστόσο είναι και η τελευταία μεταξύ τους και όπου «προδότης είναι ο θυμός του Μίμο. Όχι όμως γιατί το πείσμα κράτησε αιώνια, αλλά γιατί ο συγγραφέας επέλεξε να δώσει ένα αιφνίδιο, μοιραίο, τραγικό και οριστικό τέλος (ομολογώ ότι είναι το μοναδικό σημείο της πλοκής που δεν μου άρεσε), μιαν από μηχανής ας πούμε κάθαρση.
     Πιετά
     Εκείνη λοιπόν τη μοιραία νύχτα, που ο Μίμο μπόρεσε «επιτέλους να κλάψει», ξαναβρήκε τη ματιά του -γιατί τόσο καιρό ήταν «τυφλός»- και ξανάρχισε επιτέλους να σμιλεύει με πάθος. Πάρα πολλά έργα του χάθηκαν ή καταστράφηκαν, αλλά η Πιετά του Μικελάντζελο Βιταλιάνι δεν έχει καμιά σχέση με την Πιετά του Μπουαναρότι. Γι’ αυτό και στο αβαείο τη φυλάνε σαν κόρη οφθαλμού (veiller sur elle) ενώ ο ήρωάς μας αφήνει την τελευταία του πνοή, αποχαιρετώντας όχι μόνο τη ζωή, τους ανθρώπους που αγάπησε, τη Βιόλα που αγάπησε αλλά και την ανδρόγυνη μορφή της, που έδωσε στον Χριστό της δικής του Πιετά:
Τη σμίλεψα όπως ακριβώς την είδα εκείνη τη μέρα στα χαλάσματα,
το κορμί της σπασμένο και υπερβατικό.
Όλες οι αισθήσεις εγγράφουν μια θηλυκότητα ακόμη πιο εκρηκτική 
γιατί είναι σχεδόν αθέατη.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Βλ. και «Όνομα του ρόδου», Ο. Έκο