Ιστορικά στοιχεία
Η πλοκή κινείται στη σύγχρονη εποχή (2019), εποχή ανακατατάξεων και αναδιαρθρώσεων σε μια Κολομβία καθημαγμένη από τις εμφύλιες διαμάχες μισού αιώνα τουλάχιστον, από τα καρτέλ ναρκωτικών, από τους πολιτικούς διαξιφισμούς, από τις συμμορίες, τις κτηνωδίες και τις ατελέσφορες προσπάθειες να υπάρξει ειρήνη. Η Κολομβία, μια χώρα πλούσια σε ορυκτά και φυσικό πλούτο, υπέφερε από λογιώ λογιώ δυνάστες από την εποχή ακόμη της ισπανικής κυριαρχίας. Η αιματηρή σύγκρουση ανάμεσα σε Φιλελεύθερους και Συντηρητικούς (οι Συντηρητικοί, από φοβία στους Αφρικανούς και αυτόχθονες απογόνους, εποφθαλμιούσαν τις χασιέντες και τα κοινοτικά κτήματα με τη στήριξη της Εκκλησίας και συχνά του Στρατού) μετά τη δολοφονία του υποψήφιου προέδρου Γκαϊτάν (1948), έριξε τη χώρα σε μια εξαιρετικής βίας περίοδο (1948-1953 περίπου) αποτρόπαιων δολοφονιών κι εγκλημάτων, γνωστή στην ιστορία σαν «Λα βιολένσια» (βία). Ονομαστή είναι η παραστρατιωτική οργάνωση «Los chulavitas», της οποίας στόχος ήταν η πλήρης εξάλειψη των φιλελεύθερων και των κομμουνιστών.
Αντιγράφω από την Wikipedia: «Η βία εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα και ο αριθμός των θυμάτων έφτασε τους 180.000. Από το 1953 ως το 1964, οι εντάσεις ανάμεσα στα δύο κόμματα μειώθηκαν, αρχικά με την παύση του Γκουστάβο Ρόχας με πραξικόπημα από την προεδρία και τις διαπραγματεύσεις του με τους αντάρτες, και στη συνέχεια με τη στρατιωτική δικτατορία του στρατηγού Γκαμπριέλ Παρίς Γκορδίγιο. Μετά την πτώση του Ρόχας, τα δύο πολιτικά κόμματα, οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι, συμφώνησαν στη δημιουργία ενός εθνικού μετώπου με στόχο την κοινή διακυβέρνηση της χώρας. Η προεδρία θα εναλλασσόταν μεταξύ των υποψηφίων των κομμάτων κάθε τέσσερα χρόνια, για τέσσερις θητείες, ενώ ο αριθμός των θεσμικών θέσεων θα κατανέμονταν ισοδύναμα. Η ίδρυση του εθνικού μετώπου έβαλε τέλος στην εποχή της Λα Βιολένσια και οι κυβερνήσεις του προσπάθησαν να θεσμοθετήσουν ριζικούς κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς σε συνεργασία με την παράταξη της Προοδευτικής Συμμαχίας. Τελικά, οι αντιθέσεις μεταξύ των διαδοχικών διοικήσεων συντηρητικών και φιλελευθέρων αλλοίωσαν τα πραγματικά αποτελέσματα για τη χώρα, με συνέπεια τη διαιώνιση κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων, παρά την πρόοδο σε ορισμένους τομείς. Σε αντίδραση, δημιουργήθηκαν επίσημες ομάδες ανταρτών, όπως η FARC[1], η ELC και η M-19, με ένοπλη αντίσταση απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Οι περισσότερες ομάδες είχαν μαρξιστικό χαρακτήρα».
Δεν ήταν λοιπόν καθόλου απλά τα πράγματα μετά την καθαυτό περίοδο της βίας. Όλη αυτή η συσσωρευμένη κτηνωδία και το μίσος ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, όπως επίσης και τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα, ήταν αδύνατον να εκμηδενιστούν διαμιάς. Το κόμμα του Ουρίμπε[2] (2002-2010), όταν ανέλαβε την εξουσία το 2002, κατέστρωσε το «Σχέδιο Κολομβία»[3], έναν πόλεμο κατά των ναρκωτικών, με την οικονομική και τεχνολογική υποστήριξη των ΗΠΑ, που στόχευε όμως κυρίως στους FARC[4]. Οι θηριωδίες συνεχίζονται τώρα σε πιο ήπιο ρυθμό, και δεκαπέντε χρόνια αργότερα γίνονται διαπραγματεύσεις ειρήνης με την FARC: σύμφωνα με την «ιστορική» συμφωνία που υπογράφτηκε στην Αβάνα το 2016, οι αμνηστευθέντες γκεριγέρος προστατεύονταν από την κυβέρνηση, που είχε αναλάβει να παρέχει σωματοφύλακες στους διοικητές των FARC όταν θα εγκατέλειπαν τα στρατόπεδα όπου τους είχαν συγκεντρώσει, ενώ οι διεθνείς ΜΚΟ και ο ΟΗΕ φρόντιζαν για την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας της αποκατάστασης της ειρήνης.
Και πάλι όμως κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι επανήλθε η ειρήνη στη χώρα… Πρώτα πρώτα, δεν συμφωνούν μ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις όλα τα μέλη της FARC, και κάποιοι απ’ αυτούς ανακυκλώνονται στις μπίζνες των ναρκωτικών. Συμμορίες ανεξάρτητων δολοφόνων οδηγούνται σε φρικτές σφαγές εξυπηρετώντας τα καρτέλ, παραστρατιωτικές ακροδεξιές οργανώσεις δολοφονούν αστυνομικούς κατά των ναρκωτικών, πρώην μπάτσοι ή μέλη της μαφίας που καταδικάστηκαν τις δεκαετίες 2000 και 2010 και ξαναβγήκαν στην πιάτσα «έτοιμοι να ενσωματωθούν στα διάφορα καρτέλ»· κάποιοι «γκεριγιέρος», αρνήθηκαν να καταθέσουν τα όπλα και εξακολουθούσαν τις εγκληματικές τους δραστηριότητες. Υπάρχει ακόμα η μαοϊκή οργάνωση EPL που συνεργάστηκε με τους ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς , απ’ όπου ξεπήδησε η «Συμμορία του Κόλπου», το πιο ισχυρό καρτέλ της Κολομβίας (παράνομες εξορύξεις, κυκλώματα πορνείας, εμπόριο κοκαΐνης), ανέπτυξε μάλιστα το «σχέδιο Πιστόλα», να σκοτώνει όσο το δυνατόν περισσότερους αστυνομικούς/ένα αδιέξοδο την εποχή που η χώρα αποζητούσε ειρήνη[5].
Η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο έκρυθμη ανάμεσα στον Στρατό και τους υπόλοιπους: απαγωγές των FARC ως προειδοποίηση στους πλούσιους που αρνούνταν να πληρώσουν φόρο στους αντάρτες· πριμοδότηση για κάθε σκοτωμένο αντάρτη με αντίτιμο 100 δολαρίων, επομένως ανεξέλεγκτες εκτελέσεις απ’ τον στρατό καθενός που ήταν «ύποπτος εχθρός της «ειρήνης»» (έφηβοι, διανοητικά ανάπηροι, τοξικομανείς ή αυτόχθονες, γύρω στα δύο με τρεις χιλιάδες άτομα δολοφονήθηκαν έτσι…). Οι έμποροι των ναρκωτικών, όπως ξέρουμε, είναι ικανοί για όλα,έχουν άλλωστε και την οικονομική δύναμη.
Στον αντίποδα, ιδρύεται η Επιτροπή για Δικαιοσύνη και Ειρήνη (ΜΚΟ μάλλον επικριτική για την εξουσία), που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των χωρικών και των κοινοτήτων ενάντια στους έμπορους (και καλλιεργητές ναρκωτικών), χωρίς να καταφεύγει στη βία.
Αυτό είναι το πολιτικοκοινωνικό κουβάρι στην Κολομβία του 2019, την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας. Όμως, ο Καρίλ Φερέ, μπορεί σε όλα του τα βιβλία να επιλέγει ως ιστορικό υπόβαθρο κοινωνίες που βρίσκονται σε έντονη κρίση, αλλά δεν κάνει Ιστορία. Οι ήρωές του διαγράφονται ως ολοκληρωμένες προσωπικότητες, εξελίσσονται στη διάρκεια του βιβλίου, ωριμάζουν, συγκρούονται, ανακαλύπτουν τον εαυτό τους. Διεγείρει δηλαδή παράλληλα, το ενδιαφέρον του αναγνώστη να κατανοήσει ιστορικοπολιτικές συνθήκες πολύ ιδιαίτερες και μάλιστα στον σύγχρονο κόσμο (που επηρεάζουν σίγουρα και τη δική μας κοινωνία), αλλά και το ψυχογραφικό ενδιαφέρον, εφόσον ανατέμνει τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων που εμπλέκονται μέσα σε τόσο ακραίες καταστάσεις.
Πατέρας και δυο γιοι
Σαούλ. Λαουτάρο. Άνχελ.
Είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές, πατέρας (Σαούλ) και οι δυο γιοι, που ο καθένας έχει πάρει τον δικό του δρόμο μέσα σ’ αυτόν τον πολιτικό κυκεώνα. Πρόκειται, όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο, για μια οικογενειακή τραγωδία, που φέρνει ουσιαστικά σε αντιπαράθεση τα δύο αδέρφια, ενώ ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα, ο άνθρωπος-κλειδί που ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τη μοίρα τους αλλά και κρατά κλειδωμένα τα μεγαλύτερα μυστικά, είναι ο πανίσχυρος πατέρας, ο Σαούλ Μπαγκαδέρ.
Ο Σαούλ είναι επικεφαλής της Γενικής Εισαγγελίας, προΐσταται στο σώμα Fiscalia General de la Nacion (ανεξάρτητο δικαστικό σώμα της Κολομβίας για την εφαρμογή του νέου Συντάγματος της χώρας και την εφαρμογή των συμφωνιών ειρήνης), κι είναι ενταγμένος στο κόμμα «U» του Ουρίμπε[6], με τον οποίο τελειοποίησαν το «Σχέδιο Κολομβία». Ο μεγάλος γιος, ο Λαουτάρο, πρώην παραστρατιωτικός, διορίστηκε αρχηγός του Εγκληματολογικού τμήματος της αστυνομίας στην Μπογκοτά, κι έχει στενή επαφή με τον Γενικό εισαγγελέα-πατέρα του εκτελώντας τις εντολές του. Αναφέρεται στα media άλλοτε ως βάρβαρος (είχε φήμη εγκληματία στον στρατό) και άλλοτε ως ήρωας, εφόσον ένα από τα μεγάλα του επιτεύγματα όταν ήταν ακόμα στις ειδικές δυνάμεις του στρατού, ήταν η «εξουδετέρωση» του Λίνο, του δεύτερου στην ιεραρχία αρχηγού των FARC και στην εξάλειψη του Μετώπου 26, στο Ναρίνιο. Κι έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό γιατί ο αδερφός του, ο μικρότερος γιος ο Άνχελ, ως πρώην μέλος των FARC είναι εξαφανισμένoς 20 χρόνια, κι όλοι πιστεύουν ότι ήταν θύμα των μεγάλων εκκαθαρίσεων που έκανε τότε ο στρατός στους αντάρτες. Γρήγορα όμως μαθαίνει ο αναγνώστης ότι ο Άνχελ επέζησε μέσα από πολύ σκληρή κράτηση, ως μέλος της FARC. Έζησε μια κόλαση στο Ναρίνιο, όπου για 8 χρόνια ο αξιωματικός «Ελ Ντιάμπλο» που ηγούνταν του στρατοπέδου, υπέβαλλε σε τρομερά μαρτύρια τους κρατούμενους (ήταν ο πιο βάναυσος ανάμεσά τους/τα βασανιστήρια μαζί του είχαν άλλο πρόσωπο). Ο Άνχελ «Κάτσο» Μπαγκαδέρ είναι ο τελευταίος επιζών του Μετώπου 26, αλλά τώρα πια, μετά από σκληρές συνθήκες κράτησης (δικαιούνταν ειδικής μεταχείρισης, ένα πρωτόκολλο που το επινόησε κάποιο αρρωστημένο μυαλό), ζει ελεύθερος χάρη στο σχέδιο Κολομβία, απομονωμένος, με απόλυτη μυστικότητα και με καινούργια ταυτότητα: ονομάζεται Ορλάντο Μερσέρ. Βρίσκεται σε κέντρο εκπαίδευσης, όπου η συντονίστριά του, Φλόρα Ιμπόνιες, είναι υπεύθυνη για να τον βοηθήσει να αφομοιώσει τους κοινωνικούς κώδικες των συνανθρώπων του.
Αναμφίβολα ο πιο συμπαθής είναι ο Άνχελ/Ορλάντο Μερσέρ. Πήγε στο Πανεπιστήμιο Νάτσο, γνωστό για τις αριστερές του ιδέες, ήθελε να γίνει καθηγητής, έπαιζε μουσική, αγαπούσε το θέατρο και την τέχνη… θεωρούνταν το «ευαίσθητο πνεύμα» μέσα σ’ έναν κόσμο λύκων, μέσα σε μια οικογένεια αριβιστών όπου πίστευαν ότι οι FARC ήταν «διασωθέντες ενός τριτοκοσμικισμού που θεωρούσαν ότι είναι αντιστασιακό κίνημα κατά του νεοφιλελεύθερου ουριμπιστικού φασισμού, σύμφωνα με τη γλώσσα τους». Είναι άλλωστε και ο λιγότερο εμπαθής και βίαιος, αν και βέβαια και ως αγωνιστής-μέλος των FARC, αλλά και ως Ορλάντο Μερσέρ, -όντας σε άμυνα- άσκησε κι αυτός βία.
Ο συγγραφέας, με πολλή τέχνη ενσωματώνει στον κύριο κορμό της αφήγησης στοιχεία από το παρελθόν, τη ζωή δηλαδή ουσιαστικά του Λαουτάρο και του Άνχελ από την παιδική ακόμα ηλικία, πώς έφτασαν εκεί που έφτασαν, δηλαδή όχι μόνο να υποστηρίζουν με πάθος αντίπαλες δυνάμεις, αλλά να μισιούνται, να μην έχουν καθόλου επαφή καθώς ο καθένας έχει τραυματικές αναμνήσεις από το παρελθόν. Μαθαίνουμε επίσης αποσπασματικά ότι ο Άνχελ έχει μια κόρη, τη Λουσία, που είναι τώρα 15 χρονών κι έχει εξαφανιστεί κι αυτή, ενώ με τον Σαούλ μένει κι ένας εγγονός του, ο Ντάμιαν, ένα εικοσάχρονο παλληκαράκι χαμένο κι αλλοπρόσαλλο, που δεν είναι ξεκάθαρο ποιανού γιος είναι.
Μια σιωπή διέσχισε τη νύχτα
Στο αφηγηματικό «σήμερα» βρισκόμαστε στα 2019, και ενώ ο Ορλάντο Μερσέρ (Άνχελ) είναι «εξαφανισμένος», οι ήρωές μας βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα νέο κύμα αποτρόπαιων δολοφονιών, που απηχούν τις φρικαλεότητες της εποχής της «La violencia» (1948-1953). Η τυφλή βία, συνηθισμένη στην καθημερινότητα της Κολομβίας, δίνει τη θέση της σε μια μεθοδευμένη σειρά από δολοφονίες περίπου 40 γυναικών σε τακτά διαστήματα (η βία ήταν σκληρό ναρκωτικό), των οποίων τα κατακρεουργημένα σώματα στέλνουν μηνύματα πανικού στον εισαγγελέα Σαούλ (προσπάθειες ειρήνευσης, πολιτικά οφέλη), στον αρχιαστυνόμο Λαουτάρο (έχει αναλάβει την υπόθεση με πολιτικά οφέλη βέβαια) αλλά και στον Άνχελ, ο οποίος ανησυχεί για την τύχη της κόρης του. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για μια συμμορία με πολύ χρήμα (π.χ. κάποιο πανίσχυρο καρτέλ κόκας), αλλά όπως είπαμε παραπάνω, υπάρχουν διάφοροι ύποπτοι.
Δύο άξονες ενδιαφέροντος λοιπόν προσελκύουν τον αναγνώστη καθώς ξεδιπλώνεται η συναρπαστική, από κάθε άποψη, αφήγηση: το οικονομικοπολιτικό θρίλερ που κρύβεται πίσω από τις κτηνώδεις δολοφονίες σε καιρό «ειρήνης», δηλαδή η διαλεύκανση της διαπλοκής κυκλωμάτων ναρκωτικών και πορνείας από τη μια, κι από την άλλη το οικογενειακό μυστήριο (ψυχολογικού ενδιαφέροντος) που κρύβεται πίσω από τις μυστηριώδεις συνθήκες και ανύπαρκτες -έως προβληματικές- σχέσεις των τριών κεντρικών ηρώων.
Η πλοκή είναι θυελλώδης, όπως άλλωστε όλα τα βιβλία του συγγραφέα, με πολλές ανατροπές, αγωνία και ανείπωτη φρίκη. Στην υπόθεση εμπλέκονται ενεργά κι άλλοι δυο χαρακτήρες: είναι η Ντιάνα, δημοσιογράφος, η οποία γνώρισε τον Λαουτάρο μέσω της πλατφόρμα γνωριμιών Tinder, μαγνητίστηκε από την αντιφατική προσωπικότητά του (δεν ήξερε αν ήταν ήρωας ή κάθαρμα) και με την επαγγελματική ιδιότητά της διερευνά την ιστορία του, αποκαλύπτοντας σιγά σιγά (καθώς ο συγγραφέας αποκαλύπτει και σε μας) τα κομμάτια ενός πολυποίκιλου παζλ. Ο άλλος χαρακτήρας είναι η Φλόρα, η εκπαιδεύτρια του Άνχελ, η οποία ερωτεύεται τον Άνχελ, ή μάλλον καλύτερα τον Ορλάντο Μερσέρ, κι όταν εκείνος εξαφανίζεται πάλι με μυστηριώδη τρόπο (βασικά τον συναντά μετά από τόσα χρόνια ο μισητός αδερφός του, αλλά τον ωθεί σε μια δύσκολη αποστολή που θα τον φέρει κοντά στη Λουσία), έχει κι εκείνη κίνητρο να κυνηγήσει την υπόθεση.
Οι δύο γυναίκες, με ισχυρό το κίνητρο του έρωτα, μοιραία θα συναντηθούν και θα αποκαλύψουν ότι ο Ορλάντο είναι ο Άνχελ, επομένως οι δύο άντρες είναι αδέρφια, οι γιοι του εισαγγελέα. Όμως αυτήν την εποχή, ο Άνχελ έχει εισχωρήσει πολύ βαθιά μέσα στο κύκλωμα των καρτέλ, σταλμένος από τον αινιγματικό αδερφό του, με τον οποίο είχε μια αιφνιδιαστική συνάντηση. Ο Άνχελ, αν και σιχαίνεται τον Λαουτάρο (σιχαινόταν το χιούμορ του, το ψεύτικο χαμόγελό του, το ρόλο του αθώου, το κουστούμι του των χιλίων δολαρίων) αναλαμβάνει τη δύσκολη αποστολή να εντοπίσει τους «δολοφόνους του Ναρίνιο», κι ο Άνχελ δέχεται σκεπτόμενος ότι είναι ένας τρόπος να σώσει τη Λουσία (με στέλνεις στο Ναρίνιο γiα να ξαναβρώ την κόρη μου ή για να με βγάλουν απ’ τη μέση;). Η αποστολή αυτή τον ρίχνει σ’ένα νέο κύμα απίστευτων περιπετειών απ’ όπου σώθηκε από θαύμα. Έχει όμως μπροστά του ακόμα πολύ δρόμο…
Οι τέσσερις -ουσιαστικά- ήρωες συγκλίνουν όλο και περισσότερο στην αποκάλυψη του κυκλώματος που είναι υπεύθυνο για τα τρομακτικά αυτά εγκλήματα. Δεν είναι όμως σκόπιμο να αποκαλυφθεί σ’ αυτήν την ανάρτηση η λύση του μυστηρίου. Αυτό που αξίζει να ειπωθεί είναι ότι δίνεται στον αναγνώστη η ευκαιρία να γνωρίσει μια από τις πιο κακόφημες και επικίνδυνες περιοχές του κόσμου, τη γειτονιά Μπρονξ στην Μπογκοτά, όπου κατέφυγαν φύρδην μίγδην (με άναρχη δόμηση) και στοιβάχτηκαν έξι εκατομμύρια άνθρωποι, για να αποφύγουν τις σφαγές της Λα Βιολένσια. Το λαθρεμπόριο, η βία και οι μαφιόζικες συμμορίες εξουσιάζουν με τις κλοπές, την πορνεία, τις δολοφονίες, τις απαγωγές (αυτό που συνέβαινε εδώ δεν το χωρούσε ανθρώπινος νους).
Τέλος, με πολύ έντεχνο τρόπο δίνεται η λύση όλων αυτών των ερωτηματικών και των οικογενειακών μυστικών στα οποία περιμένει ο αναγνώστης απάντηση (π.χ. ποιος πρόδωσε ποιον, τι απέγινε η Λουσία, τι απέγινε ο εγγονός, ποια τα όρια της εξουσίας του πατέρα τους δηλαδή του Σαούλ κλπ). Εκτός από την αγωνία που κορυφώνεται στις εκατό τελευταίες σελίδες, εκτός δηλαδή από το ανθρωποκυνηγητό των δολοφόνων, που ζητά κάθαρση και δικαίωση, ξεκαθαρίζουν και οι προσωπικές σχέσεις του ψυχολογικού τριγώνου, του πατέρα και των δύο γιων, που αναδεικνύονται και οι δυο σε τραγικές φιγούρες-θύματα των απίστευτων συγκυριών, και που πλήρωσαν με πολύ υψηλό κόστος τις τραγικές ιστορικές συνθήκες που επικράτησαν στη χώρα τους.
[3] https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/O-5-2000-0124_EL.html?redirect
[4] Η ένοπλη επαναστατική ομάδα FARC (όπως και η EP) ιδρύθηκε το 1964, σταμάτησε την ένοπλη δράση το 2016 κι ένα χρόνο αργότερα ανακηρύχτηκε νόμιμο κόμμα. Ωστόσο δεν συμφώνησαν όλοι σ’ αυτήν την πολιτική ειρήνης και κάποια μέλη συνέχισαν τον ένοπλο αγώνα. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%88%CE%BD%CE%BF%CF%80%CE%BB%CE%B5%CF%82_%CE%94%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CE%9A%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BC%CE%B2%CE%AF%CE%B1%CF%82
[5] https://www.naftemporiki.gr/kosmos/1359384/o-varonos-tis-symmorias-tou-kolpou-diatassei-apo-ti-fylaki-stamatiste-tis-dolofonies-astynomikon/
[6] Ο Άλβαρο Ουρίμπε Βέλες (ισπανικά: Álvaro Uribe Vélez, 4 Ιουλίου 1952 - ) ήταν πρόεδρος της Κολομβίας από το 2002 μέχρι τις 7 Αυγούστου 2010. Ο Ουρίμπε προώθησε μια συνταγματική αναθεώρηση ώστε να μπορέσει να είναι υποψήφιος για μια δεύτερη θητεία.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%BF_%CE%9F%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%BC%CF%80%CE%B5