Τετάρτη, Νοεμβρίου 06, 2024

Μαθήματα, Ίαν Μακ Γιούαν

     Ο συναρπαστικός συγγραφέας που γνωρίσαμε στην «Εξιλέωση», στην «Έμμονη αγάπη» , στην «Επιχείρηση ζάχαρη», στο «Νόμος περί τέκνων» (και σε άλλα έργα βέβαια, αλλά προσωπικά μου άρεσαν πιο πολύ τα παραπάνω), με χαρακτηριστικά την -σχεδόν- πάντα επίκαιρη, πρωτότυπη και ανατρεπτική πλοκή και την διεισδυτική ψυχογραφική του γραφή, επανήλθε δυναμικά με το πιο πρόσφατο βιβλίο του (2022) που μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2023. Θα συμφωνήσω δηλαδή με τον Γιάννη Καλογερόπουλο[1] στο ότι για μένα υπήρξε μια περίοδος που δεν με ενθουσίαζαν τα -καλογραμμένα πάντα- έργα (όπως π.χ. το Άμστερνταμ), γι’ αυτό ήταν έκπληξη που το καινούργιο βιβλίο του Γιούαν δεν μπορούσα να το αφήσω απ’ τα χέρια μου. Δεν με κούρασε, παρά μόνο λίγο στην αρχή, και δεν ήταν καθόλου προβλέψιμο, μέχρι τέλους. Φυσικά, δεν είναι αυτά ούτε επαρκή, ούτε αναγκαία κριτήρια για την αξία ενός μυθιστορήματος! Ούτε ότι… είναι πολύ συμπαθής ο κεντρικός ήρωας (που μπορεί να ακούγεται ρηχό/επιφανειακό/παιδικό), όμως είναι κριτήρια για την απόλαυση του κειμένου, που στο κάτω κάτω είναι ζητούμενο!
     Ο κεντρικός ήρωας λοιπόν, ο Ρόλαντ Μπέινς, στο αφηγηματικό σήμερα είναι 37 χρονών, με ρευστή επαγγελματική απασχόληση (γράφει ποιήματα, είναι μουσικός, είναι δημοσιογράφος, είναι άνεργος), και εγκαταλελειμμένος από την γυναίκα του, τη γερμανοαγγλίδα Αλίσσα, η οποία εξαφανίστηκε ξεκόβοντάς του κάθε δρόμο επικοινωνίας, αφήνοντάς τον με μωρό της αγκαλιάς, τον Λόρενς. Η Αλίσσα, έχοντας και η ίδια πολλά προβλήματα με τη δική της οικογένεια -που τα μαθαίνουμε εν καιρώ- δεν αφήνει κανένα ίχνος πίσω της και δεν αναζητά ποτέ την οικογένειά της. Γνωρίζουμε σχεδόν από την αρχή ότι θέλει να αφοσιωθεί στην συγγραφή, και καθώς περνούν οι δεκαετίες καταφέρνει όντως να γίνει μία από τις πιο καταξιωμένες και δημοφιλείς συγγραφείς της χώρας. Ο παρατημένος σύξυλος σύζυγος -που αρχικά θεωρήθηκε και ύποπτος για την εξαφάνιση της συζύγου του-, αντιδρά μάλλον παθητικά, δηλαδή αποδέχεται την δύσκολη αυτή κατάσταση με σπάνια ωριμότητα και καρτερία (έχει μόλις μια βδομάδα που έφυγε. Φτάνει πια η αδυναμία! Ήταν πολυτέλεια σ’ αυτή τη φάση, όταν πάνω απ’ όλα χρειαζόταν στιβαρότητα ο Ρόλαντ/είχε την εντύπωση ότι τα πάντα γύρω του επέβαλλαν την παρουσία τους, λες και τον είχαν κατεβάσει από ένα λησμονημένο μέρος σε τούτη τη συνθήκη, σε μια ζωή που του είχε παραχωρήσει κάποιος άλλος, σ’ ένα σπίτι που μόλις είχε αδειάσει από τον προηγούμενο ένοικό του, το σπίτι που δεν ήθελε να αγοράσει και δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά. Το παιδί στην αγκαλιά του που ποτέ δεν περίμενε ούτε χρειαζόταν να το αγαπά τόσο).
     Ένας πρώτος άξονας μυστηρίου λοιπόν διατρέχει τη ζωή του Ρόλαντ στο «σήμερα» (θα εμφανιστεί ποτέ η απαράδεκτη, άπονη, εγωκεντρική γυναίκα του; Θα αναζητήσει τον γιο της; Θα την αναζητήσει εκείνος; Πώς θα δικαιολογήσει η ίδια η Αλίσσα αυτήν την απολύτως έκρυθμη και πρωτάκουστη δοκιμασία στην οποία υπέβαλε τον άντρα της αλλά κυρίως το μωρό της αγκαλιάς; Και κυρίως, αξίζει μπροστά στην καλλιτεχνική καριέρα να θυσιάζεις ανθρώπινες ζωές, και να δοκιμάζεις τις αντοχές κα τα συναισθήματα ανθρώπων που υποτίθεται ότι αγαπάς;).
     Καθώς ο αναγνώστης περιμένει απαντήσεις σ’ αυτά τα καυτά ερωτήματα, ο συγγραφέας με πολλά φλας μπακ και με λεπτομερείς αλλά καίριες/χαρακτηριστικές σκηνές-επεισόδια, μας παρουσιάζει καλύτερα τον ήρωά του. Πρόκειται για το ψυχογραφικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που φαίνεται συνηθισμένος αλλά εντέλει οι επιλογές του αποδεικνύουν μάλλον το αντίθετο, καθώς κάποια ασυνήθιστα περιστατικά τον φέρνουν μπροστά σε όρια όπου πρέπει να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Η αφήγηση γίνεται όχι στο εξομολογητικό και εύκολο για έκφραση βαθιών συναισθημάτων α΄ενικό, που προσωπικά το προτιμώ, αλλά από τον παντογνώστη αφηγητή, στο πιο αποστασιοποιημένο γ΄ενικό. Παρόλ’ αυτά, η μαστοριά του συγγραφέα είναι τέτοια, που δε αφήνει κενά στην ενδόμυχη παρουσίαση του ψυχικού κόσμου του ήρωα.
     Το νεφέλωμα ήταν ένα αποδεκτό χαρακτηριστικό της ζωής
     Ο Ρόλαντ Μπέινς γεννήθηκε το 1949 έχοντας ήδη δύο μεγαλύτερα ετεροθαλή αδέρφια αλλά ο ίδιος με τους δύο γονείς του, ακολουθώντας τον επίλαρχο πατέρα του μεγάλωσε μέχρι τα δέκα του χρόνια στη Λιβύη -όπου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο παρέμεινε βρετανικό απόσπασμα στη χώρα- αλλάζοντας πέντε-έξι δημοτικά σχολεία (επί έξι χρόνια η οικογένεια Μπέινς ζούσε σε μια σκοτεινή ρωγμή της ιστορίας). Όταν ο Ρόλαντ έκλεισε τα 11 χρόνια του, τελειώνοντας δηλαδή το δημοτικό, έπρεπε να σταλεί σε οικοτροφείο στην Αγγλία, προκειμένου και να ξεκολλήσει από τα φουστάνια της μητέρα του, κατά τον επίλαρχο (είναι χαρακτηριστικό του Γιούαν ότι μέσα από τα μυθιστορήματά του αναδεικνύεται ένα μέρος της κουλτούρας και της ιστορίας των βρετανών), αλλά και να πάρει τη μόρφωση που και οι δυο του γονείς είχαν στερηθεί. Είναι επίσης η εποχή που ο αραβικός εθνικισμός έχει φουντώσει και οι βρετανικές οικογένειες στην Β. Αφρική δεν ήσαν πια ασφαλείς.
     Ήδη ο δεύτερος άξονας μυστηρίου σχετικά με τον βίο του Ρόλαντ έχει τεθεί: γιατί η Σούζαν και ο Χένρυ (τα ετεροθαλή αδέρφια, πολλά χρόνια μεγαλύτερα) δεν είχαν μεγαλώσει με τη μητέρα τους; δεν έθετε αυτά τα ερωτήματα, δεν τα σκεφτόταν καν. Ήταν συστατικά στοιχεία του νεφελώματος που σκιάζει τις οικογενειακές σχέσεις. Αυτό το νεφέλωμα ήταν ένα αποδεκτό χαρακτηριστικό της ζωής), και θα έλεγα ότι το αποδεκτό αυτό νεφέλωμα (σημειωτέον ότι ο κόσμος ποτέ δεν έπρεπε να μάθει ότι τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια είχαν άλλον πατέρα) παγιώνεται στον χαρακτήρα του Ρόλαντ καθώς ενηλικιώνεται (το να μη μιλάει γι’ αυτό φαινόταν σωστό και λογικό).
     Η προσαρμογή του μικρού αγοριού στον πειθαρχημένο κόσμο του οικοτροφείου (στις κοινωνίες της δύσης) είναι ένα συνηθισμένο θέμα στα μυθιστορήματα και πάντα γοητευτικό. Ο Ρόλαντ κερδίζει τους καινούργιους του φίλους με το ταλέντο του στις βραδινές αφηγήσεις, όταν μέσα στο σκοτάδι τα αγόρια έλεγαν ιστορίες με φαντάσματα και περιπέτειες. Ίσως τότε διαμορφώθηκε και η κλίση του στην έκφραση μέσω της γλώσσας, κάτι που οδήγησε στα ατέλειωτα σημειωματάρια/ημερολόγια της ενήλικης ζωής του. Άλλωστε, αποδείχτηκε και μεγάλο ταλέντο στο πιάνο, κι αυτό ήταν μοιραίο για όλη την πορεία της ζωής του… όχι όμως με τον τρόπο που θα μπορούσε κανείς να προβλέψει. Και δω παρεμβαίνει η επινοητική ικανότητα του συγγραφέα.
     Η ενηλικίωση του Ρόλαντ ξέφυγε από τα συνηθισμένα όρια όταν στα 11 του χρόνια -όταν δηλαδή μετακόμισε στην Αγγλία-, παρακολουθώντας μαθήματα πιάνου με την μόλις 22χρονη Μίριαμ Κορνέλ, γεννήθηκε ένας πρωτοφανής δεσμός, ανάμεσα στο αδέξιο αλλά ταλαντούχο αγοράκι και την αισθησιακή γυναίκα. Δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι εξαρχής ερωτική αυτή η σχέση αλλά τέθηκαν εξαρχής ολοφάνερα τα σημάδια της αισθαντικής εξουσίας που ασκούσε η δασκάλα απέναντι στον Ρόλαντ (νόμιζα ότι είπες ότι δεν είσαι μωρό/τα χέρια σου είναι αηδιαστικά βρώμικα/μας λείπει η μαμάκα/κοίτα τα χάλια σου). Μια σχέση που εξελίχθηκε κάποια στιγμή, μετά από ένα διάστημα απουσίας τριών χρόνων, σε θυελλώδη ερωτική, ενώ η χειριστική Μίριαμ συνεχίζει με τον τρόπο της να απαιτεί και να ταπεινώνει τον αναστατωμένο έφηβο. Τον ταράζει, τον καθοδηγεί, τον διατάζει κι εκείνος ενδίδει σ’ ένα πάθος απρόσκλητο (παρότι τον τρόμαζε, την εμπιστευόταν και ήταν έτοιμος να κάνει ό, τι του ζητούσε/όλος ο χρόνος που είχε περάσει νοερά μαζί της και, πιο πριν, όλα τα μαθήματα πιάνου που τόσο τον πτοούσαν ήταν μια πρόβα γι’ αυτό που επρόκειτο να συμβεί).
     Είναι ο μεγάλος άξονας του βίου του Ρόλαντ, ή μάλλον ο πρώτος χρονικά (ο δεύτερος που μαθαίνουμε εμείς) και φυσικά ο πιο καθοριστικός για τη διαμόρφωσή του. Γιατί η Μίριαμ, πέραν του ότι βρισκόταν a priori σε θέση εξουσίας λόγω ηλικίας κι επαγγέλματος, δεν ανεχόταν ούτε διαφωνία ούτε ανυπακοή. Ο Ρόλαντ έχει να διαλέξει ανάμεσα στην απέραντη ηδονή και στην ψυχολογική πίεση να συμφωνεί σε όλα με τη Μίριαμ. Προφανώς όμως ένα έξυπνο αγόρι, παρόλη την καλή του πρόθεση, δεν μπορεί να ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τα βίτσια μιας γυναίκας, ας ήταν και θεά. Μια κάποια ρωγμή, μια άλφα ρήξη είναι περισσότερο από πιθανή. Η αντίρρησή του στον τρόπο με τον οποίο η Μίριαμ έπαιξε το “Round midnight” (ήθελε να καταστρέψει το κομμάτι και τα κατάφερε) αλλά κυρίως το ότι τόλμησε να της ασκήσει κριτική (το έγκλημά του ήταν ότι της είχε πει ότι δεν το είχε παίξει με τον σωστό τρόπο) την κάνει έξαλλη. Την οδηγεί στην απόρριψη όλης συλλήβδην της τζαζ από μέρους της και γίνεται αφορμή για νέα απομάκρυνση, χωρίς συγκρούσεις και τριβές. Όταν ξαναβρέθηκαν μέσα σ ένα τρελό, πιο ώριμο πάθος πια (τον είχε δεχτεί και πάλι, τον αγαπούσε. Είχε αναστατωθεί και είχε θυμώσει, αλλά της είχε περάσει. Αν για κείνη το ζήτημα θεωρείτο λήξαν, το ίδιο ίσχυε και γι’ αυτόν. Ήταν πολύ μικρός για να κατανοήσει την έννοια της κτητικότητας), ο 16χρονος Ρόλαντ βρέθηκε επί μέρες παγιδευμένος, φυλακισμένος σχεδόν στο σπίτι της, και η μονομερής απόφασή της να παντρευτούν ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
     Χώρισαν γιατί ο Ρόλαντ δεν άντεξε· ωστόσο, όπως του είπε χρόνια αργότερα η Αλίσσα η γυναίκα του, η Μίριαμ τού «άλλαξε την καλωδίωση του εγκεφάλου του». Η ζημιά εκδηλωνόταν με πλάγιους τρόπους, έγινε μονόχνωτος και μοναχικός, και σε αντίθεση με τα ήθη της εποχής «το όνειρό του ήταν μια ανυπόφορη μονογαμία, απόλυτα αμοιβαία αφοσίωση, σταθερή δέσμευση στην κοινή αναζήτηση της σεξουαλικής και συναισθηματικής κορύφωσης». Πέρασαν πολλά πολλά χρόνια για να συνειδητοποιήσει ο Ρόλαντ ότι η συμπεριφορά της Μίριαμ ήταν «αχρεία, κατάπτυστη». Και ακόμα περισσότερα, όταν πια λόγω ηλικίας κάνει επισκόπηση όλης του της ζωής, για να συνειδητοποιήσει σφαιρικά την -θετική και αρνητική- σημασία αυτής της ολοκληρωτικής/ανήθικης/καταστροφικής αφοσίωσης στο άλλο πρόσωπο. Σ’ αυτήν όμως τη φάση της ωριμότητας αναφερθώ παρακάτω.
     Δεν είναι τυχαίο που ο Γιούαν βάζει τον ήρωά του να γίνεται «θύμα» δύο γυναικών, ακραίων βέβαια. Ό, τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε να κάνει άντρας προς γυναίκα, εδώ αντιστρέφεται: γυναίκα είναι αυτή που «βιάζει» το ανήλικο αγόρι, γυναίκα (και όχι άντρας) εγκαταλείπει σύζυγο και μωρό της αγκαλιάς. Και στην δεύτερη περίπτωση δεν πρόκειται για απλό χωρισμό, γιατί η Αλίσσα και δεν θα γυρέψει ποτέ την οικογένειά της, και κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται για πολλά πολλά χρόνια, μέχρι που γίνεται δημοφιλής με το συγγραφικό της έργο.
     Τα ερωτήματα και οι μισοτελειωμένες λοιπόν υποθέσεις συσσωρεύονται για τον ήρωα (και τον αναγνώστη). Η πορεία της ζωής του Ρόλαντ γίνεται πολύ τεθλασμένη. Μόνο να πούμε ότι μετά την περίοδο κρίσης με την Μίριαμ εγκαταλείπει το σχολείο. Δεν τελείωσε καν τις μουσικές του σπουδές, στις οποίες ήταν μεγάλο ταλέντο αλλά άρχισε να εργάζεται περιστασιακά εδώ και κει, ως δημοσιογράφος με άρθρα σε εφημερίδες, κυρίως όμως ως μουσικός σε μπαρ, ξενοδοχεία κλπ (παράτησα νωρίς το σχολείο κι έκανα τις πιο ετερόκλητες δουλειές. Δεν έχω ρίζες. Στην οικογένειά μας δεν υπήρχαν πεποιθήσεις, δεν υπήρχαν αρχές, δεν υπήρχαν ιδέες που τις εκτιμούσαμε και τις σεβόμασταν. Γιατί ο πατέρας μου δεν είχε τίποτα τέτοιο. Στρατιωτικές ασκήσεις και διαταγές, κανονισμοί αντί για ηθικές αξίες). Παρακολουθούμε από κοντά, με φλας μπακ αλλά και με συνειρμικές συνδέσεις άπειρα μικρά και μεγάλα περιστατικά που φωτίζουν όχι μόνο την προσωπικότητα του Ρόλαντ, αλλά και των υπόλοιπων ηρώων.
     Φυσικά βλέπουμε τη γνωριμία και τη σχέση με την Αλίσσα που οδηγεί σε γάμο, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον έχει η εγκιβωτισμένη ιστορία της μητέρας της Αλίσσα, μιας πολύ δυναμικής γερμανίδας που είχε διασυνδέσεις με το «Λευκό ρόδο»[2] στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αμέσως μετά την εκτέλεση των έξι βασικών μελών της. Η Τζέιν ετοίμαζε να γράψει άρθρο γι’ αυτήν την αντιστασιακή ομάδα, ενώ αποκαλύπτεται ότι κρατούσε μυστικό ημερολόγιο με την περιπετειώδη, τυχοδιωκτική της νιότη. Αντίστοιχα, ο πατέρας της Αλίσσα, ο Χάινριχ («δυναμικός άνθρωπος με παλιοκαιρίσιες αντιλήψεις») ήταν μέλος του «Λευκού Ρόδου» και θαυμαστής του κινήματος «Γαλάζιος Καβαλάρης»[3]. Είχε επομένως «βαριά κληρονομικότητα» η Αλίσσα, έντονη ανταγωνιστικότητα με τη μητέρα και ο συγγραφέας μας δίνει στοιχεία για να δικαιολογήσουμε – ενμέρει- τις επιλογές της.
     Άλλο μεγάλο κεφάλαιο στο οποίο εμπλέκεται συναισθηματικά ο Ρόλαντ είναι η προσέγγιση των φίλων του Φλόριαν και Ρουθ, ανατολικογερμανών, και όλες οι σχετικές αναφορές στο χάσμα μεταξύ Α. Γερμανίας και Δ. Γερμανίας. Παρακολουθούμε την κορύφωση του Ψυχρού πολέμου, αλλά και την πτώση του τείχους μέσα απ’ αυτήν την διαπροσωπική σχέση, που είναι τόσο πολύτιμη για τον Ρόλαντ. Εν γένει, σε όλο το βιβλίο υπάρχει διάχυτο το πολιτικό κλίμα της εποχής, αναφορές στη Θάτσερ, στον Τόνι Μπλερ και την διαψευσμένη ελπίδα που έφερε στο κόμμα του (ο Ρόλαντ είναι μέλος του Εργατικού Κόμματος , σχετικά ενεργός), σε σκάνδαλα (όπως το σκάνδαλο Προφιούμο), στο Τσερνόμπιλ και τον αντίκτυπο στη Βρετανία κλπ. Αναμφιβήτητα, ο Ρόλαντ είναι ένα πολιτικοποιημένο άτομο, με πολλές ευαισθησίες, έχοντας απόλυτη συνείδηση ότι είναι γεννημένος στην τυχερή πλευρά του πλανήτη (το δικό του λευκό κελί -ένα μάθημα πιάνου, μια πρόωρη ερωτική ιστορία, μια χαμένη εκπάιδευση, μια αγνοούμενη σύζυγος- ήταν συγκριτικά, μια πολυτελής σουίτα).

Στην επισκόπηση μιας ζωής δεν ήταν φρόνιμο να παραδέχεται κανείς πάρα πολλές ήττες
«Όταν σκεφτόταν τα πολλά και ποικίλα σφάλματά του
στη διάρκεια της ζωής του,
όταν επιχειρούσε μια μακρά και ενδελεχή αναδρομή,
αισθανόταν ότι του έλειπε αυτή η άμεση,
αυτόματη και γειωμένη αίσθηση του σωστού»
     Καθώς ο ήρωάς μας μεγαλώνει, συμβαίνουν κι άλλα πολύ σημαντικά γεγονότα στη ζωή του, κι από πατέρας γίνεται παππούς και γενικότερα περνά σε μια ηλικία ωρίμανσης και αναστοχασμού, όπου τα τραυματικά γεγονότα παίρνουν διαφορετικό νόημα. Μια αδήριτη ανάγκη τον ωθεί να αναδιευθετεί διαρκώς το παρελθόν, να το ερμηνεύει και να το ανασυντάσσει. Ο σπουδαίος συγγραφέας, παρόλο που δεν χρησιμοποιεί το εξομολογητικό α΄ ενικό, έχει έναν αβίαστο τρόπο γραφής ώστε να συμμεριζόμαστε εμείς οι αναγνώστες τις εσώτερες σκέψεις, και να συμ-πάσχουμε μ’ έναν χαρακτήρα μάλλον καρτερικό και με υψηλή ενσυναίσθηση (π.χ. μας καταπλήσσει το γεγονός ότι εντέλει αναγνωρίζει την μεγάλη αξία των έργων της Αλίσσα και παραδέχεται ότι ίσως ήταν πράγματι αναγκαίο να απομονωθεί η συγγραφέας για να γράψει).
     Είναι το μέρος του βιβλίου που με γοήτευσε περισσότερο απ’ τ’ άλλα. Γιατί ο Ρόλαντ, παρόλο που δεν αντιδρά «δυναμικά» σ’ αυτά που του συμβαίνουν, έχει υψηλή κρίση, μνήμη κι ευαισθησία. Μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης μια παθητικότητα, ωστόσο έχει και θάρρος, το θάρρος να αντικρίσει κατάματα τα τραύματά του και να αναλάβει το δικό του μέρος της ευθύνης. Άλλωστε, είναι δείγμα της ωρίμανσης που φέρνει η ηλικία, να βλέπει κανείς πολλές αναγνώσεις μέσα στο ίδιο έργο (τα σφάλματα διαλύονταν σε ερωτήματα, υποθέσεις ακόμα και οφέλη: ο ολέθριος γάμος έφερε τον Λόρενς, η εγκατάλειψη των μουσικών σπουδών του χάρισε τη τζαζ, κλπ κλπ)
     Αρχικά, καθώς μπαίνει στην τρίτη ηλικία, επιδιώκει να απαντήσει πια στα ερωτήματα τη ζωής του, αρχικά επιδιώκοντας συνάντηση με την Αλίσσα (είχε ήδη προσπαθήσει ο ενήλικος Λόρενς και τον έδιωξε η Αλίσσα), αλλά και με την Μίριαμ, 40 χρόνια μετά από το τρελό εκείνο πάθος.
     Και οι δύο συναντήσεις είναι συγκλονιστικές και λυτρωτικές, όχι με τον τρόπο που μπορεί κανείς να προβλέψει. Η Αλίσσα, πάντα παρούσα μέσω του παιδιού, εφήβου, νεαρού Λόρενς που κάθε τόσο ρωτάει για τη μάνα του, συσσωρεύει βραβεία αλλά η μοναδική συνάντηση, τυχαία, με τον Ρόλαντ όσο είναι ακόμα νέοι αποβαίνει άκαρπη (Μια κοσμοϊστορική στιγμή όφειλε να είναι ηχηρή. Ωστόσο ο Ρόλαντ δεν ήξερε ακόμα τι ήθελε. Να απαιτήσει μια εξήγηση, να ικανοποιήσει την περιέργειά του, να εκτοξεύσει κατηγορίες, να εκθέσει τις πληγές του;). Οι «εξηγήσεις» της σκορπούν στον αναγνώστη κύματα οργής για τον εγωιστικό τους πυρήνα και στον Ρόλαντ νέα σύγχυση (ήταν από καιρό συμφιλιωμένος με τη μονογονεϊκή καθημερινότητά του/ήταν καιρός να ξεπεράσει τούτη την αγανακτισμένη φωνή που ηχούσε αδιάκοπα μέσα στο κεφάλι του).
     Ο Ρόλαντ συνεχίζει παρόλ’ αυτά να παρακολουθεί την καριέρα της πρώην συζύγου του, να διαβάζει εναγωνίως τα μυθιστορήματά της και να ψάχνει ίχνη για να εξηγήσει τη συμπεριφορά της. Χρόνια αργότερα, συμμετέχοντας σε μια ομιλία για τον Ρόμπερτ Λόουελ[4]( γνωστός ποιητής ο οποίος για τις «ανάγκες» της ποίησης υπέκλεψε επιστολές και τηλεφωνήματα της γυναίκας του), άκουσε επιτέλους τις φράσεις που έπρεπε να ακούσει: «Ήταν αδιάφορο αν η σκληρότητα είχε γεννήσει σπουδαία ή απαράδεκτη ποίηση. Μια σκληρή πράξη παρέμενε σκληρή πράξη».
     Ωστόσο, είναι πολύ αργά πια για τον Ρόλαντ να αναζητήσει δικαιοσύνη, ή έστω δικαίωση (είχε περάσει πάρα πολύς καιρός. Ήταν νεκρή υπόθεση. Το τι σκεφτόταν ο ίδιος ή οποιοσδήποτε άλλος δεν είχε καμιά σημασία. Αν είχε γίνει ζημιά, αυτή αφορούσε τον Λόρενς). Παρόλ’ αυτά η ιστορία τους δεν τελειώνει εδώ. Όταν, 60άρης πια, ξανασυναντά την Αλίσσα, μετά από 20 ακόμη χρόνια, εκείνη είναι μεγάλη συγγραφέας, αλλά ανήμπορη και οι διάλογοι άκαιροι, αλλά λυτρωτικοί.
 Η παρόρμηση για εκδίκηση ή δικαιοσύνη έσβησε μέσα μου μόλις συναντηθήκαμε
     Ο ηλικιωμένος Ρόλαντ οργάνωσε την όψιμη συνάντησή του με τη Μίριαμ σκόπιμα, παρόλο που δεν ήταν εύκολο. Παρόλο που είχε το νόμιμο δικαίωμα να την καταγγείλει, οι προθέσεις του ήταν ασαφείς. Οι ανατροπές σ’ αυτό που αντίκρισε σε σχέση μ’ αυτό που περίμενε ήταν μεγάλες, κι ο εκβιασμένος διάλογος ακόμα πιο απελευθερωτικός. Απελευθερωτικός όχι γιατί η Μίριαμ έδωσε κάποιες εξηγήσεις (που τις παραχώρησε με απόλυτη αξιοπρέπεια) αλλά γιατί δόθηκε η δυνατότητα στον Ρόλαντ να δει και τη «σκοτεινή πλευρά της σελήνης», την δική του έστω παιδική πλευρά, αλλά επειδή συνειδητοποιεί ότι στη ζωή του είχε πάρει ένα μεγάλο δώρο:
 …σε κείνη την αντιπαράθεση δεν είχαν τολμήσει να μιλήσουν γι’ αυτό που τους συνέδεσε, για την εμμονική, κατακλυσμιαία, απεριόριστη, επαναλαμβανόμενη χαρά που ήταν επίσης παράνομη, ανήθικη, καταστροφική.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] «Ο ΜακΓιούαν είναι ένας από τους συγγραφείς που έχω κατά νου ως άνισους. Μια πρώτη περίοδος εντυπωσιακή, με βιβλία που μου άρεσαν πολύ (Ξένοι στη Βενετία, Ο τσιμεντόκηπος, Ο αθώος, Μαύρα σκυλιά, Εξιλέωση, Άμστερνταμ, Στην Ακτή), με μια συνέχεια όμως καθόλου αντάξια. Και η περίπτωσή του δεν υπόκειται στην κατηγορία πως ήταν καλά βιβλία αλλά όχι του επιπέδου του, ήταν βιβλία που δεν μου άρεσαν, σίγουρα όχι κακογραμμένα, αλλά όχι του γούστου μου. Όταν κυκλοφόρησαν τα Μαθήματα, το ένστικτό μου ενεργοποιήθηκε, να δεις που αυτό θα είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, ισχυριζόταν. Μου έκανε εντύπωση αυτή η προδιάθεση, πίστευα πως, στον ωκεανό των βιβλίων που θέλω να διαβάσω, τα δικά του δεν ήταν πια μέρη που θα ήθελα να εξερευνήσω, να διαβάσω κάποιο παλιό βιβλίο του ξανά ναι, αλλά ως εκεί. Τόση εντύπωση μου έκανε η προδιάθεση αυτή που σχεδόν αμέσως το έπιασα στα χέρια μου, ήθελα να διαβάσω κάποιο πολυσέλιδο, χορταστικό μυθιστόρημα και από τα τόσα αδιάβαστα τράβηξα αυτό από τη στοίβα. Άβυσσος η ψυχή του αναγνώστη, διόλου υπάκουη στη λογική, συχνά παρορμητική και υποταγμένη σε μεγάλο βαθμό στο ένστικτο». (https://no14me.blogspot.com/2023/09/mathimata-ian-mcewan.html).


[2] Το Λευκό Ρόδο ήταν αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στη ναζιστική Γερμανία από τον Ιούνιο του 1942 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943. Στο διάστημα αυτό, τα μέλη της, που ήταν κυρίως φοιτητές, τύπωσαν σε χιλιάδες αντίτυπα και έριξαν στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου έξι φυλλάδια, με τα οποία προσπάθησαν να αφυπνίσουν τον γερμανικό λαό και να τον ξεσηκώσουν κατά του ναζιστικού καθεστώτος (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B5%CF%85%CE%BA%CF%8C_%CE%A1%CF%8C%CE%B4%CE%BF).
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F_%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CE%B6%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%81%CE%B7%CF%82
[4] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CF%8C%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CF%84_%CE%9B%CF%8C%CE%BF%CF%85%CE%B5%CE%BB%CE%BB

Δεν υπάρχουν σχόλια: