Σάββατο, Οκτωβρίου 14, 2023

Η εγγονή, Bernhard Schlink

Τι θα έκανα αν την επόμενη μέρα
έπρεπε να παρατήσω την παλιά μου ζωή
και να αρχίσω μια καινούρια;

    Ένα ακόμη αριστούργημα μάς χάρισε ο αγαπημένος συγγραφέας, γνωστός περισσότερο από το πολυμεταφρασμένο «Διαβάζοντας στη Χάννα» που μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο («Τα σφραγισμένα χείλη»). Ο Μπέρναρντ Σλινκ, όπως και σε προηγούμενα βιβλία του, βάζει κι εδώ βαθιά το μαχαίρι στις πληγές της μεταπολεμικής Γερμανίας, αντικρίζοντας κατάματα τα εγκλήματα, τα τραύματα, τις υπερβολές και τις μετατραυματικές αντιδράσεις των επόμενων γενεών: στο «Διαβάζοντας στη Χάννα», ο έφηβος ήρωας ερωτεύεται μια αναλφάβητη γυναίκα που αποδεικνύεται εγκληματίας πολέμου· στο βιβλίο «Ο γυρισμός» ο ήρωας γοητεύεται από αφηγήσεις της προηγούμενης γενιάς, και θέτει καυτά ιδεολογικά ηθικά ζητήματα σχετικά με τη σχέση του καλού και του κακού· στο «Σαββατοκύριακο»  οι κεντρικοί ήρωες είναι μέλη της Μπάαντερ Μάινχοφ ενώ ο συγγραφέας δίνει με τέχνη όλη την γκάμα των ακροαριστερών ιδεολογιών· στο «ΟΛΓΑ» (τέλη 19ου αι.-αρχές 20ου), ιδεολογικό χάσμα υπάρχει ανάμεσα στην κεντρική ηρωίδα και τον αγαπημένο της που είναι συνεπαρμένος από το «γερμανικό όνειρο» της εποχής εκείνης, καθώς και με τον γιο της που προσχωρεί στον ναζισμό.
     Στο παρόν λοιπόν βιβλίο «Η εγγονή» (γράφτηκε το 2021) που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα πρόσφατα, ο συγγραφέας καταπιάνεται μ’ ένα επίσης πολύ λεπτό και τολμηρό ιστορικό θέμα, αγγίζοντας περισσότερο τη σύγχρονη πραγματικότητα, εφόσον αναφέρεται κυρίως στην τρίτη πια γενιά μετά τα εγκλήματα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, για τα οποία ένα ολόκληρο έθνος ενοχοποιείται συλλήβδην. Αυτό που απασχολεί βαθιά τον Σλινκ εδώ, είναι ο απόηχος του χωρισμού του Γερμανικού Κράτους σε δύο κράτη, την Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας και την Δυτική Γερμανία -από το 1949 μέχρι την επανένωση, το 1990. Η δεύτερη γενιά στη ΛΔΕ έχει μεγαλώσει με τελείως διαφορετικές αρχές και στόχους, και παρόλο που ο δυτικός κόσμος δεν θέλει να το παραδεχτεί, έχει γαλουχήσει αντίστοιχα τα παιδιά της με ιδανικά που φαίνονται ξένα και απρόσιτα αλλά προάγουν την αξία της συλλογικότητας. Δεν είναι τυχαίο όμως ότι από την πρώην ΛΔΕ ξεπηδούν και οι περισσότερες σύγχρονες νεοναζιστικές οργανώσεις…
     Παράλληλα, η ευφυής πλοκή που επινοεί ο συγγραφέας δίνει κι άλλες ψυχογραφικές διαστάσεις: τη δύναμη της αγάπης, τη δύναμη της τέχνης, τη σχέση της τρίτης γενιάς με την νεότερη γενιά, το συλλογικό όνειρο που προάγει την κοινότητα αλλά χειραγωγεί τα μέλη και κυοφορεί τη νεοναζιστική ιδεολογία, με όλη την τρομοκρατία -σε όλες της τις εκφάνσεις- που τις περισσότερες φορές συνεπάγεται αυτό.
     Όλα αυτά τα στοιχεία λοιπόν χτίζονται αριστουργηματικά σ΄ένα μυθιστόρημα του οποίου η υπόθεση είναι πολύ δελεαστική: ο 70χρονος ήρωας Κάσπαρ Βέτνερ, βιβλιοπώλης από την Δυτική Γερμανία, χάνει την ανατολικογερμανίδα γυναίκα του Μπίργκιτ από ατύχημα που προκάλεσε το ποτό και οι καταχρήσεις. Το μυστήριο που καλύπτει την προσωπικότητα της Μπίργκιτ, βασανίζει τον Κάσπαρ ακόμη και μετά τον θάνατό της, γιατί εξακολουθεί να νιώθει ερωτευμένος και γιατί την αγαπά βαθιά και ουσιαστικά, παρόλο τον αλκοολισμό, την κατάθλιψη, τις τάσεις φυγής και εσωστρέφειας που είχε (βυθισμένος στη θλίψη που του προκαλούσε πάντα και παντού η απουσία της Μπίργκιτ, θαρρείς και ήταν πάντα και παντού δίπλα του, ξεχνούσε πόσο συχνά και πόσο μακριά έφευγε εκείνη). Ψάχνοντας τα ποιήματά της και το μυθιστόρημα που εκείνη ήθελε να εκδώσει εν αγνοία του (στην αγάπη και στη θλίψη του είχε τρυπώσει ένα μικρό παράπονο/μιλούσε για τα γραπτά της μ’ έναν άγνωστο –κι όχι μ’ εκείνον;), τα γράμματά της, τις σημειώσεις της από το βιβλίο που δεν έγραψε ποτέ, ανακαλύπτει στοιχεία άγνωστα και καθοριστικά για κείνην από το παρελθόν της στην Ανατολική Γερμανία (όταν την ρώτησε ο εκδότης για το μυθιστόρημά της, του είπε πως αναφερόταν στη ζωή ως απόδραση. Στη δική της ζωή ως απόδραση, σε όλες τις ζωές ως απόδραση).
     Γιατί όπως θα φανεί και από το σύντομο φλας μπακ όπου μας περιγράφει ο συγγραφέας πώς γνωρίστηκαν οι δυο νέοι, αλλά και από την εγκιβωτισμένη αφήγηση της Μπίργκιτ που κρατούσε κρυφά στον υπολογιστή της, η ζωή της Μπίργκιτ ήταν όντως απόδραση: η Μπίργκιτ όταν γνώρισε και αγάπησε τον Κάσπαρ στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο στις 17 Μαΐου του 1964, την ημέρα της Πεντηκοστής όπου συναντήθηκαν νέοι και από το Δυτικό και από το Ανατολικό Βερολίνο, ήταν ήδη έγκυος από τον Λέο Βάιζε, γραμματέα της επαρχιακής διοίκησης, υπεύθυνο των φοιτητικών οργανώσεων και… παντρεμένο. Η Μπίργκιτ θέλει να ξεφορτωθεί το παιδί, και κυρίως δεν θέλει να το δώσει στον Βάιζε, ο οποίος αξιώνει να το πάρει και να το μεγαλώσει με τη νόμιμη γυναίκα του. Στο διάστημα που ο Κάσπαρ περιμένει τα χαρτιά για να περάσει –παράνομα φυσικά- η Μπίργκιτ τα σύνορα, η Μπίργκιτ γεννά, παραδίδει το παιδί σε μια παιδική της φίλη -την συνετή και ηθική Πάουλα-, παρακαλώντας την να το δώσει σε ίδρυμα, και αναχωρεί για τη Δύση (Είμαι χαρούμενη που δεν έμεινα. Είμαι χαρούμενη που δεν έφυγα. Δεν θέλω καμιά από αυτές τις ζωές που δεν έζησα).
        Κάσπαρ και Μπίργκιτ, Δύση και Ανατολή
     Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να απολαύσει τη μεγάλη δεξιοτεχνία του Σλινκ στην ψυχογράφηση των πρωταγωνιστών, αρχικά του Κάσπαρ και της Μπίργκιτ, δύο ανθρώπων που έζησαν σε μοναδικές συγκυρίες. Αρχικά, παρακολουθούμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα του πράου και υπομονετικού Κάσπαρ, που αισθάνεται βέβαια εκ των υστέρων -μαζί με την αγάπη και το πένθος- κύματα θυμού για την Μπίργκιτ, εφόσον του έκρυψε ουσιαστικές πλευρές της ζωής της. Ωστόσο ο βαθύτερος πόθος του είναι να αποκαλύψει, να κατανοήσει, να βοηθήσει.
     Ο Κάσπαρ από νέος ακόμα έχει το όραμα της Ενωμένης Γερμανίας, και εντοπίζει από τότε χωρίς προκαταλήψεις τις διαφορές στην κουλτούρα, στα ήθη, στις αξίες. Ήδη ως φοιτητής ασχολείται με την αντίθεση Ανατολής –Δύσης, επισκέπτεται το Πανεπιστήμιο Χούμπολντ στην Ανατολική Γερμανία με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να φοιτήσει εκεί για ένα εξάμηνο! Στην γιορτή π.χ. της Πεντηκοστής όπου γνώρισε την Μπίργκιτ, παρατηρεί πόσο πιο απλά είναι ντυμένοι οι Ανατολικοί, αλλά και πόσο έντονη είναι η –λεκτική- αντιπαράθεση Ανατολής Δύσης στις ομιλίες των πανηγυρισμών. Ο έρωτας τον χτυπάει… κατακέφαλα όταν την είδε και την ξαναείδε γεμάτη ζωντάνια, λαμπερή, ετοιμόλογη, και, αντίθετα από τους άλλους, καθόλου προκατειλημμένη ιδεολογικά και με ζωηρή διάθεση για αντιπαράθεση.
     Τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο του Κάσπαρ τον παρακολουθούμε βήμα βήμα σε όλο το βιβλίο. Έχουμε όμως την ευκαιρία να ψηλαφήσουμε και τα έντονα συναισθήματα της Μπίργκιτ, μια και στα πολυπληθή και ποικίλα σημειώματα που άφησε πίσω της, ο διακριτικός Κάσπαρ δεν άντεξε να μην τα «ξεκλειδώσει». Με πολλή επιφύλαξη, και υπό το κράτος της θλίψης ο Κάσπαρ απάντησε θετικά στο ηθικό δίλημμα αν έχει δικαίωμα να παραβιάσει τα γραπτά της: παρομοιάζει τον εαυτό του με τον Ορφέα, ο οποίος πρέπει να μην κοιτάξει πίσω την Ευρυδίκη να δει αν τον ακολουθεί, ώστε να μην την χάσει: ο Κάσπαρ ήξερε ότι, αποσπώντας από την Μπίργκιτ το μυστικό του κειμένου, ήταν σαν να γύριζε το κεφάλι του προς τα πίσω για να τη δει. Όσα και να μάθαινε από την ανάγνωση, όσο καλά και να γνώριζε την Μπίργκιτ, εκείνη θα ξεγλιστρούσε ολοένα και πιο μακριά.
     Το άλλο πρωί μάζεψε τα φύλλα. Το βράδυ είχε χάσει την Ευρυδίκη. Αυτό δεν είχε πια σημασία.
     Το κείμενο της Μπίργκιτ τιτλοφορείται «Ένας αυστηρός θεός». Εκεί καταγράφει κάθε μύχια σκέψη, κάθε κυματισμό στην πολυτάραχη ζωή της, μια και δεν ήταν μικρό το ρίσκο να γεννήσει κρυφά απ’ όλους, να εγκαταλείψει το παιδί και να διακινδυνεύσει την έξοδο από την χώρα. Μαθαίνουμε για την ζωή της μέχρι τότε, τις σκέψεις της για το καθεστώς (η ΛΔΕ δεν θα γίνει ποτέ η χώρα που ονειρευτήκαμε. Δεν υπάρχει πια (…). Η εξορία δεν έχει τελειωμό. Η χώρα και το όνειρο έχουν ανεπανόρθωτα απωλεσθεί). Μιλά για τον τρόπο ζωής της, για την οικογένειά της, τα συναισθήματα προς τον Βάιζε που μετατράπηκαν σε απέχθεια, και φυσικά για την κόρη της! Τέλος, αισθάνεται ότι «τους πρόδωσε όλους» (πώς ξεφεύγεις από τους άλλους; Με το να έχεις αποφασίσει πώς θα ζήσεις τη δική σου ζωή/δεν ήθελα να περιμένω, ήθελα να ζήσω). Ωστόσο, τα χρόνια που έζησε στην Δύση δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από το βάρος της εγκατάλειψης της κόρης (βρήκε μια φωτογραφία που την κρατά σαν φυλαχτό), η διάθεσή της είναι πάντα αμφίσημη, κάνει μάταιες προσπάθειες να δραπετεύσει από τον εαυτό της (διάφορα επαγγέλματα, ταξίδι στην Ινδία, διαλογισμός) κάτω από την σκέπη της αποδοχής του Κάσπαρ, και βέβαια γίνεται αλκοολικιά. Τέλος, τελειώνοντας το μισοτελειωμένο βιβλίο της, μιλά και για τα συναισθήματά της απέναντι στον Κάσπαρ με σπαραχτικό τρόπο, αφήνοντάς του μια πολύτιμη (και πάλι αμφίσημη, βέβαια) παρακαταθήκη:
     Αχ, Κάσπαρ (…). Όταν κάποιες φορές με κουβαλάς και με ξαπλώνεις στο κρεβάτι, σε βλέπω, κι εγώ ξυπνάω χωρίς να σ’αφήσω να το προσέξεις. Ύστερα κάθεσαι στο σκαμπό, έχεις το βλέμμα στραμμένο σε μένα, αλλά ονειρεύεσαι. Ονειρεύεσαι τα παιδιά που δεν αποκτήσαμε, τη σύντροφο που δεν υπήρξα για σένα, τη γυναίκα που θα ήμουν αν δεν έπινα; Ή ονειρεύεσαι τη νεαρή γυναίκα που ερωτεύτηκες; Εξακολουθείς να με αγαπάς, το ξέρω. Είναι η μεγάλη παρηγοριά της ζωής μου: ό, τι δεν έχω υπάρξει στη ζωή μου, ό, τι δεν έχω υπάρξει για σένα –μου αρκεί ότι μέχρι τώρα εσύ με αγαπάς.
      Ζίγκρουν
Υπάρχει μόνο μία αλήθεια.
Δεν ανήκει σε μένα, δεν ανήκει σ΄εσένα,
απλώς υπάρχει.
Όπως ο ήλιος και η σελήνη.
     Υπάρχει επομένως μια κόρη στην Ανατολική Γερμανία, ενήλικας πια, την οποία η Μπίργκιτ, στα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει, ήθελε να συναντήσει διακαώς ενώ παράλληλα δίσταζε, κι αυτή η αμφίρροπη ψυχική διάθεση την διέλυε. Όταν την βρίσκει με τα πολλά ο Κάσπαρ (παρακολουθούμε με αγωνία τα βήματά του στις συναντήσεις του με την Πάουλα, με τον Βάιζε και την γυναίκα του, στην ενωμένη πια Γερμανία), ανακαλύπτει ότι η κόρη (Σβένια) είχε ένα πολύ ζοφερό παρελθόν: είχε κάνει την επανάστασή της απέναντι στην οικογένεια του Βάιζε με αποτέλεσμα να περάσει από πολύ σκληρά αναμορφωτήρια (το Τοργκάου ήταν το σκληρότερο «ειδικό ίδρυμα» της ΛΔΕ), ναρκωτικά, ρατσιστικές επιθέσεις, ομάδες σκίνχεντ (προκαλούσε επεισόδια, έπινε, έδερνε, έσπαγε τα μπουκάλια στον δρόμο, ενοχλούσε τους πελάτες/γιατί παρέμενα στους σκίνχεντ; Για να καταστρέψω, να καταστρέψω επιτέλους ό, τι με κατέστρεφε) ώσπου η ηρωίνη την έριξε στον άντρα της τον Μπιορν, ο οποίος εμφανίστηκε ως προστάτης της στην πλευρά των φανατικών εθνικιστών (το σχέδιο ήταν στο τέλος να ιδρύσουν ένα εθνικιστικό χωριό).
     Ωστόσο, όπως ανακαλύπτει ο κατάπληκτος Κάσπαρ, υπάρχει ΚΑΙ μια εγγονή! Η Ζίγκρουν είναι ένα δεκατετράχρονο κορίτσι που ρουφάει τη ζωή, γεμάτο ενέργεια και περιέργεια για όλα, με τρομερό ζήλο και πάθος να υπηρετήσει τις αρχές με τις οποίες έχει μεγαλώσει. Ο Κάσπαρ συναντά την οικογένεια της Σβένιας (της κόρης), συστήνεται ως παππούς («αυτός ο άντρας είναι ο παππούς μου;»), και γίνεται αποδεκτός παρόλη την δυτική του κουλτούρα από μια οικογένεια που τηρεί και προασπίζεται τις αξίες της ανατολικής Γερμανίας χάρη στην κληρονομιά που δικαιούται η Ζίγκρουν. Ένα είδος συμφωνίας τού επιτρέπει να βλέπει κάποιες βδομάδες τον χρόνο την «εγγονή» του εξ αγχιστείας, φιλοξενώντας την στον δικό του χώρο.
     Απ’ αυτό το σημείο και μετά αρχίζει το «κέντημα». Ο Σλινκ χτίζει αριστουργηματικά την σχέση των δύο αλλόφερτων κόσμων, αλλόφερτων όχι βέβαια μόνο λόγω διαφοράς ηλικίας, αλλά και διαφοράς κουλτούρας. Ο ενθουσιασμός και η αγάπη για ζωή, η δίψα για μάθηση και γνώση της Ζίγκρουν κουμπώνει με τον ήπιο, στοργικό και καρτερικό χαρακτήρα του Κάσπαρ, που αντιμετωπίζει με παιδαγωγική μαεστρία τις εθνικιστικές έως νεοναζιστικές εξάρσεις της μικρής, την καχυποψία της μάνας της και την υπεροψία του επίσης εθνικιστή πατέρα. Ωστόσο, οι δύο ετερόκλητοι κόσμοι καταφέρνουν να συγκλίνουν –είναι η δύναμη της αγάπης; Ίσως αυτές οι δυο ηλικίες, παρόλη την χρονική διαφορά, έχουν τις προδιαγραφές μιας βαθιάς επικοινωνίας. Η ουσία είναι ότι η εμφάνιση της Ζίγκρουν στη ζωή του Κάσπαρ δίνει νόημα στην καθημερινότητά του: προβληματίζεται πώς να ετοιμάσει τον προσωπικό της χώρο, ψάχνει βιβλία που να την ενδιαφέρουν, μουσικά έργα, ρεσιτάλ κλασικής μουσικής. Στις εβδομάδες που ταξιδεύουν μαζί, πηγαίνουν περιπάτους, ακούνε μουσική, κουβεντιάζουν για βιβλία και όχι μόνο, μέχρι που ο παππούς της συστήνει δάσκαλο πιάνου, όταν αντιλαμβάνεται την αγάπη και το ταλέντο που κρύβει μέσα της η Ζίγκρουν.
     Το πάθος της να επισκεφτεί τον τάφο της Ίρμα Γκρέζε (της «΄Υαινας του Άουσβιτς»)[1], η ανακήρυξη του Ρούντολφ Ες ως ήρωά της, η εμμονή της μόνο με τους Γερμανούς συγγραφείς ή μουσουργούς, η άρνηση των στρατόπεδων συγκέντρωσης και της μαρτυρίας της Άννας Φρανκ ιντριγκάρουν τον Κάσπαρ, τον προβληματίζουν. Ακούει τα εθνικιστικά λόγια του Μπιορν και δεν μπορεί να μην σκεφτεί τον σφαγέα της Πολωνίας Χανς Φρανκ ο οποίος έπαιζε περιπαθώς Σοπέν στο κάστρο του στην Κρακοβία, τον Χίτλερ, ο οποίος αγαπούσε τον σκύλο του (πώς θα ήταν δυνατόν να μην αφαιρούνται, να μην ονειροπολούν, να μη μελαγχολούν και οι ακροδεξιοί, όπως εμείς;).
     Ο τρόπος που ο Κάσπαρ χειρίζεται τις προκλήσεις αυτές είναι αριστουργηματικός. Γιατί βέβαια, όχι μόνο δεν θέλει να χάσει την Μπίργκιτ, αλλά καταλαβαίνει ότι εκείνη βρίσκεται σε μια ηλικία εύπλαστη. Είναι αλήθεια ότι «τυχαίνει» η Ζίγκρουν να είναι ένα προικισμένο παιδί, και από διανοητική αλλά και από συναισθηματική πλευρά, έξυπνη και με ενσυναίσθηση. Είναι τρυφερή και ενθουσιώδης, και με πολύ θετική αύρα. Μεγαλωμένη με τις αξίες της σωματικής ρώμης (εξαιρετική αθλήτρια, με αντοχή, αγάπη για περπάτημα κλπ) της αυτάρκειας (ψωνίζει μόνη της και μαγειρεύει, κάνει τις δουλειές του σπιτιού) και του ζήλου για κοινοτική ζωή. Ο διαχυτικός χαρακτήρας της Ζίγκρουν διευκολύνει την επικοινωνία αλλά ο Κάσπαρ δεν παύει να βασανίζεται από ηθικά διλήμματα τύπου «με ποιο δικαίωμα εισέβαλλε στη ζωή της;/ήθελε να τη σώσει από την ηθική και πνευματική παρακμή»;
     Το εθνικιστικό χωριό που ονειρεύονται οι γονείς της (βασικά ο πατέρας) είναι και δικό της ιδανικό. Ωστόσο, αρχίζει να χαράζει και τον δικό της δρόμο, ξεκόβοντας από την επιρροή των δικών της: θέλει να φύγει απ’το χωριό, να ζήσει στο Βερολίνο και να ενταχτεί στους Αυτόνομους Εθνικιστές (τρομοκράτες), να συναντήσει την ήδη ενταγμένη Ιρμτράουντ, να αγωνιστεί ενεργητικά (αντάρτισσα πόλεων). Η ιδεολογική σύγκρουση με τον Κάσπαρ αρχίζει και σκληραίνει όταν αρχίζουν τα ρατσιστικά παραληρήματα, η άρνηση του Άουσβιτς, η επιθυμία να επισκεφτεί το αποτρόπαιο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρικ[2]. Ωστόσο, η συναισθηματική προσέγγιση μέσα από τους περιπάτους, την μουσική (στην αρχή αποδέχεται μόνο τους Γερμανούς μουσουργούς) λειαίνει κάπως τις αντιθέσεις. Αναλώνονται σε διαλόγους, της εξηγεί την προσωπικότητα της γιαγιάς της, της Μπίργκιτ, της δείχνει έργα μη Γερμανών καλλιτεχνών.
     Ο Κάσπαρ έχει βρει τώρα κάποιο νόημα στην θλιμμένη του ζωή. Αθλείται για να μπορεί να συνοδεύσει την Ζίγκρουν, εξασκείται στο σκάκι, μαγειρεύει, ψάχνει τις μουσικές συναυλίες. Επίσης, βλέπει ότι στον «ανατολικό τρόπο ζωής» υπάρχουν πλεονεκτήματα, έχουν συλλογικό πνεύμα, έχουν όραμα για κοινοτική ζωή και όχι εξάρτηση από τον καταναλωτισμό. Συνειδητοποιεί ότι ανήκε μέχρι τώρα στον κόσμο της νεκρής Μπίργκιτ, ενώ η εβδομάδα με την Ζίγκρουν ήταν αληθινή. Ωστόσο, αρχίζει και φτάνει στα όριά του όσο αφορά τον νεοναζισμό: τυπώνει την σωστή εκδοχή του ημερολογίου της Άννας Φρανκ, αντιδρά στο «ψέμα του ολοκαυτώματος», είναι λακωνικός κι αμίλητος όταν η Ζίγκρουν εκθειάζει τις γυναίκες-φύλακες του Ράβενσμπρικ. Η Ζίγκρουν παίζει παιχνίδια εξουσίας ή νιώθει ότι ο παππούς της την αμφισβητεί, εκείνην, τον κόσμο της, τους γονείς της, τις απόψεις τους; Πόσο πρέπει να παρεμβαίνει, έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει;
     Η απάντηση έρχεται κάποιους μήνες αργότερα, από τον Μπιορν και τη Σβένια. Ο Μπιορν ξεσπαθώνει με θυμό και απειλές κατηγορώντας τον, θεωρώντας ότι οι αλλαγές της Ζίγκρουν (διαβάζει ένα βιβλίο που περιγράφει την επανάσταση μιας κοπέλας απέναντι στους ακροδεξιούς γονείς της (για το οποίο ο Κάσπαρ δεν είχε ιδέα) οφείλονται στην επιρροή του Κάσπαρ. Ο Κάσπαρ αηδιάζει με την πρόστυχη συμπεριφορά κι εξαφανίζεται. Αν και πάλι, όταν περνούν τα καυτά συναισθήματα, προσπαθεί να καταλάβει.
     Φυσικά και το βιβλίο δεν τελειώνει εδώ. Υπάρχει ανατροπή, μεγάλη, και για τον Κάσπαρ και για τον αναγνώστη. Δυο χρόνια αργότερα η Ζίγκρουν χτυπά απελπισμένη το κουδούνι του Κάσπαρ. Είναι μπλεγμένη άσχημα σε συμπλοκή με θύτες και θύματα. Τόσο άσχημα, που ο Κάσπαρ αισθάνεται ότι δεν υπάρχει πια περιθώριο ούτε υπομονής, ούτε αναβολής σε ορισμένες απαντήσεις, σε ηθικά διλήμματα που θέτει η ζωή. Ξεδιπλώνει με συγκρατημένη οργή και αποφασιστικότητα την άποψή του για τα τρομοκρατικά χτυπήματα (Δεν αντέχετε να τις τρώτε κι εσείς πότε πότε; Πυροβολείτε κάποιον για να μη φάει ξύλο ο Γκιοργκ; Τι κακομαθημένα, αδύναμα, αξιοθρήνητα άτομα που είστε! Θέλετε να ξανακάνετε μεγάλη τη Γερμανία; Πλακωθείτε με τους άλλους, τους Αντίφα, παίξτε το ηλίθιο παιχνίδι σας όσο συχνά θέλετε, αλλά τα παιχνίδια έχουν και τα όριά τους), μιλά με αυστηρότητα έξω απ’ τα δόντια.
     Το τελευταίο και ακραίο ηθικό δίλημμα που αντιμετωπίζει η Ζίγκρουν, το αντιμετωπίζει με γενναιότητα, εκπλήσσοντας τον Κάσπαρ, και φυσικά, και τον αναγνώστη, και προκαλώντας υψηλές δονήσεις συγκίνησης όχι μόνο με τις ανατρεπτικές αποφάσεις που πήρε όπως η γιαγιά της η Μπίργκιτ, αλλά με την γεύση που αφήνει η ορμή της νιότης, ότι κάποιες φορές πρέπει να δραπετεύεις…
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] https://www.mixanitouxronou.gr/to-panemorfo-teras-i-kopela-pou-vasanize-kai-mastigone-tis-kratoumenes-sta-nazistika-stratopeda-gia-tin-efxaristisi-tis-oi-frikaleotites-tin-ikanopoiousan-seksoualika/

[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CE%AC%CE%B2%CE%B5%CE%BD%CF%83%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BA

Δεν υπάρχουν σχόλια: