Αδύνατο είναι
ο ορισμός ενός γεγονότος μία στιγμή προτού συμβεί.
Όσα μηδενικά κι αν θέλετε να βάλετε,
ούτε η στατιστική ούτε εσείς μπορείτε να αρνηθείτε τις συμπτώσεις.
Υπάρχουν σε πείσμα των μηδενικών.
Ένα μικρό βιβλίο που ισορροπεί ανάμεσα στον ορθό λόγο και στον λυρισμό, στη στεγνή μαθηματική δικανική γλώσσα και τη συναισθηματική εξομολόγηση. Ένα κείμενο-διάλογος, σχεδόν θεατρικός, όπου κάθε φράση αποκτά πολιτική και ηθική διάσταση, και που διακόπτεται από ανεπίδοτες επιστολές στο αγαπημένο πρόσωπο γραμμένες με σπάνια τρυφερότητα και εσωτερικό, ποιητικό ύφος. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας μεσήλικας αγωνιστής του αντιεξουσιαστικού χώρου (δεν κατονομάζονται λεπτομέρειες) που έχει εκτίσει στο παρελθόν πολλά χρόνια φυλάκισης για πολιτικούς λόγους, και σήμερα, περίοδο πολιτικής ηρεμίας, θεωρείται υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος για φόνο. Συγκεκριμένα, στο απόκρημνο βουνό όπου ως φανατικός ορειβάτης και λάτρης της φύσης ανέβαινε τα τελευταία χρόνια, βρέθηκε «συμπτωματικά» την ίδια μέρα σε δύσβατο κι επικίνδυνο μέρος νεκρός ένας άντρας, καθόλου άγνωστος: ήταν ένας παλιός φίλος του και συναγωνιστής του με τον οποίο είχαν διαρραγεί οι σχέσεις, εφόσον ο τελευταίος πρόδωσε τον αγώνα και κατέδωσε πολλούς συντρόφους, μέσα στους οποίους και τον ήρωά μας. Δεν υπάρχει λοιπόν μόνο ακραία, ακατανόητη σύμπτωση, αλλά και ισχυρό κίνητρο.
Θα σας φανεί παράξενο:
όντας σε μειονεκτική θέση, ως κρατούμενος,
πιστεύω ότι απέναντί σας πλεονεκτώ.
Έχω περισσότερες ικανότητες να αντικρούω κατηγορίες
απ’ όσες έχετε εσείς να τις αποδεικνύετε.
Στον διάλογο που διαβάζουμε (χωρίς καθόλου πρόζα) ο δικαστής προβαίνει σε πιεστική ανάκριση, προκειμένου να αναγκάσει τον ήρωα να ομολογήσει. Η περιγραφή των γεγονότων από μεριάς του ανακρινόμενου, δηλαδή η παράθεση των γεγονότων της μέρας του «εγκλήματος» διακόπτεται από ερωτήσεις παγίδες στις οποίες ο ήρωάς μας απαντά με νηφαλιότητα, ετοιμότητα και σταθερότητα. Πέρα από την αφήγηση, που αποκτά σιγά σιγά σπάνια γλαφυρότητα, ο προδομένος αγωνιστής ξεδιπλώνει όχι μόνο έναν αμετανόητο, ανυποχώρητο και σταθερό στις πολιτικές του αξίες άνθρωπο, αλλά και κάποιες εσωτερικές σκέψεις που αποκαλύπτουν σπάνιο χαρακτήρα (καθένας από μας έχει έναν δικό του λόγο που πηγαίνει (στο βουνό). Ο δικός μου είναι να γυρίζω την πλάτη σε όλα, να πάρω αποστάσεις. Αφήνω πίσω μου όλον τον κόσμο. Μετακινούμαι σ’ έναν τόπο κενό και σ’ ένα χρόνο κενό. Βλέπω πώς ήταν ο κόσμος χωρίς εμάς, πώς θα είναι μετά. Ένας τόπος που θα έχει την ανάγκη να τον αφήνουμε στην ησυχία του). Πρόκειται για έναν αγωνιστή που ανήκει σε μια γενιά που έδρασε συλλογικά (γι’ αυτό θεωρώ ασήμαντες τις ατομικότητες, τις προσωπικότητες). Καθώς προχωράει η ανάκριση, ο διάλογος παίρνει φιλοσοφική χροιά. Ο κατηγορούμενος αποδεικνύεται πολύ ευαίσθητος στη χρήση των λέξεων, επαναπροσδιορίζει τους όρους, π.χ. ο νεκρός που τον κατέδωσε δεν είναι «συνεργάτης της δικαιοσύνης» αλλά ξεκάθαρα προδότης (ένα άτομο που καρφώνει τους συντρόφους του για να εξασφαλίσει το πλεονέκτημα να μειωθεί η ποινή του, να ανακτήσει την ελευθερία του, τον χαρακτηρίζω προδότη), η «μετάνοια» ανήκει σε κάτι πολύ προσωπικό και δεν εμπορεύεται τον εαυτό της, κι όταν ο δικαστής τον χαρακτηρίζει «αδιαπραγμάτευτο», απαντά «αδιαπραγμάτευτη ήταν η ποινή που μου επιβλήθηκε –δεν μου χαρίστηκε ούτε μια μέρα. Αρνούμαι τον ορισμό σας, ο οποίος αξιώνει να κρίνει τη γνώμη που έχω για τον πολιτικό μου αγώνα». Διαφωνούν για το τι σημαίνει «εχθρός» και τι «προδότης», τι σημαίνει «θύμα». Το «νεολαιίστικο κίνημα διαμαρτυρίας» -κατά τον δικαστή- ήταν «επαναστατικό κίνημα όχι φοιτητική διαμαρτυρία», ενώ η ισότητα είναι μια πολιτική ιδέα που σημαίνει ισοδυναμία, δηλαδή ίσες ατομικές αξίες. Τα συναισθήματά του προς τους καταδότες δεν είναι περιφρόνηση/μίσος/μνησικακία, αλλά λύπηση (τέτοια άτομα καταλαβαίνουν τον ξεπεσμό τους. Κουβαλούν πάνω τους το βάρος μιας ατίμωσης). Εκείνος, παρά τον εγκλεισμό, δεν νιώθει ίχνος ταπείνωσης, αντίθετα, όπως επαναλαμβάνει πολλές φορές ο δικαστής «εκτίει την ποινή της συμμετοχής του στην οργάνωση». Και η ανάκριση κάποια στιγμή μετατρέπεται σε φιλοσοφική διερεύνηση του κατά πόσο ένα έγκλημα, έστω κι αν έχει διαπραχθεί συλλογικά, παραμένει στο πλαίσιο της προσωπικής ευθύνης. Για τον αγωνιστή μας, εξέχουσα αξία έχει βέβαια η ελευθερία (μπορείτε να μου στερήσετε λίγη από την ελευθερία κινήσεων, όχι όμως την ελευθερία να έχω τις απόψεις μου και τις πεποιθήσεις μου) και η ισότητα, αλλά κυρίως η αδερφοσύνη (είναι το συναίσθημα που συγκρατεί τα νήματα μιας κοινωνίας, ενισχύει την ενότητά της και παράγει την ενέργεια που της είναι απαραίτητη για να πολεμήσει για ελευθερία και ισότητα).
Η διαφορά ηλικίας ανάμεσά τους δίνει το προβάδισμα στον ήρωά μας που ανταπαντά με αυτοπεποίθηση και μ’ έναν αέρα ειρωνείας (το να μαθαίνεις τα γεγονότα μέσα από δικογραφίες είναι σα να μελετάς τα άστρα κοιτάζοντάς τα να καθρεφτίζονται σ΄έναν βάλτο)· στα επιχειρήματα του δικαστή ότι τον συμφέρει να ομολογήσει την ενοχή του, δίνει την απίστευτη απάντηση «να καταδώσω τον εαυτό μου, δηλαδή, πρωτόγνωρη εμπειρία». Καθώς ο κατηγορούμενος αρνείται την παρουσία δικηγόρου υπεράσπισης (που ορίστηκε φυσικά αυτεπάγγελτα), ο δικαστής, φανερά γοητευμένος από την ισχυρή προσωπικότητα που έχει απέναντί του προχωρά σε πιο προσωπικές ερωτήσεις, που ανασκαλεύουν το παρελθόν και προσπαθούν να αλώσουν τον συναισθηματικό κόσμο. Αποκαλύπτεται ότι οι δυο παλιοί σύντροφοι (ο κατηγορούμενος και ο νεκρός) γνωρίζονταν ήδη από τα μαθητικά θρανία (όσο καλά μπορούν να γνωρίζονται όποιοι υποστηρίζουν τις ίδιες ιδέες), και σε κάποιες περιπτώσεις ο απολογούμενος δεν κρύβει τον θαυμασμό που έτρεφε στο παρελθόν για το θύμα. Ο δικαστής διεισδύοντας στην προσωπική του ζωή και στο παρελθόν, με πολύ προσωπικές ερωτήσεις προσπαθεί να σπάσει τον προστατευτικό φλοιό του κατηγορούμενου ελπίζοντας ότι κάποιο μυστικό θα διαρρεύσει, επί ματαίω όμως (υπάρχει σε σας ένα κράμα αποφασιστικότητας και απόγνωσης που για πρώτη φορά συναντάω).
Μαζί σου έμαθα τη λέξη αγάπη
και τις μέρες-πασχαλινά αυγά,
καθεμιά με μια έκπληξη κρυμμένη μέσα της
Οι ενδιάμεσες επιστολές που απευθύνονται στην αγαπημένη γυναίκα, σαν ιντερλούδια μας μεταφέρουν σ’ έναν κόσμο τρυφερό, γεμάτο ποίηση και συναισθήματα, σε αντίθεση με το στεγνό, μαχητικό και αμυντικό χαρακτήρα των διαλόγων (αν και προς το τέλος σπάει το τσόφλι). Όπως και στο βιβλίο «Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια», η μεγάλη διάνοιξη της συνείδησης γίνεται μέσα από την αγάπη στο «πρόσωπο» (σε αντίθεση με τον απρόσωπο χαρακτήρα του συλλογικού αγώνα). Μέσα στο κελί της απομόνωσης, όπως επισημαίνει κι ο ίδιος, έχει την δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τις «αποχρώσεις ανεπανάληπτων στιγμών». Μας μεταφέρει ριπές απ’ αυτές τις στιγμές, μονάκριβες αναμνήσεις που τον κάνουν ακόμα ευτυχισμένο· μιλάει ελεύθερα από καρδιάς, εκμυστηρεύεται ότι το να πηγαίνεις στο βουνό, να το ανεβαίνεις, να φτάνεις στην κορφή του, είναι μια προσπάθεια με τις ευλογίες του ανώφελου, κυρίως όμως της μιλάει για τις αποχρώσεις της αγάπης του, μια κατάσταση που δεν την είχε γνωρίσει προτού τη συναντήσει. Που πάει πέρα από τους καυγάδες, τις συγκρούσεις τα ελαττώματα, ώσπου φτάνει ν’ αγαπήσει ακόμα κι αυτά (είναι όπως στο βουνό, μου αρέσει κάθε έκφρασή του, ακόμα κι η βροχή, που σε μουσκεύει καθώς κινείσαι, δε σου παγώνει το σώμα και δε σε αναγκάζει να προφυλαχτείς κάπου/έτσι αποφάσισα αυτός είναι ο δικός μου ορισμός της λέξης αγάπη: εσύ). Μιλάει στην αγαπημένη του για τον χρόνο του μέσα στην απομόνωση, τις κουβέντες που αντάλλαξε με τον ανακριτή, κι εκφράζει τις ενδόμυχες σκέψεις του και τη φαντασία του που στήνει εικόνες και παιχνίδια μέσα στη μοναξιά του (εδώ μέσα είσαι παντού. Δε σε φανταζόμουν τόσο σταθερή). Κυρίως όμως την ευτυχία του να την σκέπτεται, μια ευτυχία που τον κάνει να μην καταλαβαίνει τους συγκρατούμενούς τους που ζηλεύουν τις γυναίκες τους: ένα σωρό στιγμές ευτυχίας έζησα μαζί σου, δεν μου τις στέρησες ποτέ, αντίθετα σκαρφίστηκες τόσες, που δεν μπορούσα καν να τις φανταστώ.
Εκείνες είναι δικές μου, καταδικές μου, με κανέναν άλλον δεν μπορούν να υπάρξουν ξανά.
Μέσα από την τελευταία επιστολή στη Λαβίνια μαθαίνουμε και ότι η σχέση ανακριτή και ανακρινόμενου ξεπερνάει τα συνήθη όρια κι έχει απροσδόκητη κατάληξη, αντάξια του ήθους του ήρωα και αρκετά αμφίσημη.
Μέσα από την τελευταία επιστολή στη Λαβίνια μαθαίνουμε και ότι η σχέση ανακριτή και ανακρινόμενου ξεπερνάει τα συνήθη όρια κι έχει απροσδόκητη κατάληξη, αντάξια του ήθους του ήρωα και αρκετά αμφίσημη.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου