Σάββατο, Μαρτίου 20, 2021

Κάτι αστραφτερό, Jacqueline Woodson

                                                                                           

Για την ατελείωτη σειρά των προγόνων μου,
όλους εσάς που σκύβατε και λυγίζατε,
σκύβατε και λυγίζατε

     Η νεαρή Τζάκλιν Γούντσον φαίνεται να είναι από τις σημαντικότερες αφροαμερικάνες συγγραφείς, που αναδεικνύει με ευαισθησία και διεισδυτικότητα τις δυσκολίες της ζωής των αφροαμερικανών στη σύγχρονη Αμερική. Μια χώρα, όπου τα δικαιώματα, οι ευκαιρίες και οι ελευθερίες για τους αφροαμερικάνους ακόμα είναι ρευστά, και η κοινωνική στήριξη προβληματική.
     Στο «Κάτι αστραφτερό» (τίτλος για την ελληνική έκδοση, μετά από την συγκατάθεση της συγγραφέα, στη θέση του αμερικάνικου: «Red at the bone») η Γούντσον με αντιστικτικό τρόπο (εναλλαγή στον κεντρικό ήρωα και στα χρονικά επίπεδα, και όχι γραμμική αφήγηση), μας δίνει την ιστορία δυο οικογενειών σε βάθος τριών γενεών, στο Μπρούκλιν των αρχών του 21ου αιώνα. Δυο φτωχικών οικογενειών αφροαμερικάνων που αντιμετωπίζουν την απρόοπτη εγκυμοσύνη της μαθήτριας ακόμη Άιρις με πολύ διαφορετικό τρόπο (αγάπη, αλληλοϋποστήριξη) από το αναμενόμενο στις κοινωνίες των λευκών, ενώ μας εντυπωσιάζει ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει η συγγραφέας την ευαισθησία των ανδρών.
     Με πρώτη ματιά θα νόμιζε κανείς ότι η κεντρική ηρωίδα είναι η Μέλοντι, το 16χρονο κορίτσι που στην πρώτη πρώτη σκηνή του βιβλίου παρουσιάζεται στην τελετή ενηλικίωσής της να κατεβαίνει τα σκαλιά, φορώντας το παραδοσιακό φουστάνι, ενώ όλοι γύρω της, οι φίλοι, η μητέρα, πατέρας, γιαγιά, παππούς αναστοχάζονται τη ζωή της και τη ζωή τους όλα αυτά τα χρόνια. Μάλιστα, η αφήγηση σ’ αυτό το πρώτο πρώτο κεφάλαιο είναι πρωτοπρόσωπη, κάτι που δεν συμβαίνει πάντα στα υπόλοιπα κεφάλαια. Βλέπουμε τεταμένη τη σχέση με την 33χρονη μητέρα, με αφορμή τη μουσική του Πρινς που επέλεξε η Μέλοντι, όμως νιώθει ο αναγνώστης ότι τα αίτια είναι πολύ βαθύτερα (καθώς χορεύουμε, δεν είναι η δεκαεξάχρονη Μέλοντι, δεν είμαι η άλλοτε εξώγαμη κόρη των γονιών μου –είμαι ένα αφήγημα, μια λησμονημένη ιστορία. Που τη θυμήθηκαν).
     Τα μάτια όλων είναι στραμμένα στην πανέμορφη Μέλοντι, που ενηλικιώνεται ξεκινώντας ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της, όπως έκαναν και η μητέρα και η γιαγιά της –φαίνεται ότι αυτή η τελετή, που στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτη, αντίθετα σε κάποιες κοινωνίες είναι πολύ σημαντική. Ωστόσο η αντίστοιχη τελετή για την Άιρις, τη μητέρα, ήταν πολύ διαφορετική, γιατί η Άιρις μόλις είχε ανακαλύψει ότι ήταν έγκυος…
     Η αθέλητη εγκυμοσύνη για ένα 15χρονο κορίτσι, όσο κι ερωτευμένη να είναι με τον σύντροφό της, δημιουργεί μια σειρά από αντιφατικά συναισθήματα και συγκρούσεις. Έτσι, θεωρώ ότι πυρήνας όλης της πλοκής είναι η προσωπικότητα της Άιρις, ενώ βλέπουμε σαν δορυφόρους και τα άλλα σημαντικά πρόσωπα της ιστορίας: τον Όμπρεϊ, τον 16χρονο σύντροφο της Άιρις και πατέρα της Μέλοντι, τον παππού Πο Μπόι και την γιαγιά Σέμπεϊ που ουσιαστικά μεγαλώνουν την Μέλοντι, τη μητέρα του Όμπρεϊ (και άλλη γιαγιά της Μέλοντι) ΚάθιΜαρί, που όμως πεθαίνει γρήγορα. Παρακολουθούμε τις σκέψεις τους, τα συναισθήματά τους καθώς βλέπουν δυο παιδιά που δεν έχουν ακόμα τελειώσει το σχολείο, να γίνονται γονείς.
     Το βιβλίο ξεχειλίζει από συναίσθημα. Γιατί ο κοινωνίες των μαύρων, έχοντας περάσει από απίστευτες συνθήκες και δυσκολίες, έχουν καλλιεργήσει λεπτοφυείς σχέσεις και ισχυρούς δεσμούς, κάτι που το βλέπουμε πολύ έντονα και στον ΤζέιμςΜπάλντουιν. Στο γράψιμο της Γούντσον, που είναι λιτό και περιγραφικό, διαρρέει αυτό το συναίσθημα με λυρικές πινελιές, όπως ξεχειλίζει το νερό από χαραμάδες στο βράχο.
     Στην καρδιά των προβλημάτων είναι η ανεπιθύμητη όχι μόνο κύηση αλλά και μητρότητα. Ήδη, την μέρα της τελετής της Μέλοντι, οι κουβέντες ανάμεσα στην ίδια και την μητέρα της είναι σπαραχτικές. Η παγίδευση της ανώριμης, έφηβης Άιρις σε μια δέσμευση που της στερεί τις σχολικές φίλες αλλά και το όνειρο να σπουδάσει, να ταξιδέψει, να «πετάξει», δικαιολογεί στα μάτια του αναγνώστη τη σκληρότητα απέναντι στην Μέλοντι. Είναι ακόμα παιδί, και βιώνει με τρόμο τη γέννα («φρικιαστική εμπειρία»/πονούσε λες και κάποιος τσαλαπατούσε την πλάτη της με τις μπότες του), τον πόνο στα στήθη που θηλάζουν, ενώ κρατώντας το νεογέννητο διαβάζει Χημεία και Τριγωνομετρία. Θήλασε το παιδί τρία χρόνια γιατί υποτίθεται ότι έπρεπε να νιώθει μαζί του μια βαθιά σύνδεση, κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά δεν ένιωθε τίποτα τέτοιο. Στην πρώτη ευκαιρία παίρνει απολυτήριο (με τη βοήθεια της δυναμικής μητέρας της δεν επανέλαβε την τάξη στο καθολικό σχολείο απ’ όπου την απέβαλαν, αλλά έδωσε κατευθείαν εξετάσεις) και γράφεται σ’ένα μακρινό Πανεπιστήμιο, γυρεύοντας τη χαμένη ελευθερία. Στην ενδυνάμωση και ωρίμανση της Άιρις έπαιξε καθοριστικό ρόλο η μητέρα του Όμπρεϊ, που προσφέρθηκε να τη βοηθήσει στα μαθήματα και ουσιαστικά την έβαλε προ των ευθυνών της.
     Έτσι, η Μέλοντι μεγαλώνει με τη γιαγιά, τον παππού και τον Όμπρεϊ, σ’ ένα στοργικό περιβάλλον απ’ όπου όμως απουσιάζει η Μητέρα (δεν είναι τυχαίο που ως παιδί δεν αποκαλεί την Άιρις «μαμά», αλλά με το όνομά της). Είναι ένα όμορφο, χαρούμενο γεμάτο ζωντάνια κορίτσι, όμως καίγεται από την κρυφή πληγή (ήθελες να με ξεφορτωθείς; /κι ύστερα έπαψες να με θέλεις, έτσι δεν είναι;/βλέπω την πλάτη της να χάνεται στο άνοιγμα της πόρτας/πόσο απόλυτα πεινασμένη ήμουν κάποτε. Γι’ αυτήν. Γι’ αυτήν. Γι’ αυτήν).
     Αυτό που, όπως είπαμε, αποτελεί και πρωτοτυπία του βιβλίου, είναι η ευάλωτη ψυχολογία και ενσυναίσθηση των αντρών, του Όμπρεϊ και του παππού, Πο Μπόι (κι αυτός μιλάει πρωτοπρόσωπα). Αρχικά ο Όμπρεϊ, ο 16χρονος πατέρας, κι αυτός παιδί ακόμα όχι μόνο δεν αποποιείται τις ευθύνες του, αλλά είναι πολύ ερωτευμένος με την Άιρις και πολύ δεμένος με το παιδί (ποτέ του δεν είχε φανταστεί μια τέτοια βαθιά κι ατέλειωτη αγάπη). Η συγγραφέας, ακόμα και στην περιγραφή της πρώτης σεξουαλικής επαφής, εστιάζει στα συναισθήματα του Όμπρεϊ, ίσως καταδεικνύοντας έτσι ότι είναι πιο ερωτευμένος, άρα πιο ευάλωτος και ανασφαλής. Κι εξακολουθεί να νιώθει το ίδιο πάθος και μετά τη γέννα. Γιατί ο Όμπρεϊ «ξέρει» να αγαπά∙ αγαπά τη μητέρα του, αγαπά την Άιρις, και στη συνέχεια λατρεύει την κόρη του. Αντίθετα, η Άιρις, ψάχνει την ταυτότητά της, αποπροσανατολισμένη και ζαλισμένη από τα γεγονότα. Άλλωστε η ίδια ομολογεί, μετά την εξαπάτηση από το πρώτο αγόρι: έμαθα γρήγορα να μην τους αγαπάω, να αγαπάω μόνο την αίσθησή τους μέσα μου, τη γεύση του στόματός τους, το αγκάλιασμά τους. Και τίποτα παραπάνω.
     Ερωτευμένος είναι και ο παππούς Πο Μπόι με την γυναίκα του, και είναι αμοιβαίο (Θεέ μου, θα το αγαπάω το χαμόγελο αυτού του άνδρα μέχρι να πεθάνω), ίσως γι’ αυτό κατανοούν τους δυο νεαρούς. Η συγγραφέας μάς χαρίζει σκηνές μεγάλης και βαθιάς τρυφερότητας των δυο ηλικιωμένων που έζησαν τόσα μαζί και του ενός προς τον άλλον, και προς την Άιρις, προς τον Όμπρεϊ και τη Μέλοντι (ακόμα κι 
οι άντρες κλαίνε, λέει απερίφραστα ο Πο Μπόι).
     Στο υπόβαθρο, η ιστορική μνήμη της Σέιμπι ανατρέχει στη σφαγή της Τάλσα (πόλη της Οκλαχόμα), όπου το 1921 έλαβε χώρα το «χειρότερο ίσως επεισόδιο ρατσιστικής βίας στην ιστορία της Αμερικής», κι όπου η δίχρονη τότε μητέρα της ήταν η μόνη που επέζησε από την τρομερή πυρκαγιά. Η φωτιά, που έβαλαν οι λευκοί με τους δαυλούς και με τη λύσσα τους, έκαναν στάχτη τη ζωή και τα όνειρα των δικών μου, λέει η Σέιμπι. Το μόνο που αντιστέκεται στο μένος των ρατσιστών, είναι οι πλάκες χρυσού, κρυμμένες σε σίγουρο μέρος… Είναι το «κάτι αστραφτερό», κάτω από τις σπασμένες σανίδες, που θα αποκαλύψει η Άιρις, όταν μια νέα ρατσιστική επίθεση στο Μπρόντγουεϊ θα αναβιώσει τα «αποκαΐδια της φωτιάς της Τάλσα».
Νομίζω ότι στο παρακάτω απόσπασμα, λόγια της Σέιμπι, περικλείεται και η ουσία του βιβλίου:

"Κάθε μέρα, από τότε που ήταν μωρό, έλεγα στην Άιρις αυτή την ιστορία. Πώς κατέφτασαν με κακές προθέσεις. Πώς το μόνο που ήθελαν ήταν να μας δουν πεθαμένους. Με τα χρήματά μας να έχουν καεί. Με τα μαγαζιά και τα σχολεία και τις βιβλιοθήκες μας, τα πάντα, να έχουν χαθεί. Και παρόλο που όλα αυτά έγιναν είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν αρχίσω να υπάρχω έστω και σαν σκέψη, τα κουβαλάω ακόμη. Κουβαλάω την απώλεια. Η Άιρις κουβαλάει την απώλεια. Και παρακολουθώντας την εγγονούλα μου να κατεβαίνει εκείνα τα σκαλιά, είμαι πια σίγουρη πως κι αυτή κουβαλάει την απώλεια επίσης.

Μα και οι δυο τους είναι ανάγκη να ξέρουν πως, μέσα στην απώλεια, πρέπει να κουβαλάς και πολλά άλλα πράγματα. Το φευγιό. Τη σωτηρία.

Την επιβίωση".

Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: