Σάββατο, Μαρτίου 13, 2021

Λάθος χώρα, Γκαζμέντ Καπλάνι

        Η αντίθεση χαρακτήρων, πεποιθήσεων, ιδεολογιών, τρόπου ζωής∙ η συνύπαρξη των αντιθέτων, η σύγκρουση ή η διαλεκτική τους σχέση σε μια κοινωνία γεμάτη αντιφάσεις (την Αλβανία της εποχής 1968-1990) είναι ο πυρήνας αυτού του μικρού αριστουργήματος του Αλβανού συγγραφέα, που έζησε εικοσιπέντε χρόνια στην Ελλάδα, δούλεψε ως δημοσιογράφος και συγγραφέας αλλά δεν κατάφερε να πάρει την ελληνική υπηκοότητα που ήθελε. Ταυτόχρονα ταξιδεύουμε σε μια χώρα όπου η κοινωνία δοκιμάστηκε από τη δίνη της Ιστορίας (με γιώτα κεφαλαίο) με τρόπο μοναδικό και προβληματικό.
         Ακόμα και η μικρή φανταστική πόλη όπου διαδραματίζεται η πλοκή, η Τερς, χαρακτηρίζεται από αντιθέσεις. Ο ποταμός Σκάμανδρος («Σηκουάνας» κατ’ ευφημισμόν) χωρίζει την παλιά πόλη -με τους παραδοσιακούς οικισμούς, τις διαφορετικές εκκλησίες (κατεστραμμένες βέβαια από τον κομμουνισμό), τις «παρδαλές» οικογένειες (διαφορετικών θρησκειών)- από την καινούρια πόλη, χτισμένη από Ιταλούς αρχιτέκτονες, με καινούργια ονόματα στους δρόμους , καινούργια κτίρια κλπ. Η Τερς μπορεί να είναι επινόηση του συγγραφέα, αλλά η μικροϊστορία της δηλώνει την μοίρα ενός λαού που βρέθηκε σ’ ένα σταυροδρόμι λαών: «Το Τερς είναι μια πόλη όπου η ιστορία της Ευρώπης σκόνταψε, έπεσε κάτω και έσπασε το σβέρκο της». Από το 1916 Σέρβοι, Έλληνες, Γάλλοι («Αράπηδες» γιατί στο στράτευμά τους είχαν Βορειοαφρικάνους), Ιταλοί/Γερμανοί διεκδικούν κατά καιρούς την κυριαρχία, αφήνοντας το πολιτιστικό τους στίγμα. Τέλος, μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο οι Αλβανοί Παρτιζάνοι μπαίνουν σαν ελευθερωτές (χειρότερα δεν γίνεται, αδέρφια, μόνο καλύτερα μπορεί να γίνει. Τουλάχιστον τούτοι εδώ είναι δικοί μας).
         Ξένος στην ίδια του την πατρίδα, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, Καρλ, επιστρέφει για 15 μέρες στην γενέτειρά του, την Τερς, 27 χρόνια μετά την αυτοεξορία του (δεν πίστευαν ότι θα επέστρεφε σε έξι μήνες. Ούτε εκείνος το πίστευε), για την κηδεία του φανατικά σταλινικού πατέρα του. Εκεί θα συναντήσει και θα φιλοξενηθεί από τον αδερφό του Φρέντερικ, πιστό οπαδό της παράδοσης και λάτρη της φτωχής, κατακρεουργημένης και λεηλατημένης Αλβανίας. Μεταξύ τους όμως στέκεται ένας «αόρατος τοίχος» που έχει υψωθεί από τον αγανακτισμένο για την μοίρα του τόπου του, Καρλ.Η ιστορία του τόπου έχει εμφυσήσει στον Φρέντερικ ένα βαθύ εθνικιστικό πνεύμα (ο εθνικισμός δεν είναι μίσος για τους άλλους, είναι αγάπη για τον εαυτό σου, για τη γλώσσα σου, για το έθνος σου), κι αυτό δημιουργεί αγεφύρωτο χάσμα με τον Καρλ.
 
     Μέσα στις πρώτες πέντε σελίδες έχει ήδη στηθεί η βασική αντίθεση της τραγικής ιστορίας. Και το βασικό σκηνικό: οι δυο τόσο διαφορετικοί γιοι να στέκονται με διαφορετικά συναισθήματα ο καθένας δίπλα στο φέρετρο του Πατέρα, μαυροφορεμένες γυναίκες παραδίπλα, ο καπνός απ’ τα τσιγάρα των αντρών, και μια ατμόσφαιρα που μυρίζει παρελθόν (οι περισσότεροι επισκέπτες σ΄αυτό το δωμάτιο ανήκαν σε άλλη εποχή, την οποία όλοι ονόμαζαν «τον καιρό εκείνο»).
     Στην αφήγηση εναλλάσσεται λοιπόν το «σήμερα» που ξεκινά από τη μέρα της κηδείας με σκηνές από το παρελθόν που δίνουν βάθος σ’ αυτό το σήμερα, ενώ με πλάγια γράμματα και συνήθως στο τέλος των μικρών κεφαλαίων, έχουμε τον εσωτερικό μονόλογο του πιστού στα πατροπαράδοτα, αλλά συναισθηματικού Φρέντερικ. Αγαπά τον μεγάλο του αδερφό και νοσταλγεί τις μέρες της παιδικής ξενοιασιάς.
     Ο Καρλ (όνομα χαρισμένο προς τιμήν του Μαρξ (!)) γεννήθηκε το 1968, στο μεσουράνημα της κυριαρχίας του Εμβέρ Χότζα. Ως παιδί, θυμάται τον εαυτό του να διαβάζει μαζί με τον Φρέντερικ (προς τιμήν του Ένγκελς (!)) αποσπάσματα από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο για να αποσπάσουν τα χειροκροτήματα των γονιών τους (!). Ήταν και η πρώτη αφορμή για την «ανταρσία» που ακολούθησε, απέναντι στο κομμουνιστικό ιδεώδες που προσπαθούσε να επιβάλει ο πατέρας στην καθημερινότητα των αγοριών. Τα δυο αγόρια μαθαίνουν γαλλικά και ρωσικά, ενώ ο ταλαντούχος στις γλώσσες Καρλ μαθαίνει και ιταλικά, ισπανικά, αγγλικά. Με αυτά ως εφόδιο όμως, ο Καρλ γίνεται λαθρέμπορος εικόνων και θραυσμάτων ενός άλλου κόσμου, απαγορευμένου τον οποίο ο πατέρας θεωρούσε επικίνδυνο, εχθρικό, απειλητικό… Η σύγκρουση με τον πατέρα κορυφώνεται με το χαστούκι που έφαγε ο Καρλ (το επεισόδιο της πατρικής βίας θα έμενε κολλημένο στη μνήμη του Καρλ σαν βδέλλα πάνω σε ανθρώπινη σάρκα/ήταν το βλέμμα του φανατικού. Ένα βλέμμα από το οποίο δεν μπορούσες να κρυφτείς ούτε να του ξεφύγεις). Αργότερα θα δούμε ότι το βλέμμα αυτό «του φανατικού» στοιχειώνει την ψυχολογία του Καρλ, ενώ παράλληλα συσσωρεύονται κι άλλοι λόγοι για τους οποίους απορρίπτει την πατρική «εξουσία» («ο γιος του χαφιέ», έγραφαν τα χαρτάκια που κολλούσαν οι συμμαθητές τους στις τσάντες τους»).
     Η αντίθεση ανάμεσα στα δυο αδέρφια δεν αφορά μόνο μόνο την ιδεολογία αλλά και τον τόπο όπου επέλεξαν να ζήσουν: ο Καρλ είχε ζήσει κάτω από διαφορετικούς ουρανούς, είχε μιλήσει και γράψει σε ξένες γλώσσες, είχε ερωτευτεί γυναίκες διαφορετικών εθνικοτήτων. Ο Φρεντερίκ είχε ζήσει στην ίδια κωμόπολη όπου είχε γεννηθεί, στην ίδια πολυκατοικία, στον ίδιο όροφο, στο ίδιο σπίτι, πραγματοποιώντας έτσι το ιδανικό της συνέχισης των γενεών χωρίς χάσμα –πράγμα που σύμφωνα με τον πατέρα χάριζε στον άνθρωπο την ισχυρή ταυτότητα και ευτυχία. Το χάσμα όμως μεταξύ τους έχει και ακόμα πιο βαθιές ρίζες, είναι η διαφορετική στάση απέναντι στον πατέρα, και συνακόλουθα, απέναντι στο κατεστημένο. Ο Καρλ αμφισβητεί (και σ’αυτό έχει στο πλάι τη μητέρα του), ο Φρεντερίκ συμφωνεί, ή, υπακούει. Οι δυο πρώτοι περιφρονούν το καθεστώς («ξενομανείς» κατά τον πατέρα), οι δυο τελευταίοι αυτοαποκαλούνται «πατριώτες».

     Όταν μετά τον θάνατο του Εμβέρ Χότζα το κομμουνιστικό καθεστώς του άρχισε να τρίζει, το 1989 (εκτέλεση Τσαουσέσκου, κατάρρευση υπαρκτού σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ), οι ταραχές στα Τίρανα ανατρέπουν τις υπάρχουσες ισορροπίες και μέσα στην οικογένεια. Άλλωστε η μητέρα έχει αυτοκτονήσει λίγες βδομάδες πριν, ενώ ο Καρλ, φοιτητής Γαλλικής Φιλολογίας στην αντικαθεστωτική Φιλοσοφική Σχολή στα Τίρανα, συμμετέχει μαγεμένος στο γκρέμισμα του αγάλματος του Εμβέρ Χότζα (δεν έχω ξαναδεί ποτέ τους Αλβανούς τόσο τρελαμένους από ευτυχία όσο εκείνη τη στιγμή/η πιο εύθυμη νεκροφόρα που είχε δει η ιστορία της ανθρωπότητας). Είναι εκείνη η «τρελή νύχτα» όπου θα γνωρίσει την πρώτη μεγάλη αγάπη, την Κλώντι, και θα δώσουν υποσχέσεις, αλλά θα χαθεί απ’ τη ζωή του ξαφνικά κι ανεξήγητα. Είναι εκείνη η τρελή νύχτα όπου ο Καρλ θα αποφασίσει ότι δεν θέλει πια να ζει σ’ αυτήν τη χώρα.
     Και ξέρουμε καλά ότι δεν είναι ο μόνος… Όταν πια παίρνει το πτυχίο του, το 1991 (χρονιά που ήδη μεγάλα κύματα Αλβανών έχουν φύγει απ’ τη χώρα σε Ιταλία και Ελλάδα), ο Καρλ φεύγει από την Αλβανία κλασικά με πλαστή βίζα. Σ’ ένα λεωφορείο σιωπηλό, γεμάτο «τυχερούς ανθρώπους», χωρίς να έχουν ιδέα τι τους περιμένει. Στην Αθήνα, στην Ομόνοια, μέσα στο φόβο και την ανέχεια (τον έκλεψαν άλλοι Αλβανοί) είναι έτοιμος να επιστρέψει , όταν του χαμογελάει η τύχη μέσα από την προσφορά μιας γυναίκας, της Κλειώς, να δουλέψει ως μπαξεβάνης στον κήπο της. Μπήκε στη ζωή της ορμητικά (όμορφος, νέος, δυνατός και ευάλωτος ταυτόχρονα, διψασμένος να τρέξει προς το μέλλον, να βρει μια καινούρια πατρίδα, έναν καινούριο εαυτό, μια καινούργια ταυτότητα), ερωτεύτηκαν κι έζησαν μαζί περίπου πέντε χρόνια, έγινε συγγραφέας, ταξίδεψαν. Το μόνιμο άγχος, οι δυο έξεις «άδεια παραμονής». Όμως, όπως επισήμανε η Κλειώ, ο Καρλ έπασχε από τη «νόσο της φυγής»…
     Οι πολιτικοί καυγάδες με την Άννα, την επόμενη σχέση, έχουν ενδιαφέρον γιατί βλέπουμε πώς η διαφορετική οπτική και τα διαφορετικά βιώματα φωτίζουν με άλλον τρόπο κάποια γεγονότα, αλλά είναι και η αιτία του γρήγορου σχετικά, χωρισμού. Όμως τα επιτυχημένα του συγγραφικά έργα και το ταλέντο του στις γλώσσες, προσδίδουν στον Καρλ μεγάλο κύρος και τον κατατάσσουν στην κατηγορία του «επιτυχώς ενταγμένου μετανάστη» («Αχ, δεν μοιάζετε καθόλου με Αλβανό!»).
     Κι όμως, εξακολουθεί να νιώθει ξένος σ΄αυτήν τη χώρα, κι αυτό κορυφώνεται όταν, με μια σχετικά ασήμαντη αφορμή, βλέπει μπροστά του να υψώνεται ξανά το τείχος του φανατικού: είναι η απόφασή του να δημοσιοποιήσει την τραγική ιστορία μιας ηλικιωμένης κυρίας, που τους δικούς της (Αλβανοί μουσουλμάνοι- Τσάμηδες) τους σκότωσαν οι τσέτες του Ζέρβα (1945, τους Εβραίους τους ξεπάστρεψαν οι Γερμανοί, τους Αλβανούς θα τους ξεπαστρέψουμε εμείς). Πρόκειται για «τη σφαγή στην Πάργα»[1]και στα γύρω χωριά. Ο Καρλ στερεώνει μέσα του την ιδεολογία του κοινού φίλου, του Χρίστου Π. που μισεί την ιδέα του έθνους- κράτους (ο εθνικισμός ήταν μια ιδιαίτερη ψυχική ασθένεια που είχε φτάσει σε αυτά τα μέρη από την κρύα και τσιγκούνικη Δύση∙ ήταν η ανίατη αρρώστια της Ευρώπης που χτύπαγε ειδικά τα μικρά έθνη, εκείνα που είχαν βγει από τη μήτρα της ιστορίας με καισαρική τομή και διέθεταν αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα).
     Ο Αλβανός συγγραφέας όμως, που έχαιρε εκτίμησης μέχρι τώρα, με το να βγάλει στο φως την ιστορία με τους τσέτες, άγγιξε ένα από τα εθνικά ταμπού («βρομοαλβανέ», «τομάρι» κλπ) η στροφή του κόσμου είναι 180 μοίρες, με αποκορύφωμα γνώριμο εμετικό παραλήρημα βουλευτή της Χ.Α.
Ο ήρωας, μετά την απόρριψη του αιτήματός του για ελληνική υπηκοότητα (τοalter ego του συγγραφέα;), αποφασίζει να μετεγκατασταθεί πια στην Αμερική, μια χώρα που δεν του αρνήθηκε την αλλαγή ταυτότητας όπως έκανε η γειτονική Ελλάδα. Στη Βοστώνη αρχίζει να τον βασανίζει το ερώτημα «πού θα ήθελε να θαφτεί μετά τον θάνατό του», μια παραλλαγή του ερωτήματος ποια πόλη, ποιον τόπο νιώθει δικό του, νιώθει ως «πατρίδα». Η «βασανιστική σκέψη της μεταθανάτιας κατοικίας» γίνεται εμμονή, είναι ουσιαστικά πρόβλημα ταυτότητας, που για τον Φρεντερίκ είναι εξαρχής λυμένο. Αν και είναι εθνικιστής δεν είναι φανατικός. Το βαθύτερο κίνητρό του είναι η αγάπη και μερικές φορές τα λόγια του φωτίζουν καλύτερα τον Καρλ απ’ ό, τι οι πράξεις του τελευταίου: δεν είμαι σαν τον Καρλ. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν ρίζες/η πατρίδα μου είναι εκεί που είναι οι νεκροί μου. Όσο πιο μακριά τους, τόσο λιγότερη δύναμη, τόσο λιγότερη ζωή, τόσο λιγότερη ταυτότητα/μα πώς μπορεί να αντέξει κανείς το αφόρητο βάρος της μοναξιάς χωρίς να νιώθει πως ανήκει σε κάτι που ξεπερνά τα όρια του ατόμου, κάτι που είναι αιώνιο, που δίνει νόημα στην αναπόφευκτη θνητότητά μας;
     Ωστόσο, η τελευταία «πράξη» του έργου οδηγεί σε πόλωση των αντιθέτων αλλά και σε συναισθηματική λύτρωση τον Καρλ. Ο θάνατος της πανέμορφης Φατμίρα και του μοιχού εραστή της διχάζει του Τερσιανούς που θέλουν να μποϊκοτάρουν την κηδεία μοιχών, ρίχνοντας βέβαια όλο το δηλητήριο στην γυναίκα. Ο Καρλ παίρνει ξεκάθαρη θέση υπέρ της φυσιολογικής ταφής σε αντίθεση με το εκδικητικό πνεύμα των χωριανών, με τους οποίους συντάσσεται ο Φρεντερίκ (εσύ, ο επαναστάτης, εσένα που σε καίει πιο πολύ για μια άγνωστη γυναίκα παρά για την οικογένειά σου. Θα σου πω τι είσαι, Καρλ. Εσύ είσαι ένας μεγαλομανής, ένας αχάριστος, ένας χαμένος, ένας λιποτάκτης!).
    Το χάσμα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο, όμως ο ήρωάς μας συμπαραστέκεται στην οικογένεια της Φατμίρα, μόνο αυτός με τον Πάντι τον τρελό,
αποχαιρετώντας για τελευταία φορά ένα άγνωστο κορίτσι, δίπλα σε ανθρώπους που ήταν σχεδόν άγνωστοι, ο Καρλ έκλαιγε και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.
Χριστίνα Παπαγγελή




[1] Στις 26 Ιουνίου του 1944 ο ΕΔΕΣ μπήκε στην Παραμυθιά έπειτα από σύντομη αντίσταση της τσάμικης πολιτοφυλακής. Γράφει ο Γ.Μαργαρίτης: «Όλες οι μαρτυρίες από οποιαδήποτε πλευρά κι αν προέρχονται συμφωνούν στην έκταση και στη βιαιότητα των θανατώσεων και κακοποιήσεων σε βάρος των μουσουλμάνων κατοίκων. Πολλές εκατοντάδες-ο αριθμός άγνωστος, αλλά ίσως πλησιάζει τα 500 άτομα-θανατώθηκαν με τους πιο μαρτυρικούς τρόπους μέσα και γύρω από την πόλη…..ο ταγματάρχης Κρανιάς, …του ΕΔΕΣ αποφάσισε την τιμωρία των ‘πρωταιτίων’, δηλαδή την εκτέλεση 34 Τσάμηδων που είχαν επιβιώσει της σφαγής… Δεν ήταν η τελευταία φάση…οι εκκαθαρίσεις των μουσουλμανικών χωριών νότια του Καλαμά, έδιωξαν τους περισσότερους κατοίκους τους βόρεια από το ποτάμι…» (https://roides.wordpress.com/2015/05/25/25may15/, https://www.istorikathemata.com/2012/06/mousoulmanoi-tsamides-katoxi.html).

Δεν υπάρχουν σχόλια: