Αφού η όλη υπόθεση δεν είναι παρά ένα κακόγουστο αστείο,
ας παίξει τουλάχιστον ο καθένας μας σωστά τον ρόλο του.
Βαθύ και ανατρεπτικό είναι το
πολυδιάστατο αυτό, μικρό βιβλίο της Βιρτζίνια Γουλφ, παρά τα φαινόμενα: γιατί
σε πρώτο πλάνο βλέπουμε την αστική λονδρέζικη κοινωνία του μεσοπολέμου με
άπειρες λεπτομέρειες, τόσες που στην αρχή τουλάχιστον δημιουργούν σύγχυση στον
αναγνώστη, που μπερδεύεται με τα τόσα ονόματα και τις σχέσεις των ανθρώπων
μεταξύ τους. Άλλωστε, τι ενδιαφέρον μπορεί να έχουν οι έγνοιες και οι σκοτούρες
μιας μεγαλοαστής, συζύγου βουλευτή, που απασχολείται οργανώνοντας δεξιώσεις για
τη βρετανική αριστοκρατία; Η ιδέα και
μόνο δεν μπορεί παρά να προκαλεί αφόρητη πλήξη. Γιατί απ’ τις πρώτες σελίδες
καταλαβαίνουμε ότι το θέμα της «σημερινής» μέρας για την κυρία Νταλογουέη είναι
η βραδινή της δεξίωση. Όλο το έργο διαδραματίζεται απ΄ το πρωί μέχρι το βράδυ
μιας καλοκαιρινής μέρας του 1923, στο Λονδίνο ( τι όμορφο πρωινό! Δροσερό σαν δώρο για τα μικρά παιδιά στην
ακροθαλασσιά).
Όμως ο αναγνώστης ξέρει ότι
πρόκειται για τη μοναδική Βιρτζίνια Γουλφ. Κι ότι δεν έχει σημασία το τι αλλά το πώς∙ όχι μόνο το αντικείμενο του βλέμματος (>περιεχόμενο) αλλά και το βλέμμα το ίδιο. Πάντα ακροβατώντας
ανάμεσα στη ζωική χαρά που αντλεί από κάθε τι όμορφο, μικρό ή μεγάλο, και στην
αναπόφευκτη θλίψη του φευγαλέου, πάντα ακροβατώντας ανάμεσα στη ζωή και στο
θάνατο/φθορά, η Γουλφ δίνει με αριστουργηματικό τρόπο σάρκα και οστά σε ένα
συνηθισμένο εικοσιτετράωρο.
Περιφερόμαστε λοιπόν πρωί
πρωί μαζί της ακολουθώντας το βλέμμα της και τους στοχασμούς της ηρωίδας -και όχι
μόνο- στο Λονδίνο. Ένα Λονδίνο που έχει βγει νικηφόρο μεν απ’ τον Α΄ παγκόσμιο
πόλεμο αλλά με πληγές, τόσο όσο αφορά την αποικιακή δύναμη της Μ. Βρετανίας,
όσο και το ηθικό όσων πολέμησαν ή έχασαν δικούς τους ανθρώπους. Δεν παύει
βέβαια να είναι η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη[1], μεγαλούπολη
μεν της εποχής αλλά που διατηρεί ακόμα την οικειότητα της γειτονιάς, εφόσον η
κα Νταλογουέη αναγνωρίζει και χαιρετά πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους καθώς
κάνει τον περίπατό της από το Γουεστμίνστερ (μόνιμος κάτοικος πια της περιοχής
του Μπάκινχαμ) προς το κέντρο της πόλης. Βλέπουμε να απολαμβάνει τη «στιγμή»,
σ’ όλη της την πληρότητα, παρόλα τα μουγκρητά, την οχλαγωγία, τις μπάντες, τις
παράτες, τους ενοχλητικούς θορύβους. Όχι μόνο τα άλογα και τις ρακέτες του
κρίκετ, τις γηραιές κυρίες με τα σκυλάκια και τα κορίτσια με τις μουσελίνες, τις
λιμνούλες, τις πάπιες, το γρασίδι και τα πάρκα. Ή την υπόγεια αναστάτωση όλων
των Λονδρέζων για να δουν τη βασιλική άμαξα να περνάει, χωρίς να φαίνεται
τίποτα μέσα απ το κουρτινάκι (κάτι τόσο
ανεπαίσθητο και συγκυριακό, που κανένα όργανο μετρήσεως δε θα μπορούσε να
καταγράψει τη δόνηση)! Αλλά και την άλλη όψη της σελήνης.
Γιατί το Λονδίνο δεν είναι
βέβαια μόνο η βιτρίνα του. Μαζί με την υπερευαίσθητη ηρωίδα, ανακαλύπτουμε και
μεις πτυχές ενός Λονδίνου τραυματισμένου, με καβγάδες για το στέμμα (η επιφανειακή αναστάτωση που προκάλεσε το
περαστικό αυτοκίνητο, γρατσούνισε κάτι πολύ βαθιά στις ψυχές), με φτωχολογιά στα βρόμικα πάρκα (κι όλες αυτές τις αλήτισσες τι θα τις κάνουμε; Σκέφτεται ο
Ρίτσαρντ), αλλά κυρίως, με ποικίλους ανθρώπινους τύπους με τους οποίους
σχετίζεται η Κλαρίσα Νταλογουέη, που δεν
είναι βέβαια όλοι αριστοκράτες, και που σκιαγραφούνται με σύντομες,
χαρακτηριστικές πινελιές.
Πρώτα- πρώτα ένα μωσαϊκό
περαστικών, που δεν παίζουν κεντρικό ρόλο στη ζωή και το παρελθόν της Κλαρίσας,
αποτελούν το πολύχρωμο ιμπρεσιονιστικό φόντο: η δεσποινίς Πιμ που πουλάει
λουλούδια, ο Σέπτιμος Γουώρεν Σμιθ που σταματά την κίνηση έχοντας χάσει επαφή
με την πραγματικότητα (με ιστορικό απόπειρας αυτοκτονίας), η Ιταλίδα γυναίκα
του, ο γερο-δικαστής , η γρια Ιρλανδέζα
Μόλλυ Πρατ, η 19χρονη Μαίησι Τζόνσον που ήρθε απ’ το Εδιμβούργο για να βρει
δουλειά, η γριά κα Ντέμπστερ που ταΐζει τους σκίουρους, ο γιο της που πίνει, ο
κακομοιριασμένος κος Μπέντλι (τόσοι τάφοι
καλυμμένοι με σημαίες νκηφόρων μαχών, αλλά, σκέφτηκε, ενάντια σ’ εκείνο το
πανουκλιασμένο πνεύμα που αναζητά με
πάθος την αλήθεια, που εξαιτίας του είμαι κι εγώ έτσι ξεκρέμαστος, χωρίς κανένα
στήριγμα) κ.α. Άνθρωποι, άλλοι
γνωστοί άλλοι άγνωστοι στην Κλαρίσα, που
αντιδρούν με ποικίλους τρόπους στα «συμβάντα» της καθημερινότητας, όπως είναι
το πέρασμα της βασιλικής άμαξας, ή το αεροπλάνο που πρωί πρωί πετά πάνω απ΄ τα
κεφάλια τους σχηματίζοντας τα γράμματα ενός διαφημιστικού προϊόντος!
Όμως τα πρόσωπα που σηματοδοτούν
τη ζωή της Κλαρίσας τα γνωρίζουμε σε μεγαλύτερο βάθος, καθώς η συγγραφική πένα
διεισδύει έντεχνα και χωρίς εκτενείς παρεκβάσεις στο παρελθόν τους. Κι αυτό
γίνεται απρόσκοπτα καθώς η ροή της μέρας συνεχίζεται, απλώς ακολουθούμε τον ρου
της σκέψης των ηρώων (κυρίως βέβαια της πρωταγωνίστριας), που κινείται μεν στο
παρόν, όμως μεταπηδά στο παρελθόν ανακεφαλαιώνοντας κι αναδιευθετώντας κάθε
στιγμή το απόσταγμα της ζωής τους. Ένα πρόχειρο, σχεδόν τυχαίο παράδειγμα: όταν
η Κλαρίσα επιστρέφει σπίτι, η υπηρέτρια Λούσυ την περιμένει για να της
αναγγείλει ότι η Λαίδη Μπράτον κάλεσε τον Ρίτσαρντ, τον σύζυγό της σε γεύμα,
χωρίς εκείνην:
«Αλήθεια!» είπε η Κλαρίσσα, και η Λούσυ, ως συνήθως,
συμμερίστηκε την απογοήτευσή της (όχι όμως και τη σουβλιά του πόνου)∙
διαισθάνθηκε τη σιωπηρή τους συμμαχία∙ κατάλαβε τον υπαινιγμό∙ σκέφτηκε πως οι αριστοκράτες δεν ξέρουν ν’
αγαπούν∙ μακάρισε τη δική της ανέφελη
μελλοντική ζωή.
Κάποια απ΄τα πρόσωπα αυτά, άλλα
σημαντικά για κείνην κι άλλα όχι, σκιαγραφούνται απ την συγγραφέα με πολύ
μεγάλη γλαφυρότητα. Ο Χιου Γουάτιμπρεντ, λάτρης της αριστοκρατίας, λακές του
συστήματος, πουριτανός που πάντα εμφανίζεται αξιαγάπητος και ευγενής, ενώ
τρύπωσε έντεχνα σε μια θεσούλα στην Αυλή∙ η γηραιά λάιδη Μπράτον, το επιστέγασμα
της αριστοκρατίας, τυπική αρχόντισσα που έχει όμως πολιτική γνώμη, κι είχε
θέσει σκοπό της ζωής της την βοήθεια νεαρών να μεταναστεύσουν στον Καναδά∙ η
Μίλλυ Μπρας η γραμματέας της Μπράτον, που η
ζωή δεν μπόρεσε να την ξελογιάσει, δεν της είχε χαρίσει μήτε ένα μπιχλιμπιδάκι
με την πιο μικρή αξία∙ η αχώνευτη και μίζερη Έλλι Χέντερσον που δεν την
κάλεσε η Κλαρίσσα κι όμως πήγε απρόσκλητη στη δεξίωση, και άλλοι πολλοί
δευτερεύοντες τύποι. Υπάρχει βέβαια αναφορά και στον άντρα και στην χαριτωμένη
κόρη της Κλαρίσσα, αλλά χωρίς να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο.
Τα βιβλίο δεν είναι όμως μόνο
ηθογραφικό/ψυχογραφικό. Είναι διαποτισμένο με μια εγγλέζικη -θα λέγαμε- λεπτή
ειρωνεία που γίνεται κοινωνικό σχόλιο, ενώ
το κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο προχωρά σε πολύ τολμηρό βαθμό όταν ο φακός
φωτίζει τον διαταραγμένο Σέπτιμο που ψάχνει το νόημα της ζωής (είναι αυτός που
αυτοκτονεί στο τέλος), τον ψυχίατρο σερ Γουίλλιαμ Μπράνσω, και την ιστορικό-δασκάλα Κίντμαν που
προσλαμβάνει ο Ρίτσαρντ και η Κλαρίσσα για την κόρη τους.
Τον Σέπτιμο τον
πρωτοσυναντάμε στους δρόμους του Λονδίνου, στην πρωινή βόλτα της Κλαρίσσα. Είναι
ο μακαριότερος και ο δυστυχέστερος απ’
όλους τους ανθρώπους. Μια αναδρομή στο παρελθόν μάς κάνει να υποψιαστούμε
το γιατί, γιατί ο Σέπτιμος δεν μπορούσε
πια να αισθανθεί τίποτα (είναι
πιθανό, σκεφτόταν ο Σέπτιμος, είναι πολύ πιθανόν ότι ο κόσμος δεν έχει νόημα).
Η διείσδυση μέσα στον ψυχισμό του Σέπτιμου από την πένα της Γουλφ είναι
αριστουργηματική. Άλλωστε, δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς ότι κι η ίδια η
συγγραφέας περπάτησε πάνω στα μονοπάτια της απόγνωσης που φτάσαν στην τρέλα και
την αυτοκτονία. Κι έρχεται το δεύτερο πρόσωπο, αυτό του γιατρού σερ Γουίλλιαμ
Μπράνσω να καταδείξει όλον τον τραγικό παραλογισμό των ψυχιατρικών μεθόδων της εποχής.
Η κριτική είναι αμείλικτη και πολύ προχωρημένη, αποκαλυπτική και διαχρονική.
Εξίσου καυστική είναι η
παρουσίαση της δίδας Κίλμαν, η μεγάλη αδυναμία της κόρης Ελίζαμπεθ (στην οποία
διδάσκει ιδιαίτερο ιστορίας), και που την επηρεάζει σαν εραστής την ερωτευμένη.
Θεούσα, φτωχή και κομπλεξική, ανέραστη και μουρτζούφλα, περιφρονεί την
αριστοκρατική Κλαρίσσα αλλά απ την άλλη θέλει να της μοιάσει. Φυσικά, εγείρει στην
Κλαρίσσα αντίστοιχα συναισθήματα αντιπάθειας που αγγίζουν το μίσος, ένα μίσος «ταξικό»:
αυτό μάλιστα, την άγγιζε πραγματικά, το
μίσος για την Κίλμαν –αυτή τη φανατική, υποκρίτρια, διεφθαρμένη γυναίκα∙ με όλη
της τη δύναμη∙ (…) Τη μισούσε: την αγαπούσε. Εχθρούς χρειαζόμαστε, όχι φίλους. Ναι, μ’ αυτήν τη μεγαλειώδη
φράση ολοκληρώνει τις εσωτερικές της σκέψεις η κα Νταλογουέη, συλλαμβάνοντας
μια μεγάλη αλήθεια: ότι μέσα απ΄την ετερότητα
προσδιορίζουμε την ταυτότητά μας.
Τα πρόσωπα όμως με το
μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι κι αυτά που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή της
Κλαρίσσας: ο «αποτυχημένος» σοσιαλιστής Πήτερ Γουώλς, που τον έδιωξαν απ’ την
Οξφόρδη, γύρισε μόλις απ’ την Ινδία και ψάχνει για δουλειά, και η «κουρελιάρα»,
πάντα αδέκαρη, αντισυμβατική Σάλλυ
Σέτον. Πρόσωπα αγαπημένα του παρελθόντος, εφόσον ο τυχοδιωκτικός Πήτερ ήταν ο
μεγάλος έρωτας της Κλαρίσσα, η οποία όμως εντέλει επέλεξε την ασφάλεια δίπλα
στον συντηρητικό Ρίτσαρντ, και η ανατρεπτική, πάμφτωχη, παράτολμη και
γοητευτική Σάλλυ, για την οποία κάποτε η Κλαρίσσα είχε συναισθήματα που μοιάζαν
με έρωτα -αγαπημένο θέμα της Γουλφ η ερωτική έλξη μεταξύ γυναικών (γιατί η Σάλλυ διέθετε μια τρομακτική
ομορφιά, του είδους που θαύμαζε περισσότερο από κάθε άλλην∙ μελαχρινή, μεγάλα
μάτια, μ’ ένα χαρακτηριστικό, που επειδή έλειπε απ’ την ίδια, το ζήλευε πάντα
στις άλλες: μια άνεση, που της έδινε τη
δυνατότητα να λέει οτιδήποτε, να κάνει οτιδήποτε).
Κι οι δυο εμφανίζονται
ξαφνικά εκείνη τη μέρα (η Σάλλυ μάλιστα πηγαίνει απρόσκλητη στη δεξίωση) για να
ταράξουν τα ήσυχα νερά της ζωής της και να της θυμίσουν ποια είναι η ίδια, η
μάλλον ποια δεν είναι. Γιατί η
Κλαρίσα μπορεί να είναι ένας ευαίσθητος δέκτης, και μια να καθηλώνεται απ’ την
ομορφιά μια να πνίγεται στο αίσθημα του φευγαλέου, αλλά είναι ένας άνθρωπος
μάλλον ψυχρός και άκαμπτος, που επέλεξε συνειδητά τη συμβατικότητα (Ήξερε τι ήταν αυτό που της έλειπε. Όχι η
ομορφιά∙ ούτε το μυαλό. Ήταν κάτι πιο βαθύ, που δέσποζε πάνω απ’ όλα∙ εκείνη η
πηγή της θερμότητας, που έχει τη δυνατότητα ν’ αναδύεται ως την επιφάνεια
δίνοντας ζωή στην ψυχρή επαφή μεταξύ άντρα και γυναίκας ή μεταξύ δυο γυναικών.
(…)Μια ψυχρότητα, που ένας θεός ξέρει πώς γεννήθηκε μέσα της).
Τόσο λοιπόν ο Πήτερ, ο
«ρομαντικός κουρσάρος», ο τυχοδιώκτης που ερωτεύτηκε μια μικρή Ινδή, που
γυρίζει τον κόσμο χωρίς να στεριώσει πουθενά (κόντευε πια να γεράσει και υπέφερε ακόμα –σαν έφηβος, σαν κοριτσόπουλο-
απ’ αυτές τις απότομες μεταπτώσεις της διάθεσης∙ καλές μέρες, κακές μέρες,
χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, τρισευτυχισμένος γιατί αντίκρισε ένα όμορφο
προσωπάκι, κατακόρυφη πτώση και μιζέρια στη θέα μιας γριάς κουρελιάρας),
όσο και η Σάλλυ (που το μόνο που έκανε στη ζωή της, όπως λέει με περηφάνια,
ήταν πέντε γιοι (!)), είναι τα alter ego
της ψυχρής και αυστηρής Κλαρίσα. Η
ασταθής ζωή και η κυκλοθυμία του Πήτερ Γουώλς έχει απόλυτη συμμετρικότητα με
την ασφαλή ζωή και την… κυκλοθυμία της Κλαρίσα. Κάποια στιγμή μάλιστα στο παρελθόν, η Σάλλυ είχε στείλει ένα
γράμμα στον Πήτερ, λέγοντάς του να «σώσει» την Κλαρίσα απ’ τα χέρια των Χιου και των Νταλαγουέη κι όλων των άλλων, απ’ τους
«τέλειους τζέντλεμεν» που «στραγγάλιζαν την ψυχή της, ενθαρρύνοντάς την στο
ρόλο της κοσμικής κυρίας. Και βέβαια, βαθιά μέσα του και ο Πήτερ
αναγνωρίζει ότι όλος αυτός ο κόσμος με τις δούκισσες και τις «προϊστορικές
γριες κοντέσσες» απέχουν παρασάγγες από την «αληθινή ζωή».
Μέσα απ’ το πρίσμα των δύο
τόσο διαφορετικών αυτών προσώπων γνωρίζουμε καλύτερα την Κλαρίσα. Σαν να
αποτελούν οι τρεις τους τις κορφές ενός τριγώνου, μιας μονάδας αδιαίρετης.
Γιατί, μπορεί να παρουσιάζεται ο Γουώλς πάλι ερωτευμένος με κάποιαν άλλη, μπορεί
να βλέπει την ακαμψία της Κλαρίσα (πάντα
ολόισια σαν βέλος), να τη νιώθει εγκλωβισμένη στο γάμο με τον Ρίτσαρντ και
να κατακρίνει τη μανία της για την κοσμική ζωή, αλλά αναγνωρίζει σ’ αυτήν μια «σπάνια
θηλυκότητα», ένα «μυαλό ξουράφι», ήταν
προικισμένη μ’ εκείνο το εκπληκτικό χάρισμα, το γυναικείο ταλέντο, να φτιάχνει έναν κόσμο δικό της όπου κι αν
βρισκόταν. Στα μάτια του Πήτερ η Κλαρίσα χαίρεται τη ζωή, ζει κι
απολαμβάνει το κάθε τι. Όπως λέει κι η
συγγραφέας βαστούσε το παλιό της χάρισμα να είναι, να υπάρχει, να συνοψίζει τη ζωή
γύρω της σε μια μόνο στιγμή.
Κι όμως, όταν συναντιούνται
στη δεξίωση κι εκείνη με ανυπόκριτη φυσικότητα παίζει τον αγαπημένο της ρόλο -τον
ρόλο της οικοδέσποινας, με την άκρη του ματιού της νιώθει το κριτικό βλέμμα του
Πήτερ (Μα γιατί τα έκανε όλ’ αυτά τα
πράγματα; Γύρευε τα μεγαλεία και στο τέλος έστεκε σα βρεγμένη γάτα μπροστά στη
φωτιά! Ε, και λοιπόν; Μακάρι να γινόταν στάχτη! Να χαθεί μέσα στις φλόγες! (…)
Ήταν στ’ αλήθεια άνω ποταμών, που και μόνο η παρουσία του Πήτερ, εκεί, σε μια
γωνιά, την έκανε να νιώθει έτσι. Την
έβαζε απέναντι στον εαυτό της).
Αν οι άλλοι είναι ο καθρέφτης
μας (ιδιαίτερα όσοι μας αγαπούν), κι εμείς με τη σειρά μας είμαστε ο καθρέφτης
των αγαπημένων μας. Άλλωστε κι η ίδια η συγγραφέας λέει «αν ήθελε κανείς να καταλάβει εκείνην ή οποιοδήποτε άλλο πλάσμα, έπρεπε
να ψάξει για τους ανθρώπους που τη συμπληρώνουν». Έτσι, μπορεί οι επιλογές ζωής της Κλαρίσας και του Πήτερ να είναι
τελείως διαφορετικές, όμως μέσα στο βλέμμα του Πήτερ –και γενικότερα, στον
ψυχισμό του- αναγνωρίζουμε την Κλαρίσα (στην
καρδιά του φούντωσαν και τον κέρδισαν ολοκληρωτικά τρία αισθήματα∙ βαθιά
κατανόηση∙ μια απέραντη αγάπη για τους ανθρώπους, και τέλος, σαν φυσική
απόρροια των προηγουμένων, ένα αίσθημα απύθμενης, εξαίσιας αγαλλίασης και χαράς∙
λες και στο εσωτερικό του εγκεφάλου του ένα ξένο χέρι τραβούσε χορδές, άνοιγε
παραθυράκια, κι εκείνος, μόλο που δεν του έπεφτε λόγος για όλα αυτά, έστεκε
στην αφετηρία αμέτρητων λεωφόρων έχοντας τη δυνατότητα να διαλέξει σε ποιαν απ’
όλες θα πορευτεί).
Η έκπληξη, η ομορφιά, η
ευαισθησία μέχρι δακρύων κάνει τον Πήτερ να αναζητά την ελευθερία της μοναξιάς (σου έκοβαν την ανάσα μερικές στιγμές όπως αυτή
που έζησε δίπλα στο γραμματοκιβώτιο, απέναντι απ’ το Βρετανικό μουσείο∙ μια
στιγμή που όλα τα πράγματα βρίσκουν τη συνοχή τους∙ το ασθενοφόρο∙ η ζωή και ο
θάνατος). Όμως και η Κλαρίσα, μπορεί να διατηρούσε
μέσα στον κυκεώνα την αταραξία της, όμως διακατεχόταν σχεδόν όλες τις στιγμές
απ’ την απειλή του φευγαλέου, της φθοράς, του θανάτου: Καθώς αποχαιρετούσε τον ευτραφή κύριο με τις χρυσαφιές δαντελίτσες, (…)
ολόκληρο το είναι της απέπνεε μοναδική αξιοπρέπεια και καλοσύνη σαν να ευχόταν
απ’ τα βάθη της καρδιάς της ευτυχία για όλον τον κόσμο, ενώ εκείνη είχε φτάσει πια στο περιθώριο, στο χείλος των πραγμάτων, και
ζητούσε πια να αποσυρθεί.
Μα έτσι κι αλλιώς, είναι αλλού. Την ώρα της δεξίωσης, όταν όλος ο
κόσμος είναι εκεί – επίσημοι, βουλευτές, ο πρωθυπουργός, φίλοι και πηγαινοέρχεται
και φλυαρεί, εκείνη προσηλώνεται στο σκοτεινό παράθυρο του απέναντι σπιτιού
όπου η γρια κυρία ετοιμαζόταν να πάει
για ύπνο, όπως κάθε βράδυ. Έχει μόλις μαθευτεί η είδηση της αυτοκτονίας του Σέπτιμου. Ένας άγνωστος για κείνην νεαρός
έδωσε τέλος στη ζωή του, κι εκείνη βυθίζεται στις σκέψεις:
Υπάρχει κάτι στη ζωή της, όντως σημαντικό∙ κάτι που το
κουκουλώνει με άσκοπες φλυαρίες, το αγνοεί, το επισκιάζει, το καταρρακώνει
καθημερινά μέσα στο ψέμα και τη φλυαρία. Αυτό το κάτι εκείνος (ο Σέπτιμος) το
κράτησε ακέραιο. Ο θάνατος ήταν μια
πρόκληση. Ο θάνατος ήταν μια απόπειρα επικοινωνίας. Οι άνθρωποι αισθάνονται
ανήμποροι ν’ αδράξουν αυτόν τον μυστικό πυρήνα∙ πλησιάζονται, κι όμως αυτό τους
δημιουργεί απόσταση∙ οι εκστατικές στιγμές ξεθυμαίνουν∙ τους τρώει η μοναξιά.
Ενώ ο
θάνατος είναι σαν τρυφερό αγκάλιασμα.
1 σχόλιο:
Μου πήρε χρόνια να καταφέρω να διαβάσω πέρα από τις πρώτες σελίδες, όταν όμως το κατάφερα, τι όμορφο ταξίδι!
Δημοσίευση σχολίου