Συγκλονιζόταν, όταν συναντούσε στον εξωτερικό κόσμο
σημάδια απ’ όσα μέχρι τότε νόμιζε πως ήταν
μια κτηνώδης, ιδιαίτερη ασθένεια του νου του.
Τζέημς Τζόις, Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία[1]
Πρωταγωνιστεί η Ιστανμπούλ πάλι σ αυτό το βιβλίο του Παμούκ, μια πόλη-
σταυροδρόμι των λαών που παρέχει ανεξάντλητο υλικό από ιστορίες, παραδόσεις,
έθιμα˙ μια πόλη που μεταμορφώνεται συνέχεια με το διάβα των χρόνων, η αγαπημένη
του συγγραφέα, ο οποίος επιμένει να εστιάζει στις αθέατες πλευρές της.
Αλλά βέβαια, ο Παμούκ δεν
είναι ούτε ταξιδιωτικός συγγραφέας ούτε ηθογράφος… Η μαγική του αφήγηση, αν
εξαιρέσουμε το βιβλίο « İstanbul-Hatıralar ve Şehir (Κωνσταντινούπολη)»
που είναι σχεδόν ταξιδιωτικό, έχει πάντα
πλοκή που σου κόβει την ανάσα. Κι εδώ, η 700σέλιδη μυθιστορηματική εξιστόρηση έχει
την πρωτοτυπία ότι περιστρέφεται γύρω από μια απίστευτη «παρεξήγηση»: ο
πρωταγωνιστής Μεβλούτ, τρελά ερωτευμένος με τα μάτια της Ραγιχά στην οποία
στέλνει κρυφά επί τρία χρόνια ερωτικά γράμματα και την έχει δει μόνο ένα λεπτό,
την κλέβει για να ανακαλύψει αργότερα ότι έχει απαγάγει την… αδερφή της! Φυσικά,
είναι τέτοια τα ήθη που δεν μπορεί παρά να την παντρευτεί… Στα πενήντα χρόνια στα οποία ξεδιπλώνεται η
πλοκή, πολλές ακόμη ανατροπές συμβαίνουν στη ζωή του Μεβλούτ, και σε προσωπικό
αλλά και σε πολιτικό επίπεδο.
Αξιοπρόσεκτη και αβανταδόρικη
είναι η δομή που επέλεξε ο συγγραφέας: το βιβλίο χωρίζεται σε επτά -άνισες-
ενότητες («μέρη») που αντιστοιχούν σε επτά διαφορετικές χρονικές περιόδους (κάποιες
ενότητες αφορούν μόνο μια μέρα, π.χ. τη μέρα της απαγωγής). Αυτή η μη γραμμική
αφήγηση με τις αλλεπάλληλες αναδρομές κρατούν κάθετη την περιέργεια/αγωνία του
αναγνώστη, εφόσον στη σελίδα 25 π.χ. ο Μεβλούτ παντρεύεται τη… λάθος γυναίκα,
ενώ στη ζωή του η γυναίκα αυτή, η Ραγιχά, μπαίνει στη σελίδα 267!
Οι αφηγητές αλλάζουν
συνέχεια, μπορεί η αφήγησή τους να είναι πολύ σύντομη, πέντε σειρές. Είναι σαν
να απευθύνονται σε κάποιο τρίτο πρόσωπο, π.χ. σ έναν δημοσιογράφο ή σ ένα ημερολόγιο.
Έτσι ακούμε τις φωνές του πατέρα του Μεβλούτ, του θείου του με τον οποίο ο
πατέρας μαζί ξεκίνησαν τις δουλειές στην Πόλη, των δύο μωρόδοξων ξαδέρφων του
Σουλεϊμάν και Κορκούτ με τους οποίους η μοίρα μια τον έφερνε κοντά μια τον απομάκρυνε,
της γυναίκας του Ραγιχά αλλά και της μεγάλης, όμορφης, συνετής αδερφής Βεμιχά,
και της τρίτης, μικρότερης με τα όμορφα μάτια, της Σαμιχά. Μαθαίνουμε τις
ενδόμυχες σκέψεις τους, τα κίνητρά τους, τα όνειρά τους.
Ο μόνος του οποίου δεν ακούμε
τη φωνή, αλλά μιλά ο παντογνώστης αφηγητής γι αυτόν, είναι ο Μεβλούτ! Ο
συγγραφέας προτίμησε να μας δώσει το ήθος του πρωταγωνιστή του μέσα από τις
πράξεις του, ενώ τα συναισθήματα αποτυπώνονται μεν, αλλά κάπως αποστασιοποιημένα.
Τα μέρη αυτά της αφήγησης υπερισχύουν σε
έκταση από τα υπόλοιπα, και διακρίνονται
απ το ότι στην αρχή τους έχουν τη χαρακτηριστική εικόνα του μποζατζή.
Παρακολουθούμε λοιπόν βασικά
τη ζωή του Μεβλούτ το διάστημα από το 1968 μέχρι το 2012. Το 1968 είναι η
χρονιά που ο «Κόνιαλης» Μεβλούτ, έντεκα χρονών ακόμη μαθητής, φεύγει από το
χωριό του, το Τζενέτπιναρ (στο Μπέισεχιρ της Κόνια) αφήνοντας πίσω μάνα και
αδερφές, για να βοηθήσει επαγγελματικά τον πατέρα του. Από βοσκός στο χωριό θα
διαδεχτεί στο επάγγελμα τον πατέρα του που είναι μποζατζής[2] στην
Πόλη, ένα επάγγελμα παραδοσιακό κι εξαφανισμένο πια στα χρόνια που μεσολαβούν
μέχρι σήμερα (η μπόζα είναι ένα παραδοσιακό παχύρρευστο ρόφημα από δημητριακά
(κεχρί) νερό και ζάχαρη, ελάχιστα διαδεδομένο στην Ελλάδα). Οι δυο τους,
πατέρας και γιος, τριγυρνούν τα βράδια
με τα πόδια φορτωμένοι το κοντάρι απ όπου κρεμούσαν τα δυο δοχεία (σαν τους
νερουλάδες των Κυκλάδων), διατρέχουν όλο το Ιστανμπούλ διαλαλώντας το προϊόν,
ψηλαφώντας κάθε γωνιά, κάθε γειτονιά, κάθε συνοικία. Αλλά και τα υπόλοιπα
επαγγέλματα στα οποία κατέφυγε ο Μεβλούτ κατά κανόνα ήταν πλανόδια: με τον
συμμαθητή του κρυφά από τον πατέρα του ένα φεγγάρι πουλούσε «ΚΙΣΜΕΤ» (ένα είδος
φορητής λοταρίας), αργότερα έγινε γιαουρτσής, μετά το γάμο του πουλούσε πιλάφι
με ρεβύθια και κοτόπουλο, ενώ για πολύ μεγάλο διάστημα γυρνούσε τις γειτονιές
ως παγωτατζής (η περιγραφή όλης της διαδικασίας αυτών των εξαφανισμένων
επαγγελμάτων είναι γλαφυρότατη, και μας ταξιδεύει σε άλλες εποχές). Μόνο δυο
φορές δοκιμάζει -αλλά πολύ προσωρινά- σε δυο διαφορετικής φύσης επαγγέλματα, το
ένα του ταμία/ελεγκτή στο σνακ μπαρ Μπινμπόμ Μπουφέ του ξαδέρφου του (ώστε να
μη γίνονται απάτες) και το άλλο του «παρκαδόρου» (δουλειά του ήταν να
προστατεύει τον χώρο στάθμευσης μιας εταιρίας από ανεπιθύμητε συμμορίες, τη
λεγόμενη… μαφία των πάρκινγκ)!
Γιατί ο Μεβλούτ «έχει κάτι
παράξενο στο νου του», που τον κάνει μοναχικό και ιδιόρρυθμο˙ παρόλο που του
δίνονται οι ευκαιρίες, παραμένει φτωχός, αδικείται στα περιουσιακά από τους
συγγενείς του, θεωρείται αποτυχημένος μπροστά στους αριβίστες ξαδέρφους του, δεν στεριώνει
ουσιαστικά σε κάποιο επάγγελμα πιο σταθερό, πιο προσοδοφόρο.
Μαζί με την πορεία του
πρωταγωνιστή βλέπουμε και τη μεταμόρφωση της Ιστανμπούλ, μέσα από την οικοδομική
της ανάπτυξη, την εξαφάνιση κάποιων επαγγελμάτων, καθώς και τις πολιτικές
εξελίξεις. Το φαινόμενο που ονομάζεται gentrification (στα ελληνικά «εξευγενισμός»)[3]
περιγράφεται πολύ αναλυτικά, εφόσον ο Μεβλούτ με τον πατέρα του εγκαταστάθηκαν
στο Γκιούλτεπε, όπου εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τίτλοι ιδιοκτησίας. Αν προλάβαινες
να μαντρώσεις μια περιοχή και να χτίσεις ένα σπίτι όπου όμως έπρεπε να
κατοικείς, ο κοινοτάρχης παρείχε μια βεβαίωση ιδιοκτησίας, παρόμοια με τους πραγματικούς
τίτλους ιδιοκτησίας της Υπηρεσίας Εθνικού Κτηματολογίου! Κάποια στιγμή, βέβαια,
συνήθως πριν τις εκλογές, οι ιδιοκτησίες μπορεί και να νομιμοποιούνταν (φτάνει
να μην ήσουν κομμουνιστής, αλεβίτης[4] ή
Κούρδος, που τότε τους έλεγαν «από την Ανατολική Ανατολία»)… Τα αυθαίρετα αυτά
(«γκετζέκοντου») ήταν αφορμή για πάμπολλους αιματηρούς καβγάδες ανάμεσα στους κατοίκους
του φτωχικού Γκιούλτεπε (όπου ήταν εγκατεστημένοι ως επί το πλείστον αλεβήδες
και Κούρδοι) και του πιο πλούσιου Ντούλτεπε (όπου είχαν εγκατασταθεί οι
ακροδεξιοί, εθνικόφρονες συγγενείς του Μεβλούτ). Πέρα όμως από το κράτος, με το
οποίο έπρεπε να χεις καλές σχέσεις, υπήρχε και η πανίσχυρη οικογένεια του Χατζή
Χαμίτ Βουράλ, που θέλαν να βάλουν χέρι
στα οικόπεδα των Κιουλτεπελήδων, και φυσικά φρόντιζαν να έχουν καλές σχέσεις με
τον κοινοτάρχη και με τη μυστική αστυνομία (ΜΙΤ)! Αυτοί είχαν χτίσει μεγάλο
φούρνο, μεγάλο ωραίο τζαμί και κινούσαν διαδικασίες για να διώξουν τους φτωχούς
πρόσφυγες, προκειμένου να «εξευγενίσουν» την πόλη… Το χωρίς τίτλο ιδιοκτησίας
του Μεβλούτ στο Κιούλτεπε πουλήθηκε για
να ανοίξει δρόμος με έξι λωρίδες κυκλοφορίας!
Στη διάρκεια που ο Μεβλούτ
κατοικεί στην Πόλη (1968-2012) τρία πραξικοπήματα γίνονται (1971, 1980 Εβρέν,
1997), με αντίστοιχες συνέπειες στους κατοίκους του Κιούλτεπε. Η ακροδεξιά
ιδεολογία των ισχυρών ξαδερφιών έρχεται σε σύγκρουση με την ιδεολογία του συνειδητά
αριστερού Φερχάτ, ενώ ο Μεβλούτ παραπαίει ανάμεσα στο συναίσθημα (αγάπη,
ανάγκη, θυμός, νοσταλγία κλπ) και τις δικές του, βιωματικές αρχές. Άλλωστε η
οικογένεια είναι μοιρασμένη: οι δυο αδερφές της Ραγιχά παντρεύονται τον έναν ξάδερφο
και τον Φερχάτ αντίστοιχα! Έτσι, το συναισθηματικό κουβάρι περιπλέκεται
επικίνδυνα!
Καμιά φορά ένιωθε σαν ποιητής
Στο ένα τρίτο του βιβλίου ο
Μεβλούτ είναι ερωτευμένος και ονειροπόλος. Ο συγγραφέας με το μοναδικό του
παραμυθένιο ύφος αποδίδει τη σπανιότητα των συναισθημάτων μέσα από τα ποιήματα
που στέλνει ο Μεβλούτ στη Ραγιχά, ξετρελαμένος με τα μάτια της, με το βλέμμα
της. Η μεγαλύτερή του ευτυχία είναι να γράφει γράμματα και ποιήματα˙ περνάει
νύχτες και νύχτες μελετώντας ποίηση και δοκιμάζοντας γραφές και στίχους,
συζητώντας με τον φίλο του Φερχάτ για τα σαγηνευτικά μάτια και ανατροφοδοτώντας
το πάθος του.
Έτσι, η αγωνία του αναγνώστη
να δει την εξέλιξη των γεγονότων μετά το μοιραίο «λάθος» επιτείνεται… Ο Παμούκ
όμως, όπως πάντα, είναι γητευτής˙ τίποτα δεν συμβαίνει όπως προβλέπει ή
υποψιάζεται ο αναγνώστης, ούτε πάλι υπάρχουν τεράστιες ανατροπές… Με τη
γλαφυρότητα που χαρακτηρίζει το ύφος παρακολουθούμε τους απίστευτους μαιάνδρους
που ακολουθεί η ζωή του πρωταγωνιστή του, πάντα κάτω από τη σκιά των
σαγηνευτικών ματιών. Ούτε διαψεύδει αυτούς που αγαπούν τα παραμύθια γιατί
κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής θα διασταυρωθεί μ αυτά τα μάτια, που του μάγεψαν
τη ζωή.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Motto που χρησιμοποιεί και ο ίδιος ο συγγραφέας πριν το 4ο
μέρος, στο οποίο ο Μεβλούτ απαντά στις
ανησυχίες της Ραμιχά («για όνομα του
θεού, πες μου, τι συμβαίνει;»), λίγο πριν πάρουν την ευχή του πατέρα της: «Υπάρχει κάτι παράξενο στο νου μου. Ό, τι
και να κάνω, νιώθω ολομόναχος στον κόσμο».
[2] http://balkon3.com/gr/mpoza-ke-salepi-ta-kalitera-rofimata/Πιστεύεται ότι η εμφάνιση της μπόζας έγινε πριν από
περισσότερες χιλιάδες χρόνια. Σύμφωνα με κάποιες έρευνες, με τη βοήθεια νομάδων
της Κεντρικής Ασίας, η μπόζα μεταφέρθηκε στην Ανατόλια και τη ευρύτερη γύρω
περιοχή. Το σημερινό όνομα ,μπόζα,, προέρχεται από την περσική λέξη `μπούζε`, η
οποία σημαίνει ποτό που παράγεται από κεχρί και ρύζι.
Στην Τουρκία, η παράδοση
της μπόζας ξεκίνησε πολύ παλιά, συγκεκριμένα το 1876. Οι πλανώδιοι πωλητές
μπόζας, μέχρι πριν από 15-20 χρόνια, τα κρύα βράδια τριγύριζαν στους δρόμους
τραγουδώντας διάφορα τραγούδια, δικής τους σύνθεσης συνήθως και φώναζαν
`μπόζα`, `μπόζααα`. Σταδιακά όμως, με την αντικατάσταση των παλιών ξύλινων
σπιτιών από ψηλά κτίρια, με τον όλο και μεγαλύτερο θόρυβο στους δρόμους που
προκαλούνταν από τα προϊόντα της σύγχρονης τεχνολογίας, οι κάτοικοι δε
μπορούσαν πλέον να ακούσουν το κάλεσμα των πλανώδιων πωλητών μπόζας. Και αυτοί
εξαφανίστηκαν.
[3] Ο όρος εξευγενισμός είναι η
ελληνική απόδοση του όρου gentrification και εκφράζει τη διαδικασία, κατά την
οποία οι φτωχές εργατικές συνοικίες στο κέντρο της πόλης αναμορφώνονται μέσω
της δράσης του κτηματικού κεφαλαίου, των μεσοαστών αγοραστών και ενοικιαστών
ακινήτων και των ιδιοκτητών γης και κατοικιών. Η διαδικασία συνοδεύεται από την
αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης των περιοχών αυτών. Όπως επισημαίνει ο Ρ.
Marcuse “η απομάκρυνση (dislocation) συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων είναι
στόχος του εξευγενισμού, όχι μια παρενέργεια”. Ωστόσο, ανώδυνες περιγραφές του
φαινομένου περιλαμβάνουν τους όρους «ανακύκλωση της γειτονιάς», «αναβάθμιση»,
«αναγέννηση». Πρώτη φορά ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από την Ruth Glass το
1964 στην προσπάθεια της να χαρακτηρίσει την κοινωνική μεταβολή που επήλθε στην
πρώην εργατική συνοικία Islington του Λονδίνο
[4] Οι Αλεβήδες ή Αλεβίτες (στην τουρκική γλώσσα Alevi)
είναι θρησκευτική και πολιτιστική κοινότητα στην Τουρκία και δευτερευόντως σε άλλες
χώρες (Ελλάδα, Αλβανία κ.α.) με δεκάδες εκατομμύρια
μέλη. Ο Αλεβισμός (ή Αλεβιτισμός) έχει ορισμένες ομοιότητες με το Σιιτικό ισλάμ, αλλά θεωρείται μία ανεξάρτητη θρησκεία (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB%CE%B5%CE%B2%CE%AE%CE%B4%CE%B5%CF%82)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου