Είναι ένα βιβλίο- ντοκουμέντο που προέκυψε από την πρωτοβουλία των δημοσιογράφων Κάι Χέρμαν και Χόρστ Ρικ να ολοκληρώσουν το ρεπορτάζ που έκαναν για τη ζωή των νέων στο Βερολίνο στη δεκαετία του ‘70, και κατέληξε σε έρευνα πάνω στις συνθήκες ζωής των νέων και τη ροπή τους προς τα ναρκωτικά την εποχή αυτή.
Η μαρτυρία της δεκαπεντάχρονης Κριστιάνε, που από τα 13 κιόλας χρόνια ενέδωσε στα ήπια ναρκωτικά στην αρχή και ύστερα στην ηρωίνη και στην πορνεία (ως μέσον φυσικά για να εξασφαλίσει τη δόση της) είναι απίστευτη, αλλά φαίνεται ότι είναι και χαρακτηριστική μιας μεγάλης μερίδας νέων. Πέρα απ’ αυτό όμως, ο βιωματικός χαρακτήρας της αφήγησης και η συγκαλυμμένη ευαισθησία της αφηγήτριας δίνουν αξία πολύ μεγαλύτερη στη μαρτυρία αυτή απ’ ό,τι άπειρες αναλύσεις ειδικών στις κοινωνικές επιστήμες (όπως γράφουν στον πρόλογο και οι επιμελητές του βιβλίου). Φαίνεται δηλαδή αναλυτικά, μέσα από την αφήγηση, ότι τα παιδιά που καταφεύγουν στη λύση των ναρκωτικών είναι παιδιά με τραυματικές εμπειρίες, από γονείς με σοβαρά προβλήματα, που κατά κανόνα ζουν σε κάποια μεγαλούπολη/τσιμεντούπολη και κατ’ ανάγκη αναζητούν διέξοδο και προστασία μέσα από τις σχέσεις με τους φίλους.
Η αφήγηση ξεκινά με τη μετακόμιση της εξάχρονης τότε Κριστιάνε και της οικογένειάς της από το αγρόκτημα στο χωριό (που δεν κατονομάζεται) και την εγκατάστασή της και προσαρμογή στο Γκρόπιουστατ, σ’ ένα συγκρότημα στο Βερολίνο από ουρανοξύστες και πολυκατοικίες για 45.000 ανθρώπους (!) Αυτά που βλέπει και βιώνει ένα εξάχρονο παιδί απ’ αυτή τη βίαιη αλλαγή είναι αυτά που δε μπορεί να διακρίνει ο ενήλικας: κυρίως την έλλειψη χώρου και παιχνιδιού, ενώ η βρωμιά και τα κάτουρα από τα πολλά σκυλιά και τα πολλά παιδιά που ζούσαν στην Γκρόπιουστατ, -που δεν προλάβαιναν να ανέβουν τους δέκα/δεκαπέντε ορόφους για να πάνε στην τουαλέτα του σπιτιού τους-, είναι χαρακτηριστικά και καθοριστικά βιώματα. Ασύλληπτα ήταν τα τεχνάσματα των εξάχρονων/οκτάχρονων παιδιών για να υπερβούν τις άπειρες απαγορεύσεις και να παίξουν (βούλωναν τις αποχετεύσεις βάζοντας πράγματα στα μπετονένια αυλάκια του νερού, κάναν πίστες για πατινάζ τις εισόδους των πολυκατοικιών όταν έβρεχε, παίζαν με το ασανσέρ (χοροπηδοτάξιδα), έμπαιναν από την είσοδο υπηρεσίας στις απαγορευμένες άλλες πολυκατοικίες, κρυφτό στο υπόγειο κλπ):
Στο Γκρόπιουστατ μάθαινες εντελώς αυτόματα να κάνεις οτιδήποτε ήταν απαγορευμένο. Σε κάθε γωνιά στο Γκρόπιουστατ υπήρχε κάποια πινακίδα. Αυτά που τα ονομάζουν πάρκα, ανάμεσα στους ουρανοξύστες, είναι όλα πάρκα για πινακίδες. Και φυσικά οι περισσότερες πινακίδες απαγορεύουν κάτι στα παιδιά.
Στο χωριό μας, στο ρυάκι, κάναμε ό, τι θέλαμε χωρίς ποτέ να γκρινιάξει κανένας μεγάλος. Αλλά κατάλαβα ότι στο Γκρόπιουστατ μπορούσες να παίξεις μόνο αυτά που είχαν προβλέψει οι μεγάλοι. Δηλαδή να κάνεις τσουλήθρα και να κυλιέσαι στην άμμο. Ότι ήταν επικίνδυνο να έχεις δικές σου ιδέες στο παιχνίδι.
Ούτε αρχηγό είχαμε στο χωριό μας. Ο καθένας μπορούσε να προτείνει το παιχνίδι που ήθελε. Και μετά φωνάζαμε όλοι μαζί μέχρι που μέσα στη βαβούρα να επικρατήσει μια από τις προτάσεις. Και δεν πείραζε καθόλου να υποχωρούν καμιά φορά οι μεγαλύτεροι. Ήταν μια γνήσια δημοκρατία των παιδιών.
Στο Γκρόπιουστατ, στο δικό μας συγκρότημα, ήταν ένα αγόρι ο αρχηγός. Ήταν ο δυνατότερος και είχε το καλύτερο νεροπίστολο. Ο κυριότερος κανόνας του παιχνιδιού ήταν να κάνουμε πάντα ό, τι μας διέταζε.
Παίζαμε ο ένας εναντίον του άλλου κι όχι όλοι μαζί. Το θέμα δηλαδή ήταν να τσαντίζουμε τους άλλους.
Αυτή η συσσωρευμένη ένταση σε συνδυασμό μ’ έναν πολύ αυστηρό και βίαιο πατέρα, τον χωρισμό των γονιών της και τον αντιπαθητικό καινούριο συμβίο της μητέρας της, έστρεψε την Κριστιάνε στην αναζήτηση προτύπων μέσα από τη σχολική τάξη. Η συμμαθήτριά της Κέσι αρχικά κι ο φίλος της (φορούσε στενό μπλου τζην και πολύ κομψές μπότες), που έπαιρνε τριπάκια ήταν τα πρώτα της ινδάλματα που προσπάθησε να πλησιάσει φορώντας στενό τζιν και ψηλά τακούνια, από τα 12 χρόνια. Απίθανα –άλλωστε- ήταν τα αγόρια που στο διάλειμμα εξαφανιζόντουσαν στην κρυψώνα και καπνίζανε. Κι έπρεπε να πίνουν και μπίρα.
Η Κριστιάνε περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια πώς πήρε το πρώτο της τριπ, και πώς αισθάνθηκε «αναγνωρισμένη» μετά απ’ αυτό.
Οικογένειά μου ήταν η παρέα μας. Εκεί υπήρχε κάτι σα φιλία, σαν τρυφερότητα και με κάποιο τρόπο σαν αγάπη. Ήδη το φιλί του καλωσορίσματος μού άρεσε φοβερά. Ο καθένας φιλούσε το καθένα τρυφερά και φιλικά. Ποτέ δε με είχε φιλήσει έτσι ο πατέρας μου. Στην παρέα μας δεν υπήρχαν προβλήματα. Δε μιλούσαμε ποτέ για τα προβλήματά μας. Κανένας δε γινόταν βάρος στους άλλους με τα σκατά του σπιτιού του ή της δουλειάς του. Όταν ήμαστε μαζί δεν υπήρχε ο αηδιαστικός κόσμος των άλλων. Μιλούσαμε για μουσική και για μαύρη.
Σύντομα βέβαια η μαύρη και τα τριπ δεν τους «έφτιαχναν πια», δεν τους έδιναν καινούριες εμπειρίες. Η Κριστιάνε αντιστάθηκε πολύ πριν πέσει στη ηρωίνη.
Η ηρωίνη εισέβαλε σα βόμβα. Ακόμα και στην παρέα μας όλοι άρχισαν να μιλάνε για άσπρη. Είχαμε αρκετά παραδείγματα φίλων μας που’χανε ρημάξει από την άσπρη. Παρόλ’ αυτά, όμως, ο ένας μετά τον άλλον χτύπησαν την πρώτη ένεση, κι οι περισσότεροι συνεχίσανε.
Η σκέψη και μόνο της ηρωίνης μου’ φερνε πανικό. Ίσως γιατί συνειδητοποιούσα ότι ήμουνα μόλις δεκατριών χρονών.
Είχαν πλήρη επίγνωση όλα τα παιδιά ότι είναι ένας δρόμος με σχεδόν ανέφικτη επιστροφή. Όμως, όπως λέει, απ’ την άλλη έτρεφα τον αιώνιο σεβασμό μου μπροστά σ’ αυτούς που βαρούσαν ενέσεις. Ήταν για μένα οι παρέες οι ένα σκαλοπάτι πιο ψηλά.
Έχει ένα αγόρι, μια μεγάλη αγάπη, τον Ντέτλεφ με τον οποίο διατηρεί μια πολύ τρυφερή κι αφοσιωμένη σχέση ακόμα κι όταν πέφτουν κι οι δυο στην ηρωίνη. Από κει και πέρα, όμως, ξεκινά μια καθοδική πορεία προς την πλήρη εξαθλίωση: το κυνήγι της δόσης τούς στρέφει στην πορνεία, στην αρχή μόνο τον Ντέτλεφ που εξασφάλιζε έτσι τη δόση και της αγαπημένης του, και στη συνέχεια της Κριστιάνε, που δε δίνεται ολοκληρωτικά αλλά προσφέρει «εξυπηρέτηση» παντός είδους. Το ζευγάρι συναντιέται για να μοιραστεί τη δόση αλλά, όταν είναι εφικτό, και το κρεβάτι (ο Ντέτλεφ είναι ο μόνος στον οποίο δίνεται η Κριστιάνε «ολοκληρωτικά», τουλάχιστον τα δυο πρώτα χρόνι ατης πορνείας). Οι συνθήκες είναι πολύ άθλιες κι εξίσου άθλιες γίνονται και οι σχέσεις, ιδιαίτερα όταν οι τζάνκι «είναι σε τέρκυ», έχουν δηλαδή σύνδρομο στέρησης, οπότε δε διστάζουν ακόμα και να φτάσουν στο κατώφλι του θανάτου. Παρόλη την τυφλότητα των χρηστών, το φάσμα του θανάτου μπαίνει στην καθημερινότητά τους και θαρρείς ωριμάζει σ’ ένα βαθμό την κοινωνική τους ματιά.
Όλες οι ψυχικές διακυμάνσεις και τα πισωγυρίσματα της Κριστιάνε αλλά και του φίλου της, του Ντέτλεφ, περιγράφονται στο μαγνητόφωνο των δημοσιογράφων όταν πια η Κριστιάνε είναι 15 χρονών. Στο βιβλίο παρεμβάλλονται και μαρτυρίες της μητέρας, του πατέρα αλλά και κάποιων ειδικών. Οι προσπάθειες αποτοξίνωσης είναι πολλές και συγκινητικές, αλλά η επιστροφή ξανά στην άσπρη γίνεται εν μια νυκτί, ενώ η απαιτούμενη δόση για να «φτιαχτούν» γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Οι δυο πρωταγωνιστές βλέπουν τις παρέες να διαλύονται και τους φίλους τους να αυτοκαταστρέφονται.
Η αφήγηση της Κριστιάνε είναι συγκλονιστική στην απλότητά της και την ωμότητά της. Όταν πια, με τη βία, απομακρύνεται από το Βερολίνο γίνεται προσπάθεια να ενταχτεί κανονικά σε σχολείο (φυσικά ποτέ δε γίνεται πλήρως αποδεκτή, παρόλη την ευφυΐα της και τη θέλησή της για προσαρμογή, τη διώχνουν από το γυμνάσιο και τη στέλνουν στο δημοτικό). θα μας καταπλήξει ωστόσο με τη θέλησή της για μάθηση και με τις ώριμες κοινωνικές παρατηρήσεις της πάνω στις συνήθειες και τη νοοτροπία των συνομηλίκων της:
Τα πιο πολλά κορίτσια ζούσαν αποκλειστικά για τους γκόμενους. Δεχόντουσαν όλη τη βιαιότητα στις σχέσεις. Μια ώρα πριν ανοίξει η ντίσκο, όλα τα θηλυκά ήταν στημένα στον καθρέφτη με τη χτένα και το πινέλο στο χέρι. Μετά κάθονταν ακίνητες για να μη χαλάσει η κόμμωση.
Χειρότερη σε όλα έβρισκα τη βία στις σχέσεις αγοριών και κοριτσιών. Όλοι για χειραφέτηση μιλάνε βέβαια. Αλλά νομίζω ότι τα αγόρια φέρονται με τέτοια βία στα κορίτσια όσο ποτέ άλλοτε. Έτσι βγάζουν τη δική τους απογοήτευση.
(…) οι πελάτες στο Βερολίνο χαμογελούσαν τουλάχιστον όταν σου έκαναν νόημα μέσα από το αυτοκίνητο. Οι τύποι εδώ δεν έβλεπαν την ανάγκη να κάνουν κάτι τέτοιο. Νόμιζαν τουλάχιστον. Πιστεύω πως οι περισσότεροι πελάτες στο Βερολίνο ήταν φιλικότεροι και πολύ πιο τρυφεροί από τους νέους αγριογκόμενους στις ντίσκο.
Πέρα από το ότι είναι ένα βιβλίο/μαρτυρία από πρώτο χέρι αυτής της τραγικού φαινομένου του πολιτισμού μας, το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι η Κριστιάνε ήταν ως παιδί πολύ ευαίσθητο, πολύ πάνω από το μέσο όρο, με μια ιδιόμορφη ηθική και με την ικανότητα να μας μεταφέρει την εμπειρία της και τα αίτια που κρύβονται πολλές φορές πίσω από τα γεγονότα.
Έψαξα στο ίντερνετ να βρω τα ίχνη αυτής της γυναίκας που τώρα πια θα είναι 47 χρονών. Δε βρήκα κανένα στοιχείο, αλλά εύχομαι να βρήκε την εσωτερική δύναμη να ορίζει χωρίς εξαρτήσεις τη ζωή της.
Χριστίνα Παπαγγελή
5 σχόλια:
Έχει γυριστεί και ταινία από τον Γερμανό σκηνοθέτη Uli Edel και καταπληκτική μουσική από τον David Bowie (εμφανίζεται κι ο ίδιος.
Αποσπάσματα της ταινίας μπορεί κανείς να βρει στο you tube: http://www.youtube.com/watch?v=bSj9_Lczh6M&feature=related
Ζει και παλευει ακομα με το προβλημα της.
http://en.wikipedia.org/wiki/Christiane_F.
http://www.retromaniax.gr/vb/showthread.php?20442
Ευχαριστώ, ανώνυμε, πολύ ενδιαφέρον...
http://www.tovima.gr/world/article/?aid=534815
http://www.tovima.gr/world/article/?aid=534815
Δημοσίευση σχολίου