για μερικούς, ω,το να μην είναι μάρτυρες,
είναι μαρτύριο
Εκπληκτικής διεισδυτικότητας ψυχογράφημα με ήρωα ένα νεαρό, τον Πήτερ, 22 χρόνων, που αυτοεξορίζεται δραπετεύοντας σε μια – ανώνυμη- χώρα ως πολιτικός πρόσφυγας. Οι χώρες δεν κατονομάζονται, αλλά προφανώς η χώρα προέλευσης είναι η Σοβιετική Ένωση όπου φυλακίστηκε, βασανίστηκε και, ως λαθρεπιβάτης πια έφτασε σε Ευρωπαϊκή χώρα, μάλλον ενώ δεν είχε τελειώσει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Στο Προξενείο επιδιώκει να καταταγεί στο στρατό της χώρας αυτής προκειμένου να συνεχίσει τον αγώνα, αλλά οι καθυστερήσεις τον αναγκάζουν να «ενδοσκοπηθεί», να θυμηθεί, να αναζητήσει τα αίτια, να οδηγηθεί σ’ ένα είδος «κάθαρσης».
Αρχικά γεννιέται ένας έντονος, κεραυνοβόλος έρωτας που του ξυπνάει τις ζωικές αισθήσεις. Όταν αναγκάζονται οι δυο νέοι να χωρίσουν, ο Πήτερ αρρωσταίνει: πσραλύει το πόδι του και ψήνεται επί μέρες στον πυρετό. Η Σόνια, ψυχίατρος και οικογενειακή φίλη που τον φιλοξενεί (εφόσον ουσιαστικά είναι παράνομος), αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για ψυχοσωματική αρρώστια και του εκμαιεύει σιγά-σιγά αναμνήσεις, ενοχές, απωθημένες επιθυμίες. Η σταδιακή αυτή αποκάλυψη, ανάδυση του παρελθόντος από το υποσυνείδητο στο συνειδητό γίνεται αβίαστα, «κατά το εικός και αναγκαίο». Γεγονότα που δείχνουν τις ενοχές του Π. από την παιδική του ηλικία, απέναντι π.χ. στο κουνέλι που προοριζόταν για φαγητό και δεν «το σκεφτόταν» συνέχεια ώστε να το προστατεύσει, ενοχές απέναντι στα παιδικά συναισθήματα κατωτερότητας απέναντι στον ανακριτή, ενοχές γιατί λιγοψύχησε όταν τον βασάνιζαν (φρικτά) επί σειρά ημερών, ενοχές απέναντι στον μικρό, ασθενικό αδελφό, του οποίου προκάλεσε και τον θάνατο (αυτή η τελευταία ανάμνηση πρόβαλε και τη μεγαλύτερη αντίσταση, φυσικά). Η Σόνια, με επαγγελματική ψυχρότητα προσπαθεί να τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι το «χρέος» του όχι μόνο το’ χει ξοφλήσει, αλλά βρίσκεται καθαρά στη φαντασία του (βλ. σελ. 120 +++).
Ο ήρωας, μέσα από πολύ ενδιαφέρουσες ψυχολογικές διεργασίες «καθαίρεται», φτάνει σιγά-σιγά στη λύτρωση και φυσικά θεραπεύεται (απ’ το πόδι). Όμως το βιβλίο δεν εστιάζει στην ψυχανάλυση. Η Οντέτ τον περιμένει στην Αμερική και φαίνεται ότι η παλιά του εμμονή (να θυσιάζεται, ν’ αγωνίζεται, να κινδυνεύει, να είναι ΜΑΡΤΥΡΑΣ) έχει ξεπεραστεί. Άλλωστε, όλοι πια τον αντιμετωπίζουν με σεβασμό.
Το νερό λοιπόν «κυλά στ’ αυλάκι», ενώ συναντά κάποιον εξόριστο ναζί (απ’ ό,τι φαίνεται κι αυτός είναι αποδιωγμένος), και στην έντονη συζήτησή τους φαίνονται ανάγλυφα ομοιότητες των δυο συστημάτων, αλλά και της θέρμης με την οποία στρατέυτηκαν οι δυο αντίπαλοι. Η αδράνεια όμως αρχίζει και βασανίζει τον Πήτερ, ενώ στις σελ. 154-156 κορυφώνεται –νομίζω- η τραγικότητα του απογυμνωμένου πια από όνειρα ήρωα:
Γιατί με κοιτάζουν έτσι;/-Δεν σε κοιτάζουν. Το φαντάζεσαι./-Αναρωτιούνται: τι κάνει αυτός εδώ; Γιατί δεν πάει εκεί που ανήκει;/-Μα αφού δεν ανήκεις σε τίποτα, ηλίθιε./-Πώς μπορούμε να ζήσουμε αν δεν ανήκουμε πουθενά;/-Εσύ ανήκεις στον εαυτό σου. Είναι το δώρο που σου έκανα./-Δεν το θέλω· το δώρο σας είναι άκαιρο./-Τότε, τι θέλεις;/- Να μην ντρέπομαι για τον εαυτό μου (…)- Προτού σας συναντήσω, Σόνια ήμουν ηλίθιος. Κι ωστόσο ήμουνα πιο ευτυχισμένος τη νύχτα που κολύμπησα ίσαμε την ακρογιαλιά.
σελ. 157:
« Χάνω το μυαλό μου, σκέφτηκε. Προσευχήθηκα στα σωστά και δεν αστειευόμουν εντελώς. Ο θεός δεν απείλησε τον άνθρωπο αν αποκτούσε τη γνώση του καλού και του κακού; Παράξενος τρόπος να τον ενθαρρύνεις στους ηθικούς νόμους. Το φίδι, συνήγορος της ηθικής τάξης, καταδικάστηκε ανάμεσα σ’ όλα τα ζώα να σέρνεται με την κοιλιά· κι ο Αδάμ δεν πρόλαβε να καταπιεί το μήλο και κρύφτηκε πίσω απ’ τα δέντρα κι άρχισε να φέρεται σα νευρωτικός. Αυτό έμοιαζε σαν επιβεβαίωση των επιχειρημάτων του Μπερνάρ (του ναζί) που έλεγε ότι η δίψα για δικαιοσύνη ήταν ένδειξη νευρασθένειας. Κι ότι η αναζήτηση ηθικών αξιών συνοδεύεται πάντα από κάποια νοσηρότητα (…). Μην περιμένετε από υγιά κίνητρα να σας οδηγήσουν σε νοσηρές πράξεις αυτοθυσίας. Η ευημερία της φυλής βρίσκεται πάνω σε κείνους που πληρώνουν φανταστικά χρέη. Ξεριζώστε τις ρίζες της ενοχής τους και δε θα μείνει παρά η άμμος της ερήμου.
(…) «Θεέ μου», μουρμούρισε, «ποιος θα μου δώσει πίσω τα χαμένα μου χρόνια; Ποιος θα ξοφλήσει αυτή την επιταγή ζωής που έχω στην τσέπη μου; Εκατομμύρια τσαλαβουτάνε σ’ αυτήν την καταστροφή, και μόλις που βρέχουνε τα πόδια τους. Δεν είναι ούτε χειρότεροι, ούτε καλύτεροι από μένα. Γιατί εγώ; Γιατί ειδικά εγώ;»
Μ’ αυτόν τον κυνισμό βλέπει πια το νόημα της θυσίας, και νιώθει μέχρι το τελευταίο κύτταρο του οργανισμού του ότι πολεμάει με σκιές, ότι κυνηγάει χίμαιρες (ήδη ακούει τη φωνή της προδοσίας στην οποία είχε αναφερθεί και ο Μπερνάρ: «Στο κάτω- κάτω, γιατί όχι»;)
Παρόλ’ αυτά, όταν φαίνεται ότι πια είναι ξεκαθαρισμένος, και παίρνει επιτέλους το πλοίο που θα τον πήγαινε στην Αμερική, στην Οντέτ, κατεβαίνει τρέχοντας πανικοόβλητος και ... κατατάσσεται ξανά σε μια αποστολή. Η συνειδητή επιλογή αυτής της παράλογης- πια- και συνειδητά νοσηρής προσφοράς μέχρι αυτοθυσίας αποδίδεται στις σκέψεις του ήρωα (σελ. 177-178) αλλά και στις προσωπικές λογοτεχνικές σημειώσεις του (διήγημα;) που παρατίθενται στο τέλος του κεφαλαίου.
«Ναι, δεχόταν, με τα μάτια ορθάνοιχτα, και περισσότερο «παρόλ’ αυτά» παρά «εξαιτίας» τους. Κι έτσι ήταν. Αν δεχόσουνα έναν δρόμο δεν έπρεπε να ρωτάς για ποιο λόγο, το «εξαιτίας» δεν έπρεπε ν’ αποτελεί ερώτημα. Όποιος λέει «εξαιτίας» θα γνωρίσει τη διάψευση τω ελπίδων του. Δεν υπάρχει στέρεα γη κάτω απ’ τα πόδια του. Μα όποιος δέχεται παρόλες τις έκδηλες αντιρρήσεις του, αυτός θα είναι ασφαλής.
Εκεί βρισκόταν η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη σταυροφορία που είχε τελειώσει με την αρρώστια του και τη δεύτερη, για την οποία ξεκινούσε τώρα. Την πρώτη φορά, είχε ξεκινήσει αγνοώντας τα αίτια της· τώρα, τα ήξερε, μα καταλάβαινε πως τα αίτια δεν έχουνε και τόση σημασία. Βρίσκονται εκεί, σαν το κέλυφος γύρω απ’ το κουκούτσι, παραμένει ανέπαφο, μακριά απ’ τα’ αποτελέσματα και τα αίτια.
Σ’ αυτό το σημείο συνειδητότητας φτάνει ο «σταυροφόρος» - χωρίς σταυρό- μέσα από τα βιώματα και τα συναισθήματα, όχι μόνο μέσα από λογικές διεργασίες (οι οποίες, φαίνεται, εκ των υστέρων φαίνεται να ερμηνεύουν τη στάση του ήρωα).
Έτσι, φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα το motto του τελευταίου κεφαλαίου:
Για μερικούς, ω,
Το να μην είναι μάρτυρες, είναι μαρτύριο.
Ντον
Χριστίνα Παπαγγελή
2 σχόλια:
Δεν διάβασα τη δημοσίευση. Διαβάζω το βιβλίο, μαζί με άλλα πεντε-έξι είναι η αλήθεια, και κρατώ αργούς τους ρυθμούς της ανάγνωσης επίτηδες. Ο Καίστλερ μοιάζει να καταθέτει το απόσταγμα της ιστορίας, όπως και στο "μηδεν και άπειρο". Επί της ουσίας του βιβλίου θα τα πούμε σύντομα(;)
Τώρα μπορώ να συμφωνήσω με όσα γράφεις. Βιβλίο εξαιρετικό, τέτοιο που πρέπει να είναι ένα βιβλίο για να το έχεις στη βιβλιοθήκη. Περισσότερα στο http://anagnosi.blogspot.com/2008/03/454.html
Δημοσίευση σχολίου