Σάββατο, Δεκεμβρίου 07, 2024

Οι πτυχιούχοι, Χρήστος Βακαλόπουλος

Δέν μπορῶ νά δῶ σάν φόρμα αὐτό πού γράφω, γιατί δέν εἶναι φόρμα.
Δέν πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν στήν λογοτεχνία πειράματα ἀλλά ὁράματα.
Ἡ λογοτεχνία γιά μένα εἶναι διατύπωση ὁραμάτων,
δέν εἶναι ζήτημα μορφῆς κατά κανένα τρόπο.
(Από το «Χάος στο χαρτί»)
     Δεν είναι πολλά τα μυθιστορήματα που μας άφησε το ανήσυχο πνεύμα του πρόωρα χαμένου συγγραφέα, δοκιμιογράφου, ραδιοφωνικού παραγωγού και σκηνοθέτη Χρήστου Βακαλόπουλου (που έφυγε από τη ζωή στην ηλικία των 37 χρόνων). Και όπως γράφει κι ο ίδιος στο απόσπασμα που αναφέρθηκε παραπάνω, η γραφή του ακόμα κι όταν πρόκειται για μυθιστόρημα «δεν είναι φόρμα», είναι ελαφρώς χαώδης, λίγο σουρεάλ, λίγο αντισυμβατική, με μια ιδιαίτερη υφή που αποκρυσταλλώνεται πιο χαρακτηριστικά στο «Η γραμμή του ορίζοντος» (1991). Δεν θα έλεγε όμως κανείς ότι αυτή η ιδιοτυπία του Βακαλόπουλου είναι προϊόν επιτήδευσης, αλλά μια απευθείας καταγραφή από τη ροή τη συνείδησης, όπου αποτυπώνονται ο χρόνος (παρελθόν-παρόν-μέλλον) συνειρμικά κι ανάκατα μαζί με όνειρα, φόβους και διαψεύσεις. Έτσι, ο αναγνώστης μεταπηδά συνέχεια σε νέες καταστάσεις και συναισθήματα, που έχουν ωστόσο εσωτερικό ειρμό, ενώ μεσολαβούν ποιητικές εκφράσεις-διαμάντια που στοχεύουν στον πυρήνα, στην ουσία των -ψυχικών- γεγονότων.
     Σε αντίθεση με την «Γραμμή του ορίζοντος» (ο Κωστής Παπαγιώργης το ονομάζει «το καθαυτό βιβλίο»)[1]που είναι μεταγενέστερο, στο «Οι πτυχιούχοι» (1984) υπάρχουν περισσότερα πρόσωπα, ξεκάθαροι χαρακτήρες, έντονοι και πνευματώδεις διάλογοι, ενώ η «πλοκή» είναι και πάλι λιτή (όχι όμως τόσο στοιχειώδης), θα λέγαμε μάλλον ότι είναι άνευ σημασίας. Γιατί ο συγγραφέας μάς μεταφέρει ουσιαστικά στα φοιτητικά χρόνια, στα ακανόνιστα σκιρτήματα των τελειόφοιτων της δεκαετίας του ’70 (και λίγο από χούντα, και λίγο από μεταπολίτευση), στην εποχή επομένως της αμφισβήτησης, της έκστασης, των άκρων, του έρωτα, της μέθης, της αχαλίνωτης περιέργειας, των ξενυχτιών και των αδιέξοδων. Το ύφος του Βακαλόπουλου έχει ειρωνικό χιούμορ και σαρκασμό, κι ακόμα και οι ζοφερές στιγμές δεν έχουν μιζέρια και κατήφεια, αλλά αποδίδουν το παράλογο του κόσμου, με την εφήμερη τρέλα της έμπνευσης. Έχουν τον παλμό της ΝΙΟΤΗΣ.
     Στο «Οι πτυχιούχοι», λοιπόν, έχουμε μια παρέα τελειόφοιτων, για την ακρίβεια «επί πτυχίω», μόνιμα ερωτευμένων μέχρι μέθης- για την ακρίβεια καψουρεμένων- , όπου ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής, ο Μάρκος Μπαρδάς μαζί με τον φίλο του, Σήφη, υποτίθεται ότι διαβάζουν για να δώσουν το τελευταίο τους μάθημα, Οικονομετρία (η αυτοσυσχέτιση ήταν ένα τερατώδες κατασκεύασμα, ικανό να σου προκαλέσει ναυτίες), ενώ κυνηγούν χίμαιρες, χίμαιρες με γυναικείο κατά βάση προφίλ… Η πρώτη πρώτη παράγραφος μάς προϊδεάζει για το περιεχόμενο μια και ο μεγάλος καημός του Μάρκου φαίνεται να είναι η άπιαστη Μίρκα, που τον έδιωξε για πέμπτη(!) φορά (έμαθα ότι δεν πρόκειται να κάνω τίποτα στη ζωή μου, ότι έχω γεράσει ανεπανόρθωτα, όλα συμβαίνουν μέσα στο κεφάλι μου, παραμυθιάζομαι με το παραμικρό, και δεν έχω ιδέα για τις απαιτήσεις μιας γυναίκας).
     Ο Σήφης, στον οποίο καταφεύγει τακτικά ο ήρωάς μας, ειδικός στο να… υπνωτίζει γυναίκες (λειτουργούσε σαν φίδι με μεγάλα σμαράγδια που αναβόσβηναν στη θέση των ματιών), είναι ο σεφ της παρέας (επινόησε μάλιστα το… «τεκίλα φρηζ») ή καλύτερα, η ψυχή της παρέας που μαζεύει τις γκόμενες γύρω του, κάνει ταχυδακτυλουργικά κόλπα, μοιράζει ποτά και δίνει ξεκαρδιστικές συμβουλές στον αδιόρθωτο φίλο του (πώς γίνεται να ενδιαφέρεις πολλά άτομα συγχρόνως; Στέλνεις θετικά κύματα, πρέπει να το προσέξεις αυτό. Το πρωί να κάνεις μερικές ασκήσεις, έχω κάτι καλές. Να διαβάζεις και Οικονομετρία).
 Προσπαθήσαμε να φιληθούμε
 ακριβώς τη στιγμή που είχε απόλυτο σκοτάδι
αλλά αυτή η στιγμή δεν υπάρχει
     Μόνιμα ερωτευμένος κι ο Σήφης καθώς παρελαύνουν απ’ τη ζωή των δυο φίλων απίθανες γυναίκες: πρώτα η «κοντή και ξανθιά», η Μάνια, που «έλεγε κάτι απιθανότητες, ότι η δουλειά μπορεί να γίνει ευχάριστη», που όλο κοιτά τους χάρτες γιατί θέλει να φύγει (κρίμα που οι χάρτες είναι για πέταμα, κρίμα που οι καρτ ποστάλ δείχνουν πάντα αυτόν που τις κοιτάζει) και ονειρεύεται να πάει στην… Κίνα (προφανώς ΠΠΣΠ), αλλά αργότερα «δεν την έλεγα πια ξανθιά γιατί είχε περάσει όλα τα τεστ», και κάθε τόσο ψήλωνε δυο τρεις πόντους! Είναι ακόμα η «σιωπηλή» που φοράει συνέχεια ένα καπέλο-φετίχ, η Αγγελική, που όπως αποδείχτηκε αργότερα -κι αυτή- κάθε άλλο παρά σιωπηλή ήταν, φαίνεται ότι γουστάρει τον Μάρκο τον αφηγητή, και κανονίζει μαζί του να πάνε στο χωριό της (η Μονεμβασιά είναι ο κατάλληλος τόπο για να περάσεις με μια σιωπηλή το τριήμερο), ενώ είναι τελείως απροετοίμαστος όταν τον ρωτά γιατί την ακολούθησε εκεί (μου είχε φανεί ενδιαφέρουσα η προοπτική ενός αψυχολόγητου ταξιδιού όπου κάνεις διαφορετικά πράγματα, κάποιος προσπαθεί να σε καταλάβει κι εσύ διαβάζεις για το πτυχίο). Είναι απίθανη η επικοινωνία τους με τις είκοσι ερωτήσεις που κάνει η «σιωπηλή», τύπου «ποιος είναι ο πιο πολύπλοκος άνθρωπος που γνωρίζεις», αλλά και ο διάλογος με την καλοπροαίρετη μητέρα της Αγγελικής αποβαίνει αποκαλυπτικός, όχι μόνο για το χάσμα των γενεών αλλά για το πόσο ανατρεπτική φαινόταν η νεότερη γενιά στα μάτια της προηγούμενης. Η Αγγελική, εκτός των άλλων, είναι ο μεγάλος και αθεράπευτος έρωτας του Σήφη (ο Σήφης ερωτευόταν μόνο δύσκολες περιπτώσεις).
     Η βαθύτερη όμως και διαρκέστερη σχέση του Μάρκου φαίνεται ότι ήταν η Μίρκα, που στο βιβλίο είναι απούσα και την γνωρίζουμε μόνο μέσω των συνειρμών, μια ακόμα χίμαιρα λοιπόν στον κόσμο του άπιαστου και ακατανόητου. Μας αφηγείται πώς τη γνώρισε μια κουφή πρωτοχρονιά σε γλέντι του Δημοσθένη, και πώς και γιατί χώρισαν. Ελαφρώς κυριαρχική/απαιτητική (η σχέση μας δεν έχει παρόν και βασίζεται στην απουσία), πολύ νευρική τις Κυριακές, πολιτικοποιημένη –όπως όλοι άλλωστε εκείνη την εποχή- αλλά όχι στρατευμένη, κάνει «συναισθηματικό σαμποτάζ» στον ασταθή μας ήρωα (αυτό ήταν που φοβόμουν περισσότερο, όταν έμοιαζε ήρεμη ήταν έτοιμη να αναποδογυρίσει το σύμπαν). Στο συγγραφικό παρόν έχει εγκαταλείψει τον Μάρκο κι έχει πάει στη Δανία (σκεφτόμουνα ότι καμιά γυναίκα δεν σε αφήνει ποτέ, στην πραγματικότητα την έχεις αφήσει εσύ πολύ πιο πριν, χωρίς να το ξέρει).
     Στην Κεφαλονιά -μεταπηδάμε αιφνιδίως στο παρελθόν-οι δυο φίλοι με την υπόλοιπη παρέα (Μίρκα, Δημοσθένης, φιλενάδα του) γνωρίζουν τη νέα χίμαιρα, την όμορφη, μοιραία Μιμή που ντύνεται πάντα στα άσπρα, που «δεν είχε περάσει ποτέ από οργανώσεις παρόλο που ήταν από τις ανήσυχες ξανθιές», και που βρίσκει κι αυτή τον ήρωά μας «τρελό και πολύ χαριτωμένο», του προτείνει μάλιστα να πάνε μαζί στην Ιταλία (δεν είχα καμιά όρεξη να πάω στους αυτόνομους, πάλι θα τρώγαμε μακαρόνια πάνω στα ηχεία/«αγαπητή Μιμή, είναι αδύνατο, περιμένω τη Μίρκα»/βαρέθηκα να μου μιλάς για τη Μίρκα, δεν μπορείς να πεις τίποτα πρωτότυπο;).Ταξιδέψανε και στην Ιθάκη (στα μικρά ταξίδια πρέπει κανείς να ξέρει να μένει άναυδος), αγκαλιάστηκαν (το δέρμα της Μιμής είχε την ποιότητα του μεταξιού), η Μιμή την τελευταία μέρα φορούσε μαύρα, η Μίρκα δήλωσε «πολύ ερωτευμένη»!
      Βλέπουμε τον κυρίαρχο ρόλο άστατων γυναικών καθώς οι φίλοι επί πτυχίω περιδιαβαίνουν τον κόσμο, την πόλη, τα νησιά, τις ιδέες, τους δημόσιους χώρους, τα ξενυχτάδικα –εφήμερα/αιώνια πετάγματα φίλων, συγκατοίκων και εραστών (όπως γράφει κι ο Κωστής Παπαγιώργης, «το αιώνιο μπορεί να είναι μια πολύ καθημερινή υπόθεση») [2]. Το μόνο όμως πιο σταθερό πρόσωπο –ίσως και πιο ολοκληρωμένο- είναι η γιαγιά του Μάρκου (ήξερε από τα πριν τις ζωές όλων μας/πολύ σοφή ώστε να τα βάφει μαύρα), στην οποία καταφεύγει η παρέα (όχι μόνο ο εγγονός), εφόσον έχει αναλάβει ως «μυστικοσύμβουλος» όλων· ένα είδος «φύλακα αγγέλου», η απίθανη τρυφερή γιαγιά που όλοι ονειρεύονται να έχουν, που έχει το χάρισμα της ενσυναίσθησης ακόμα και βλέποντας μια φωτογραφία, που είναι ο καλός ακροατής με τη γλυκιά κουβέντα στο στόμα, που μαλώνει σιγανά κι από αγάπη. Η γιαγιά που λέει ιστορίες -που κατά τη Μίρκα «είναι ή ψέματα, ή πόζες» (και λοιπόν; Όλες οι ιστορίες είναι πόζες, όλες τις ιστορίες τις σκεφτόμαστε φωτογραφικά, γιατί όχι κι αυτές που μας ανήκουν;). Κάθε κουβέντα της γιαγιάς είναι βαθιά ριζωμένη σε σοφία αιώνων (-Ξέρεις πότε θα γίνεις πραγματικά ευτυχισμένος; -Όχι. -Τη στιγμή που θα αισθανθείς απόλυτη εμπιστοσύνη στα πράγματα).
     Ενδιαφέρον έχει κι ο αλλοπρόσαλλα γοητευτικός χαρακτήρας του Σήφη. Μέσα απ’ το πρίσμα του φίλου του (του αφηγητή) τον βλέπουμε να είναι ικανός για όλα, γεμάτος έμπνευση και πάθος (μίλησε για τη μαγειρική υποστηρίζοντας ότι ο τρόπος που μοντάρεις τις τροφές εκφράζει την ψυχική σου διάθεση)· πέφτει «ημιθανής» στο πάτωμα από πιοτό και καψούρα, δίνει απίστευτες ερμηνείες στον μπλεγμένο συναισθηματικά φίλο του, μεταπηδά από την τέλεια απραξία στο απίθανο ξεφάντωμα, κάνει όρκους αγνότητας για πλάκα και τους τηρεί, γράφει κείμενα με αχαλίνωτη φαντασία (όταν… ερωτεύεται) κι ερωτεύεται πολύ συχνά…
     Βλέπουμε μοτίβα, ή μάλλον θέματα που επανέρχονται στο μεταγενέστερο «Η γραμμή του ορίζοντος» και φαίνεται απασχόλησαν ιδιαίτερα τη σκέψη του συγγραφέα: η έννοια της πόλης, της αστικής ζωής, η Κυψέλη της δεκαετίας του ’60 (η «χαμένη Ατλαντίδα»), ο κινηματογράφος Κυψελάκι, το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς· το Βυζάντιο («η μαύρη τρύπα της ιστορίας της ανθρωπότητας») και οι σταυροφόροι που απειλούν τη Βασιλεύουσα. Η μουσική και η σιωπή που είναι κι αυτή μουσική, και η αμφιλύκη του απογεύματος.
     Τέλος, δεν είναι αποστασιοποιημένο πολιτικά το βιβλίο, παρόλο που η -έντονη εκείνη την εποχή- πολιτική ζωή είναι σε δεύτερο πλάνο για τους ανήσυχους και ευφάνταστους ήρωές μας. Άλλωστε, ο Μάρκος γνώρισε τον Σήφη  καθώς βρέθηκαν, άθελα κι απροετοίμαστα, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου (…και πρόβαλε η μουσούδα ενός τανκ κι αυτό ήταν που ήθελα να τους πω, ο θάνατος δεν ήταν γεγονός, ήταν το τελευταίο γεγονός μετά από το οποίο κανένα γεγονός δεν είχε σημασία, περνούσαμε κατευθείαν στον χώρο του αοράτου). Γενικότερα όμως, υπάρχουν πινελιές που αποδίδουν το κλίμα της εποχής, για μας τους συνομήλικους που το ζήσαμε στους ίδιους δρόμους (της Νομικής/Φιλοσοφικής της Αθήνας): ειρωνικές κι αποστασιοποιημένες αναφορές στο ΚΚΕ, στην ΚΝΕ και στον Ρήγα Φεραίο (το Εσωτερικό μόλις είχε ανακαλύψει το πανκ από δίσκους εισαγωγής), στην ΠΠΣΠ και σε συνελεύσεις στις αίθουσες της Νομικής, στις ατέρμονες συζητήσεις για την «κυρίαρχη ιδεολογία» ή για «θέματα που απασχολούσαν μόνο τους εξωγήινους και την Τρίτη Διεθνή», στο φιλικό ξύλο που έπεφτε κάθε Δεκέμβρη στις σχολές για να αποχαιρετιούνται όλοι και να κάνουν ήρεμοι γιορτές, χωρίς κάψες· σε άρθρα για τις μαθητικές κοινότητες , σε προβοκάτορες, σε εχθρούς του λαού· σε καταλήψεις (πρέπει να καταλάβεις όλη την πόλη για να τη βρεις) που μοιάζουν με «φεστιβάλ αποτυχημένων κομμουνιστών, ενώ το «φοιτητικό κίνημα είναι σαν παγάκι»…
     Ωστόσο, αν ενστερνιστούμε την -τρέχουσα την εποχή εκείνη- άποψη ότι «κάθε τι είναι πολιτικό», αυτή η στάση ζωής που προβάλλεται στο βιβλίο (λίγο απόσταση, λίγο τρέλα, λίγο σουρεάλ, ειρωνεία, έμπνευση, και αθεράπευτη καψούρα), είναι άκρως πολιτική
     Κλείνοντας,
     …δεν άντεξα στον πειρασμό να μη μεταφέρω εδώ προτάσεις και φράσεις που υπογράμμισα:
     Να ξεκινάς τη μέρα χωρίς να ξέρεις πού θα καταλήξεις και να αποφασίζεις με τη βοήθεια παιχνιδιών, δεν μπορούσα να φανταστώ καλύτερη πραγματικότητα για το μέλλον.
     Έπνεε ένας άνεμος ασυναρτησίας.
     Άρχιζε τότε ένα ψυχολογικό πηγαινέλα κι απ’ τον παράδεισο πήγαινες κατευθείαν στην κόλαση.
     Έπρεπε οπωσδήποτε να πάρουμε πτυχίο, αλλιώς θα ήμαστε καταδικασμένοι να ερωτευόμαστε συνέχεια, την πρώτη τυχούσα, την τελευταία άγνωστη.
      Αδύνατο να ξεφύγεις απ’ την πανσέληνο.
     Τα νεύρα μου είχαν τεντωθεί σαν αψίδες.
     Η πανσέληνος δημιουργεί εκρήξεις λόγου, καταρράκτες λέξεων, ωκεανούς φωνηέντων και συμφώνων (…)
     Νόμιζαν ότι είναι πτυχιούχοι.
     Το τελευταίο δίμηνο με τράβαγε κάτι μέσα στη γη κι όχι κατά μήκος της επιφάνειας, με μαγνήτιζε μια κάθετη κι όχι μια οριζόντια κίνηση.
     Το πιο δύσκολο ήταν να μείνεις ακίνητος και να υποτάξεις την πόλη στον ρυθμό σου.
     Το καλοκαίρι είναι αχρονικό.
     Το να ζεις είναι σα να γράφεις με ψευδώνυμο.
     Μπορεί λοιπόν να μεγαλώναμε όλοι σ’ ένα θερμοκήπιο και να μην το ξέραμε.
     Το πιο πετυχημένο φιλί είναι αυτό που εν ξέρεις ούτε πότε άρχισε ούτε πότε τέλειωσε.
     Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τον κόσμο μόνο όταν ερωτεύονται, δεν τους νοιάζει όμως πια και δεν κάνουν τίποτα γι’ αυτό.
     Έσταζε μια βρύση πίσω μου, και κάθε σταγόνα έφερνε μια εικόνα που έσκαγε, απλωνόταν κι ύστερα έσβηνε.
     Ξαφνικά άρχισα να χάνω τη ματιά μου, να μην έχω αντικείμενο να παρατηρήσω
     Η ζωή δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει κανένας σκοπός, μετράει μόνο η εμπειρία, κι αυτή είναι ακατανόητη.
     Αργά το απόγευμα η ζωή πήρε διαστάσεις αντικατοπτρισμού.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Κωστή Παπαγιώργη, «Γεια σου Ασημάκη», σελ. 104
[2] «Γεια σου Ασημάκη», σελ. 37

Δεν υπάρχουν σχόλια: