Παρασκευή, Αυγούστου 02, 2024

Ο θαυμαστός μανδαρίνος, Ασλί Ερντογάν

Σε κάθε χάδι της γυναίκας πρόβαλλε κι από μια πληγή
στο σώμα του μανδαρίνου·
ήταν οι πληγές που είχαν ανοίξει η πάλη τα χτυπήματα,
τα σπαθιά και τα μαχαίρια.
Είχανε μείνει κρυφές ως τη στιγμή που ένιωσε
ειλικρινές ενδιαφέρον και τρυφερότητα.
     Γραφή εξόχως ποιητική, ύφος εξομολογητικό, βαθύ υπαρξιακό, γύρω από τη μοναξιά, τη ζωή και τον θάνατο, τον έρωτα και τον χωρισμό. Πολύ διεισδυτική η ματιά της τολμηρής, νεαρής Τουρκάλας συγγραφέα, που σπούδασε Φυσική κάνοντας ειδική έρευνα πάνω στα… στοιχειώδη σωματίδια στο CERN!
     Πρόκειται για δύο εκτεταμένα διηγήματα στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου («Ο θαυμαστός μανδαρίνος» και «Ένας επισκέπτης από τη χώρα του παρελθόντος»), και τέσσερα πολύ μικρά «αφηγήματα» ενδιάμεσα. Όλα στην ίδια πάνω κάτω θεματολογία, σε πρωτοπρόσωπη, εξομολογητική- σχεδόν ημερολογιακή- γραφή διακοπτόμενη από σκέψεις, μνήμες και στοχασμούς, επικοινωνούν εσωτερικά. Γυναίκα η αφηγήτρια στο πρώτο και άνδρας στο τελευταίο, θα μπορούσε όμως όλα να υπαγορεύονται από το ίδιο πρόσωπο. Άλλωστε είναι φανερό, κι επιβεβαιώνεται από το εισαγωγικό σημείωμα της μεταφράστριας Ανθής Καρρά («Η Ασλί Ερντογάν και η τρέλα της γραφής») ότι σε όλα τα αφηγήματα είναι πολύ έντονο το προσωπικό βίωμα (χωρίς να είναι καθαρά «αυτοβιογραφικά»), καθώς, όπως η ίδια η συγγραφέας ομολογεί σε συνέντευξη, έγραφε για να εκτονώσει την πίεση της δουλειάς και της προσαρμογής στην ξένη χώρα, συγκεκριμένα στη Γενεύη.
      Στην κόγχη του χαμένου ματιού   
      Δεν μαθαίνουμε ποτέ τι ήταν αυτό που έκανε την αφηγήτρια της πρώτης ιστορίας να αποκτήσει αυτήν την οδυνηρή πληγή στο δεξιό μάτι, δυο βδομάδες μετά τον χωρισμό της με τον μεγάλο της έρωτα, τον Ισπανό Σέρτζιο. Η ηρωίδα στο «σήμερα» περιπλανιέται στην Παλιά Πόλη της Γενεύης, που ήταν γεμάτη από ψυχές, φαντάσματα και μνήμες, αλλά και σε σκοτεινούς κι έρημους δρόμους στις νυχτερινές της περιηγήσεις, στο κέντρο της πόλης ή στη λίμνη Λεμάν, στις γειτονιές των προσφύγων («Πακί»), ακόμα και σε κακόφημες γειτονιές. Μια συνήθεια που όπως λέει είχαν με τον Σέρτζιο (μια πόλη αρχίζει να ζει μόνο όταν υπάρχει σ’ αυτήν κάποιος που αγαπάς). Οι μοναχικοί αυτοί περίπατοι δίνουν αφορμή για μυριάδες σκέψεις, αναπολήσεις και μνήμες, αναστοχασμούς της παράδοξης πορείας της ζωής της. Παρόλο που είναι ακόμα πολύ νέα, αναφέρει για το παρελθόν: «η ζωή μου ήταν γεμάτη από συρματοπλέγματα, κι εγώ αγωνιζόμουν απελπισμένα να σπάσω τα αιχμηρά εκείνα σύρματα με κίνδυνο κι η ίδια να πληγωθώ». Νιώθει ανάμικτα συναισθήματα για την πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολη (η Τουρκία μού είχε κλέψει την εφηβεία μου και καμιά χώρα δεν μπορούσε να μου τη δώσει πίσω) όπου ως γνωστόν οι γυναίκες ζουν μέσα στον φόβο και τη θλίψη, χωρίς αυτοπεποίθηση και με χιλιάδες ενοχές για τις σωματικές τους επιθυμίες. Ωστόσο, είναι στιγμές που η νοσταλγία την κυριεύει, νοσταλγία «για τη γλώσσα της, τη γη και τους ανθρώπους της». Γιατί δεν παύει να νιώθει ξένη, μια αλλοπρόσαλλη, αχαλίνωτη κι άπιστη ξένη…
Δεν ήμουν παρά ένα κενό, μια ερμηνεία, ένα ερωτηματικό,
ένα βλέμμα, ένα τίποτα δηλαδή στην καρδιά της ζωής  
     Σίγουρα πρόκειται για μια σίγουρη κι ανεξάρτητη κοπέλα που έκανε από τα χρόνια της εφηβείας την «εξέγερσή της», δεν φοβόταν το σκοτάδι (εξωτερικό κι εσωτερικό), τη μοναξιά, τον κίνδυνο (αναζητούσα τα σκοτάδια σαν την αγριόγατα που βρέθηκε σε έναν δρόμο μακριά από το δάσος της/από τότε μάλιστα που έμεινα με ένα μάτι, δεν με νοιάζει πλέον τίποτα). Η τόλμη της φαίνεται σε χαρακτηριστικά επεισόδια της λεπτής, νευρικής, περιπλανώμενης γυναίκας, που είναι μονόφθαλμη και φαίνεται αξιολύπητη (δεν μπόρεσα να μάθω να φοβάμαι τη νύχτα και το σεξ, κι ας έπρεπε, ίσως επειδή συμβόλιζαν την ελευθερία).
      Μετά τον χωρισμό ξενυχτάει μέχρι πρωίας στα «θλιβερά της καφενεία» και καταφεύγει στη γραφή (γράφω, γράφω ασταμάτητα, στιγμή δεν σηκώνω τα μάτια/γράφοντας μεταμορφώνομαι σε μιαν άλλη ύπαρξη). Είναι η κατάσταση που η ίδια ονομάζει «τρέλα», μια τρέλα που μεγαλώνει τις νύχτες.
Η αγάπη έχει ένα μάτι παραπάνω
(Το δεξί μου μάτι είναι πολύ πιο σοφό
από κάποια άλλα που δεν έχουν χάσει το ταίρι τους·
θα μπορούσε μάλιστα να το πει κανείς και λιγάκι πολύξερο)
     Ο ανυπόφορος πόνος στο δεξιό μάτι, όταν ακόμα είναι πρόσφατη η πληγή, δίνει «σουβλιές στη συνείδηση» (είχα αρχίσει να αμφιβάλλω πως μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο πραγματικό πέρα από τον σωματικό πόνο). Καταλαβαίνει ότι η όψη της μπορεί να είναι τρομακτική για τους άλλους, η κόγχη γίνεται ένας απαίσιος λάκκος (κι εδώ ας αναφέρουμε σύντομη την σημείωση της Ανθής Καρρά, ότι η λέξη sağ στα τουρκικά σημαίνει όχι μόνο δεξιός αλλά και γερός, υγιής, στέρεος, ενώ η λέξη boşluk, σημαίνει κοιλότητα, λάκκος, κενό). Ωστόσο το «μισό αυτό βλέμμα» γίνεται η αφορμή της μεταστοιχείωσης του κόσμου, εκφράζει μια σιωπηρή κραυγή που εμπεριέχει το σκοτάδι του βλέμματος, την απουσία της ύπαρξης. Όπως διατυπώνει αλλού, με το ποιητικό της ύφος, το κενό και το σκότος συναντούν την ύπαρξη και το φως.
     Ασφαλώς οι πιο ωραίες σελίδες που μας χαρίζει η συγγραφέας αναφέρονται στον αδιέξοδο, βαθύ και τρυφερό έρωτα προς τον Σέρτζιο, και φυσικά στον χωρισμό. Διάσπαρτες είναι οι σελίδες αυτές αφού συνειρμικό είναι το νήμα της αφήγησης. Το «άψυχο, πορσελάνινο» πρόσωπο, το «παγόβουνο μέσα στην καρδιά» της καταρρέουν μπροστά στο γεμάτο στοργή και ευαισθησία πλησίασμα του Σέρτζιο (δεν θυμάμαι καθόλου πώς έγινε και τον ερωτεύτηκα ξαφνικά με τόσο πάθος).
     Ο Σέρτζιο ίσως ήταν το ετερώνυμο της αφηγήτριας, εφόσον η ίδια τον χαρακτηρίζει «αθεράπευτο κυνηγό της ευτυχίας» (ήμουνα μια αιώνια εξόριστη, ενώ εκείνος ένας αιώνιος ταξιδιώτης), ενώ εκείνη νιώθει ότι τη στοιχειώνει το παρελθόν . Εκείνος ρουφούσε άπληστα κάθε στιγμή χωρίς να χάνει τον εαυτό του, η αφηγήτρια αναζητά «καταφύγιο σαν την αγριόγατα που βρέθηκε μακριά από το δάσος της». Ωστόσο, να που παραδίνεται άνευ όρων σ’ αυτό το καταλυτικό συναίσθημα (ήθελα να ανακαλύψω τη χαρά να εμπιστεύεσαι κάποιον, να υποτάσσεσαι στην αγάπη, να παραδίνεσαι στο πάθος χωρίς όρους και χωρίς να περιμένεις κάποιο αντάλλαγμα, χωρίς να ονειρεύεσαι καν την ευτυχία, μονάχα στο όνομα της αγάπης/δεν ήμουν ευτυχισμένη όταν ήμουν με τον Σέρτζιο, αλλά κάτι πέρα απ’ αυτό· ήμουνα ζωντανή, μπορούσα να ανασαίνω).
     Ο έρωτας για την ηρωίδα είναι η ίδια η ύπαρξη και η συνείδησή της, τα σώματα που σμίγουν «τόσο παράφορα και φυσικά σαν δυο ποτάμια», ζουν σ’ ένα «σύμπαν ηδονών», χωρίς παρελθόν και μέλλον.
     Σε κάθε χωρισμό βρίσκω τη γεύση του θανάτου
      Δεν γνωρίζουμε τις ακριβείς συνθήκες χωρισμού, ούτε από ποιον προήλθε αυτή η απόφαση. Ωστόσο, η «αχίλλειος πτέρνα» είναι ακριβώς αυτή η αντίθεση που τους έφερε κοντά: η τρυφερότητα του Σέρτζιο κι η προστατευτικότητά του συγχέεται στο μυαλό της με τάση για εξουσία (δεν ήξερα πώς να διαχωρίζω την επιθυμία προστασίας από την επιθυμία κυριαρχίας). Οι εξομολογήσεις της ηρωίδας και οι μύχιες σκέψεις της δείχνουν έναν άνθρωπο τόσο πληγωμένο και περήφανο, που δεν μπορεί να πιστέψει στα αληθινά συναισθήματα του άλλου (έχει πιστέψει πως η μαγική δύναμη της αγάπης του είναι ικανή να θεραπεύσει και τις πιο βαθιές πληγές/θέλει να με μεταμορφώσει σε μνημείο πόνου, ένα αντικείμενο λατρείας που θα γονατίζει μπροστά του για να εξιλεωθεί. Νιώθω μίσος εκείνη τη στιγμή για τον Σέρτζιο).
     Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που στα γραφτά της πλάθει μια φανταστική ηρωίδα, την Μισέλ, όταν πια τα έχει χάσει όλα… Μια περσόνα ξεκάθαρα, όμορφη, μαυρομάλλα, η γυναίκα που όλοι οι άντρες ερωτεύονται, μια γυναίκα που θα την ερωτευόταν και ο Σέρτζιο. Μια γυναίκα-οπτασία με αυτοπεποίθηση και περηφάνια, απερίσκεπτη, παράτολμη και ριψοκίνδυνη, με γάργαρο γέλιο, γεμάτη πάθη και όρεξη για ζωή (ήταν φτιαγμένη στο όνομα της ζωής, από την ίδια την ουσία της ζωής. Όπως ο Σέρτζιο). Η φαντασία συνυφαίνεται με την πραγματικότητα όταν συναντά μια πραγματική Μισέλ, που σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια της (όσο κι αν ήταν πρόσωπο της φαντασίας, είχε δημιουργηθεί στο όνομα της ζωής, δεν ήταν σαν κι εμένα, ένα φάντασμα).
     Ένας επισκέπτης από τη χώρα του παρελθόντος
Εκείνη ήταν ένα δυστυχισμένο παιδί,
κι εγώ από την αρχή ένας γέρος άνδρας
     Μεγάλη εσωτερική συγγένεια έχει το τελευταίο αυτό διήγημα με το πρώτο, μόνο που όπως είπαμε, ο αφηγητής είναι άνδρας. Ζει κι αυτός στην Ελβετία με τη σκέψη του στην Ιστανμπούλ (και ιδιαίτερα στην Τσάμλιτζα που την ονομάζει «η Ελβετία της Ιστανμπούλ»), έχει στοιχειώσει την σκέψη του μια γυναίκα που την έχασε πριν ένα χρόνο από μοιραία αρρώστια, και γράφει για να ξεφύγει από το άγγιγμα του θανάτου (όλες τις πηγές της ευτυχίας της ζωής μου, τον έρωτα, την τέχνη, τη μουσική, την ποίηση, τα βουνά, ό, τι υπήρχε, τα έκανε ξαφνικά, με ένα χτύπημα, ο θάνατος κομμάτια, για να μη μπορέσω να συνέλθω ποτέ/ τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος για να μπορέσει έστω και λίγο να ελέγξει, να καθυστερήσει τη συντριβή που νιώθει στην ψυχή του; Μπορεί να μεθύσει, να κάνει έρωτα, να κλάψει, να γράψει).
     Η «τρέλα της γραφής» είναι πιο παρούσα στο διήγημα αυτό, μιας και ο ήρωας παραθέτει αυτούσια κομμάτια των «γραπτών του», θραύσματα του παρελθόντος (έγραφα σαν να κομμάτιαζα το χαρτί, σαν να διέπραττα κάποιο έγκλημα). Ωστόσο έχει πλήρη επίγνωση ότι υπάρχει «άβυσσος ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις λέξεις» (όπως όλοι οι αφηγητές, έτσι κι εγώ αστοχούσα στην αλήθεια). Αναπολεί τις στιγμές γνωριμίας με την παράξενη κοπέλα, τις βόλτες τους στο Ουσκουντάρ, μιλάει για τον φόβο της απώλειας, για την διαρκή αναζήτηση (κάπου έπρεπε να βρίσκεται μια πίστη, μια σκέψη, ένας άνθρωπος που να κάνουν τη ζωή άξια να τη ζήσεις).
     Για τον αφηγητή το νόημα της ζωής υπήρξε η γυναίκα αυτή με την οποία η επικοινωνία ήταν σπάνια και αβίαστη (γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον μέχρι την πιο κρυφή του γωνιά). Μια γυναίκα που του θύμιζε λύκαινα λόγω του «κρύου, μεταλλικού γκρίζου των ματιών της» με το «διαπεραστικό και άσπλαχνο βλέμμα» (γκριζογάλανα μάτια έχει και η αφηγήτρια τη πρώτης ιστορίας) –άλλωστε, η «φοβισμένη της αγριάδα» θυμίζει πάλι την ηρωίδα του «θαυμαστού μανδαρίνου». Επιπλέον, η αίσθηση ότι πίσω από την σκληρότητά της κρυβόταν η ανάγκη για τρυφερότητα, είναι και η βασική ιδέα του μύθου του μανδαρίνου (βλ. motto). 
     Μνήμες από ώρες νυχτερινής περιπλάνησης και εξομολογήσεων, έρωτες στα… νεκροταφεία, στιγμιότυπα από τις αντιφάσεις της που κι αυτές τις αγάπησε (οι πιο ουσιώδεις πλευρές των ανθρώπων κρύβονται στις αντιφάσεις τους). Ζούσε σ’ αυτόν τον κόσμο σαν επισκέπτης από άλλον πλανήτη, γράφει γι’ αυτήν. Γράφει τι αγαπούσε απ’ αυτήν αλλά και τι απεχθανόταν, κυρίως την παραίτησή της όταν πια παραδόθηκε στην αρρώστια. Γιατί τότε «η ζωή γίνεται κόλαση μαζί της». Ωστόσο, το γράμμα που άφησε εκείνη σε κείνον, λίγο πριν τον θάνατο, είναι συγκλονιστικό, μα οι λέξεις είναι πολύ λίγες, κατά τον αφηγητή, για να περιγράψει τι ένιωσε (δεν είχα μια δική μου γλώσσα, αν μιλούσα, θα μιλούσα τη γλώσσα της έλλειψης).
     Γράμμα σ’ εσάς
Η πιο τσουχτερή βία είναι η βία της σιωπής
     Στην Α

     Φεύγοντας

     Ταξίδι στο βάθος του καθρέφτη (εικόνες)

     Ξεχασμένα χώματα

     Η απώλεια, ο θάνατος, ο χρόνος, η μοναξιά, ο χωρισμός ανακυκλώνονται σ’ αυτά τα πολύ σύντομα αφηγήματα, πάντα με πρωτοπρόσωπη αφήγηση κι από διαφορετική οπτική γωνία. Το ύφος γίνεται όλο και πιο ελλειπτικό, πιο ποιητικό και συνειρμικό. Το μοτίβο του «θαυμαστού μανδαρίνου» το βλέπουμε στο «Στην Α» (όπου παρεμπιπτόντως έχουμε την αίσθηση ότι μιλάει ο Σέρτζιο μετά από χρόνια): μονάχα όταν ενδιαφέρθηκες εσύ άρχισαν να ματώνουν οι πληγές μου, κι όμως ήταν πάντα εκεί.
     Επαναλαμβανόμενες αναφορές βλέπουμε και σχετικά με τους… Ερυθρόδερμους, πιο έντονα στο τελευταίο «Ξεχασμένα σώματα», που είναι αφιερωμένο στην ινδιάνικη, περήφανη ψυχή, αλλά και στον «Επισκέπτη από την χώρα του παρελθόντος».
    Αντιγράφω δύο αποσπάσματα που προσωπικά με άγγιξαν πολύ:
     Σελ. 142:
     Όταν άνοιξα στο σκοτάδι τα μάτια μου τον θυμήθηκα. Τα μάτια του που είναι χωρίς βλέμμα, μάτια αγάλματος. Να αρνιόταν να είναι το κενό, μονάχα το κενό, να αποκτούσαν ένα βλέμμα τα μάτια του, για μια στιγμή μονάχα ένα βλέμμα, να’ βλεπα την εικόνα μου στις κόρες των ματιών του που μικραίνουν, ν’ άκουγα έναν ήχο αντί για την ηχώ του τίποτα.
     Και, σελ. 137:
     Δεν μιλώ για τη νοσταλγία που νιώθει κανείς για το παρελθόν· το παρελθόν δεν ήταν πιο ευτυχισμένο απ’ το παρόν, δεν αναρωτήθηκα ποτέ αν ήταν. Μιλώ για τη θλίψη που νιώθω γιατί κυλά ακατάπαυστα ο χρόνος, γιατί «η στιγμή αυτή» γίνεται παρελθόν. Θαρρείς πως πηγαίνω κατά μήκος ενός μεγάλου ποταμού, δεν επιτρέπεται πουθενά να σταματήσω και να βγω στην όχθη, δεν μπορώ να δω τίποτα για δεύτερη φορά.
(…)Μιλώ για την καθαρή θλίψη των στιγμών που φεύγουν η μία μετά την άλλη, σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ.

Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: