Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2024

Νερό καμένο, Carlos Fuentes

     Στην καρδιά του Μεξικάνικου πολιτισμού μάς βάζει ο γνωστός Μεξικανός μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος με τα τέσσερα αφηγήματα-νουβέλες που περιλαμβάνονται στο μικρό αυτό βιβλίο. Δικαιολογημένα το «Νερό καμένο» έχει τον υπότιτλο «αφηγηματικό κουαρτέτο»: Με επίκεντρο το Μέξικο Σίτι (που, ως γνωστόν, είναι χτισμένο πάνω σε λιμναία περιοχή, πάνω στην παλιά πρωτεύουσα των Αζτέκων)[1], ξεδιπλώνονται τέσσερις ιστορίες χαλαρά συνδεδεμένες μεταξύ τους, όπου αναδεικνύονται όλες οι τεράστιες αντιθέσεις (ταξικές, κουλτούρας, πολιτικής) που συνυπάρχουν και συγκρούονται στην πολύπαθη αυτή πόλη (και κατ’ επέκταση χώρα). Κυρίως όμως αναδύεται το μεξικάνικο πνεύμα, όπως έχει διαμορφωθεί από τις ιδιάζουσες ιστορικές συγκυρίες και τους λαούς που συνθέτουν τον πληθυσμό του.
     Στρατηγοί, τσιφλικάδες, υπηρέτες, πόρνες, επαναστάτες, επαναστάτριες, προδότες, καπιταλιστές, μοιραίες γυναίκες και προστάτες των αδύναμων παρελαύνουν σε βάθος τριών γενεών, ενώ η πυκνή γραφή του Φουέντες κινείται σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα: ιστορικό, ψυχογραφικό, πολιτικό, κοινωνικό. Η χώρα των μεγάλων αντιθέσεων δεν έμεινε αλώβητη από την επέλαση του 20ου αι.: οι αντιθέσεις αυτές, με την βιομηχανική επανάσταση, τον καπιταλισμό και την τεχνολογική έκρηξη οξύνθηκαν σε υπέρμετρο βαθμό: παρθένα φύση αγκαλιά με απέραντες, πολυπληθείς τσιμεντουπόλεις· ακραία θρησκευτικά πάθη συνυπάρχουν με συνεχείς επαναστάσεις· έκλυτα ήθη συνδυάζονται με θρησκευτική πίστη και ευλάβεια, ενώ το παλιό με το καινούριο συνυφαίνονται ή ανταγωνίζονται το ένα τ’ άλλο.
     Θαρρείς μέσα από τις απλές σχετικά ιστορίες διαγράφεται όλη η ιστορική πορεία του Μεξικού. Όπως γράφει γράφει η εικαστικός Κυριακή Κώστα  με αφορμή το εικαστικό καλλιτεχνικό της έργο «στην online έκθεση "Energy Systems" του Well Projects», για το οποίο εμπνεύστηκε από το βιβλίο του Φουέντες: «Το «Νερό Καμένο» διηγείται θανάτους και αναγεννήσεις της πόλης του Μεξικό, όπως ένας φοίνικας ανατέλλει από τις στάχτες του. Αφιέρωσα πολύ χρόνο μελετώντας τη γραφή του Φουέντες και συνέλεξα τα στοιχεία που σχετίζονταν με το "υγρό στοιχείο" και την "κίνηση". Τα ακόλουθα διηγήματα παίζουν με τις έννοιες της ροής, της συνέχειας και της αλλαγής. Λειτουργώντας σαν αφηρημένο επιστολικό διήγημα, οι σχετικές με το νερό λέξεις του Νερού Καμένου γίνονται νέες ρευστές ιστορίες».
     Στο «αφηγηματικό κουαρτέτο», πέρα από την κοινή θεματική των διηγημάτων (η πόλη του Μεξικού, οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις, οι εγκληματικές ενέργειες, οι ραγδαίες αλλαγές των ηθών μέσα σ’ έναν αιώνα) κάποια πρόσωπα τα συναντάμε σε διαφορετικό περιβάλλον, κάποιοι από κομπάρσοι γίνονται πρωταγωνιστές και τούμπαλιν, ή κάποια πρόσωπα τα βλέπουμε από άλλη οπτική γωνία.
     Α. Η γιορτή της μητέρας
Ποτέ δεν θα ξαναγίνει τέτοια επανάσταση
     Αφηγητής εδώ είναι ο Πλουτάρκο Βεργάρα, εγγονός του περίφημου στρατηγού Βισέντε Βεργάρα, οπαδού πάλαι ποτέ του Ομπρεγόν, και επονομαζόμενου «Κοψαρχίδη» (είχε διατάξει να κόψουν τ’ «αποτέτοια» κάποιου αιχμαλώτου που τόλμησε να τον πειράξει για το όνομά του (βεργάρα= κοντάρι)). Ο εγγονός μνημονεύει τα έργα και ημέρες του παππού του δείχνοντας απέραντο σεβασμό και θαυμασμό στον άνθρωπο αυτόν, που τώρα βέβαια είναι ένας ξεμωραμένος γέρος, αλλά κάποτε ήταν λοχαγός των «Dorados» (τάγμα ιππικού του Πάντσο Βίγια) πολεμώντας στο πλευρό του «Κένταυρου του Βορρά» στα μακρινά χρόνια της μεξικανικής επανάστασης (1910-1920)[2]. Ύστερα έγινε ο συντ/ρχης Βεργάρα υπηρετώντας τον Καράνσα (πρώτο ηγέτη της επανάστασης), όταν όμως ο Πάντσο Βίγια νικήθηκε στη Σελάγια από τον Ομπρεγόν[3], ο παππούς τάχτηκε με το μέρος του «Συνταγματικού» Ομπρεγόν[4]. Απίστευτες ιστορίες και θρυλικά ονόματα όπως του Ουέρτα, του Μαδέρο, του Καράνσα, του Ζαπάτα και κυρίως όμως του «εξοχότερου ηγέτη της επανάστασης, του Πλουτάρκο Ελίας Κάγιες» πηγαινοέρχονται στις αφηγήσεις του Βεργάρα προς τον εγγονό του. Άλλωστε ο Κάγιες (διάδοχος του Ομπρεγόν) είναι ο νονός του Πλουτάρκο (πόσο νέοι πέθαναν όλοι τους! ο Μαδέρο δεν πρόλαβε να κλείσει τα σαράντα, ο Βίγια ήταν σαράντα πέντε, ο Ζαπάτα τριάντα εννιά, ακόμα και ο Καράνσα, που έδειχνε γέρος, ήταν δεν ήταν εξήντα ενός· ο στρατηγός μου ο Ομπρεγόν σαρανταοκτώ).   
     «Μα γιατί με βάφτισε», ρωτάει ο εγγονός τον παππού του, «δεν ήταν ορκισμένος εχθρός της εκκλησίας;» «Άλλο το’ να άλλο τα’ άλλο», απαντάει εκείνος, για να προσθέσει αμέσως μετά ότι «η Κυρά του Γουαδελούπε είναι μια Παναγία επαναστάτρια» (!).
     Ο εγγονός Πλουτάρκο, προσηλωμένος στο αξιακό σύστημα του παππού, βιώνει ταυτόχρονα όλη την ταχύρρυθμη εξέλιξη (τσιμεντένιος ορίζοντας, διαφημίσεις, κόκα κόλα, φλιπεράκια, κλπ), παρόλ’ αυτά θέλει να μοιάσει στο ηρωικό του πρότυπο. Ορφανός από μητέρα, υπάρχει ωστόσο κάπου στο σπίτι και ο πατέρας, ο licenciado Αγουστίν[5] Βεργάρα, με τον οποίο ο Πλουτάρκο δεν μιλάει σχεδόν ποτέ (η μόνη στιγμή που μαζευόμασταν οι τρεις ήταν στο δείπνο). Δικηγόρος στο επάγγελμα, νταραβερίζεται με αμερικάνους εκατομμυριούχους σε σκοτεινές δουλειές. «Ανεπρόκοπος και τεμπελχανάς» κατά τον παππού, γυρίζει όλη νύχτα με μια πάμπλουτη χήρα (θα’ θελα να συνδεθώ με μια πραγματική κυρία, ώριμη, όπως η ερωμένη του μπαμπά μου/ενώ εγώ έπρεπε να περιμένω να’ ρθει το Σάββατο για να πάω στις πουτάνες, μόνος χωρίς παρέα). Η Εβανχελίνα, η μητέρα του Πλουτάρκο, έχει πεθάνει μυστηριωδώς.
     Η σύγκρουση του πατέρα με τον παππού είναι αναπόφευκτη μιας και ο Αγουστίν κινδυνεύει να χάσει όλη την -παράνομη- περιουσία σε μετοχές και ύποπτες υπογραφές (παππούς: κωλόπαιδο, σου παρέδωσα μια περιουσία γερή, υγιή, ο πλούτος της γης είναι ο μόνος ασφαλής πλούτος/πατέρας: μπας και νομίζεις ότι με τις ντομάτες χτίσαμε όλο αυτό το σπίτι κι αγοράσαμε αυτοκίνητα, τι με πέρασες για κανέναν μανάβη της λαϊκής; Τι νομίζεις ότι φέρνει πιο πολλά, η ντομάτα ή η παπαρούνα;)
     Ο καλοπροαίρετος εγγονός δεν έχει να εξιχνιάσει μόνο τη σκοτεινή σχέση του πατέρα με τον παππού του, αλλά και την απουσία της μητέρας του (πώς και δεν υπάρχει ούτε μια φωτογραφία της στο σπίτι;), για να ανακαλύψει ότι ήταν «ελευθέρων ηθών», πήγαινε με όποιον γούσταρε (το’ κανε λοιπόν γιατί της άρεσε. Πού είναι το κακό;)· για την ακρίβεια, ήταν «ελεύθερου πνεύματος» (η θάλασσα κι εκείνη ήταν συνομήλικες, κι οι δυο τους μόλις είχαν γεννηθεί, η μάνα σου η Εβανχελίνα και η θάλασσα, χωρίς να χρωστάνε σε κανέναν τίποτα, χωρίς υποχρεώσεις). Σε αντίθεση με τη γιαγιά Κλοτίλδε, του στρατηγού, που ήταν μια «καθώς πρέπει» κυρία. Η μητέρα του Πλουτάρκο ήταν ένα αίνιγμα που αγάπησε ο Αγουστίν, κι ας υποψιαζόμαστε ότι δεν έφυγε από φυσικό θάνατο (αυτά τα πράγματα τακτοποιούνται στο πι και φι).
     Στην τελική σκηνή, στο συγγραφικό σήμερα όπου ο εγγονός είναι πια 30 χρονών, εμφανίζονται οι τρεις άντρες της οικογένειας στο Γαλλικό Νεκροταφείο, «ορφανοί» από γυναίκες, για να τιμήσουν με θρησκευτική ευλάβεια τις δύο απούσες. Όλα τα χρέη και οι ατασθαλίες έχουν «τακτοποιηθεί», και, τα συναισθήματα είναι έντονα και καυτά.
     Είναι η Γιορτή της Μητέρας…
     Β. Αυτά ήταν κάποτε παλάτια
     Η δόνια Μανουελίτα, η κεντρική ηρωίδα αυτής της νουβέλας, είναι από τους ταπεινούς και καταφρονεμένους του βιβλίου (σαν γριά μοναχική βασίλισσα που την ξέχασαν όλοι). Ήταν η υπηρέτρια των παιδικών χρόνων του Πλουτάρκο (ή μήπως παραμάνα του, αναρωτιέται ο ίδιος, τόσο μικρός ήταν όταν την διώξανε) στο σπίτι του στρατηγού Βεργάρα, αλλά εδώ τη βλέπουμε γριά, μόνη και περιφρονημένη να ποτίζει τις γλάστρες όλης της γειτονιάς, να ταΐζει τα πουλιά στα κλουβιά και τα σκυλιά της γειτονιάς. Η κόρη της, η Λούπε Λουπίτα, που οι κακές γλώσσες λένε ότι την προστάτευε με το να την παρουσιάζει ως ανάπηρη, έχει εξαφανιστεί (υπεύθυνος είναι ο πρωτότοκος του Ραούλ). Ωστόσο, όλοι την κακολογούν, τη λένε παλιομάγισσα, εκτός από τον τον Λουισίτο, τον έφηβο ανάπηρο γιο του Ραούλ ( «που κάποτε ήταν πλούσιος στην Ορισάβα»)[6].Ο Λουισίτο όχι μόνο τη θυμάται με αγάπη, αλλά τη συμπονά και την υπερασπίζεται (μόνο εκείνη έτρεξε να με σηκώσει. Μόνο εκείνη με πήρε στα χέρια της, κοίταξε αν είχα χτυπήσει και μου χάιδεψε το κεφάλι/είναι η μόνη που μ’ έβγαζε βόλτα. Όλοι οι άλλοι είναι πάντα απασχολημένοι).
     Το βασικό επεισόδιο που σφραγίζει τη σχέση Μανουελίτας και Λουισίτο, κι ουσιαστικά ενηλικιώνει τον νεαρό έφηβο (σε λίγο μπαίνω στα δεκαπέντε… μπορώ να σας μιλήσω σαν άντρας) είναι ο ανελέητος βασανισμός ενός κακομοίρη σκύλου από τα παιδιά της γειτονιάς. Η ψυχική αναστάτωση και η ακραία αντίδραση της Μανουελίτας κορυφώνεται στην προσευχή που παραθέτει αυτούσια ο συγγραφέας, μέσα στην εκκλησία όπου την συνοδεύουν καμιά εικοσαριά αδέσποτα (Κύριε, Εσύ που μαρτύρησες στον σταυρό, λυπήσου τα σκυλιά Σου, μην τα εγκαταλείπεις, δός τους τη δύναμη να αμύνονται αφού δεν έδωσες στους ανθρώπους την καλοσύνη να συμπεριφέρονται σπλαχνικά στα φουκαριάρικα ζωντανά κλπ κλπ).
     Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό των αντιθέσεων στη φτωχική γειτονιά, όπου η προσφορά και η καλοσύνη συμπορεύονται με την άκρατη κακογλωσιά και κακία, ζωντανεύει όχι μόνο το Μέξικο Σίτι -τα παλιά και τα καινούργια σπίτια (Ραούλ: αλλιώς ήταν κανείς πλούσιος πριν την επανάσταση κι αλλιώς μετά)-, αλλά και τα όνειρα όσων ακόμα μπορούν να ονειρεύονται μια ζωή περιμένοντας αυτό που δεν έρχεται ποτέ, αυτό που δεν γίνεται ποτέ.
     Γ. Γλυκοχαράματα
Ο Φεδερίκο Σίλβα έκλεινε τα μάτια
για να εισπνεύσει καλύτερα αυτήν την τόσο χαρακτηριστική ευωδιά
του ξημερώματος στην Πόλη του Μεξικού·
το εύχυμο και πρασινωπό κατάλοιπο της ξεχασμένης λάσπης της λίμνης.
Όταν μύριζες αυτό, ήταν σα να μυρίζεις την πρώτη αυγή του κόσμου.
     Ο Φεδερίκο Σίλβα, πλούσιος εισοδηματίας, ζει μόνος του σ’ έναν «άναρχο κόμβο» οδών και λεωφόρων στο κέντρο της Πόλης του Μεξικού, αναπολώντας με ρομαντική νοσταλγία την εποχή που η γειτονιά του ήταν σε ανθρώπινα μέτρα (…και να σκεφτεί κανείς πόσο όμορφη ήταν αυτή η πόλη με τα παστέλ της χρώματα/αυτή ήταν μια από τις μόνιμες επωδούς του ηλικιωμένου εργένη, γαντζωμένου πάνω σε πράγματα ξεχασμένα, που δεν ενδιέφεραν πια κανέναν εκτός απ’ τον ίδιον).
     Δεν έχει άδικο απ’ την πλευρά του ο Φεδερίκο Σίλβα: το σπίτι του, ένα μέγαρο γαλλικής τεχνοτροπίας των αρχών του 20ου αι., μία έπαυλη απ’ αυτές που έχτιζαν στο Μεξικό οι αποικιοκράτες, ασφυκτιούσε τώρα ανάμεσα σε πανύψηλους ουρανοξύστες από μπετόν και γυαλί, στερώντας του τον αέρα, τον ήλιο, τις μυρωδιές (ντρεπόταν για το γεγονός ότι μια χώρα όπου είχαν κτιστεί αθάνατοι ναοί και πυραμίδες κατάντησε να καμαρώνει για μια πόλη από στυπόχαρτο, στουπέτσι και σκατά). Παρόλ’ αυτά, ο ίδιος επιμένει να διατηρεί αυτήν τη μικρή όαση, την «ιδιωτική του Εδέμ» σε πείσμα των καιρών.
     Το όνομα του Φεδερίκο Σίλβα, όπως και της «τυραννικής και φιλοχρήματης» μητέρας του δόνιας Φελίσιτας, θα αναφερθεί και στο τέταρτο διήγημα του κουαρτέτου. Είναι ο στυγνός ιδιοκτήτης που αύξησε αλύπητα τα ενοίκια από τα παλιά αποικιακά μέγαρα όπου νοίκιαζε η οικογένεια του Μπερναμπέ (στις οδούς Τακούμπα, Γουατεμάλα, Μονέδα/δεν είχε πάει ποτέ. Αγνοούσε παντελώς τους ανθρώπους που τα κατοικούσαν). Ο ίδιος αυτοσυστήνεται λέγοντας ότι εκπροσωπεί τη μεσοαστική τάξη, μια τάξη που κατάφερε να επιβιώσει «αξιοπρεπώς» παρόλους τους κλυδωνισμούς που επέφερε η επανάσταση.
     Παρόλ’ αυτά, στο παρόν διήγημα βλέπουμε έναν ρομαντικό άνθρωπο, προσκολλημένο βέβαια στο παρελθόν, μια τραγική φιγούρα που τείνει να γίνει συμπαθής: πρόσωπο με ασιατικά χαρακτηριστικά όπως άλλοτε και πολλών γηγενών Μεξικανών (κάποιων που αποκαλύπτουν το πρώτο πρόσωπο, αυτό που ήρθε από την τούνδρα και τα μογγολικά βουνά). Ψυχαναγκαστικός, με σταθερές συνήθειες, προσκολλημένος στον τρόπο ένδυσης, ακόμα και στον παλαιό τρόπο διατροφής (έβλεπε με αηδία τους νεαρούς να καταπίνουν ό, τι πιο ελεεινό), χωρίς ποτέ να έχει γυναικεία συντροφιά, περνά ατέλειωτες ώρες χαϊδεύοντας και χαζεύοντας τα αντικείμενα του πλουσιόσπιτου που είχε εξοπλίσει η μοναδική ίσως γυναίκα της ζωής του, η ματαιόδοξη και επιδεικτική μητέρα του με την εξωφρενική συλλογή φορεμάτων και τις παράλογες απαιτήσεις. Μια γυναίκα μέγαιρα, που προφανώς με τη διεστραμμένη κι απαιτητική συμπεριφορά της τον ευνούχισε.
     Παρόλ’ αυτά, οι λιγοστοί φίλοι του Φεδερίκο (δύο άντρες και μια γυναίκα) καταφέρνουν να γεμίσουν τη ζωή αυτού του «παροπλισμένου» άντρα, που βρήκε τραγικό (αλλά όχι και τελείως τυχαίο) θάνατο. Όπως με πολύ έντεχνο τρόπο μας αποκαλύπτει ο συγγραφέας, συνδύασε την ανάγκη του να μείνει άγαμος και την ανάγκη του να αγαπά.
     Δ. Ο γιος του Αντρές Απαρίσιο
Η δικαιοσύνη μπορεί να είναι ο εχθρός της αγάπης,
έλεγε καμιά φορά,
εκείνοι οι άνθρωποι αγαπιόνταν ως το έγκλημα
κι αυτή η αγάπη ήταν πιο δυνατή
από τις επαγγελίες μου για δικαιοσύνη.
     Πάλι βλέπουμε μια ιστορία «ενηλικίωσης», εφόσον ο ήρωας αυτού του αφηγήματος, ο Μπερναμπέ, είναι στην εφηβική ηλικία. Ο «γιος του Αντρέ Απαρίσιο» μεγαλώνει χωρίς πατέρα, εφόσον έχει εξαφανιστεί εδώ και 11 χρόνια μετά από μια δολοφονία- αυτοδικία.
     Υπασπιστής -παλιότερα- του «θρυλικού» στρατηγού «Κοψαρχίδη» (βλ. 1η νουβέλα), βοηθός αγρονόμος, ο Αντρέ Απαρίσιο έφτασε νιόπαντρος σε κάποιο χωριό του Γκερέρο για να δει διαλυμένο τον συνεταιρισμό από τους κομματάρχες και τους φορτηγατζήδες. Ο νεανικός του ζήλος και η όρεξη για «δικαιοσύνη» (η δικαιοσύνη ήταν υπόθεση οικογενειακή, υπόθεση τιμής και περηφάνιας, τι δουλειά είχε με τη δικαιοσύνη ένας αγρονομάκος ουρανοκατέβατος) τον χαντακώνουν, γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος και μετά το αναπόφευκτο έγκλημα εξαφανίζεται.
     Ο Μπερναμπέ με τη μητέρα του, Αμπαρίτο, και με τους τρεις θείους του ζουν σ’ έναν τόπο που δεν είχε όνομα και γι’ αυτό δεν ήταν τόπος/ ήταν ένας τόπος προσωρινός, όσο κι οι παράγκες από χαρτόνι και λαμαρίνα. Είναι ένας τόπος ξεπεσμένος όπου κανείς δεν θα τους απειλήσει με έξωση, όπως ξεπεσμένη είναι και η οικογένεια του Μπερναμπέ (είσαι παιδί καλής οικογένειας Μπερναμπέ, μην το ξεχνάς ποτέ, μην κάνεις παρέα με τους αλήτες του σχολείου σου). Είναι μία από τις οικογένειες που αναγκάστηκαν να μετοικήσουν γιατί η δόνια Φελίσιτας (της 3ης νουβέλας) αύξησε αλύπητα τα ενοίκια.
     Η ευγενική καταγωγή σώζεται στις ωραίες λέξεις και τη μόρφωση που προφανώς έχει η μητέρα, μια μητέρα ωστόσο σκληρή και χωρίς τρυφερότητα (του απάντησε με λέξεις μετρημένες, δίνοντας στον γιο της να καταλάβει πως η ψυχρή και εύτακτη πλευρά της δεν είχε αλλάξει με την τρυφερότητα). Ο Μπερναμπέ όμως δεν αγαπά τις λέξεις, τα «καταραμένα λόγια», σταματά κρυφά το σχολείο στα 12 του και ακολουθώντας τους τρεις θείους του, τρεις φτωχοδιάβολους που δουλεύουν σε βενζινάδικο (του Αγουστίν Βεργάρα, 1η νουβέλα), γνωρίζει στα πορνεία την Μαρτίνα/Μαρτινσίτα. Μια κακάσχημη κοπέλα που ήρθε στην πρωτεύουσα, όπως τόσες άλλες, «για να αισθανθούν ελευθερωμένες για λίγο απ’ το μουρντάρη αφεντικό τους» -«έχει πλάκα να ζεις κάθε βδομάδα μια στιγμούλα έρωτα»- στην οποία βρίσκει όμως την χαμένη τρυφερότητα. Έτσι, όταν κάτω από την κοινωνική πίεση αναγκάζεται να χωρίσει (πού το βρήκες αυτό το μούλικο/τόσο φτηνιάρης είσαι βρε ανιψιέ), η έντονη ψυχική σύγκρουση ταράζει τον Μπερναμπέ, μια σύγκρουση που δεν βρίσκει διέξοδο στις λέξεις. Κι ας έχει πια γίνει πιο ανεξάρτητος, βάζει στην άκρη το συναίσθημα και ακολουθεί την προτροπή «πήγαινε στον στρατό, Μπερναμπέ»…
Ξυπνάς όμως μια ωραία πρωία και τέρμα
η μεγάλη και ελεύθερη πατρίδα που’ χες ονειρευτεί, Μπερναμπέ
(Ήταν απλό, το παν ήταν να δημιουργήσεις
ένα κλίμα αόρατου αλλά μοιρασμένου τρόμου)
     Είναι αξιοθαύμαστος ο πυκνός τρόπος γραφής αυτών των, όχι τόσο συναρπαστικών διηγημάτων, όπου ωστόσο φαίνεται ανάγλυφα όλη ακραία αντίθεση ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, την φτώχεια και τον πλούτο, την επαναστατικότητα και τον καιροσκοπισμό, τη μεγαλοψυχία και την εκμετάλλευση. Η πολιτική σύγχυση και η κοινωνική μιζέρια ευνοούν, ως γνωστόν, κάθε στρατιωτικο/παρακρατικό μόρφωμα και η ιστορία πορεύεται με τεθλασμένες.
     Στο φινάλε του τελευταίου αυτού διηγήματος, που είναι και το φινάλε του βιβλίου, ο παραζαλισμένος Μπερανμπέ στρατολογείται από τους «συναρχικούς[7]» (κάτι κουφιοκέφαλους σαν και σένα μας τους κουβαλούν εδώ με το τσουβάλι. Τι να κάνουμε όμως; Αυτή είναι η πρώτη ύλη μας), ένα «τάγμα» ακραία αντικομμουνιστικό με τραγελαφικές φιγούρες για αρχηγούς. Δεν είναι τυχαία ούτε η στρατολόγησή του, ούτε η εμπλοκή του σε προβοκάτσια με κόστος την ελευθερία του. 
     Δεν παύει να είναι ο «γιος του Αντρέ Απαρίσιο»...
Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] Η Πόλη του Μεξικού βρίσκεται στην κοιλάδα του Μεξικού αποκαλούμενη επίσης Κοιλάδα Ανάουακ (Anáhuac), μια μεγάλη κοιλάδα στα υψηλά οροπέδια στο κέντρο του Μεξικού, σε ένα ύψος 2.240 μέτρων. Στηρίχτηκε αρχικά από τους Αζτέκους το 1325 σε ένα νησί της λίμνης Τέξκοκο (Texcoco).
[2] Η Μεξικανική Επανάσταση γνωστή και ως Μεξικανικός Εμφύλιος Πόλεμος, ήταν ένας μεγάλος ένοπλος αγώνας που διήρκεσε περίπου από το 1910 έως το 1920 και άλλαξε ριζικά τη μεξικάνικη κουλτούρα επιφέροντας δραστικές κυβερνητικές μεταβολές. Αν και η πρόσφατη έρευνα έχει επικεντρωθεί στις τοπικές και περιφερειακές πτυχές της Επανάστασης, ήταν μια πραγματικά εθνική επανάσταση.[3] Το ξέσπασμά της το 1910 προέκυψε από την αποτυχία του 31ετούς καθεστώτος του Πορφίριο Ντίας να βρει μια διαχειρίσιμη λύση για την προεδρική διαδοχή με αποτέλεσμα να υπάρξει πολιτική κρίση μεταξύ των ανταγωνιστικών ελίτ. Παράλληλα παρουσιάστηκε η ευκαιρία να εκδηλωθεί, σε κάποια μέρη, αγροτική εξέργερση[4].. Η ένοπλη σύγκρουση ανέτρεψε τον Ντίας από την εξουσία και ακολούθησαν νέες προεδρικές εκλογές το 1911, οι οποίες έφεραν τον Μαδέρο στην εξουσία (…) Όταν η προσπάθεια των επαναστατών να καταλήξουν σε πολιτική συμφωνία απέτυχε, το Μεξικό βυθίστηκε σε εμφύλιο πόλεμο (1914 - 1915). Η παράταξη των Συνταγματικών (αγγ. constitutionalists) υπό τον πλούσιο κτηματία Βενουστιάνο Καράνσα αναδείχθηκε νικήτρια το 1915, κατατροπώνοντας τις επαναστατικές δυνάμεις του πρώην Συνταγματικού Πάντσο Βίγια και αναγκάζοντας τον επαναστάτη Εμιλιάνο Ζαπάτα να επιστρέψει στο αντάρτικο. Ο Ζαπάτα δολοφονήθηκε το 1919 από πράκτορες του Προέδρου Καράνσα. (από την Wikipedia: . https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%95%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7)
[3] Μέχρι τον Απρίλιο του 1913, οι Συνταγματικοί είχαν πετύχει μεγάλες κατακτήσεις στη Σονόρα, ενώ τα στρατεύματα του Ουέρτα κράτησαν μόνο τον νότο. Εκεί αναδείχθηκαν οι επαναστάτες διοικητές Άλβαρο Ομπρεγκόν και Πλουτάρκο Έλιας Κάγιες.
[4] Στις 28 Ιανουαρίου, ο Ομπρεγκόν κατέλαβε την Πόλη του Μεξικού ουσιαστικά χωρίς αγώνα
[5] Licenciado, τίτλος τιμής όπως π.χ. ο commendatore
[6] https://en.wikipedia.org/wiki/Orizaba
[7] Συναρχισμός, κίνημα της άκρας δεξιάς που είχε ρεύμα στις φτωχές τάξεις, δεκαετία ’40

Δεν υπάρχουν σχόλια: