Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2023

Το χιόνι των Αγράφων, Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

     Έξι συγκλονιστικές αφηγήσεις-διηγήματα, με κοινό παρονομαστή την τραγωδία που η Ιστορία ονόμασε «Πορεία αόπλων της Ρούμελης» -άγνωστη στους περισσότερους και φυσικά ανύπαρκτη στην επίσημη ιστορία· έξι περιεκτικές ιστορίες επινόησε ο συγγραφέας όπου συνυφαίνεται η φρίκη με το όνειρο και την διάψευση, αγγίζοντας με τόλμη ένα από τα συλλογικά τραύματα της Νεότερης Ελλάδας· μια σκοτεινή σελίδα του εμφύλιου, που είχε ως συνέπειες πολλή οδύνη και ανατροπή των ελπίδων για έναν καλύτερο κόσμο. Το βιβλίο, δηλαδή, πατάει με το ένα ποδάρι σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα (διασταυρωμένα και τεκμηριωμένα ιστορικά) και με το άλλο σε συναισθηματικές, ανθρώπινες καταστάσεις που ξεπερνούν μεν κάθε φαντασία (αλλά ως γνωστόν, η πραγματικότητα υπερβαίνει την φαντασία), θεμελιώνονται ωστόσο στις απίστευτες συνθήκες όπου βρέθηκαν οι ήρωες, τον παγωμένο εκείνο χειμώνα του 1948.
     Αντιγράφοντας από το ιστορικό site https://www.greekhistoryrepository.gr/archive/item/9973 βλέπουμε συνοπτικά τα ιστορικά γεγονότα πάνω στα οποία ο συγγραφέας έχτισε τις διαφορετικές, ψυχικές μαρτυρίες των ηρώων του, πείθοντάς μας ότι ακόμα κι αν κάποια πρόσωπα είναι καθαρά μυθιστορηματικά, οι δοκιμασίες και τα συναισθήματα είναι αληθινά, όσο θα μπορούσε κανείς να τα προσεγγίσει από διαφορετική ιστορική στιγμή:
     «H πορεία αόπλων της Ρούμελης πραγματοποιήθηκε από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) τον Φεβρουάριο του 1948 με κύριο σκοπό τη μετάβαση στις περιοχές του Γράμμου, που έλεγχε ο ΔΣΕ, 1.300 περίπου νεαρών νεοσύλλεκτων μελών του για να εξοπλιστούν, να εκπαιδευτούν και να στελεχώσουν τις μάχιμες μονάδες του ΔΣΕ. Οι νεοσύλλεκτοι προέρχονταν κυρίως από επιστράτευση που έχει πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβρη του 1947 και τον Γενάρη του 1948. Για την πραγματοποίηση της πορείας, οι άοπλοι μαχητές μαζί με ένοπλα συνοδευτικά τμήματα του ΔΣΕ συγκρότησαν μια ταξιαρχία, που έμεινε γνωστή ως «Ταξιαρχία αόπλων Ρούμελης» και η οποία είχε ως επικεφαλής τον υποστράτηγο του ΔΣΕ Γιώργη Γούσια.
     Η φάλαγγα ξεκίνησε στα μέσα Φεβρουαρίου του 1948 και ακολούθησε διαφορετική διαδρομή από αυτή που είχαν ακολουθήσει αντίστοιχες φάλαγγες με μαχητές του ΔΣΕ. Η φάλαγγα ακολούθησε πορεία μέσω του βουνού Όθρυς, του θεσσαλικού κάμπου, της λίμνης Κάρλα, των βουνών Κίσσαβος, Όλυμπος και Πιέρια για να καταλήξει στον Γράμμο μέσω Χασίων στις 25 Μάρτη του 1948. Από το ξεκίνημα της πορείας η φάλαγγα είχε γίνει αντιληπτή από τις κυβερνητικές δυνάμεις που σε όλη τη διάρκεια της πορείας προσπάθησαν να τη διαλύσουν, έχοντας σύμμαχο τις πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες που δυσκόλευαν την πορεία της ταξιαρχίας του ΔΣΕ. Μετά από μεγάλο αριθμό μαχών, χωρίς τρόφιμα και με τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό, η φάλαγγα έφτασε στον Γράμμο έχοντας όμως απολέσει (νεκροί, τραυματίες, αιχμάλωτοι και λιποτάκτες) τα τρία τέταρτα των μελών της
».
     Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το πλαίσιο, πάνω στον πάλλευκο καμβά της δύσβατης χειμωνιάτικης οροσειράς των Αγράφων, εκτυλίσσονται οι έξι τραγωδίες στις οποίες ο συγγραφέας μάς κάνει κοινωνούς, με πολλές σιωπηρές προεκτάσεις για τις 1300 άγνωστες ή λησμονημένες ατομικές τραγωδίες των ατόμων που συμμετείχαν σ’ αυτήν την παράλογη πορεία, που μόνο με την αυτοκτονική πορεία του 8ου τάγματος της Β΄ Ταξιαρχίας στην Ράκα (Απρίλης του 1943) που περιγράφει ο Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες μπορεί να συγκριθεί, ή, όπως επισημαίνει κι ο ίδιος ο συγγραφέας προς το τέλος του βιβλίου, «τούτος ο άθλος μόνο με την επική πορεία του Μάο θα μπορούσε να παρομοιαστεί»[1].
     Αρχικά επιστρατεύουν υποχρεωτικά γυναίκες και άντρες από τα γύρω χωριά από 14 μέχρι 52 χρονών (σε οικογένεια με τρία παιδιά παίρνουν το ένα, σε οικογένεια με τέσσερα τα δύο. «Και αν δεν θέλουν;» ρώτησε κάποιος. «Δεν έχει, σύντροφε, δεν θέλουν»)· υποχρεωτικά γιατί οι Σούρληδες αλωνίζουν κάτω, ρημάζουν σπίτια, χαλάνε κορίτσια, σκοτώνουν κόσμο. Η εκπαίδευση φαίνεται παιχνίδι, η ελπίδα για μια «άλλη ζωή» δίνει κουράγιο (η Ελεύθερη Ελλάδα κάπου στην Ελλάδα ήταν ελεύθερη, γιατί εκεί δεν υπήρχαν χωροφύλακες, μοναρχοφασίστες, πλούσιοι κεφαλαιοκράτες, πονηροί παπάδες και κακοί πατεράδες, σκέφτεται η Σωτηρία, που διέφυγε από τον δυνάστη κακοποιητικό πατέρα της με το να καταταγεί στην ταξιαρχία).
     Στις 18 Φεβρουαρίου του 1948, η Ταξιαρχία Αόπλων είναι παραταγμένη στην πλατεία της Βράχας και ξεκινάει με συνθήματα, τραγούδια και χορούς (σαν ακορντεόν, ένας σπασμός κίνησης μεταδίδεται από την κεφαλή ίσαμε την ουρά της φάλαγγας). Πρόκειται για τον «νεανικό ανθό των Αγράφων και της Ρούμελης», παραταγμένοι σε τρία τάγματα που σύντομα θα χάσουν τον συντονισμό τους, θα δέχονται επιθέσεις από τον Κυβερνητικό στρατό και τους Μάυδες, ενώ η ένοπλη συνοδεία δεν επαρκεί. Η διαταγή του αρχηγού είναι: «Σύνταξη δυνάμεων, σίτιση και ολιγόωρη ανάπαυση τη μέρα. Κανείς δεν μένει πίσω. Τα τμήματα δεν αποκόπτονται». Ο μεγαλύτερος εχθρός βέβαια αποδεικνύεται ο χειμώνας -οι παγωμένες λίμνες, το πυκνό χιόνι, οι καιρικές συνθήκες, η θερμοκρασία -7ο C.
     Έτσι, η αντίστοιχη περιγραφή της άφιξης της κατακερματισμένης ταξιαρχίας στο Γενικό Αρχηγείο της Ρούμελης είναι εκ διαμέτρου αντίθετη και αποκαρδιωτική: προπορευότανε ο Γούσιας, πάνω στο κανελί του άτι, δέκα μέτρα πιο πίσω ο ίδιος ως επιτελάρχης (μιλάει ο Γεώργιος Γεωργιάδης) κι ύστερα όλοι οι λοιποί κατά διμοιρίες, μπροστά οι βαθμοφόροι, πιο πίσω οι απλοί μαχητές. Με το που πέρασε ο Γούσιας ξεσπάσαν όλοι σε χειροκροτήματα και σε ζητωκραυγές, όσο όμως έρχονταν οι άλλοι, έσβηναν οι επευφημίες κι από τη μέση της πορείας πάψανε τα χειροκροτήματα και επικράτησε απόλυτη σιγή, μια παγωμένη βουβαμάρα. Από τους χίλιους πεντακόσιους περίπου επίστρατους ούτε τριακόσιοι δεν κατάφεραν να φτάσουν.
     Ιστορικά πρόσωπα που τα βλέπουμε να δρουν είναι οι Σούρληδες, φόβος και τρόμος των βουνών[2], ο Βουρλάκης- αρχηγός παρακρατικής ομάδας[3]-, οι επίσης παρακρατικοί Βελέντζας και Τσαντούλας, ο Απόστολος Πουλιόπουλος που φέρεται ως ανιψιός του θεωρητικού και πολιτικού ηγέτη της αριστερής αντιπολίτευσης του ΚΚΕ Παντελή Πουλιόπουλου, ο Βιδάλης, δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη και θύμα των παρακρατικών και τέλος, στο τελευταίο διήγημα, οι τραγικές περιπτώσεις του ταξίαρχου του Δ.Σ. Γιαννούλη[4] και του ταξίαρχου Γεώργιου Γεωργιάδη[5] που εκτελέστηκαν από τους συντρόφους τους.
   «Πρωταγωνιστής» όμως και, ως υποστράτηγος, υπεύθυνος σ’ αυτήν την αυτοκτονική πορεία είναι ο Γεώργιος Γούσιας[6], ψευδώνυμο του Γ. Βοντίτσιος, που εμφανίζεται σχεδόν σε όλα τα διηγήματα. Ηγετικό στέλεχος και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, βασικός συνεργάτης του Νίκου Ζαχαριάδη κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, φέρεται να έχει ο ίδιος σχεδιάσει και αποφασίσει την απίστευτη αυτή πορεία (ταξίαρχος Γεωργιάδης: από στρατιωτική άποψη ήταν όλα λάθος. Όταν πήγαινε να συνεννοηθεί μαζί του, ο Γούσιας του’ δειχνε κάτι γραμμές στον χάρτη χαραγμένες με διαδρομές από δώ, με διαδρομές από κεί, χωρίς καμιά μέριμνα για την επιμελητεία, τους τραυματίες, τους αρρώστους, τις αντοχές των μαχητών, τις καιρικές συνθήκες και κυρίως, τις πιθανές κινήσεις του αντιπάλου). Ο Γούσιας ως μυθιστορηματικό πρόσωπο εμφανίζεται εγωιστής, καχύποπτος και άτεγκτος, πολύ σκληρός απέναντι στους λιποτάκτες, στους προδότες ή στους απείθαρχους («για λόγους παραδειγματισμού»). Πάντα πάνω στο άσπρο ή κανελί του άτι, τρώει πλούσιο πρωινό όταν όλοι πεινάνε, έχει ξεχωριστές προμήθειες για τον ίδιο, ψητό κρέας όταν δεν υπάρχει παρά μόνο νερόσουπα, κρατά πάντα πάνω του τσιγάρα, ενώ εκμεταλλεύεται τις νεαρές βοηθούς του στο κρεβάτι του. Οσφραινόταν παντού κινδύνους, διέκρινε αντεπαναστατικό δάκτυλο, χωρίς παρόλ’ αυτά να προσδιορίσει με ακρίβεια αν προερχόταν απ’ τον κύκλο των μοναρχοφασιστών ή των τροτσκιστών, που, κατά τη γνώμη του, δεν είχαν και μεγάλη διαφορά.
     Θύματα του άσβεστου μίσους που ανακυκλώνει τα εγκλήματα του εμφυλίου και των τραγικών λαθών της ηγεσίας, οι μυθιστορηματικοί ήρωες που βλέπουμε στις πέντε πρώτες ιστορίες βιώνουν την τραγική διάσταση της ιστορικής συγκυρίας, όπου, όπως είπαμε και παραπάνω, η ελπίδα δίνει τη θέση της στην απελπισία, και η πίστη στον άνθρωπο δίνει τη θέση της στην οδυνηρή διάψευση:
     -Ο 16χρονος Κυριάκος Σιάτρας που παρουσιάζεται εθελοντικά αφήνοντας μάνα και μικρότερο αδερφό στο χωριό, για να αποδώσει τιμή στον σκοτωμένο αντάρτη πατέρα του, βρίσκει τραγικό θάνατο προσπαθώντας να σώσει τον 14χρονο αδερφό του που… θεωρήθηκε προδότης (Όλα σταματημένα. Μοναχά το μυαλό του έψαχνε απάντηση στο ερώτημα: ποιος πατέρα, θα το βρει τώρα το δικό σου δίκιο;).
    -Ο τραυματισμένος Χαράλαμπος Σουρούτσης, «επικίνδυνος συμμορίτης» του οποίου το ελληνικό κράτος έκαψε το πατρικό σπίτι («τσεκούρι και φωτιά»), που αναγκάστηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας (απόδειξη της μεγαλοψυχίας του ελληνικού κράτους απέναντι στους ειλικρινώς μετανοήσαντες κομμουνιστές) και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Λαυρεντίου ενώ το παρελθόν με τα κρυμμένα μυστικά του τού καίει τη μνήμη (για τον Χαραλάμπη όμως, παρελθόν, παρόν και μέλλον είχαν εξοριστεί πέρα απ’ τον μαντρότοιχο της μονής/ όλα άλλαζαν γρήγορα, βολικά και τελεσίδικα· όλα εκτός από τη δήλωση, την κομμένη αλυσιδίτσα και τη σιγή του οστεοφυλακίου, που επέμεναν στο δικό τους σιωπηλό αντάρτικο μπροστά στην ύπουλη εξουσία της λήθης, του χρόνου και των αναγκαστικών ή ηθελημένων συνθηκολογήσεων).
      -Ο Απόστολος Πουλιόπουλος, που αλλάζει το όνομά του σε Πούλιος ή Ουλιόπουλος για να μην τον συσχετίζουν με τον θείο του, θεωρητικό του τροτσκισμού[7], και που το μόνο που τον ενδιαφέρει όταν τάσσεται στη μονάδα είναι η συγχωριανή του Θεανώ, που την έχει όμως σε αποκλειστικότητα ως βοηθό και «γραμματέα» ο Γούσιας. Η τραγική μοίρα της Θεανώς είναι και το μαράζι του Απόστολου.
     -Η Σωτηρία, κακοποιημένη κατ’ επανάληψιν από τον πατέρα της (άλλες κραυγές πνίγονταν στον λαιμό της, άλλοι πόνοι πίεζαν το στήθος της, άλλοι κύκλοι μαύριζαν τα μάτια της. Μονάχα το πείσμα της ν’ αντέξει και η λύσσα της να εκδικηθεί έμεναν πάντα ίδια), παίρνει τα βουνά κι εκείνη, γιατί ο πατέρας της -κάθαρμα που ήθελε να τα’ χει καλά με όλους- προτίμησε να στείλει το κορίτσι όταν ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό, παρά τον αδερφό της τον Σωτήρη που ήταν «καλό χέρι στις δουλειές».
     -Ο Αβράαμ Πολυχρονίδης, από τους λίγους που σώθηκαν από τις δεύτερες μαζικές εκτελέσεις που έγιναν στο Μεσόβουνο Εορδαίας (1941, 1944)[8]ο μάτι του είχε την κάπνα της καμένης ανθρακιάς. Όταν μάλιστα άρχισε να θάβει όλους μαζί τους εκτελεσμένους κάτω απ’ τα ποντιακά μοιρολόγια, και κυρίως όταν είδε τα χέρια του πατέρα του και των αδερφών του περασμένα στα μπράτσα του ανάπηρου θείου του σαν να χόρευαν όλοι μαζί τη σέρρα την ώρα που τους εκτελούσαν, κάτι έσπασε μέσα του για πάντα). Ο Αβράμης γίνεται απ’ τα πρώτα μέλη του Αρχηγείου της Ρούμελης την εποχή της «Λευκής Τρομοκρατίας»[9], και αναλαμβάνει μάγειρας. Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες να θρέψει μέχρι και 2.500 χιλιάδες άτομα εν μέσω βομβαρδισμών και απωλειών αποβαίνουν σισύφειες.
      
     Το κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου, διήγημα, και επιστέγασμα όλου αυτού του φρικαλέου φιάσκου, είναι η σπαραχτική και αληθινή ιστορία του ταξίαρχου Γεώργιου Γεωργιάδη στο διήγημα με τον παράδοξο τίτλο «Πιο θάνατος». Με μεγάλη και δύσκολη προσωπική εξέλιξη, ξεκινώντας από τη Σχολή Ευελπίδων, αξιωματικός στα βουνά της Αλβανίας και στη συνέχεια στον Δημοκρατικό στρατό «ό, τι δεν έπαθε στον πόλεμο απ’ τους εχθρούς του έμελλε να το πάθει απ’ τους δικούς του φίλους». Ο Γεωργιάδης κλήθηκε εσπευσμένα να βοηθήσει όταν άρχισαν οι μεγάλες δυσκολίες της Ταξιαρχίας των Αόπλων. Αναλαμβάνοντας ως επιτελάρχης του Γούσια, αντιλαμβάνεται σύντομα ότι ο άνθρωπος είναι εκτός πραγματικότητας… Η ανοιχτή διαφωνία του με τον Γούσια αργότερα (Δεκέμβριο του 1948), στην επιχείρηση της Έδεσσας, θα του στοιχίσει την ζωή. Θα θεωρηθεί υπεύθυνος, προδότης, άνθρωπος του Βαφειάδη (είχε ήδη αρχίσει αντιπαράθεση στην ανώτατη ηγεσία του ΚΚΕ μεταξύ Ζαχαριάδη και Μάρκου με την αποπομπή του τελευταίου και την απομάκρυνσή του στη Μόσχα).
     Ο «πιο θάνατος» που αναλογεί στον διαφωνούντα αγωνιστή και ηρωικά πεσόντα, εκτελεσμένο από τους δικούς του ανθρώπους Γεωργιάδη (όπως έξι μήνες πριν εκτέλεσαν τον Γιαννούλη) ήταν ένας θάνατος αιφνιδιαστικός, πισώπλατος και ατιμωτικός:
      Λίγο έξω απ’ τις φυλακές τον σπρώξαν, παραπάτησε κι έπεσε κάτω με γυρισμένη την πλάτη.. κάτι πήγε να πει, αλλά δεν είχε χρόνο. Από μια ταινία φυσίγγια άδειασε ο καθένας πάνω του. Μάταια είχε διαλέξει από πριν τα τελευταία του λόγια…
Χριστίνα Παπαγγελή
 
     [1] https://www.mixanitouxronou.gr/i-thriliki-megali-poria-tou-mao-pou-dieschise-perpatontas-ti-misi-kina-apo-tous-72-chiliades-epiviosan-mono-6-chiliades-machites-to-katorthoma-pou-didaskete-stis-stratiotikes-scholes/
     [2] https://periodista.gr/i-summoria-tou-sourla/Οι Σούρληδες αφού στρατολόγησαν με απειλές και βασανιστήρια πολλούς νέους από διάφορα χωριά διάλεξαν για λημέρι τους το χωριό Μέλια καθώς διέθετε σταθμό του σιδηρόδρομου κοντά στον Πλατύκαμπο “άνευ γραφείου”. Κάθε φορά που πήγαιναν στο χωριό βίαζαν, έκλεβαν και επέτασσαν σπίτια, οχήματα και αγαθά τόσο πολύ που οι κάτοικοι όταν τους έβλεπαν έτρεχαν να κοιμηθούν στα χωράφια. Σκοπός των Άγγλων ήταν η παλιννόστηση της βασιλικής εξουσίας η οποία δεν θα έρχονταν(με το δημοψήφισμα) αν πρώτα όλη η ελληνική ύπαιθρος δεν έμπαινε κάτω από τον ζυγό. Οι Σούρληδες στην περιοχή δολοφονούσαν αδίστακτα και αδιακρίτως, βασάνισαν και δολοφόνησαν πολλά στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ καθώς και τον δημοσιογράφο του Ριζοσπάστη, Κώστα Βιδάλη. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις όπως αυτή του Θανάση Δρίβα που “βάφτιζαν” κάποιον κομμουνιστή για προσωπικούς τους λόγους, και μετά ξεκλήριζαν την οικογένεια και το βιός του. Αυτά φυσικά υπό την σφραγίδα του Μόλγκαν, του βρετανού συνδέσμου των Σούρληδων και της κυβέρνησης-λαγωνικού των Αθηνών.
    [3] http://kokkinosfakelos.blogspot.com/2017/07/blog-post_8.html
     4] https://greekcivilwar.wordpress.com/2016/07/01/gcw-286/
     [5] https://www.greekhistoryrepository.gr/archive/item/10812?dv=1
     [6] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%93%CE%BF%CF%8D%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%82
    7]  https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%AE%CF%82_%CE%A0%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B9%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82
     [8] Το πρώτο Ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου έγινε στις 23 Οκτωβρίου 1941. Το χωριό πυρπολήθηκε και εκτελέστηκαν 142 άτομα (σύμφωνα με τις γερμανικές πηγές), ενώ οι κάτοικοι ανεβάζουν τον αριθμό σε 165. Το δεύτερο Ολοκαύτωμα έγινε στις 24 Απριλίου 1944. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%AD%CF%82_%CE%9C%CE%B5%CF%83%CF%8C%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BF%CE%B6%CE%AC%CE%BD%CE%B7%CF%82
     [9] Στην Ελλάδα, ο όρος Λευκή Τρομοκρατία αναφέρεται στις διώξεις και τη βία που ξέσπασε εις βάρος των φιλικά προσκείμενων στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ Ελλήνων αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945.

Δεν υπάρχουν σχόλια: