Τρίτη, Μαΐου 16, 2023

Το αθώο, Βασιλική Ηλιοπούλου

     Σκέφτηκε πως μπορεί η μάνα, που στην αρχή προσπαθούσε ν ακούσει και να δει ένα σημάδι ζωής από την Ειρήνη, όσο περνούσε ο καιρός, να έψαχνε ένα σημάδι που θα βεβαίωνε τον θάνατό της,
έτσι ώστε να μπει ένα τέλος στα ερωτήματα και το ψάξιμο,
και όλο αυτό να τελειώσει, να κλείσει και να κουμπώσει.     

     Πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο, ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που εισχωρεί στον ιδιαίτερο ψυχισμό της ηρωίδας, της 20χρονης Εύας/Ευαγγελίας, και στις μυστηριώδεις συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίχθηκε αυτή η αποκλίνουσα (η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως άτομο πι-γιώτα, δηλαδή με περιορισμένες ικανότητες), αλλά «αυθεντική» προσωπικότητα.
     Μαθαίνουμε από τις πρώτες σελίδες ότι η Εύα, μετά από την οικογενειακή τραγωδία της εξαφάνισης της μικρότερης αδερφής της και της αυτοκτονίας της μητέρας της, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο από έξι χρονών, μακριά από το χωριό στο οποίο γεννήθηκε. Καθώς είχε χαθεί κι ο πατέρας στην θάλασσα, η Εύα ήταν τελείως μόνη στον κόσμο αν εξαιρέσουμε την πάντα θυμωμένη γιαγιά Ρηνακιώ (στεγνή σαν τη μυγδαλιά που φύτρωνε στο πετραδιασμένο χώμα της αυλής της, σκέφτηκε). Την έκλεισαν λοιπόν σε ίδρυμα στην Αθήνα, όπου υιοθετεί την καρτερικότητα του έγκλειστου παιδιού (είχε μάλιστα τον αριθμό 77!). Την παντρεύτηκε νεαρή και άβγαλτη κοπέλα ο λογιστής του ιδρύματος, κάποιος χωριανός κατά πολύ μεγαλύτερός της, ο Χρύσανθος Μορρές, ο οποίος έζησε μαζί της τρία χρόνια σχεδόν σαν κηδεμόνας, με αρχές αυστηρής θρησκευτικής ηθικής (της μιλούσε χαμηλόφωνα και βιαστικά και χωρίς να την κοιτάζει, για την αρετή, για την αμαρτία και τα επακόλουθά της, για την τιμωρία/ η Εύα τον ακούει αναλογιζόμενη, χωρίς όμως να νιώθει την παραμικρή ενοχή, μια και ξέρει πως έτσι έχει γεννηθεί και άρα τίποτα δεν είναι στο χέρι της να αλλάξει –τις δικές της τρομερές και ανομολόγητες αμαρτίες, το σκοτάδι όπου την οδηγεί ο δαίμονα του κορμιού της).
     Στο μυθιστορηματικό «τώρα», ο Χρύσανθος έχει πεθάνει κι η Εύα αποφασίζει να τον πάει στο χωριό για την κηδεία, όπου θα βρεθεί αντιμέτωπη με το τραγικό παρελθόν. Το βιβλίο είναι σε τριτοπρόσωπη γραφή αλλά παρακολουθούμε τόσο στενά την διαφορετική, σχεδόν διαταραγμένη σκέψη της Εύας, που είναι σα να έχουμε εσωτερική εστίαση. Παρακολουθούμε τους παιδικούς συνειρμούς, τις αναμνήσεις/εικόνες που κουβαλά από την τρυφερή ηλικία αλλά και τις αυθόρμητες διασυνδέσεις που οδηγούν την ηρωίδα σε λογικά συμπεράσματα, καθώς πορεύεται αβοήθητη σ’έναν κόσμο που την εξοβέλισε. Βλέπουμε την απλή ζωική ενσυναίσθηση που την ωθεί στη δράση, και, κυρίως, την εμμονική της ανάγκη να εξιχνιάσει αυτό που την καίει πιο πολύ απ’ όλα: να βρει ποιοι εξαφάνισαν την μικρή της αδερφή, πώς χάθηκε η μάνα, τι λογής είναι η κοινωνία που κουκούλωσε αυτά τα σκοτεινά συμβάντα. Καθώς είναι ανεπιτήδευτη κι ατόφια, η έλλειψη εμπειρίας και πονηριάς γίνεται η εσωτερική της δύναμη με την οποία αψηφά τα εμπόδια που της βάζουν οι χωριανοί.
     Έτσι λοιπόν, πέρα από το «αστυνομικού τύπου» ενδιαφέρον που κάνει το βιβλίο συναρπαστικό (τι ακριβώς έγινε και πώς θα το αποκαλύψει η ηρωίδα), ακόμα πιο ελκυστική γίνεται η ψυχογράφηση της Εύας, που φαίνεται ότι μέσα στην αθωότητά της διαθέτει μια σπάνια σοφία (μου θύμισε λίγο τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ»). Έχει μάθει να είναι σιωπηλή, να μη φαίνεται και να μην ακούγεται (Μέρα με τη μέρα όλα γύρω, το ένα μετά το άλλο, παγώνουν και πετρώνουν, και η Εύα κρατά την αναπνοή της). Επεξεργάζεται τις εικόνες που της έρχονται σιγά σιγά στη μνήμη, αφήνει την διαίσθηση να την καθοδηγεί, είναι ανοιχτή στις επώδυνες εικόνες οι λεπτομέρειες των οποίων την οδηγούν στη σύνθεση του παζλ. («Ο πόνος είναι συνεργός στην πορεία προς τη σωτηρία της ψυχής. Ο πόνος σε βοηθάει να θυμάσαι» της έλεγε ο Χρύσανθος. Να θυμηθώ ότι πρέπει να θυμάμαι, σημείωσε στο μυαλό της η Εύα).
     Μοναδική της διέξοδος, οι τηλεφωνικές συνομιλίες με την «Σίβυλλα» -ένα μέντιουμ στο οποίο εμπιστεύεται όλες τις ανησυχίες της (ο αναγνώστης βλέπει τον ψυχισμό της Εύας μέσα από απολαυστικούς διαλόγους), οι φωτογραφίες με το κινητό και σύντομες σημειώσεις στο ημερολόγιό της. Η Εύα έχει και μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση, η παρατήρηση της οποίας την καθοδηγεί σ’ ένα είδος διαλογισμού (π.χ. η Εύα έγειρε πάνω απ’ την κουπαστή και ανέπνευσε βαθιά ξανά και ξανά μέχρι που ένιωσε τη θάλασσα μέσα της να ξεχειλίζει και τα μάτια της να υγραίνονται/έμεινε ακίνητη κι έζησε λεπτό προς λεπτό τη διάλυση του κορμιού της, την αργή και ηδονική διάσπασή του σε μικρά, μικρούτσικα διάπυρα μόρια που αιωρούνταν κι ανέβαιναν κι ανέβαιναν).
     Ενδεικτικό στοιχείο του ψυχισμού της Εύας είναι επίσης και η αγάπη στη γλώσσα και οι παρατηρήσεις της όσο αφορά την ακρίβεια των λέξεων –δείχνει άτομο που μπορεί μεν να έχει περιορισμένες ικανότητες αλλά καλλιεργεί την συνείδησή της, έστω και… ασυνείδητα. Επίσης, μια ακόμα εμμονή, η εμμονή στο «τελείωμα» (η Εύα πίστευε ότι είναι πολύ σημαντικό να μην αφήνει κανείς τις δουλειές του μισές, και κυρίως να προσέχει το τελείωμα, που πρέπει να είναι πραγματικό και ολοφάνερο τελείωμα), είναι ίσως αυτή που θα την σπρώξει δίπλα στην αλήθεια.
     Στο νησί η Εύα γίνεται «το Βαγγελιό της Ρούσας», η κόρη της κοκκινομάλλας ξένης που έμεινε χήρα κι όταν έχασε το μικρό της κορίτσι κρεμάστηκε στο πλυσταριό. Άλλωστε της μοιάζει πολύ. Επιστρέφει με δέος στο ερειπωμένο σπίτι, ψάχνει ίχνη της τρομακτικής αλήθειας στο πλυσταριό όπου είδε τελευταία φορά τη μάνα της. Αντικρίζει όλη την κοινωνία που άφησε πίσω της έξι χρονών παιδί, που την υποδέχεται αναγκαστικά (λόγω της κηδείας του άντρα της), αλλά με επιφύλαξη που φτάνει στην καχυποψία: ο νάνος Αρρίκος, δεξί χέρι του δήμαρχου, ο παπα- Νικόλας, ο λιμενάρχης, ο διάκος, ο δήμαρχος, η δασκάλα, ο καφετζής. Απ’ όλους ξεχωρίζει ο ιδιόρρυθμος Θεόφιλος Κορρές (ένα από τα πιο τραγικά πρόσωπα του βιβλίου), ο αδερφός του συγχωρεμένου, «σημαδιακός κι αταίριαστος» κι αυτός, που συμπαραστέκεται στην Εύα καθώς όχι μόνο την φιλοξενεί στο χαμόσπιτό του, αλλά την βοηθά να προσανατολιστεί στις λοβιτούρες των κακεντρεχών χωριανών. 
     Γιατί ο μεν δήμαρχος, που φιλοδοξεί να φτιάξει πανδοχείο με διακόσια δωμάτια, προσβλέπει στην περιουσία/κληρονομιά της Εύας, οι δε συνομήλικοί της Ουρανία, Ρήγας (τα παιδιά του δήμαρχου) και Βιολέτα, ήταν τα τρία από τα τέσσερα παιδιά που έπαιζαν μαζί με τις δύο αδερφές όταν η μικρή Ειρήνη εξαφανίστηκε (η Ειρήνη περπατούσε ανάμεσα στα παιδιά, με την εμπιστοσύνη και το αδέξιο βήμα του καθυστερημένου παιδιού. Φορούσε το κόκκινο μπουφάν της). Η κρυψίνοια και η ένοχη σιωπή τους μετά από τόσα χρόνια απέναντι στις ευθείες ερωτήσεις της Εύας («Εσύ ξέρεις πού πήγανε την Ειρήνη;», «Πού έχασα την αδερφή μου;», «Άκουσες τίποτα για την αδερφή μου την Ειρήνη;», «Πού την πήγατε την Ειρήνη;») φανερώνει ότι όχι μόνο γνωρίζουν την αλήθεια αλλά αλλά εμπλέκονται άμεσα.
     Το τέταρτο παιδί ήταν ο Αχιλλέας Αντζάς, που έχει φύγει από τη ζωή (αυτοκτόνησε) αλλά μάλλον ήταν το πιο ενδιαφέρον άτομο. Ζωγράφος και φίλος του Θεόφιλου, κατέστρεψε όλα του τα έργα εκτός από ένα που κράτησε ο Θεόφιλος στο εργαστήριό του, έναν σκοτεινό πίνακα που δείχνει ένα πυκνό δάσος με πολλά δέντρα, και πέντε φιγούρες, πέντε μικρούς ανθρώπους (θα μπορούσε να είναι παιδιά που τα έβλεπε κανείς να περπατούν, το ένα κοντά στο άλλο) να απομακρύνονται βαδίζοντας προς το βάθος. Άλλωστε η μάνα του Αχιλλέα, το Στασό, είναι η μόνη μαζί με τον Θεόφιλο που συμπεριφέρεται φιλικά και εγκάρδια στην Εύα.
     Δύο-τρεις σκηνές λειτουργούν ως ιντερμέτζο στην συμπυκνωμένη τραγωδία που ξετυλίγεται στον αναγνώστη: οι σαλεμένοι που καθαρίζουν την εκκλησία, η γιορτή για το μέλι (αν και τα πέντε παιδιά της δασκάλας Βιολέτας που χάνονται μετά το τραγούδι τους στην γιορτή των παραγωγών μελιού εντείνουν την ατμόσφαιρα μυστηρίου) και τα αρραβωνιάσματα των Ρώσων διασκορπίζουν την ζοφερή αίσθηση που αποπνέει το βιβλίο.
     Η Εύα καταφέρνει να φτάσει στην λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης, να δει κατάματα την αλήθεια με κάθε λεπτομέρεια και να δώσει το ποθητό «τέλος», σύμφωνα με τον ψυχισμό της («να μπει ένα τέλος στα ερωτήματα και το ψάξιμο, και όλο αυτό να τελειώσει, να κλείσει και να κουμπώσει»), ενώ το τέλος αυτό για τον αναγνώστη είναι τελείως απροσδόκητο.
Χριστίνα Παπαγγελή 



Δεν υπάρχουν σχόλια: