Τι πάθος ατελείωτο, ατελείωτο, που είναι το δικό μου,
όλοι να θέλουν τη ζωή, κι εγώ τον θάνατό μου[1]
Σ’ έναν παραληρηματικό, καθηλωτικό κι εξομολογητικό τόνο, ο Δημήτρης Στεργίου, γνωστός ως «Μπέμπης», ταλαντούχος δεξιοτέχνης ρεμπέτης της χρυσής εποχής του Μανώλη Χιώτη (δεκαετία ’50, ’60) αφηγείται τα του πολύπαθου βίου του. Την αμεσότητα της -δύσκολης κατά τα άλλα- δευτεροπρόσωπης αφήγησης επέλεξε ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης, εφόσον έβαλε τον ήρωά του να απευθύνεται σ’ ένα φανταστικό πρόσωπο, έναν υποτιθέμενο φίλο παιδιόθεν, τόσο απόλυτο δέκτη των ψυχικών διακυμάνσεων του αφηγητή, που κάποιες φορές αισθάνεσαι ότι μιλά στον ίδιο του τον εαυτό. Με ειλικρίνεια και παρρησία, συντελείται εκ βαθέων η αποκάλυψη του εσώτερου κόσμου ενός σπάνιου πνεύματος. Ο Μπέμπης ήταν ιδιοφυΐα στη μουσική, απίστευτος δεξιοτέχνης που συναγωνιζόταν σε ταχύτητα και αυτοσχεδιαστική ικανότητα όλα τα ιερά τέρατα της εποχής (συμπεριλαμβανομένου του Μ. Χιώτη, ο οποίος είχε δηλώσει τον θαυμασμό του), ακούραστος παθιασμένος εραστής της τέχνης του, αλλά και αθεράπευτα αλκοολικός, θα λέγαμε αυτοκαταστροφικός. Τα μεθυσμένα του λόγια διατρέχουν πολλές φορές το κείμενο με άλματα συνειρμών, με συναισθηματική φόρτιση, με απόλυτη αποδοχή των ατέλειωτων παθών του, της φλόγας που τον έκαιγε και που δεν έσβηνε παρά με τα τρελά ξενύχτια στο πάλκο και το ποτό. Ο συγγραφέας χτίζει έτσι το κείμενο που μας μεταφέρει την απίστευτη αίσθηση, ότι στον άνθρωπο αυτόν, η ιδιοφυΐα, η συναισθηματική τρικυμία και οι τάσεις αυτοκαταστροφής ήταν αδιαχώριστα δεμένα. Πίσω από τα τρία αυτά υπήρξε, ίσως, μια υπέρτατη ανάγκη να φτάσει και να ξεπεράσει τα όρια, ποια όρια; Του εαυτού, του κόσμου, της ζωής (θαρρείς κι η ζωή παίρνει μεγαλύτερη αξία όταν ξεπερνάς τα όρια /η μέθη είναι το γελαστούρι μου, το μαστρουλούκι μου, η μέθη είναι μυσταγωγία, έγινα υπήκοος αυτής της έξης, δεσμώτης μιας ηδονής που απορροφά τον εαυτό μου ολόκληρο και με φέρνει στο σημείο να ξεχνιέμαι (…)είναι το παυσίλυπό μου, το ψυχοφάρμακό μου, με κάνει ν’ ανεβαίνω ψηλά, όλο και πιο ψηλά, να υπερίπταμαι).
Ο Δημήτρης Στεργίου, γεννημένος το 1927, ήταν από μεσοαστική οικογένεια του Πειραιά και είχε κλασική μουσική παιδεία καθότι ο πατέρας του, γνώστης της κλασικής και βυζαντινής μουσικής, έπαιζε πολλά μουσικά όργανα και συμμετείχε σε μουσικά σύνολα στο Δημοτικό Ωδείο του Πειραιά. Ξεχώρισε από παιδί δεξιοτεχνικά στο μαντολίνο, στη συνέχεια στην κιθάρα, κι όταν έπιασε το τρίχορδο έφτασε σε επίπεδα ασυναγώνιστα, ταχύτητας, αυτοσχεδιασμού και φαντασίας (είχε ωραία δάχτυλα ο τύπος, σβέλτα, μακριά κι ευλύγιστα, ακροβάτες, όπως ήθελε τα κουμαντάριζε, ήταν δοσμένος σε μια τέχνη, μία και μοναδική, υψηλή τέχνη, ευσυνείδητα, λάτρης της Μούσας, τιμούσε την εύνοιά της, το χατίρι που του έκανε, πάθος ισόβιο, νταλγκάς βαρύς, κι εκείνα κελαηδούσαν, παίζανε Ραβέλ, Μότσαρτ, «Κάστα Ντίβα», μεξικάνικα, γιαπωνέζικα αράμπιαν νάιτς, Πωλ Άνκα, Μπέλα Μπάρτοκ (…) ό, τι ξεσήκωνε το αυτί του απ τα ραδιόφωνα και τους φωνόγραφους κλπ κλπ). Έβγαλε την εμπορική Σχολή και το Ωδείο Πειραιώς (είμαστε διαβασμένα παιδιά εμείς, μα δεν το λέμε), ήταν από τους λίγους ρεμπέτες που διάβαζαν παρτιτούρες και μάλιστα πρίμα βίστα, και στην αρχή τον αποδέχτηκαν ως κιθαρίστα όχι ως μπουζουξή. Παντρεύτηκε περίπου στην ηλικία των 30 κι έκανε δυο κόρες, ωστόσο μετά την καριέρα του στη Νέα Υόρκη, γυρίζοντας στην Ελλάδα το 1965, το πιοτό έχει αρχίσει να τον διαβρώνει αθεράπευτα (ζω για να πίνω, πίνω για να ζω, ζω για να ξαναπιώ, ξαναπίνω για να ζω, πίνω και πάλι πίνω, για να ξεχάσω όσα έζησα, να φανταστώ αυτά που δεν έζησα (…) πίνω για να γεμίσω τη ζωή, όχι για να πεθάνω), μα πεθαίνει ψυχικά καταπτοημένος και περιφρονημένος, σε ηλικία 45 χρονών.
Η θυελλώδης εξομολόγηση του Μπέμπη μάς οδηγεί στην καρδιά της αλανιάρικης, ρεμπέτικης, περιπλανώμενης ψυχής, σ΄έναν κόσμο που δεν διασώζεται πια παρά μόνο στους στίχους των τραγουδιών: ντουμανάκηδες (χασικλήδες), μάπες (ναργιλέδες), σπαχάνια (χασίς από την Ισπανία), αλητεία, νυχτοπερπατήματα μέχρι πρωίας, σούρα και μαστούρα, κι ατέλειωτα μεθύσια. Πάθη όπως το ποτό και ο νταλκάς του με την Μπέμπα Μπλανς τον φέρνουν σε παροξυσμό δημιουργικότητας, παρόλο που δηλώνει «μ’ αρέσει να’ μαι γιαβάσης (ήρεμος), και να ξηγιέμαι αντάμικα (αντρίκεια, θαρραλέα)». Μέσα στον παραληρηματικό λόγο που βάζει ο συγγραφέας στον ήρωά του, εμπλέκονται στίχοι από τραγούδια σημαδιακά που μεταφέρουν έναν ολόκληρο κόσμο παθών, που δίνουν συναισθηματικό βάθος στις ψυχικές παρορμήσεις, και με τη δύναμη της μουσικής δίνουν μια ξεχωριστή ενότητα στο δίπολο Ζωή-Τέχνη (δεν πεθαίνεις τη στιγμή που ξενυχτάς, πεθαίνεις κάθε στιγμή όταν ζεις χωρίς ψυχή). Γιατί ο κόσμος του ρεμπέτη ήταν απόλυτα συνυφασμένος με τη ζωή των δημιουργών τους, ήταν τρόπος να ζεις, που καταργούσε την απόσταση καλλιτέχνη-θεατή (τη δίψα για αλανιάρικη ζωή την είχα στο αίμα μου/άμα είσαι βέρος Πειραιώτης αδύνατο να μη βαφτιστείς στην πηγή της μαγκιάς και της πουτανιάς). Η φτώχεια, η ορφάνια, η καψούρα, το πιοτό, η παρανομία, ήταν η καθημερινότητα που την έκαναν στίχο, τραγούδι, ψυχή (κάθε λαϊκό τραγούδι, ας είναι σύντομο, είναι ένα πλήρες έργο τέχνης, είναι μια ολόκληρη ταινία, ένα μυθιστόρημα). Αυτήν την άρρηκτη ενότητα ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης κατάφερε να μας την μεταδώσει, αρχικά με την επιλογή του ήρωά του, του σκοτεινού αυτού θρύλου που αρνιόταν να απαθανατιστεί στην δισκογραφία (ηχογραφήθηκε, αλλά μετρημένες φορές) και δεν δεχόταν παραγγελιές, αφετέρου με την ασθματική αφήγηση του Μπέμπη, που γίνεται ολοένα και πιο θολή καθώς πλησιάζει στο τέλος, έχοντας φτάσει στο χείλος της καταφρόνιας και της καταστροφής. Οι στίχοι λοιπόν των τραγουδιών που αναθυμάται ο Μπέμπης καθώς αφηγείται, φωτίζουν τις σκοτεινές πτυχές ενός ακόμα ανήσυχου πνεύματος στον κόσμο του ρεμπέτικου, ενός διάττοντα αστέρα που ιερούργησε, μεσουράνησε κι αφέθηκε να καταστραφεί.
Μέσα στον κόσμο αυτό παρελαύνουν όλα τα ονόματα με τα οποία διασταυρώθηκε ο Μπέμπης, το «Πάνθεον» της εποχής, των συνθετών, δεξιοτεχνών, εκτελεστών, μπουζουξήδων, τραγουδιστών και τραγουδιστριών, γιατί ήταν τόσο αυθεντικός, τόσο σπουδαίος και ιδιαίτερος, που εμφανίστηκε σε πάρα πολλά μαγαζιά, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, και για λίγα χρόνια στην Αμερική. Μέσα από την -υποτιθέμενη- δική του ματιά γίνονται άμεσα κι έμμεσα αναφορές σε «ιερά τέρατα» όπως ήταν: πρώτα πρώτα Τζουανάκος και Τατασόπουλος, με τους οποίους έπαιζε επί χρόνια · ο Χιώτης με τον οποίο συνεργάζεται πολλές φορές (με τον Τατασόπουλο ήταν το «σατανικό τρίο», τρεις φίλοι, και οι τρεις θεοί) που ντυνόταν σαν λόρδος (αυτά που βγάλαν για τον Χιώτη και μένα ότι είχαμε αντιπαλότητα κι ότι δεν χωνευόμασταν, είναι μπούρδες, είχαμε αγάπη αδερφική, ισχυρό δεσμό)· η ξακουστή «Τετράς του Πειραιώς» · το Ανεστάκι (Ανέστης Δελιάς) που έγινε θυσία στη νταμίρα (χασίσι) · ο Καλδάρας ο Τρικαλινός, ο καρδάρας τον έλεγαν πιο παλιά, Βυζαντινός συνθέτης, μεγάλος· ο Βλάχος, ο αετός ο νυχάτος, Τρικαλινός κι αυτός, ο Τσιτσάνης· ο Μάρκος ο «Φραγκοσυριανός», ο Παγιουμτζής, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο Ζαμπέτας, ο Πολυκανδριώτης, ο Στελλάκης κι ο Βαγγέλης Περπινιάδης, το «Σαμιωτάκι» -ο Απόστολος Χατζηχρήστος (ο πιο μελωδικός αοιδός, άσε συνθέτης, άπιαστος), ο Βασιλειάδης, ο Ζαγοραίος και άλλοι πολλοί που δε είναι δυνατόν να αναφερθούν. Απ’ όλους ξεχωρίζει ο Τάκης Μπίνης, συνομήλικος και προσωπικός φίλος του Μπέμπη, ο «Εγγλέζος», «γάτα με πέταλα», (ήπιος μάγκας, συμπαθητικός και γλυκόπιοτος/ήμασταν ομόθρησκοι με τον Τάκη, μπουζουκολάτρες/σαν χαρακτήρας πιο ισορροπημένος, πιο ελεγχόμενος, εγώ είμαι από τη φύση μου της φλόγας και της πυρκαγιάς πάντοτε βαδίζω πάνω σ’ ένα σχοινί τεντωμένο).
Πολλές, πηγαίες και ουσιαστικές και οι αναφορές στις «βουνοκορφές του τραγουδιού», τις λαϊκές τραγουδίστριες, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τη Γιώτα Λύδια (σπουδαία και στα δημοτικά/ακίνητη σαν άγαλμα, ούτε τσαλίμια ούτε μαργιολιές), την Σωτηρία Μπέλλου (βέρα μαγκιά για όλα τα αρσενικά της παρέα), την «Καιτάρα»-την Καίτη Γκρέυ (η Γκρέυ μάλλον προς τα αριστερά έκλινε, πράγμα σπάνιο, γιατί οι τραγουδίστριες της ταρίφας μας είχαν φάει τη φόλα με τους εστεμμένους), την «βέρα ανατολίτισσα» την Σεβάς (πραγματική βασίλισσα της λαϊκής διασκέδασης), την Στέλλα Χασκίλ, και βέβαια την κιμπάρισσα Πατρινιά, την Πόλυ Πάνου που την γνώρισε όταν εκείνη ήταν 18 χρονών (δεν συζητάμε σαν ερμηνεύτρια, συναρπαστική, η απόδοσή της στα ζεϊμπέκικα απαράμιλλη, μ αυτήν θα έπρεπε να κάνουμε χωριό και να γίνουμε καλλιτεχνικό ντουετάκι). Αυτή όμως που τον ξεμυάλισε είναι η Μπέμπα Μπλανς: ώσπου έφτασε ο καιρός που έπεσα στην ξώβεργα της Μπέμπας, την θυμάμαι και σεληνιάζομαι/δε θα μιλήσω πολύ επ’ αυτού, για το κύμα το παλιρροϊκό, για κείνη την αλλοπαρμένη, την τζερτζελιάστρα/είχε πάντα στο νου της τις εκρήξεις, να σκορπίσει λάβα στον αρσενικό πληθυσμό/την τριφασική γκόμενα/ετούτη εδώ θα σε τσιγαρίσει, θα σε χορέψει τσάρλεστον, θα φας μεγάλη κατραπακιά. Αποκορύφωμα το επεισόδιο στην Αμερική με τον Τέλλυ Σαβάλα που προφανώς γουστάριζε την Μπέμπα (α, ρε πεζεβέγκη, από μένα θα τη βρεις, ρε παλιομπινέ, και μη μας στραβοκοιτάς) όπου εμφανίστηκε η Μπέμπα με «μπικινάκι με ροζ φιογκάκια", λόγω καρναβάλου υποτίθεται, κι έγινε για άλλη μια φορά «νύχτα της κολάσεως»!
Ξαφνικά ανάμεσα στα λαϊκά πατούσα τρίτη, κι έχωνα ένα κομμάτι του Μότσαρτ, ή ένα προκλασικό, του Αλμπινόνι, για ένα-δυο λεπτά, μπορεί μια φράση μελωδική του Τσακ Μπέρρυ.
Το παίξιμο του Μπέμπη, για όσους τον άκουσαν από κοντά, ήταν αλησμόνητο, αξεπέραστο. Ακόμα κι όταν έπαιζε «καλαμπόρτζικα» (άτεχνα) κάποια στιγμή, όπως αφηγείται ο ίδιος, γινόταν η «υπέρβαση»: θα τους βλέπεις όλους σαν γλάστρες, θα τους κάνεις αόρατους, θα αφαιρείσαι από τον χώρο και τον χρόνο κι θα ταξιδεύεις σε άλλες σφαίρες. Άπιαστος στα τερτίπια, στα ταξίμια -στους αυτοσχεδιασμούς, τα τελευταία χρόνια με το πιοτό, πριν πάρει την μεγάλη κατηφόρα, απογειώνεται. «Δάχτυλα ερπύστριες», που παίζουν από βαλσάκια και τανγκό, σπανιόλικα φλαμένκο και χασάπικα, καμηλιέρικα μπάλους και καρσιλαμάδες, μεταβαίνοντας με φυσικότητα κι ευκολία από το ένα στυλ στο άλλο (τι μας κάνεις ρε Μπέμπη, τι θες απ’ τη ζωή μας τέλος πάντων, ποιον πυροβολείς άραγε, την πυροβολημένη την καρδιά μας;) Ο μονόλογος του Μπέμπη είναι χτισμένος από τον Κοροβίνη αριστοτεχνικά. Με άλματα χρονικά και με επιστροφές στο «παρόν» ακολουθείται μια υποτυπώδης χρονική «σειρά» στα γεγονότα της ζωής του, ώστε ν’ αποκτά αντίληψη ο ανίδεος αναγνώστης της συνολικής του πορείας -μέσα σε συνονθύλευμα από συναισθήματα και κατοπινές σκέψεις. Έτσι, βλέπουμε σε αδρές γραμμές και τον χαρακτήρα του (ένιωθα πάντα παγιδευμένος, πολιορκημένος κυνηγημένος, σαν καταζητούμενος, σαν φυγάς), τον «άσωτο» βίο του, σταματάμε σε μοιραία συμβάντα όπως η σημαδιακή συνάντηση -όταν ήταν 12 χρονών- με τον «γεροντάκο» που καθόταν σ’ ένα καλντερίμι, έπαιζε μπουζούκι κι έψελνε αμανέδες, και του έδωσε το «χρίσμα», κατά κάποιον τρόπο την ευλογία του: «Παιδί μου, δώσε βάση, αυτό είναι το μέλλον σου, το αυτί σου είναι μαγνήτης, δε λάθεψες ούτε μισή νότα, βάζεις και ψυχή, πολλή ψυχή». Μπερμπαντέματα στον Πειραιά, η εφηβική περιπέτεια με τη «μελαχροινούλα», η μοναδική επίσκεψη στο Τμήμα αργότερα, οι «ναοί της σούρας» και τα καπηλειά. Τον ακολουθούμε βήμα βήμα στα μαγαζιά όπου δούλεψε (δεν στέριωσα πουθενά είναι αλήθεια), κι όπως λέει ίδιος, "έπαιρνα έναν δρόμο κι όπου με βγάλει, σαν ένα βέλος που εκτοξεύτηκε κάποτε από μια φαρέτρα και ταξιδεύει χωρίς να φτάνει ποτέ τον στόχο του".
Και φτάνοντας στις τελευταίες σελίδες, που σηματοδοτούν τα χρόνια μετά τη Νέα Υόρκη (1965-72), χρόνια που ήδη είναι ροκανισμένος από το αλκοολίκι, όταν πια έχει αρχίσει η κατρακύλα και το συνειδητοποιεί (το ξέραμε κι οι δυο καλά, δεν είχαμε χρόνο να προλάβουμε το μοιραίο), το ύφος γίνεται ακόμα πιο λαχανιαστό, ακόμα πιο ονειρικό, περνά σαν ταινία όλους τους σταθμούς της ζωής του, κι αποχαιρετά τα πρόσωπα, τους έρωτες, τις αγάπες. Όλα γίνονται «σημαδιακά κι αταίριαστα» κι είναι μέσα σ’ αυτό το κορυφαίο, τελευταίο παραλήρημα που μαθαίνει ο αναγνώστης το τραγικό θάνατο του πατέρα, όταν ο Μπέμπης ήταν ακόμα παιδί, 13 χρονών: κι έμεινα εγώ με τη στάμπα της ορφάνιας μαρκαρισμένος στα σωθικά μου, να τρώγομαι δα τόσα χρόνια, σαν καταραμένος, απ’ τις τύψεις μου κι ακόμα να τον γυρεύω σαν τρελός.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] «Απελπίστηκα», Μ. Βαμβακάρης
1 σχόλιο:
Ο Μπέμπης είναι γέννημα ενός απωλεσθέντος σήμερα κόσμου, στον οποίο επιβιώνουν ακόμη ίχνη μιας ζωής κοινοτικής: τρόποι συλλογικής δημιουργίας -εν προκειμένω μουσικής- δια των οποίων η "φωνή" του δημιουργού, χωρίς να χάνει την ιδιοπροσωπία της αποκαλύπτεται ως η φωνή της κοινότητας.
Η φωνή του δεξιοτέχνη με όλες τις "ατέλειες" χρειάζεται να ακούγεται "εν θερμώ", από το αυτό του ζωντανού κοινού. Ο ίδιος χρειάζεται και το βλέμμα των ακροατών. Η στιγμή της καλλιτεχνικής δημιουργίας αποκαλύπτει την αλληλοπεριχώρηση των ψυχών καθ' οδόν προς τα ουράνια. Γι αυτό ο Μπέμπης μπήκε ελάχιστες φορές στον "τέλειο" αλλά ψυχρό χώρο του στούντιο.
Χωρίς ίσως να συνειδητοποιήσει, κατάφερε με το παίξιμό του να διαλαλήσει ταπεινά ότι η μουσική είναι ΜΙΑ. Κατάφερε μ την τέχνη του να διαβεί τα σύνορα που χωρίζουν την εντοπιότητα από την οικουμενικότητα, την προφορικότητα από την εγγραματοσύνη, τη λαϊκή από την λόγια μουσική.
Όποιος διαβαίνει σύνορα, πληγώνεται: ίσως το μόνιμο τραύμα του Μπέμπη να ήταν -εκτός από αυτό της πρόσκαιρης ζωής- το αιώνιο του γνήσιου καλλιτέχνη: Να αγγίζει την τελειότητα, να βιώσει ένα χρόνο αυθεντικό.
Το ποτό που έπινε και τον "ήπιε" τελικά, ήταν η ΄άλλη όψη της μοναδικής του ιδιοφυΐας. Το τελευταίο σύνορο που -διαβαίνοντάς το- οδηγήθηκε στην παραφροσύνη. Ήταν η άλλη όψη της μοναδικής του ιδιοφυΐας, της γεμάτης "αγγελικό και μαύρο φως".
qΥΓ. Η περίπτωση του Μπέμπη μού θυμίζει -εκ του αντιθέτου- τη γειτόνισσά μου την Τιτίκα, η οποία έναν διακαή πόθο είχε στη ζωή της, να γίνει λυρική τραγουδίστρια. Ο δυνάστης πατέρας της της το απαγόρεψε, την ανάγκασε να σπουδάσει Νομικά και να γίνει δικηγόρος. Μόλις πέθανε αυτός, την βλέπαμε να γυρνάει στη γειτονιά με μια νυχτικιά, σαλεμένη. Έζησε μέσα στη μοναξιά και έφυγε από τη ζωή με το παράπονο ότι δεν ακούστηκε ποτέ η φωνή της.
Δημοσίευση σχολίου