Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2022

Ο κήπος των ψυχών, Βασίλης Τσιαμπούσης

Και οι πιο δικοί μας άνθρωποι,
παρά την προσωπική τους αξία
και την ανάγκη μας να τους θαυμάζουμε και να τους συγχωρούμε,
δεν είναι κατά βάθος όπως δείχνουν.
Δεν είναι δηλαδή ούτε ευθύγραμμοι, ούτε διάφανοι…
     Την τοπική ιστορία της Δράμας από την εποχή του Μεσοπολέμου μέχρι τις μέρες μας διατρέχει ο συγγραφέας μέσα από την αφήγηση του -ανώνυμου;- κεντρικού ήρωα, που γεννήθηκε το 1929 και αναθυμάται τα γεγονότα της πολυτάραχης ζωής του. Μια βιογραφία λοιπόν, μέσα από την οπτική γωνία του ώριμου σήμερα πρωταγωνιστή, που ακολουθεί τους συνειρμούς, τις σημαδιακές φάσεις, τις συναισθηματικές εντάσεις και τα χρονικά άλματα που προκαλούν οι αναμνήσεις. Μια βιογραφία που μέσα από το βιωματικό στοιχείο αγγίζει όχι μόνο την τοπική ιστορίας -της Δράμας- με τις ιδιαιτερότητές της, αλλά και τις παρυφές της μεγάλης Ιστορίας, κατά τα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν την δεκαετία του ΄30. Στο σκηνικό αυτό παρελαύνουν διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικούς χαρακτήρες και διαφορετικές καταβολές, που συνιστούν τον «κήπο των ψυχών» του ήρωα. Έναν παρόμοιο κήπο με αυτόν που κρύβουμε όλοι μέσα μας.
     Ο αφηγηματικός λόγος, σε α΄ενικό, έχει τη λιτότητα του προφορικού λόγου, που εμπεριέχει βέβαια την ένταση των συναισθημάτων αλλά πρωτογενώς, χωρίς αναστοχασμούς κι εσωτερική επεξεργασία. Ο αναγνώστης νιώθει ότι έχει δίπλα του τον ώριμο πια ήρωα που εξιστορεί τις εμπειρίες του, φιλτραρισμένες μέσα από τη μνήμη και τα χρόνια που πέρασαν. Όπως είπε κι ο Δημήτρης Βλάχος στην εξαιρετική του ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου στη Δράμα στις 18 Σεπτεμβρίου, «απουσιάζει ο εντυπωσιασμός, ο συναισθηματισμός και ο τόσο συνηθισμένος στη μοντέρνα λογοτεχνία λυρισμός της φρίκης. (…)Το να μιλήσεις απλά δεν είναι το εύκολο και το απλοϊκό, αλλά είναι αυτό που μένοντας ακλόνητο ανθίσταται στην αποδομητική ανάλυση και αποτείνεται σιωπηλό στην ψυχή μας. Το απλό στη λογοτεχνική αφήγηση είναι αυτό που μένει όταν θα έχει διαλυθεί το νέφος των ευφυολογημάτων, των καρυκευμένων συναισθημάτων και των εντυπωσιακών ιδεολογικών κατασκευών. (…)το απλό είναι πανίσχυρο γιατί είναι αληθινό, όπως είναι η αγάπη κι ο θάνατος αληθινός, και στον πυρήνα αυτού του μυθιστορήματος-νουβέλας του Β. Τσιαμπούση, βρίσκονται ο έρωτας και ο θάνατος».
     Υπάρχουν βέβαια στη νουβέλα και η αγάπη, η φιλία και ο έρωτας, με διάφορες μορφές, αλλά βασικά κυριαρχούν η απουσία και ο θάνατος, γιατί τα χρόνια κατά τα οποία ενηλικιώνεται ο ήρωας, είναι ποτισμένα με αίμα, πόλεμο, διωγμούς και απώλειες. Μέσα στο ιστορικό πλαίσιο μιας πόλης που λίγο πριν γεννηθεί ο πρωταγωνιστής είχε πρόσφατα αλλάξει πληθυσμιακά (με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1922, αλλά και με προηγούμενες αφίξεις πληθυσμών της Θράκης και του Πόντου), μιας πόλης που στη δεκαετία του ΄30 ψάχνει την ταυτότητά της και που είχε ήδη υποστεί δυο σκληρές βουλγαρικές κατοχές,[1] εκείνος βρίσκεται ορφανός από μητέρα, στα δέκα του χρόνια (η αναφορά είναι σπαραχτικά λιτή, στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου). Μέχρι τα δώδεκά του χρόνια (1941, αρχή της βουλγαρικής κατοχής), ζει με τον φωτογράφο πατέρα του στους Αμπελόκηπους, μια γειτονιά κοντά στον σταθμό του τρένου, όπου είχαν καταφύγει οι πρόσφυγες από τη Θράκη (να τονίσουμε εδώ ότι ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Δράμας ήταν και του φωτογράφου, πλανόδιου στην κεντρική πλατεία).
     Οι πολιτισμικές διαφορές (Θρακιώτες, ντόπιοι, Πόντιοι, Εβραίοι) αλλά και οι ιδεολογικές αποχρώσεις παίρνουν σχήμα και οξύνονται καθώς περνούν τα χρόνια, αλλά ταυτόχρονα το επιβάλλουν και οι ιστορικές περιστάσεις. Ο πατέρας του ήρωα είναι εθνικόφρων και υποστηρίζει τον Μεταξά, αλλά οι καλύτεροί του φίλοι είναι ο Κώστας, γιος κομμουνιστή που με την νίκη του Άξονα παίρνει τα βουνά, ενώ ο τρίτος της παρέας, ο Σάλμο, είναι Εβραίος με θείο κρυπτοκομμουνιστή, τον Γιακόβ.
     Κατά τα δίσεχτα χρόνια λοιπόν που ακολουθούν, όλες αυτές οι αντιθέσεις εντείνονται ή δοκιμάζονται μέσα στις έκτακτες και κρίσιμες συνθήκες της τρίτης, πιο βάναυσης και μεγαλύτερης διάρκειας βουλγαρικής κατοχής. Οι Βούλγαροι όχι μόνο εγκατέστησαν στη Δράμα το 2ο Σώμα στρατού, αλλά έφεραν κι εκατοντάδες πολίτες βούλγαρους, που επιτάξανε τα σπίτια των Δραμινών καθώς η διέξοδος προς την θάλασσα ήταν πάντα μέσα στα σχέδια της βουλγαρικής πολιτικής (οικονομικός και πολιτικός εκβουλγαρισμός). Η σκληρότητα των κατακτητών ήταν απαράμιλλη: άλλαξαν τα ονόματα στα χωριά, ανάγκασαν τους πολίτες να γραφούν Βούλγαροι πολίτες ( οι λεγόμενοι «βουλγαρογραμμένοι»), εκτελούσαν αδιακρίτως (μέχρι και τη γάτα του οκτάχρονου ήρωα, τελευταίο δώρο της μητέρας του λίγο πριν πεθάνει), κλπ. Τα γεγονότα ακολουθούν σαν χιονοστιβάδα: η εξέγερση και σφαγή της Δράμας τον Σεπτέμβρη του ΄41[2], αντίποινα στις γύρω περιοχές, δίωξη των Εβραίων της Δράμας (μαζί μ’ αυτούς και η οικογένεια του Σάλμο), μυστηριώδης κι αιφνίδια φυγή του πατέρα και η αναπάντεχη είδηση ότι τον εκτέλεσαν.
     Ο δεκατριάχρονος τότε αφηγητής, ορφανός για δεύτερη φορά, μπαίνει μονάχος στην βιοπάλη. Αρχικά τον συνέτρεξαν ο μπαρμπα- Χαράλαμπος και η γυναίκα του, η κυρία Ευθυμία μα του υπέδειξαν να μείνει μόνος του (είναι ευκολότερο να βρει δουλειά ένα παιδί ορφανό κι εγκαταλειμμένο παρά ένα που ζει με οικογένεια). Στη συνέχεια δουλεύει στον φούρνο του «βουλγαρογραμμένου» κου Νικηφόρου, κι όταν επιτάξανε το σπίτι ο υπολοχαγός Άντον με τη γυναίκα του , τη Βάλια, συγκατοικεί αναγκαστικά μαζί τους προσφέροντάς τους υπηρεσίες.
     Είναι ένα έξυπνο παιδί με ανεξίτηλη ψυχική καθαρότητα και ρουφάει τη ζωή, με περιέργεια και αγνότητα, αλλά και με την εγρήγορση του νεαρού ανθρώπου που προσπαθεί να επιβιώσει. Οι άνθρωποι που βρίσκονται δίπλα του σ αυτήν την κρίσιμη ηλικία (υποκαθιστώντας ίσως ίσως την μητέρα και τον πατέρα), με τις αντιφάσεις τους και τον αμφίσημο ρόλο του ο καθένας, αφήνουν σημάδια σε διάφορες αποχρώσεις, που δεν είναι μαύρο ή άσπρο, αναδεικνύοντας αυτό που ο ώριμος πια ήρωας θα συνειδητοποιήσει αργότερα, ότι οι άνθρωποι δεν είναι «ούτε ευθύγραμμοι, ούτε διάφανοι». Πιο ακραίο και χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο 25χρονος Βούλγαρος Άντον, π.χ., ο μισητός εχθρός που τον εγκαθιστά στο υπόγειο του ίδιου του σπιτιού και τον προορίζει για δούλο. Μετά από πέντε μήνες, σε άσχετη συζήτηση, φανέρωσε ότι κι εκείνος είχε χάσει τη μάνα του όταν ήταν μικρός. Δεν περνούν πολλές μέρες και σχεδόν τον αναγκάζει να παίξουν σκάκι, δείχνοντας όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα ικανότητες του μικρού. Τέλος, προσφέρεται να του κάνει μαθήματα… βουλγαρικών και σκακιού. Το ενδιαφέρον του με τον καιρό γίνεται σχεδόν πατρικό, του φέρεται με καλοσύνη και του εκμυστηρεύεται κάποιες φορές τις ανησυχίες του (ένιωθα για εκείνον μεγάλη οικειότητα κι εμπιστοσύνη. Ενώ, δηλαδή, μισούσα όλους τους Βουλγάρους, προτιμούσα να σκέφτομαι ότι αυτός δεν έφταιγε για όσα είχαν συμβεί. Εξάλλου, πάντα ανάμεσα στους κακούς είναι κάποιοι που διαφέρουν).
     Η γυναίκα του η Βάλια, «στυφή και αγέλαστη», «κακιά» με τον ήρωα αλλά… θερμή στο κρεβάτι (κάποιες φορές τα βογκητά της τρυπούνε το πάτωμα) φανέρωσε κι αυτή στον μικρό ήρωα τις ευάλωτες πλευρές της μ’ έναν παράδοξο τρόπο. Η Κριστίνα, η 18χρονη αδερφή του Άντον που έρχεται για επίσκεψη τον αναστατώνει ερωτικά (την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα) με την ομορφιά της, αλλά γρήγορα τον απωθεί με τον χαρακτήρα της.
     Η οικειότητα του Έλληνα έφηβου με τους εχθρούς της πατρίδας, όπως ήταν αναμενόμενο, δημιούργησε αντιδράσεις και σχόλια από τους ντόπιους, που κάποιες φορές τις εισέπραττε ως μίσος. Ο ίδιος ο μπαρμπα- Χαράλαμπος που βοήθησε τον 12χρονο όταν έμεινε ορφανός, τώρα τον μέμφεται. Η Ιστορία όμως προχωράει, φτάνουμε στα 1944 (κι ο ήρωας έχει γίνει τώρα 15χρονών), στην εποχή που ο Άντον έφυγε απ’ το σπίτι για να λάβει μέρος στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των εθνικιστών ανταρτών που δρούσαν στα βουνά της Δράμας. Είναι η εποχή που δρα στα βουνά της Δράμας ο Αντώντσαους. Ο ήρωάς μας περνά διπλή αγωνία: δεν θέλει φυσικά να νικήσουν οι Βούλγαροι, αλλά δεν θέλει και να σκοτωθεί ο Άντον. Η επιστροφή του τελευταίου γεμίζει τον νεαρό αφηγητή μας ευφορία, που κορυφώνεται στα λόγια: Όποιος κι αν κερδίσει τον πόλεμο, εγώ θα σας αγαπώ και τους δύο για πάντα.
     Μετά απ’ αυτήν τη σκηνή, η δίνη της Ιστορίας σημαίνει την αντίστροφή μέτρηση. Προχωράμε προς την απελευθέρωση, την αποχώρηση των Βουλγάρων από τη Δράμα (Οκτώβρης 1944) παρά τις φρούδες τους ελπίδες ότι ακόμα και χαμένοι θα έχουν έξοδο στο Αιγαίο. Εντωμεταξύ ο ΕΛΑΣ έχει ελευθερώσει την πόλη, ενώ οι πολιτικές εξελίξεις στην Βουλγαρία έχουν αλλάξει τους συσχετισμούς[3] (το «Πατριωτικό Μέτωπο», τον Σεπτέμβριο του΄44 τερμάτισε τη συνεργασία με τον Άξονα και προσχώρησε στους συμμάχους). Για το τραγικό τέλος της Βάλιας θεωρείται ύποπτος ο ήρωάς μας, τον οποίο γλυτώνει από τη φυλακή και τις ανακρίσεις ο θείος Αλέξανδρος, ως από μηχανής θεός, που είναι πια πολιτικός καθοδηγητής του Κομμ. Κόμματος.
     Όταν πια βγαίνει από το νοσοκομείο, είναι πια μόνος στο σπίτι. Οι ισορροπίες έχουν αλλάξει. Ο Κώστας κι ο πατέρας του (πρόεδρος του λαϊκού δικαστηρίου), κομμουνιστές και άρα διεθνιστές δέχονται πρόθυμα την συνύπαρξη με τους Βούλγαρους, κομμουνιστές τώρα πια (αν βγει και στην Ελλάδα σοσιαλιστική κυβέρνηση και συνεργαζόμαστε, ποιο είναι το πρόβλημα; Ή αν η Μακεδονία γίνει ανεξάρτητη;), πιθανότητα που αναστατώνει τον ήρωα. Ο Άντον, ως εκπρόσωπος της «παλιάς φρουράς» βρίσκεται στη φυλακή.
     Ο πόλεμος προχωράει στη λήξη του αλλά τα γεγονότα εξακολουθούν να είναι καταιγιστικά. Οι εξαφανίσεις , οι προδοσίες, οι δίκες. Ιστορική για τη Δράμα η δίκη κι η εκτέλεση των Γκλέτσκοφ και του Ντόντσεφ, υπεύθυνων για τη σφαγή της Δράμας τον Σεπτέμβρη του 1941. Οι λίγες μέρες μέχρι τη συμφωνία της Βάρκιζας σηματοδοτούνται από το ποδοσφαιρικό αγώνα (το δημοκρατικότερο όλων των αθλημάτων: ήταν παιχνίδι της φτωχολογιάς και, κυρίως, για να κερδίζει μια ομάδα έπρεπε να συνεργάζονται όλοι οι παίχτες της αρμονικά. Να μπαίνει το «εγώ» κάτω από το «εμείς»), με τον ήρωά μας να εντάσσεται στη «Φλόγα». Εδώ υπάρχει η λεπτή αίσθηση ότι ο συγγραφέας σατιρίζει την κομματική «φιέστα» που ετοίμασε το ΕΑΜ (στο τέλος μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο και κάνα δυο υψηλά ιστάμενοι στον ΕΛΑΣ για να φανεί ότι όλοι -με πλήρη ισότητα- συμμετείχαν στις λαϊκές εκδηλώσεις), με αποκορύφωμα στημένο γκολ για να χαρεί ο διοικητής της φρουράς της Ξάνθης.
     Ο διχασμός πριν τη συμφωνία της Βάρκιζας είναι έντονος και στη Δράμα (αγωνιούσαμε, οι μισοί για εκείνους που ανήκαν στη μια παράταξη και οι άλλοι για τους αντιπάλους τους), με απήχηση και στην ψυχή του ήρωα που όχι μόνο διαφωνεί με τον φίλο του Κώστα, αλλά υποψιάζεται βαθιά μέσα του, πως ίσως εκείνος πρόδωσε τη Βάλια. Άλλωστε, ακολούθησε ο εμφύλιος, στον οποίο εντάχτηκαν και ο Κώστας και ο πατέρας του (ο φίλος μου ένιωσε στην πράξη πώς λειτούργησαν τα μέτρα για την «εθνική συμφιλίωση»). Ο ανήλικος ακόμα πρωταγωνιστής μας (16 χρονών) παίρνει «προσωρινό μηνιαίο βοήθημα» και ορίζεται κηδεμόνας του ο μπαρμπα- Χαράλαμπος. Ο εμφύλιος είναι παρών (αντάρτες έκαψαν σπίτια στη γειτονιά, οι Μάυδες αντέδρασαν ακαριαία κλπ), ο Κώστας και ο Γιώργος διωγμένοι τώρα πια από το κράτος ζητούν βοήθεια για να το σκάσουν. Οι αγριότητες δεν λείπουν εκατέρωθεν. Ο θείος Αλέξανδρος εκτελέστηκε, κι ο ομοϊδεάτης του Γιώργος εκφράζει την αντιπάθειά του (ενώ κι οι δυο ήταν ενταγμένοι στον ίδιο πολιτικό χώρο, ανήκαν σε διαφορετικό κοινωνικό χώρο και, κυρίως, είχαν διαφορετική κουλτούρα).
     Θα μπορούσε κάποιος να προσάψει τον συγγραφέα για τήρηση μιας "ουδέτερης"/μεσοβέζικης στάσης ή έστω, απολιτίκ, στα πολιτικά διλήμματα της εποχής. Κάποιοι θα έβρισκαν και πατήματα για υποτίμηση του ρόλου των αριστερών (π.χ. τονίζεται ο ρόλος του ΚΚΕ στην "ηρωική αλλά τελείως παράλογη" εξέγερση της Δράμας ενώ επισήμως γνωρίζουμε ότι το ΚΚΕ δεν ανέλαβε κεντρικά την ευθύνη, ο ποδοσφαιρικός αγώνας ήταν τραγελαφική προσομοίωση αγώνα κ.α.), για απόκρυψη των αγριοτήτων των εθνικιστών κλπ. Η προσωπική μου αίσθηση  είναι ότι υπάρχει μια ισορροπία, δεν αποκρύπτεται ουδόλως η τυχούσα άδικη συμπεριφορά εκπροσώπων των διαφορετικών ιδεολογιών. Αντίθετα, δίνεται η ανθρώπινη διάσταση κι όχι ένα εγχειρίδιο πολιτικής θεωρίας, καθώς ο συγγραφέας καταπιάνεται με τόλμη με ένα δύσκολο έργο, να αποδώσει ανάγλυφα μια εποχή που άφησε πολλές πληγές. Η επιλογή του ορφανού ήρωα που ψάχνει τον εαυτό του και του ανθρώπους ήταν πολύ ευφυής, προκειμένου να επιτευχτεί αυτός ο στόχος.  
     Η μητέρα, ο πατέρας, ο μπαρμπα- Χαράλαμπος, η κα Ευθυμία, ο φούρναρης, η Θεανώ. Ο Άντον, η Βάλια, η Κριστίνα. Ο Σάλμο και ο Γιακόβ, ο θείος Αλέξανδρος. Άνθρωποι που σημάδεψαν τα τρυφερά κι ευαίσθητα χρόνια του ήρωα μέχρι την ενηλικίωσή του, και για τους οποίους εκείνος, ώριμος πια, αποτίει φόρο τιμής στη μνήμη τους, προσπαθώντας να βρει τα ίχνη τους μετά από χρόνια και να απαντήσει στα ερωτηματικά του. Έκπληξη για όλους το αντάμωμα με τον Σάλμο τον Εβραίο φίλο που κατάφερε να διασωθεί. Μέσα μάλιστα από τα παλιά φιλμ του πατέρα του συναντά και την αρχέγονη πατρική ψυχή, ανακαλύπτοντας μια κρυμμένη διάσταση.
     Προς το τέλος του βιβλίου, βρίσκονται πια στα 1994 γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι οι τρεις φίλοι με τις οικογένειές τους, με περίσσια συγκίνησης και ανεξίτηλες αναμνήσεις. Μια εικόνα βακχική που ξεχειλίζει συναισθήματα που δεν καταγράφονται. 
     Τέλος, στον κήπο των ψυχών, σαν τελευταία εικόνα, μέσα στις τριανταφυλλιές και τις ροδιές βλέπουμε την όμορφη Ελπίδα, την φιλενάδα του γιου του. Ο ήρωάς μας είναι πια 67 χρονών.
Χριστίνα Παπαγγελή  

[1] Α΄Βουλγαρική κατοχή: Οκτώβριος 1912-Ιούνιος 1913 (1ος βαλκανικός, ελευθερώθηκε με τον ΄βαλκανικό)
Β΄ βουλγαρική κατοχή: 1916-1918
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%83%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%94%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%B1%CF%82
[3] Ο ξαφνικός θάνατος του Βόρις Γ΄ το καλοκαίρι του 1943 ώθησε τη χώρα σε πολιτική κρίση καθώς ο πόλεμος έπαιρνε τροπή κατά της Γερμανίας και κέρδιζε έδαφος το Κομμουνιστικό αντάρτικο κίνημα. Η κυβέρνηση του Μπόγκνταν Φίλοφ απέτυχε στη συνέχεια να συνάψει ειρήνη με τους Συμμάχους. Η Βουλγάρικη κυβέρνηση δεν συμμορφώθηκε με τις Σοβιετικές εκκλήσεις να εκδιώξει τα Γερμανικά στρατεύματα από το έδαφός της, με αποτέλεσμα την κήρυξη πολέμου και την εισβολή από την ΕΣΣΔ το Σεπτέμβριο του 1944. Το Πατριωτικό Μέτωπο, στο οποίο την ηγεμονία είχαν οι Κομμουνιστές, πήρε την εξουσία, τερμάτισε τη συμμετοχή στον Άξονα και πήρε το μέρος των
Συμμάχων μέχρι το τέλος του πολέμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: