Παρασκευή, Οκτωβρίου 01, 2021

Ο δικός μας πόθος, Carolin Emcke

Μόνο έτσι γίνεται να σβηστεί το πένθος για την αφωνία του τότε:
γράφοντας την ιστορία αυτή, τη δική του, τη δική μου, τη δική τους
-εκείνων που και σήμερα ακόμα υποφέρουν σιωπηλά για τον πόθο.
     Στο αυτοβιογραφικό αυτό βιβλίο, πρωταγωνιστεί ο «πόθος», ο «διαφορετικός πόθος» της Καρολίν Έμκε, που τον συνειδητοποιεί σταδιακά καθώς διέρχεται την εφηβεία. Ενόσω ενηλικιώνεται, αναζητώντας την ταυτότητά της -δηλαδή τον τρόπο να ζει ελεύθερα κάνοντας αυτά που αγαπά και όντας αποδεκτή από τους άλλους, ανακαλύπτει πτυχές του εαυτού της που την καθορίζουν ως προσωπικότητα: τη ρευστότητα του σεξουαλικού πόθου που κάποια στιγμή στρέφεται με πάθος προς το ίδιο φύλο, την αγάπη για τη μουσική και τη φύση, και την ενοχή για την αυτοκτονία του Ντάνιελ, ενός αγοριού διαφορετικού και αποκλεισμένου από τους άλλους στα γυμνασιακά της χρόνια. Αυτοί είναι οι βασικοί άξονες που καθορίζουν την ψυχοσύνθεσή της και που μεταφέρονται στην αφήγηση με πολλή διεισδυτικότητα κι ευαισθησία.
     Η εξιστόρηση ξεκινά με την ενοχή, από την πρώτη κιόλας παράγραφο (μπορεί αυτός να είναι ο λόγος για τούτη την ιστορία. Ίσως έτσι πρέπει να αρχίζει: με την ενοχή, μια ενοχή που δεν γίνεται να εξαλειφθεί, μόνο να βιωθεί μέσα από τη ζωή). Η ενοχή της διαφορετικότητας, που βιώνεται από την πρώτη γυμνασιακή μέρα, όταν οι -άγνωστοι- συμμαθητές βάζουν την αφηγήτρια και τον Ντάνιελ να «πλακωθούν» (προσπάθεια μιας άμορφης ομάδας να εγκαταστήσει μια ιεραρχία/η έγνοια του κάθε μαθητή ξεχωριστά μην τυχόν καταλήξει ο ίδιος στη μέση του κύκλου, να μη μπει ο ίδιος στο στόχαστρο, να μην περιθωριοποιηθεί ο ίδιος, ήδη από την πρώτη μέρα).
 
Ποτέ ξανά -έτσι ορκίστηκα στον εαυτό μου την άλλη μέρα-,
ποτέ ξανά δεν θα μείνω απλώς να παρακολουθώ όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο,
ποτέ ξανά δεν θα μείνω άφωνη
     Ωστόσο δεν πρόκειται για ένα μεμψίμοιρο βιβλίο που απλώς αναδεικνύει τον συντηρητισμό της γερμανικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’80 κοινωνίας (τραγέλαφος το μάθημα σεξολογίας), που δεν ανεχόταν το διαφορετικό. Η ενοχή της ηρωίδας/συγγραφέα δεν έγκειται στο ότι είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που επιτάσσει το κοινωνικό σύνολο, δεν νιώθει δηλαδή ενοχικά ή μειονεκτικά γι αυτό που είναι αλλά μάλλον το αντίστροφο: ότι η ίδια, παρόλο που νιώθει διαφορετική και συναισθάνεται τη μοναξιά του αδύναμου, σε δεδομένες περιστάσεις ταυτίστηκε με το σύνολο, δεν αντέδρασε δεν υπερασπίστηκε το δικαίωμα του Άλλου να είναι διαφορετικός (ίσως θέλω να αντιτάξω στη σιωπή τού τότε ένα αφήγημα, που θα μπορούσε να μην είναι μόνο αυτό του Ντάνιελ, αλλά όλων εκείνων που ψάχνουν ιστορίες τις οποίες μπορούν να βιώσουν). Ξεκινώντας από την περίπτωση του Ντάνιελ, που σιγά σιγά απομονώνεται μέσα στη σχολική κοινωνία όλο και περισσότερο κι έφυγε απ’ τη ζωή χωρίς να προλάβει να ζήσει την ενηλικίωση αφήνοντας δεκάδες ερωτηματικά πίσω του, το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται μέσα στη ζωή της Καρολίν: το μοτίβο να προσέρχεται σε κείνην, σαν σε καταφύγιο, ο αδύναμος-ο αποκλεισμένος-ο απομονωμένος και κείνη να αντιδρά όχι βέβαια επιθετικά όπως οι άλλοι, αλλά χλιαρά και αποστασιοποιημένα (Στεκόμασταν λοιπόν οι δυο μας εκεί, σιωπηλοί και παρατηρούσαμε τους άλλους. Ίσως αυτή να ήταν η στιγμή. Η στιγμή που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για όλα όσα είχαμε κοινά, για όλα όσα μας ξεχώριζαν απ’ τους άλλους. Ίσως τότε να είχαν πάρει όλα άλλη τροπή. Ίσως να είχαμε καταφέρει να βρούμε μια άλλη γλώσσα για ό, τι μας εμπόδιζε να συμμετάσχουμε στο παραλήρημα των φίλων μας -εννοεί στα πάρτι-, ίσως να είχαμε βρει έναν όρο για αυτήν την απώθηση προς όλα εκείνα που οι άλλοι θεωρούσαν αυτονόητα). Η ταπείνωση του Ντάνιελ συνεχίζεται αμείλικτα καθώς περνά ο καιρός, και η αδράνεια της Καρολίν, τώρα που πέρασαν τα χρόνια καθώς μας τα αφηγείται αυτά, την γεμίζει «ντροπή και φρίκη για τον εαυτό της». Έτσι, ο Ντάνιελ εξαφανίστηκε προτού ακόμα εξαφανιστεί. Τα ερωτήματα και οι ενοχές που έχει η Καρολίν, όπως λέει και η ίδια, είναι επειδή μπορούσε να σκεφτεί κάποιους λόγους που οδήγησαν τον Ντάνιελ στην μοιραία φυγή (ήθελα να μάθω σε ποιο βαθμό ο θάνατός του είχε να κάνει με μας, μ’ όλους αυτούς τους κύκλους που χαράσσονται, που περικλείουν και αποκλείουν).
     Ο βασανισμός όμως στα παιχνίδια των παιδιών αλλάζει πρόσωπο. Το επόμενο σκληρό επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον συμμαθητή τους Μίχα, προξενεί στην Καρολίν ζαλάδα απ’ την αηδία (στεκόμουν μακριά απ’ όλους τους κύκλους κι έτρεμα) και όπως εξομολογείται, πολύ θα ήθελε να μπορούσε να ισχυριστεί ότι μπήκε στη μέση και τράβηξε τον Μίχα απ’ τον κύκλο των βασανιστών (πως την αποστροφή που ένιωθα τη μετέτρεψα σε κάτι άλλο, κάτι καλό). Όμως, όχι. Κι ίσως αυτός ο καταπιεσμένος θυμός είναι που, σαν εξιλέωση, ώθησε τη συγγραφέα να εργαστεί μετά τις σπουδές της (φιλοσοφία, πολιτικές επιστήμες, ιστορία) ως διεθνής ρεπόρτερ και πολεμική ανταποκρίτρια του Der Spiegel, με αποστολές στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Κόσοβο και το Ιράκ (1998-2006), και της Die Zeit, με αποστολές στο Ισραήλ, τη Δυτική Όχθη, το Πακιστάν, την Αίγυπτο, το Ιράκ, την Αϊτή και τις ΗΠΑ (2007-2014). Στα ταξίδια αυτά έχει εμπειρίες από «διαφορετικά» άτομα που ζουν μάλιστα σε πολύ καταπιεσμένες χώρες της Ανατολής και με εξαιρετική τόλμη υπερασπίζεται τα δικαιώματά τους.
     Έτσι, μέσα στο βιβλίο, που έχει βέβαια κάποια γραμμικότητα, αλλά δομείται από παραγράφους κι ενότητες με βάση τους συνειρμούς της ενήλικα συγγραφέα, βλέπουμε κάποιες αναφορές στις μετέπειτα εμπειρίες της ως γυναίκας λεσβίας δημοσιογράφου και πολεμικής ανταποκρίτριας στη Γάζα, Ιράν, Αλβανία, Αϊτή κλπ καθώς και σκέψεις/προβληματισμούς και ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο του queer κινήματος στη Γερμανία.
 
Υπάρχουν αναρίθμητες ιδιότητες που συνθέτουν ένα άτομο.
Είμαι φιλόσοφος και δημοσιογράφος,
γράφω για περιοχές βίας και είμαι οπαδός της Μπορούσια Ντόρτμουντ,
τα τηγανητά κρεμμύδια και οι αντισημίτες μου φέρνουν αναγούλα κλπ κλπ

     Η Καρολίν Έμκε τονίζει ιδιαίτερα το ότι οι περισσότεροι ετεροφυλόφιλοι όταν γνωρίζουν ομοφυλόφιλο άτομο εστιάζουν μόνο στον σεξουαλικό του προσανατολισμό, ξεχνώντας ότι πρόκειται, όπως όλοι, για μια πολύπλευρη και σύνθετη προσωπικότητα. Η αγάπη της όμως για τη φύση από τα παιδικά και για τη μουσική από τα γυμνασιακά χρόνια είναι καθοριστική για την ταυτότητά της και μάς πείθει ποικιλότροπα. Παιχνίδια στο ποτάμι, εξερευνήσεις στο δάσος, επικοινωνία με τα δέντρα οξιές, σημύδες (άρχισα τώρα να μελετάω τις οσμές, έσπαγα κλαδιά και τα μύριζα, έκοβα άνθη απ’ το κοτσάνι τους, έπλαθα τη λάσπη κι έχωνα τη μύτη μου μέσα/οπότε το να πάω για το πρώτο μου φιλί στη φωλιά μας, μέσα στο δάσος μού φάνηκε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο/στον χορό ψηλαφείς την αγκαλιά όπως τα δέντρα) προδίδουν ένα κορίτσι με τόλμη και φυσική περιέργεια.
     Οι αναφορές στη μουσική παιδεία είναι ακόμα περισσότερες όσο περνούν τα χρόνια της εφηβείας, δεδομένου ότι καθοδηγητής είναι ένας πολύ εμπνευσμένος καθηγητής τους, ο κ. Κοσαρίνσκι, που τους μυεί στη γλώσσα της μουσικής με αξιομνημόνευτο τρόπο. Τους μάθαινε να "ακούν" εφαρμόζοντας κάτι σαν κυνήγι θησαυρού, παρατηρούν τις διαφορετικές εκτελέσεις, μαθαίνουν να αναγνωρίζουν τα μοτίβα στις φούγκες, τους εκπαιδεύει στην «αρχή της ερμηνείας» (την ερμηνευτική προσέγγιση, τα είδη ανάγνωσης και υποκριτικής απόδοσης του κειμένου –όλα αυτά τα έμαθα τότε μέσω της μουσικής. Όχι από τις φιλολογικές μου σπουδές/η βεβαιότητα ότι κάθε κανονιστικό κείμενο, κάθε νοηματική γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να ερμηνευτεί με διαφορετικό πάντα τρόπο και σύμφωνα με τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες δεν αποτελούσε ένα θεωρητικό δόγμα, αλλά συνηθισμένη, καθημερινή εμπειρία, κερδισμένη από τον κόσμο της μουσικής). Και το μεγαλειώδες, που αγγίζει τη φιλοσοφία και προκύπτει μέσα από τη «γραμματική της φούγκας»: πώς οι δομές θέτουν κανόνες και όρια και ταυτόχρονα μπορούν να διανοίγουν ελεύθερους χώρους δεν μας το εξήγησε ο Κοσαρίνσκι αλλά η μουσική, την οποία εκείνος μας δίδαξε να καταλαβαίνουμε.
     Αργότερα, ο καθηγητής προχωράει στη τζαζ με το πάθος και τον ενθουσιασμό που τον διέκρινε, όμως μόνο όταν την επόμενη φορά πέρασε στη δωδεκατονική και τον Σένμπεργκ, βρέθηκε και πάλι στο στοιχείο του. Η επαφή με την τέχνη, καθώς ωριμάζει η έφηβη Καρολίν, την σπρώχνει και στο θέατρο ή στον χορό επισημαίνοντας ότι ο ήρωας της νεανικής της ηλικίας ήταν ο Μαξ Μίντινετ (χόρευε άκοπα, κι ωστόσο διέκρινες μια τρωτότητα, τον πόνο από κάτι απροσδιόριστο, αναντίρρητο όμως, τον περιέβαλλε μια αύρα εξορίας σε κάθε του κίνηση, κάθε βήμα, κάθε περιστροφή/σαν οδικός του χρόνος να ήταν άλλος απ’ αυτός των συνεργατών του).
     Οι παρατηρήσεις και οι εμβαθύνσεις της Καρολίν στα καλλιτεχνικά γεγονότα που τη σημαδεύουν έχουν τρομερό ενδιαφέρον, κι έχουν καθαρά προσωπικό χαρακτήρα γιατί εξηγούν «εκ των έσω» πώς την διαμορφώνουν και την ελευθερώνουν. Π.χ. για τον χορευτή Ρόναλντ Ντέρντεν: όταν θέλω να εμπνεύσω εμπιστοσύνη, τότε προσπαθώ να μπω νοερά στο σώμα του Ρόναλντ Ντάρντεν: αναζητώ εκείνη τη βραδύτητα μέσα μου, εκείνους τους ορθάνοιχτους βραχίονες που τα υποδέχονται όλα, τα προστατεύουν, τη βαθιά βεβαιότητά του, και ελπίζω ότι ακτινοβολώ την ίδια ηρεμία που είχε κι εκείνος, την ηρεμία που μετέδιδε στους άλλους, την ηρεμία που συμφιλιώνει.

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΘΟΣ
Οι ταυτότητες δεν επιλέγονται ελεύθερα,
οι ταυτότητες είναι και κατασκευασμένες, επιβαλλόμενες,
ετεροκαθοριζόμενες, πάνε χέρι χέρι με περιορισμούς,
με μια ιστορία ποινικοποίησης,
με στιγματισμό και περιθωριοποίηση

     Αναμφισβήτητα πάντως, η εφηβεία συνδέεται με την γέννηση της ερωτικής επιθυμίας κι όλες τις διακυμάνσεις, τους κρυφούς πόθους, τα συμπλέγματα και τις παρορμήσεις που αυτή φέρει. Έτσι, παρακολουθούμε την διαφορετική «φύση του πόθου» όπως αναφέρει και η συγγραφέας σε πολλά σημεία του βιβλίου -και φυσικά στον τίτλο-, ενός πόθου έντονου και μοναχικού. Γιατί όπως γράφει η ίδια από τις πρώτες κιόλας σελίδες, στους ετεροφυλόφιλους η κατηγορία «φύλο» μοιάζει αυτονόητη, γιατί το σώμα δεν μπαίνει ποτέ σε αμφισβήτηση και εκείνος που ανταποκρίνεται στις νόρμες διαθέτει την πολυτέλεια να αμφισβητεί την ύπαρξή τους. Παράλληλα, η πικρή διαπίστωση ότι δεν είμαστε μόνο αυτό που θέλουμε να είμαστε. Είμαστε κι αυτό που οι άλλοι μας κάνουν να είμαστε, την φέρνει αντιμέτωπη με το κοινωνικό «υπερεγώ».
     Χρόνια μετά την αποφοίτηση αναζητά τη φύση αυτού του πόθου, αυτό το «θέλω» χωρίς προσδιορισμένη έννοια, το ξεκίνημα της επιθυμίας. Άλλωστε, τα πρώτα φιλιά, τα πρώτα σκιρτήματα, οι πρώτες σεξουαλικές επαφές, είναι με αγόρια απ’ το σχολείο (τα όρια της ηδονής ήταν ακόμα στα όρια της φαντασίας). Η πρώτη γυναίκα που γεννά ασυγκράτητη σωματική λαχτάρα έρχεται σχετικά αργά (η σεξουαλική ορμή μετασχηματίζεται διαρκώς, το αντικείμενο του πόθου αλλάζει). Και σ΄αυτόν τον τομέα, όπως η ίδια ισχυρίζεται, η μουσική τής έδειξε τον δρόμο προς την επιθυμία της (η πολυπλοκότητα της μουσικής εμπειρίας/ήταν ο ορίζοντας που μου επέτρεψε να επιζήσω, ο ορίζοντας τον οποίο ο Ντάνιελ δεν μπόρεσε ποτέ να βρει). Όπως μετά από χρόνια αναστοχάζεται, ο έρωτας και η μουσική δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής, δεν βασίζεται σε αιτιολόγηση. Δεν αποφασίζεις ακριβώς ποιον θα ερωτευτείς, γιατί ο έρωτας σε κυριεύει, εμπεριέχει ο ίδιος τη γενεσιουργό αιτία του. Και η Καρολίν ανακαλύπτει αρκετά όψιμα (25 χρονών) ότι ποθεί κάτι διαφορετικό απ’ τους άλλους (είχα πάει στο χάντμπολ επειδή με είλκυε το κοινωνικό περιβάλλον των κοριτσιών εκείνων; Ή άρχισε να με τραβάει ο κόσμος αυτός μόνο αφού μου είχε γίνει οικείος μέσα από το άθλημα;). Γρήγορα βέβαια συνειδητοποιεί ότι δεν έχει σημασία η απάντηση στο ερώτημα αυτό, αν δηλαδή η «διαφορετική» επιθυμία είναι γενετικά καθορισμένη ή οφείλεται στην επίδραση του περιβάλλοντος. Στην ερώτηση κάποιου συνταξιδιώτη της στην Αργεντινή, χρόνια αργότερα, γιατί με τις γυναίκες είναι πιο συναρπαστικό, απαντά (στον εαυτό της): όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο δυσκολότερη μου φαινόταν η απάντηση, επειδή δεν υπάρχουν κανόνες, επειδή δεν υπάρχουν παραδεδομένες τακτικές, δεν υπάρχουν νόρμες σε εικόνες και αφηγήματα, επειδή όλες αυτές οι κατηγορίες -ενεργητικός, παθητικός, αρσενικός, θηλυκός- δεν υφίστανται, επειδή δεν υπάρχουν προδιαγραφές για το πώς πρέπει να ερχόμαστε σε σεξουαλική επαφή. Είναι, γράφει αλλού, όπως μας το παρουσιάζει ο σαίξπηρ στο «Όνειρο θερινής νυκτός», ο έρωτας τυφλός και δεν βλέπουμε τα μακριά αυτιά της αγαπημένης ή το τρίχωμα ζώου… Το μαγικό φίλτρο στη ζωή μπορεί να είναι μια ματιά, μια λέξη, ένα απαλό μουρμουρητό (…)μπορεί όμως να χάσει τη δύναμή του και τότε να δεις την αγαπημένη να θυμίζει ύποπτα γάιδαρο με μακριά αυτιά.
     Για την «φύση του πόθου» των ετεροφυλόφιλων, η Καρολίν επισημαίνει ότι ισχύει κι εδώ φυσικά η διάκριση πόθου και αγάπης, τα διαφορετικά είδη ηδονής κι επιθυμίας κλπ κλπ, ωστόσο τις περισσότερες φορές όλα αυτά περνούν απαρατήρητα γιατί είναι αυτονόητα.

Δεν είναι «καλό» ή «κακό» να είσαι ομοφυλόφιλος, απλώς είσαι.
Όπως και δεν είναι ηθικό παράπτωμα να είσαι ετεροφυλόφιλος,
μεσοφυλικός ή αμφιφυλόφιλος,
αλλά απλώς είσαι.
     Η ενήλικη Καρολίν, μελετά το ζήτημα των ταυτοτήτων και από κοινωνική άποψη. Παρατηρεί π.χ. ότι στην εβραϊκή παράδοση, το κριτήριο ενηλικίωσης περνά από την ικανότητα κατανόησης του Ταλμούδ στα σωματικά/ορμονικά γνωρίσματα. Στην Ανατολή, όπως γνωρίζουμε, η γυναίκα είναι ανύπαρκτη και η ομοφυλοφιλία δεν τολμά να φανερωθεί, αλλά και στη Γερμανία οι απαγορεύσεις για τους ομοφυλόφιλους, όταν άρχισε βέβαια να συζητιέται ανοιχτά το θέμα γιατί στην παιδική ηλικία υπήρχε απόλυτη σιωπή, αφορούν μόνο την ανδρική ομοφυλοφιλία! Ο λεσβιακός έρωτας ισοδυναμεί με ανυπαρξία πόθου (το στερεότυπο της «γυναικείας ανόρεχτης εκπλήρωσης καθήκοντος»! Ωστόσο η ομοφυλοφιλία καταδικαζόταν στη Γερμανία ήδη από το ναζιστικό καθεστώς, χωρίς ν’ αλλάξουν πολλά πράγματα μετά τον πόλεμο, ενώ ίσχυαν απαγορεύσεις και ταμπού μέχρι τη δεκαετία του ‘90. Για την ενήλικη Καρολίν (γεννημένη το 1967), το να είσαι «queer» πολιτικά θεωρείται σύνηθες αλλά όχι τόσο αποδεκτό. Παρακολουθεί την εξέλιξη του Ποινικού Δικαίου σχετικά με το σεξ στη Δυτική Γερμανία και τη νομιμοποίηση της ομοφυλοφιλίας, και παρόλες τις νομικές αλλαγές η ομοφυλοφιλία θεωρείται «ακολασία» ή «επιδημία» (βιοπολιτική ρητορική: ιδεολογήματα περί βιοπολιτικής και ηθικής καθαρότητας συνδυάστηκαν, καθώς η «διατήρηση της ηθικής υγεία του λαού» απαιτούσε την προστασία από την «επιδημική εξάπλωση» της ομοφυλοφιλίας).
     Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, τα βιώματα της εφηβικής ηλικίας (ντροπή για αδράνεια/ενοχή) την ώθησαν να κάνει τις επιλογές της. Η επαγγελματική της παρουσία σε σε Αλβανία, Ιράν, Αϊτή κλπ αλλά κυρίως στην Γάζα/Παλαιστίνη έδωσε ευκαιρία στη συγγραφέα να απαλλαγεί αργά και σταδιακά από το «ψέμα» που τη συνόδευε αναγκαστικά (π.χ. αν είναι παντρεμένη), να γνωρίσει άτομα που έχουν απίστευτες δυσκολίες στη χώρα τους να ομολογήσουν τη διαφορετικότητά τους, να μιλήσει γενικότερα για τα θύματα του κοινωνικού ρατσισμού ανά την υφήλιο.
     Την αλήθεια του Ντάνιελ δεν την γνωρίζω. Δεν γνωρίζω καν τη δική μου. Η ιστορία αυτή είναι φτιαγμένη από γνώση κι από άγνοια, από ένα μακρύ ψυχανέμισμα που μπορεί κανείς μόνο να ερμηνεύει και να επανερμηνεύει, που μπορεί να το αφηγείται μόνο κατά μήκος της άγνοιας, σαν κατά μήκος μιας βραχώδους κορυφογραμμής.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: