Πέμπτη, Μαΐου 06, 2021

Ήμερες ημέρες, Μουράτης Κοροσιάδης

 Οι μεγάλες απαντήσεις βρίσκονται πάντα μακριά μας

     Ο μοναχικός πρωταγωνιστής που γνωρίσαμε στο προηγούμενο βιβλίο του συγγραφέα, «Το σύνθημα» (που αυτή τη φορά πιο συχνά είναι και μοναχική πρωταγωνίστρια), φαίνεται να συνεχίζει την περιπλάνησή του και σ’ αυτή τη σειρά διηγημάτων. Δεν είναι βέβαια ποτέ ο «ίδιος»∙ άλλος χαρακτήρας, άλλος ρόλος, άλλο σκηνικά, άλλες επιθυμίες, άλλη βούληση –μα πάντα κοινός παρονομαστής η μοναξιά και η αναζήτηση. Η φαντασία και το παιχνίδι με την πραγματικότητα στα όρια της φθοράς, της ευτυχίας, της προδοσίας, του έρωτα και του θανάτου συνεχίζουν κι εδώ, με πιο τολμηρό τρόπο∙ αγγίζουν μέχρι την εποχή της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας όπου ο άνθρωπος δοκιμάζεται σε νέου τύπου οριακές καταστάσεις.
     Αλλά αυτό που νομίζω ότι «κομίζει» αυτή η νέα σειρά διηγημάτων είναι ότι μας εξοικειώνουν με το… «ανοίκειο». Το ανοίκειο που υπηρετεί τη βαθιά, υπαρξιακή ανάγκη να ανακαλύψει ο άνθρωπος τη βαθύτερη ταυτότητά του και να συμφιλιωθεί με την προσωπική του αλήθεια∙ να βρει το δρόμο του γιατί είναι σημαντικότερο να βρει κανείς ένα δρόμο παρά να πάρει ένα δρόμο. Έτσι οι ήρωες υπερβαίνουν με διάφορους τρόπους τον εαυτό τους: αναγνώρισε το σκάφος του. Κι ας ήταν, χρόνια τώρα, διαγραμμένο από τα νηολόγια. Θα το άφηνε να τον ταξιδέψει. Κι ας έχανε και τον τελευταίο του εαυτό.
     Αν επομένως ο αναγνώστης διαβάσει το βιβλίο προσδοκώντας ρεαλιστική απεικόνιση και γραμμική συνέπεια, θα απογοητευτεί. Υπάρχει ασφαλώς πλοκή: σκηνικό, διάλογος, συναισθήματα∙ «δέση»/μυστήριο, και «λύση»[1]/κάθαρση τις περισσότερες φορές. Το χαρακτηριστικό όμως όλων των διηγημάτων κι εντέλει της γραφής του Κοροσιάδη είναι το «παραξένισμα», μια στραβοτιμονιά στη μνήμη, στην ψυχολογία, στην προσδοκία, στη φαντασία. Αυτό που ο ίδιος ο ήρωας στο διήγημα «Η κρέμα» εντοπίζει παρατηρώντας τις αλλαγές στον φαρμακοποιό του φαρμακείου της κρίσης: «Πάντα μου ήταν ακατανόητη αυτή η αλλαγή. Αυτή η μεταβολή. Η μεταστροφή της τύχης. Της ζωής. Των ανθρώπων. Μια ζωή τακτοποιημένη και συνετή. Μια ζωή πάνω σε ράγες. Και ξαφνικά, ένα γεγονός, ή πολλά να φέρει τον εκτροχιασμό. Χωρίς ελπίδα, μάλλον, για μια εκ νέου επανατροχιοδρόμηση». Αν και κάποιες φορές αυτή η ελπίδα δικαιώνεται.
     Το παιχνίδι ανάμεσα στο ρεαλιστικό/γνώριμο/καθημερινό και στο παράξενο/παράδοξο/ανοίκειο γίνεται -κατά κανόνα- με τρομακτική ισορροπία. Συνδετικός ιστός ο αναστοχασμός, ή μάλλον ο εσωτερικός μονόλογος του πρωταγωνιστή/τριας, που μπορεί να αποδίδεται όχι μόνο σε α΄ αλλά και σε γ΄ενικό, δεν έχει σημασία. Η κατάργηση της δομής στη σκέψη και στην πλοκή σε πολλές περιπτώσεις κορυφώνεται στο τέλος κάποιων διηγημάτων, όπου επικρατεί ο ποιητικός, αποδομητικός λόγος.
     Έτσι, ενδεικτικά, ο ανώνυμος -πάντα- ήρωας στο «Το ενυδρείο» ρίχνει μπουκάλια στη θάλασσα «στον έφηβο εαυτό του», στέλνοντας μηνύματα (ο καθένας στέλνει το δικό του μήνυμα), περιμένοντας απαντήσεις (είναι και η σιωπή μια απάντηση)∙ στο «Το πρωτάθλημα» η γυναίκα που γνώρισε τον ήρωα, πριν του δείξει τις χαρές της ήθελε να του δείξει τις λύπες της, και στο πρώτο ραντεβού τον οδηγεί σε μια «δοκιμασία» στο νεκροταφείο, πάνω απ’ τον τάφο του χαμένου αδερφού∙ ο μοναχικός ήρωας στο « Το όνομα» αλλάζει ονόματα, και η εμμονή που τον ωθεί να βρει το όνομα που του ταιριάζει δεν είναι άλλη παρά η ανάγκη να βρει τον «αληθινό» του εαυτό. Το όνομα-ρόλος στο οποίο προσφεύγει είναι και η μοίρα του. Στο «Το στεγνοκαθαριστήριο» το κεραμιδί παντελόνι της πελάτισσας είναι το αντικείμενο που φέρνει κοντά τον ήρωα με την απρόβλεπτη προσωπικότητα της κατόχου (Αιφνιδιάστηκε. Δεν ήξερε κατά πού να κοιτάξει. Τέτοιο ξεγύμνωμα από την πρώτη στιγμή. Γκολ από τα αποδυτήρια). Στο «Το συνεργείο» το παραξένισμα είναι ακόμα μεγαλύτερο όταν ο ήρωας αναζητά από τη νεκρή μητέρα «το δίκιο του μαστού» (εγώ, όμως, θα πάρω τώρα αυτό που μου στέρησες όσο ήσουν ζωντανή)∙ μια ονειρική παραίσθηση συμπλέκει το αίσθημα «αυτοδικίας» με τον εφιάλτη μιας αυτοπαγίδευσης μέσα στο παλιό αυτοκίνητο που βρέθηκε να πετάει στον ουρανό. Ο ήρωας στο «Τα κεριά» γνωρίζει μια τυφλή κυρία (μεταφράζω τους ήχους σε φως) στην οποία εξομολογείται ότι έχει και κείνος μια αναπηρία, έχει πρόβλημα στην όραση (δεν μπορώ να διακρίνω την αγάπη. Έχω και μια παράλυση στα χέρια. Δεν μπορώ να αγκαλιάσω όσους με αγαπούν). Η κυρία στο διήγημα «Το παλαιοπωλείο» σοκάρει τον ήρωα λέγοντάς του ότι είναι έμπορος (εμπορεύομαι οργασμούς/από τον βαθύ σκοτεινό και ορμητικό μέχρι τον ορμητικό και κυματιστό/όσα και τα προσωπεία της γυναίκας/όσα και τα προσωπεία της εξαπάτησης). Στο «Η κρέμα», η πελάτισσα του φαρμακείου θέλει μια κρέμα για να γίνει μια άλλη, θέλει να αλλάξει το πρόσωπό της. Στο τελευταίο διήγημα, το «Πρόγνωση καιρών» οι τρεις άστεγοι εκφράζουν την κακοδαιμονία της σύγχρονης οικονομικής κρίσης, ενώ ο κύριος πρωταγωνιστής με αφορμή έναν μπουφέ και...μια γυναίκα, (γιατί πήρε αυτόν τον δρόμο η ζωή του; να είχε ένα τσιμπιδάκι, να, σαν κι αυτό εκεί μπροστά, και να έβγαζε ένα ένα, σαν ακίδες, σαν αγκάθια αχινού, τα λάθη του) μετφέρεται ψυχικά από το «μηκέτι καιρός» στο «οι καιροί ου μενετοί». Είναι και η τελευταία φράση του βιβλίου: πάντα υπάρχει καιρός για τους ανθρώπους.

Οι λέξεις και οι σκέψεις είναι καλέσματα, φαίνεται.
Βόμβες ανεπίγνωστες, βραδυφλεγείς.

Λέξεις μιας μισογκρεμισμένης γλώσσας.
Εγκαταλειμμένης.
Φράσεις κομμένες με μπαλτά.
Ασυνάρτητες. Λέξεις –προσάναμμα.
Δεν έφταναν για να λιώσουν τους πάγους της βόρειας θάλασσάς μας.

     Το μοτίβο της αναζήτησης του εαυτού, του παρελθόντος, της αλήθειας είναι στενά συνυφασμένο με τη γλώσσα. Αν «τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου»[2], ο συγγραφέας σμιλεύει τη γλώσσα δίνοντας στις λέξεις μια δύναμη σχεδόν επιτελεστική. Παίζει με τα «σπίρτα των λέξεων» με τη βαθιά επίγνωση ότι οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν το άρρητο. Η ισορροπία ανάμεσα στο ρεαλισμό και τον συμβολισμό, τις μεταφορές και τις συνεκδοχές είναι ένα μείγμα χαρακτηριστικό της γραφής του Κοροσιάδη. Κατά κανόνα οι σκηνές όπου προχωράει η πλοκή πατάνε γερά στη γη και οι διάλογοι έχουν αμεσότητα και παραστατικότητα -όπως π.χ. ο διάλογος των άστεγων, των θαμώνων μέσα στην ταβέρνα ή του ταξιτζή με τον ήρωα-, μεταφέροντας το πνεύμα της εποχής. Ακόμα και οι διάλογοι με τους νεκρούς ή με τον Χάρο έχουν μια γήινη ζωντάνια. Ωστόσο, σαν να μπαίνει ταυτόχρονα η πραγματικότητα σ’ ένα παραμορφωτικό πρίσμα και μέσω του αναστοχασμού αναζητιέται το Νόημα, το νόημα αυτής της πραγματικότητας, που είναι βέβαια υποκειμενικό. Κι εκεί η πρόσληψη του ήρωα, ο συγγραφέας δηλαδή μέσω του ήρωα, παίζει με τις λέξεις, με τις αναλογίες και τις μεταφορές, ακροβατώντας ανάμεσα στον πεζό και τον ποιητικό λόγο. Γιατί και οι ήρωες πνίγονται από την αδυναμία των λέξεων: η κατάληξη των ρημάτων είναι σταθερή-των ανθρώπων όμως είναι αβέβαιη/ Είναι βαρύ φορτίο η γραμματική του παρελθόντος. Και ούτε ένας ενεστώτας δίπλα μου να με ξεκουράζει. Και η ποθητή αγκαλιά, η αγκαλιά του άλλου κλείνει στα χέραι της το σώμα του άλλου, καταγράφει όλες τις διαστάσεις, τον χρόνο παρελθόντα και μέλλοντα, και τις μετοχές, που δεν θα μετέχουν πια (…) όλη τη γραμματική του πόνου. Σε ενεστώτα χρόνο. Διαρκείας. Και σε μέλλοντα. Εξακολουθητικό. Συντελεσμένης απελπισίας.

Μόνο οι νεκροί μπορούν να βλέπουν έτσι τη ζωή

     Όσοι έχουν πονέσει πολύ από πένθος, σίγουρα έχουν αναρωτηθεί τι διάλογο θα έκαναν με τον αγαπημένο που έφυγε, αν γινόταν το «θαύμα», και παρουσιαζόταν μπροστά τους. Ο διάλογος νεκρών και ζωντανών έχει ενδιαφέρον, γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στο διήγημα «Το πρωτάθλημα», και παρακάτω: δεν υπάρχουν φωνές, ούτε αντεγκλήσεις. Μονάχα κατανόηση και σιωπή/ πάντα πρόθυμος είναι ο νεκρός για εξομολόγηση.
     Παρόλ' αυτά ο συγγραφέας και δω μας αιφνιδιάζει. Δεν είναι οι διάλογοι αυτοί γεμάτοι μόνο λόγια αγάπης και συγχώρεσης, όπως θα περίμεναν οι αμύητοι. Στο διήγημα «Ήμερες ημέρες» ο κύριος Ευτύχης, βαριά άρρωστος σε παραλήρημα σύμφωνα με τα παιδιά του, ανοίγει ειρωνικό διάλογο με τη νεκρή του σύζυγο, που τον είχε εγκαταλείψει χρόνια πριν: «Καλώς την. Καιρό έχω να σε δω. Χρόνια. Πώς κι απ’ τα μέρη μας;». Με διάθεση «κατανόησης και σιωπής» εκστομίζονται λόγια βαθιά, σημαδιακά (σε συγχώρεσα, αλλά χωρίς να ξέρω το γιατί/είμαι ακόμα κουρασμένη). Ο κύριος Ευτύχης, στο κατώφλι του θανάτου, αλαφροΐσκιωτος πια (χωράνε όλοι μέσα στην αγκαλιά του. Κανέναν δεν διώχνει από κοντά του. Όλους τους ακούει. Και συγχωρεί τα λάθη τους), διαλέγεται όχι μόνο και με τον ίδιο τον χάρο, αλλά και με τον Θεό, τον «μεγάλο σκηνοθέτη της ζωής» εκφράζοντας σε τρεις τέσσερις σελίδες το αδιέξοδο του ανθρώπου που αναζητά το Νόημα, της ζωής και του θανάτου (Ηττηθήκαμε. Όλοι οι άνθρωποι. Προδοθήκαμε. Μας πρόδωσε το σώμα μας που αρρωσταίνει και γερνάει, το μυαλό μας που φυραίνει, η δύναμή μας που χάνεται).
     Ακόμα πιο αιφνιδιαστικός είναι ο διάλογος του γιου με τη νεκρή μητέρα στο διήγημα «Το συνεργείο», όπου ο αναγνώστης έχει προετοιμαστεί ότι υπάρχει χάσμα ανάμεσα σε μάνα-γιο: ποτέ σου δεν μου είπες αυτό που κάθε μάνα λέει στο παιδί της/ήρθες εσύ. Και πλάκωσες τη ζωή μου/δεν με νοιάζει αν έφταιξες. Ούτε κι εγώ έφταιξα. Και το κορυφαίο: θυσιάστηκες, αλλά τουλάχιστον έγινες καλύτερος πατέρας. Μεγάλωσες τους γιους σου με μητρική πατρότητα/μια μάνα έχει πάντα δίκιο. Ακόμη και όταν έχει άδικο, ακόμη και τότε, δίκιο έχει.

Η μυστική και άρρητη αλήθεια των γυναικών

     Η σιωπηλή μοναχική γυναίκα πρωταγωνιστεί σε τρία από τα 15 διηγήματα, αλλά κι άλλες γυναίκες παίζουν σημαντικό ρόλο και σε κάποια από τα υπόλοιπα. Όπως και στην προηγούμενη συλλογή διηγημάτων, η πολύπλευρη, μυστηριώδης «σχεδόν δαιμονική» γυναικεία υπόσταση υπερτερεί και ενίοτε εκτροχιάζει τον μονοδιάστατο άντρα, που ζαλισμένος αφήνεται στη δίνη είτε του έρωτα είτε της προδοσίας. Τέτοια είναι η παρουσία της γυναίκας με το κεραμιδί παντελόνι που αμφισβητεί τον υπάλληλο του στεγνοκαθαριστηρίου (για κοίταξε γύρω σου και πες μου αν βλέπεις κάτι καθαρό. Είναι καθαρές οι λέξεις που χρησιμοποιούμε; Τα χαρτονομίσματα; Τα σκεύη;/όλες (οι λέξεις) έχουν το βάρος της φθοράς από τη χρήση τους, τις κηλίδες από το ψέμα), τέτοια και η γυναίκα στο «Το παλαιοπωλείο» (ήρωας: δεν ήξερε ποια ήττα να διαλέξει. Να τον νικήσει η αρσενική βαρβαρότητα ή η θηλυκή αλαζονεία;). Θυελλώδης είναι και η ζωγράφος στο διήγημα «Η έκθεση», που επισκοπεί τη θέση της γυναίκας την περίοδο της κρίσης, εκθέτοντας μια καλλιτεχνική έκφραση της «ψευδαίσθησης ελευθερίας» (ενώ φαίνονται αέρινα, ελεύθερα και ευκίνητα, στην πραγματικότητα είναι αιχμάλωτα). Πικρή και σκληρή είναι η νεκρή μάνα στο "Το συνεργείο", κρυφή δύναμη έχει η τυφλή κυρία στο «Τα κεριά» και σχεδόν μέγαιρα η σύζυγος που περιμένει τον άνδρα της στο «Τα δώρα των Δαναών».
     Μα βέβαια, υπάρχει κι ο έρωτας. Άλλοτε κρυφός, άλλοτε εμμονικός, άλλοτε μοιραίος.
     Ο έρωτας είναι όπως η πίστη. Δεν ζητά αποδείξεις. Ούτε θέλει πανοπλίες. Μόνο άφημα. Στη δίνη του. Αλλά και στην οδύνη του.
   Ο έρωτας υπάρχει ως αναζήτηση –είναι μια αναζήτηση βαθιά, υπαρξιακή (η μυρωδιά του λαιμού, το σφίξιμο στο στήθος, το θόλωμα του μυαλού και των ματιών. Ο βρόγχος. Η αποκόλληση στο τέλος. Της σάρκας και της ψυχής). Ο έρωτας κρύβει κάπου το πρόσωπο μιας προδοσίας, ένα ακόμα αγαπημένο μοτίβο (την πλησίασε, σκόπιμα, από τη μεριά του φωτισμένου της προσώπου, ώστε εκείνη να στρέψει το σκοτεινό προς αυτόν. Έτσι φάνηκε και το υπόλοιπο μισό. Με ένα τέχνασμα. Με μια μικρή προδοσία).

Η καρδιά έχει πολύ μεγάλη δύναμη

     Μια εικόνα είναι όλη κι όλη το διήγημα «Η άγκυρα», που το ξεχώρισα για τελείως προσωπικούς λόγους: ο μοναχικός μας ήρωας καθισμένος σ’ ένα καφέ στην άκρη του λιμανιού, στη χειμωνιάτικη λιακάδα, βυθίζεται στις σκέψεις του. Απέναντί του αγκυροβολημένο ένα καράβι της γραμμής. Κι αρχίζει το όραμα, μια απίστευτη, βιβλική εικόνα ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο: τα καράβια πελώρια, να κινούνται όλα μαζί, όχι όμως προς τα μπροστά ή προς τα πίσω. Ούτε και προς τα πλάγια. Προς τα πάνω πήγαιναν/αγέρωχα, περήφανα, επιβλητικά.
     Υψώνονται και πέφτουν, με διάφορες παραλλαγές, αναμοχλεύοντας μύριες σκέψεις και συναισθήματα στον αφηγητή, δίνοντάς του μέσα στον απροσδόκητο οραματισμό του τροφή για νέους συνδυασμούς λέξεων, για νέες οριακές και ουσιαστικές συνειδητοποιήσεις:
     Ο καθένας έχει μια ζωή. Και την αφιερώνει όπου νομίζει. Μπορεί ο καθένας να εξαντλήσει όπως θέλει τις συσπάσεις της μικρής του καρδιάς. Όλες του τις αναπνοές. Τις κοφτές αλλά και τις βαθύτερες. Κυρίως αυτές, που φτάνουν μέχρι τις ρίζες των πνευμόνων του. Και πλουτίζουν το αίμα της με αέρα. Αέρα για να ταξιδέψει η ζωή. Για να φουσκώσει τα πανιά της, ν’ ανοιχτεί.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Η «δέση» και η «λύση» είναι στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας κατά Αριστοτέλη. Χρησιμοποιώ αυθαίρετα τον όρο, δεδομένου ότι οι ιστορίες του Κοροσιάδη έχουν «αρχή-μέση-τέλος», πλοκή, «δέση» και «λύση» (Αριστοτέλης, Περί ποιητικής: Σε κάθε τραγωδία υπάρχει δέση και λύση. Όσα είναι έξω από το δράμα και μερικά από αυτά που είναι μέσα σ᾽ αυτό αποτελούν πολλές φορές τη δέση· τα υπόλοιπα είναι η λύση. Με τη «δέση» εννοώ όσα γίνονται από την αρχή της υπόθεσης ως το σημείο που είναι το έσχατο: αυτό από το οποίο αρχίζει η μετάβαση προς την ευτυχία ή τη δυστυχία· με τη «λύση» εννοώ όσα γίνονται από την αρχή της μετάβασης ως το τέλος.

[2] Λούντβιχ Βιτγκενστάιν

Δεν υπάρχουν σχόλια: