Σάββατο, Δεκεμβρίου 08, 2018

Έλενα Φερράντε, Η τετραλογία της Νάπολης -4


Βιβλίο 4: η ιστορία της χαμένης κόρης
Αχ, Λενού, 
τώρα βλέπουμε ποιος είναι ο πραγματικός κόσμος,
Δεν υπάρχει τίποτα, μα τίποτα απολύτως
για το οποίο μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα: Αυτό είναι.
Κοινή εισαγωγή:
(βιβλίο πρώτο εδώ, βιβλίο δεύτερο εδώ, βιβλίο τρίτο εδώ)
Σε πολλαπλά επίπεδα κινείται το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα που η συγγραφέας του αναγκάστηκε να το επιμερίσει σε τέσσερα βιβλία (2300 περίπου σελίδες, συνολικά). Και είναι σημαντική αυτή η διάκριση (κατά τη γνώμη μου, πάντα), ότι δηλαδή δεν πρόκειται για τέσσερα αυτόνομα βιβλία με χαλαρή συνέχεια το ένα του άλλου (όπως είναι συνήθως οι τετραλογίες), αλλά για ΕΝΑ βιβλίο με μεγάλη εσωτερική συνοχή. Αυτό είναι φανερό αν μπορέσει κάποιος να επισκοπήσει και τα τέσσερα βιβλία (πράγμα δύσκολο λόγω μεγέθους, αλλά και γιατί δεν κυκλοφόρησαν όλα μαζί), εφόσον υπάρχει ένας τέλειος «κύκλος» που ενώνει το πρώτο με το τέταρτο βιβλίο.
Η δομή άλλωστε παραμένει η ίδια: η μία από τις δυο βασικές ηρωίδες, η Έλενα, αφηγείται μετά από πολλά χρόνια (στο αφηγηματικό «σήμερα» είναι 66 χρονών) τη ζωή, τον βίο και την πολιτεία της ίδιας αλλά και της «άσπονδης» φίλης της, της Λίλας, η οποία έχει μυστηριωδώς εξαφανιστεί (σελίδα 22 του πρώτου βιβλίου: ελαχιστοποιούσε κάθε πιθανότητα αναζήτησης ίχνους της. Δεν ήθελε απλώς να εξαφανιστεί τώρα, στα εξήντα έξι της, αλλά και να διαγράψει όλη τη ζωή που άφηνε πίσω της). Ήδη προετοιμαζόμαστε για ένα είδος «ανταγωνισμού» ανάμεσα στις δυο φίλες, που φαίνεται στις αμέσως επόμενες σειρές: «εξοργίστηκα. Για να δούμε ποια θα νικήσει αυτή τη φορά, μονολόγησα. Άνοιξα τον υπολογιστή και βάλθηκα να γράφω κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας μας, ό, τι είχε εντυπωθεί στο μυαλό μου). Ήδη η πρώτη, βασική αντίθεση έχει διαγραφτεί, στις πρώτες σειρές.
Τα γεγονότα λοιπόν, που είναι καταιγιστικά -με τόσα πρόσωπα που σε κάθε βιβλίο υπάρχει αρχικό υπόμνημα με τις συγγενικές σχέσεις και λίγα στοιχεία για κάθε πρόσωπο-, συναρπάζουν από μόνα τους και ικανοποιούν τον αναγνώστη που θέλει «πλοκή». Υπάρχει όμως και το ψυχογραφικό στοιχείο έντονο, το κοινωνικοπολιτικό, το υπαρξιακό. Αυτό όμως που εμένα με συνάρπασε πιο πολύ, και νομίζω είναι και το πιο κεντρικό  είναι ο προβληματισμός πάνω στη «γραφή», όχι μόνο τη λογοτεχνική, αλλά την καταγραφή της εμπειρίας με το Λόγο, που χτίζει τη μνήμη και γράφει Ιστορία.
Στο τέταρτο αυτό μέρος, μάλιστα, κορυφώνονται όλοι αυτοί οι άξονες  επιβεβαιώνοντας την οργανική σύνδεση όλων των βιβλίων της τετραλογίας, και όχι την απλή, γραμμική τους παράταξη. Δεν είναι ΜΟΝΟ μια απλή ιστορία που έχει αρχή- μέση- τέλος, αν και θα μπορούσε κανείς να το δει κι έτσι. Μέσα από τα γεγονότα της προσωπικής ζωής της Έλενας, που τα αφηγείται η ίδια με αφοπλιστική ειλικρίνεια, μέσα από τις δικές της αγωνίες, φιλοδοξίες να επιβιώσει ως εργαζόμενη γυναίκα με τρία παιδιά και μέσα από τη σχέση της με την πέρα από κάθε προσδοκία Λίλα, διαφαίνεται/παίρνει σάρκα και οστά μια κύρια και βασική αντίθεση, δυο ολότελα διαφορετικές στάσεις ζωής που εκπροσωπείται η μια από τη Λενού και η άλλη από τη Λίλα. Κι όλα αυτά στο κοινωνικοπολιτικό χάος της Νάπολης, στα τέλη του 20ου αιώνα.

Λίγα λόγια σχετικά με την πλοκή
Τα γεγονότα στο τέταρτο βιβλίο καλύπτουν τη ζωή των συνομήλικων γυναικών από την τέταρτη δεκαετία (1976) μέχρι την εξαφάνιση της Λίλας, το 2010, όταν και οι δυο είναι πια 66 χρόνων. Στο προηγούμενο βιβλίο είχαμε αφήσει τη Λενού να επιστρέφει στη Νάπολη με τον Νίνο Σαρατόρε, τον παιδικό της έρωτα, προμηνύοντας με την επιλογή της αυτή μεγάλη αναταραχή  και στην οικογένεια του πατέρα των παιδιών της, και στη δική της, αλλά και στη φθονερή μικροκοινωνία της Νάπολης.
Όπως και στα προηγούμενα βιβλία, η πλοκή είναι πραγματικά καταιγιστική, και φυσικά δεν είναι δυνατόν (ούτε σκόπιμο) να παρατεθεί κάποια περίληψη. Όμως, αναγκαστικά γίνονται αναφορές γιατί οι συναισθηματικές καταστάσεις είναι πολύ έντονες… Συγκεκριμένα, η Λενού βιώνει έναν έρωτα σαρωτικό με τον επιπόλαιο καθόλα Νίνο, που της αναποδογυρίζει όλη τη ζωή. Περνάει τρομακτικές δυσκολίες, δεδομένου ότι συνειδητά επιλέγει και τον δρόμο της γυναικείας χειραφέτησης, μέσα στην πιο συντηρητική κοινωνία της Ιταλίας. Καβγαδίζει με όλους, υφίσταται κάθε λογής πιέσεις από τα παιδιά, υφίσταται την υστερία της μάνας (νόμιζα ότι η φίλη σου η Λίνα σ’ έσπρωχνε στον στραβό δρόμο, όμως έκανα λάθος, εσύ, εσύ είσαι η ξεδιάντροπη), ξεσηκώνεται από τον έρωτα για τον Νίνο αθετώντας υποσχέσεις (πολύ σύντομα ανακάλυψα ότι σιγά σιγά συνήθιζα να είμαι ευτυχισμένη και δυστυχισμένη συνάμα, θαρρείς και ήταν το καινούριο αναπόφευκτο καταστατικό της ζωής μου). Ακόμα και η Λίλα την καθηλώνει με την αυστηρή της στάση, εφόσον έχει κάθε λόγο να μην εμπιστεύεται τον Νίνο. Όμως εκείνη είναι απτόητα τρελή από έρωτα, ακόμα κι όταν μαθαίνει ότι εκείνος όχι μόνο ποτέ δεν εγκατέλειψε την οικογένειά του, αλλά η γυναίκα του είναι και έγκυος. Ο δε μέγιστον, μένει και η Λενού έγκυος! Οι δυσκολίες στο να είναι και ελεύθερη και αυτόνομη, να βλέπει πάντα θετική την έκβαση της ζωής της, να έχει καλές σχέσεις στην οικογένεια με μάνα αλλά και αδέρφια μεγαλώνουν ολοένα. Σ’ όλα αυτά προστίθεται η εγκυμοσύνη της Λίλας, η αυτοκτονία του Φράνκο, ο καρκίνος και θάνατος της μητέρας, το μπλέξιμο σε ναρκωτικά του αδερφού και του γιου της Λίλας, η αμφισβήτηση της αξίας του Νίνο και ο οριστικός χωρισμός τους όταν την απατά ασύστολα. Οι αγώνες με τους εκδοτικούς οίκους, καθώς μεγαλώνει τρία παιδιά μόνη της. Και, καθώς μεγαλώνουν πια τα παιδιά και τα δυο μικρά συνομήλικά κορίτσια Λενούς και Λίλας,  νέα προβλήματα, νέες δυσκολίες:  η μεγάλη κόρη ερωτεύεται τον Τζεννάρο (γιο της Λίλας) αλλά αυτός… φεύγει με την μικρή (>ρήξη ανάμεσα στα δυο παιδιά). Άπειρα μικροεπεισόδια και ψυχικά σκαμπανεβάσματα επισκιάζονται από ένα σημαδιακό κομβικό επεισόδιο: την οριστική εξαφάνιση της Τίνας, της μικρής κόρης της Λίλας.
Αλλά και το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο στη δεκαετία του ’70 και μετά είναι ένα καζάνι που βράζει: είναι η εποχή των Ερυθρών Ταξιαρχιών και της απαγωγής του Άλντο Μόρο, η εποχή της παρακμής του κομματισμού και της διαφθοράς∙ συλλήψεις και διώξεις αριστεριστών, μέσα στους οποίους ο παιδικός φίλος αριστερός και κομμουνιστής Πασκουάλε και η Νάντια (κόρη της αγαπημένης καθηγήτριας) με την κατηγορία ότι είναι τρομοκράτες∙ βία και αίμα από τους νεοφασίστες σε όλη την Ιταλία, σε συνδυασμό με τη βία της Καμόρα∙ ναρκωτικά θύμα των οποίων ήταν ο Ρίνο και ο Τζεννάρο, και βία στον ομοφυλόφιλο Αλφόνσο που τελικά βρέθηκε δολοφονημένος∙ δολοφονίες- αντίποινα, με αποκορύφωμα τη διπλή δολοφονία των δυο αδερφών Σολάρα (ο ένας έχει παντρευτεί την αδερφή της Λενούς), τους οποίους, παρά τις εγκληματικές τους ενέργειες και την παράνομη περιουσία που είχαν αποκτήσει, όλοι σέβονταν στη γειτονιά (εκτός από τη Λίλα) ή τουλάχιστον τους αποδέχονταν… Τα πάντα γίνονται περίπλοκα και η ίδια η Λενού χάνει το μέτρο (φτάνει στο σημείο να προτείνει να παραδώσουν τον Πασκουάλε στο κράτος! Η Λίλα γίνεται έξαλλη!). Η Νάντια από τη φυλακή καρφώνει κόσμο, γίνονται εκλογές… Ο φιλόδοξος Νίνο βάζει υποψηφιότητα με τους σοσιαλιστές  ενώ κατηγορούν τον πρώην πεθερό της Λενούς για διαφθορά (αν κάποτε  ο κόσμος είχε κάνει πίσω έντρομος μπροστά σ’ αυτούς που ήθελαν να ρίξουν το κράτος, τώρα υποχωρούσε αηδιασμένος μπροστά σ’ εκείνους που, προσποιούμενοι ότι το υπηρετούσαν από τη θέση τους, το καταβρόχθιζαν σαν σκληρό σκουλήκι μες στο μήλο).
Αυτό είναι ένα υποτυπώδες περίγραμμα, ο καμβάς όπου η συγγραφέας κεντάει την ουσία: το χτίσιμο του συναισθηματικού κόσμου που προκύπτει από τις αντιθέσεις, και πιο κυρίαρχα, την αντίθεση Λίλας- Λενούς.

Η σχέση με τη ζωή/η σχέση με τη γραφή

Ετούτο το πρωί προσπαθώ να δαμάσω την κούρασή μου και ξανακάθομαι στο γραφείο μου. Τώρα που κοντεύω να φτάσω στο πιο επώδυνο σημείο της ιστορίας μας, θέλω να βρω μέσα από αυτές τις σελίδες μια ισορροπία ανάμεσα σε μένα και σε κείνη, μια ισορροπία που στη ζωή δεν κατάφερα να βρω ούτε ανάμεσα στον εαυτό μου και σε μένα.
Η διαφορετική σχέση με τη γραφή ορίζει και τις βασικές αντιθέσεις των δύο φίλων. Η σχέση δηλαδή με τη γλώσσα, η σχέση με τη μνήμη, κι εντέλει η σχέση με τη ζωή.
 Η Λίλα σε αντίθεση με την Έλενα  δεν διακατέχεται από κανένα είδος φιλοδοξίας, παρόλο που από μικρή χειρίζεται πιο αποτελεσματικά τη γλώσσα (η Λίλα ξεδίπλωνε εκείνη την κρυφή της γλώσσα, μια γλώσσα που εγώ ήξερα ότι χειριζόταν), τουλάχιστον αυτό νιώθει η συγγραφέας φίλη της που πάντα ήταν η καλή μαθήτρια, αλλά σαφώς ανταγωνιστική και φιλόδοξη. Η  Λίλα έχει την έμπνευση, η Έλενα την επιμονή και επιμέλεια. Παρόλ’ αυτά και η Έλενα είναι αξιοθαύμαστη γιατί προσπαθώντας να ξεπεράσει χίλια πρακτικά καθημερινά εμπόδια, αξιοποιεί στο έπακρο το χάρισμα που αποδείχτηκε ότι έχει, να μετατρέπει τα μικρά προσωπικά της γεγονότα σε συλλογικό προβληματισμό.
Η Λίλα έχει ήδη πει (στο τρίτο βιβλίο) με επώδυνο τρόπο τη γνώμη της για τα βιβλία της Έλενας. Παρόλ’ αυτά, συνεργάζεται μαζί της κάποια στιγμή για να γράψουν, με σκοπό να εκθέσουν τα δυο καθάρματα της γειτονιάς τους, τους αδερφούς Σολάρα (και όχι μόνο). Οι παρεμβάσεις και οι σημειώσεις της Λίλας είναι αμίμητες (συνειδητοποίησα μεμιάς ότι η μνήμη ήταν ήδη λογοτεχνία και ότι ίσως είχε δίκιο η Λίλα: το βιβλίο μου –που παρ’ όλα αυτά έκανε θραύση- ήταν πράγματι κακό και ήταν κακό επειδή είχε δομηθεί σωστά, επειδή είχε γραφτεί με εμμονική φροντίδα, επειδή δεν μπορούσα να αντιγράψω την άχαρη, αντιαισθητική, ανακόλουθη, άμορφη πεζότητα των πραγμάτων).  Κι όμως, ούτε η στενή σχέση αλήθειας και μυθοπλασίας ικανοποιεί τη Λενού: όταν άρχισε να περιγράφει την πραγματική Νάπολη με ονόματα, πράξεις και αποδείξεις, χάθηκε η ισορροπία και τα βρήκε σκούρα. Οι αντιδράσεις της γειτονιάς και ο  αντίκτυπος των καταγγελιών ήταν μεγάλος, κι εκείνη δεν ήταν έτοιμη να υποστεί το κοινωνικό κόστος (Λίλα: ή τα λες τα πράγματα με το όνομά τους ή δεν τα λες (…) Θύμωσαν οι Σολάρα; Τι να κάνουμε; Σε απειλεί ο Μικέλε; Στα παλιά σου τα παπούτσια/τα βιβλία γράφονται για να ακούγονται, όχι για να σωπαίνουν/κάνε τα όλα λίμπα).  
Δεν είναι όμως αυτή η βασική αντίθεση, άλλωστε η Λίλα δεν έχει συγκροτημένο λόγο κι επιχειρήματα. Αυτά είναι που καταλαβαίνει εκ των υστέρων η Έλενα. Η Λίλα αρνείται τη γραφή από σεβασμό στην ιερότητα της ζωής, κι αυτή είναι μια δική μου ίσως αυθαίρετη ερμηνεία, που όμως συνάδει με την προσωπικότητά της. Έχει προσδοκίες από την Έλενα αλλά προφανώς όχι με στόχο ούτε αυτοπροβολής, ούτε κέρδους και φιλοδοξίας, μόνο με στόχους ακτιβιστικούς (π.χ. να ξεμπροστιάσουν τους Σολάρα, ή να αναδειχθεί η ιδιαιτερότητα της Νάπολης). Όμως, αυτή η άμεση σχέση της με τη ζωή έρχεται τελικά σε οριστική σύγκρουση με την αδηφαγία της Έλενα-συγγραφέα, που θέλει κάθε εμπειρία να τη μετατρέψει σε γραφή-εμπόρευμα.
Γιατί η Λίλα είχε βάλει τη φίλη της να της υποσχεθεί ότι δεν πρόκειται ποτέ να κάνει μυθιστόρημα την ίδια, τη ζωή της. Όμως η Λενού, τυφλωμένη από τη μωροφιλοδοξία, γράφει μια νουβέλα περίπου 80 σελίδων όπου αναφέρεται στην εξαφάνιση της Τίνας (για μερικούς μήνες είχα την αίσθηση πως είχα γράψει το ωραιότερο βιβλίο μου, η φήμη μου ως συγγραφέα πήρε την ανιούσα, πήγαινε πλέον πολύς καιρός που είχα νιώσει τέτοια αποδοχή γύρω μου. (…) δοκίμασα να της τηλεφωνήσω, πρώτα στο σταθερό, ύστερα στο κινητό κι έπειτα πάλι στο σταθερό. Δε μου απάντησε, δε μου απάντησε ποτέ ξανά).
Γιατί ο πόνος λόγια δε έχει… γιατί η Τίνα μπορεί να ζει, μπορεί να έχει πεθάνει, μα δεν μπορώ να αντέξω καμία απ’ αυτές τις δύο πιθανότητες/αυτός ο θάνατος είναι πιο αβάσταχτος απ’ τον πραγματικό, κι αυτά είναι τα λόγια που δεν τα ξεστομίζει η πραγματική Λίλα αλλά η «επινοημένη», η Λίλα της Λενούς (πλασμένο μόνο απ’ τα δικά μου συναισθήματα αυτό το ξέσπασμα που ευχόουν κι έκαναν τη Λίλα να φαντάζει στα μάτια μου ακόμα πιο απροσπέλαστη).  
Αλλά και η τετραλογία που κρατάμε στα χέρια μας και διαβάζουμε, δεν είναι παρά η -ειλικρινής και χωρίς να αποσκοπεί σε φιλοδοξία ή κέρδος- προσπάθεια της Λενούς να «κρατήσει» το πνεύμα της φιλενάδας της, μια προσπάθεια που την έκανε όμως να εξαφανιστεί για πάντα. Κι όχι μόνο εξαφανίστηκε, αλλά εξαφάνισε και κάθε ίχνος της…
Ποια είναι λοιπόν η Λίλα;
Η  αυθεντικότητα της Λίλας επηρεάζει τόσο την ενδοσκοπούμενη και συνέχεια ετεροπροσδιοριζόμενη Λενού, που πολλές φορές εύχεται για τη φίλη της να… αρρωστήσει και να πεθάνει! Στη συνέχεια βέβαια, η αγάπη και η ανάγκη της φίλης της (του alter ego?) τη φέρνει πάλι κοντά της. Η εσωτερική της φωνή, της γραφής -της ζωής, της μνήμης-, είναι σα να περνάει μέσα από το φίλτρο της Λίλας, για την ακρίβεια μέσα από μια Λίλα όπως η Λενού την αντιλαμβάνεται…. Η Λίλα, με τη χαρακτηριστική της κοφτή έκφραση (μάτια μισόκλειστα σα σχισμές), λέει σε όλους λόγια σκληρά που δεν χαϊδεύουν τα αυτιά (θα κάνεις παιδί με τον Νίνο; -Όχι βέβαια!), αλλά αγαπά τη φίλη της, πιστεύει σ’ αυτήν, τη βοηθά πολύ με τα παιδιά, κι όταν γίνεται γλυκιά και τρυφερή η εσωτερικότητά της αυτή έχει άλλη δύναμη. Γιατί η Λίλα είναι πάντα απρόβλεπτη (ήξερε πώς να προβάλλει ξαφνικά μέσα απ την ίδια της την κακία και να με εκπλήσσει)∙ γιατί η Λίλα είναι αλλού.
Για τη Λίλα, ιδιαίτερα μετά την εξαφάνιση της Τίνας, τίποτα δεν έχει πραγματικά νόημα, και  η ίδια κάποτε αναρωτιέται «πού είναι γραμμένο ότι οι ζωές πρέπει να έχουν κάποιο νόημα;».
Όμως, η αποκάλυψη του εσωτερικού πυρήνα του ψυχισμού της γίνεται στην Έλενα με τον σεισμό του 1980. Η Λίλα χάνει τελείως τον έλεγχο (δεν έμοιαζε με τίποτα με τη φίλη μου που μέχρι πριν από λίγα λεπτά ζήλευα για το πόσο επιδέξια επέλεγε τα λόγια της,  δεν της έμοιαζε καν ούτε ως προς τα χαρακτηριστικά της, αλλοιωμένα απ την αγωνία). Αυτό που βιώνει η Λίλα σε κάποιες τέτοιες στιγμές, η ίδια το ονομάζει «εξαΰλωση», μια άλλη αίσθηση του κόσμου μέσα στην οποία περνούσε συχνά (ήδη το είδαμε από το πρώτο βιβλίο), ένα είδος ρευστοποίησης της ύλης (το μοναδικό μου πρόβλημα ήταν το ταραγμένο μου μυαλό):
Όσο κι αν μας κατακυρίευε πάντοτε όλους, όσο κι αν επέβαλλε και εξακολουθούσε να επιβάλλει σε όλους έναν συγκεκριμένο τρόπο ύπαρξης υπό την απειλή της μνησικακίας και της παραφοράς της, ένιωθε να ρευστοποιείται κι όλες της οι προσπάθειες εντέλει επικεντρώνονταν μόνο στο πώς θα συγκρατήσει τον εαυτό της. Κι όταν, παρότι φρόντιζε να χειραγωγεί πρόσωπα και πράγματα, υπερίσχυε τελικά αυτή η ρευστοποίηση, η Λίλα έχανε τη Λίλα, το χάος φάνταζε η μοναδική της αλήθεια, κι εκείνη –τόσο δραστήρια, τόσο θαρραλέα- εξαλειφόταν κατατρομαγμένη, γινόταν τίποτα.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: