Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2018

Έλενα Φερράντε, Η τετραλογία της Νάπολης-3

Βιβλίο 3: Αυτοί που μένουν κι αυτοί που φεύγουν

Η σκιά της με κέντριζε, με έθλιβε,
με έκανε να φουσκώνω από περηφάνια,
να ξεφουσκώνω, δίχως να με αφήνει σε ησυχία.
Σήμερα που γράφω, αυτό το κέντρισμα μου είναι πιο αναγκαίο.
Θέλω να υπάρχει, γι αυτό γράφω. Θέλω να σβήνει, να προσθέτει,
να συνεργάζεται στην ιστορία μας εμπλουτίζοντάς την,
ανάλογα με τον οίστρο της.

Κοινή εισαγωγή: (βιβλίο1: εδώ, βιβλίο2: εδώ
Σε πολλαπλά επίπεδα κινείται το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα που η συγγραφέας του αναγκάστηκε να το επιμερίσει σε τέσσερα βιβλία. Και είναι σημαντική αυτή η διάκριση (κατά τη γνώμη μου, πάντα), ότι δηλαδή δεν πρόκειται για τέσσερα αυτόνομα βιβλία με χαλαρή συνέχεια το ένα του άλλου (όπως είναι συνήθως οι τετραλογίες), αλλά για ΕΝΑ βιβλίο με μεγάλη εσωτερική συνοχή. Αυτό είναι φανερό αν μπορέσει κάποιος να επισκοπήσει και τα τέσσερα βιβλία (πράγμα δύσκολο λόγω μεγέθους, αλλά και γιατί δεν κυκλοφόρησαν όλα μαζί), εφόσον υπάρχει ένας τέλειος «κύκλος» που ενώνει το πρώτο με το τέταρτο βιβλίο.
Η δομή άλλωστε παραμένει η ίδια: η μία από τις δυο βασικές ηρωίδες, η Έλενα, αφηγείται μετά από πολλά χρόνια (στο αφηγηματικό «σήμερα» είναι 66 χρονών) τη ζωή, τον βίο και την πολιτεία της ίδιας αλλά και της «άσπονδης» φίλης της, της Λίλας, η οποία έχει μυστηριωδώς εξαφανιστεί (σελίδα 22 του πρώτου βιβλίου: ελαχιστοποιούσε κάθε πιθανότητα αναζήτησης ίχνους της. Δεν ήθελε απλώς να εξαφανιστεί τώρα, στα εξήντα έξι της, αλλά και να διαγράψει όλη τη ζωή που άφηνε πίσω της). Ήδη προετοιμαζόμαστε για ένα είδος «ανταγωνισμού» ανάμεσα στις δυο φίλες, που φαίνεται στις αμέσως επόμενες σειρές: «εξοργίστηκα. Για να δούμε ποια θα νικήσει αυτή τη φορά, μονολόγησα. Άνοιξα τον υπολογιστή και βάλθηκα να γράφω κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας μας, ό, τι είχε εντυπωθεί στο μυαλό μου). Ήδη η πρώτη, βασική αντίθεση έχει διαγραφτεί, στις πρώτες σειρές.
Τα γεγονότα λοιπόν, που είναι καταιγιστικά -με τόσα πρόσωπα που σε κάθε βιβλίο υπάρχει αρχικό υπόμνημα με τις συγγενικές σχέσεις και λίγα στοιχεία για κάθε πρόσωπο-, συναρπάζουν από μόνα τους και ικανοποιούν τον αναγνώστη που θέλει «πλοκή». Υπάρχει όμως και το ψυχογραφικό στοιχείο έντονο, το κοινωνικοπολιτικό, το υπαρξιακό αλλά και προβληματισμός πάνω στη «γραφή», όχι μόνο τη λογοτεχνική, αλλά και την καταγραφή της εμπειρίας με το Λόγο, που χτίζει τη μνήμη και γράφει Ιστορία.
Στο τρίτο αυτό βιβλίο η κύρια εστίαση είναι στην κοινωνικοποίηση και στη διαμόρφωση πολιτικής ταυτότητας -με την ευρεία έννοια- των δύο βασικών ηρωίδων, που πλέον είναι στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους, και όχι μόνο έχουν μπει στην παραγωγή  αλλά δημιουργούν και τις βάσεις για οικογενειακή ζωή. Η Λίλα έχει ήδη έναν γιο από τον εξαφανισμένο Νίνο, που τον μεγαλώνει σε μια απομακρυσμένη γειτονιά με τον ευγενικό και αποστασιοποιημένο από συναισθηματική σχέση Έντσο (παιδικός φίλος, μαγκάκι που όμως από νωρίς έδειχνε αδυναμία στη Λίλα) και δουλεύει σε μια αλλαντοποιία ως εργάτρια. Την  Έλενα/Λενού την έχουμε αφήσει  αρραβωνιασμένη με τον Πιέτρο Αϊρότα, φιλόδοξο γιο Πανεπιστημιακού (γίνεται κι ο ίδιος καθηγητής Πανεπιστημίου), ενώ έχει γίνει ντόρος με το τολμηρό πρωτόλειό της έργο, που έγραψε αφηγούμενη τη δική της περιπέτεια «βιασμού» στην Ίσκια (βιβλίο 1).
Όπως ειπώθηκε και στις αναρτήσεις των πρώτων βιβλίων, ένας βασικός θεματικός άξονας που ξεδιπλώνεται σ όλη τη διάρκεια είναι η σχέση γραφής και ζωής (ίσως αυτό σηματοδοτεί και τη βασική αντίθεση ανάμεσα στις δυο γυναίκες: η Έλενα είναι «παρατηρήτρια» σε σχέση με τη Λίλα που ορμά κάθετα σ όλες τι προκλήσεις. Δεν είναι τυχαίο που η δεύτερη αρνείται πεισματικά την αφήγηση σαν μια μορφή έκπτωσης της πραγματικής ζωής όπως φαίνεται πολύ ξεκάθαρα προς το τέλος της τετραλογίας, ενώ αντίθετα, της Έλενας της γίνεται πάθος). Στις πρώτες σελίδες λοιπόν, γίνεται εκτεταμένη αναφορά στο πρώτο αυτό βιβλίο που έγραψε η Έλενα και στις εντυπώσεις που άφησε, αρνητικές και θετικές (η συγγραφέας  μας δίνει την ευκαιρία να δούμε τα δημοσιογραφικά τερτίπια που συνοδεύουν τέτοια  νεανικά κι αυθόρμητα εγχειρήματα, καθώς και την παντός είδους εμπορική και δημοσιογραφική «εκμετάλλευση»). Το συναισθηματικό ενδιαφέρον είναι ότι επανεμφανίζεται ο εξαφανισμένος Νίνο, δημιουργώντας πάλι ερωτικά ρίγη στην Έλενα, ενώ κατά την επαφή της με τον κύκλο των διανοουμένων στις περιοδείες για τη διακίνηση του βιβλίου επανέρχεται το παλιό αίσθημα κοινωνικής κατωτερότητας (η αλήθεια είναι πως αν θέλω, μπορώ να υποκριθώ την ειδήμονα, την παθιασμένη. Δεν μπορώ όμως να συνεχίσω έτσι, έχω μάθει ένα σωρό πράγματα που δεν έχουν την παραμικρή σημασία και ελάχιστα που είναι όντως σημαντικά). Η παρουσία του απρόβλεπτου Νίνο επαναφέρει τη βασική εσωτερική της σύγκρουση σχετικά με τη ζωή της και τις επιλογές της, πάντα έχοντας στο νου της «τι θα έκανε η Λίλα» (που όμως συνήθως έβγαινε έξω από τα περιθώρια, ήταν απρόβλεπτη για την Έλενα). Η ζυγαριά κλίνει προς την πλευρά του γάμου μ’ έναν άνθρωπο που δεν τον αγαπά τόσο, όπως ομολογεί η ηρωίδα, και με κοφτερή ειλικρίνεια παραδέχεται τα κίνητρά της (θα γλίτωνα από την καιροσκοπική συγκαταβατικότητα του πατέρα μου και τη χοντροκοπιά της μητέρας μου.
Ο γάμος της Έλενας, ωστόσο, είναι μια κοινωνική επανάσταση. Πρώτα πρώτα είναι πολιτικός, απόφαση μπροστά στην οποία οι γονείς χάνουν κάθε έλεγχο (για μια φορά αισθανόμουν πιο τολμηρή απ’ τη Λίλα). Έπειτα την απομακρύνει από τη φτωχογειτονιά της Νάπολης, την τοποθετεί σε άλλη κοινωνική τάξη, αυτή των διανοουμένων, ενώ η κοινωνική διαφορά ανάμεσα στις δύο οικογένειες είναι τέτοια που η  Έλενα δίνει καθημερινά μάχες στην οικογένεια και στον μικρόκοσμο της γειτονιάς για να γίνει αποδεκτή.
Και το βιβλίο όμως την ωθεί να ενταχτεί σε άλλη κοινωνική ομάδα. Αρχικά τη φέρνει σε θέση άμυνας, γιατί είναι προκλητικό και «χειραφετημένο» (σκηνές σεξ). Ο χειρισμός της «χυδαιότητας» εκ μέρους της Έλενας περνάει από πολλά στάδια, που έχουν πολύ ενδιαφέρον. Κατά κανόνα όμως, στα διάφορα ξένα για κείνη φοιτητικά περιβάλλοντα όπου απευθύνεται για να μιλήσει για το βιβλίο της, νιώθει σαν τη μύγα μες στο γάλα, καταχρηστικά παρούσα. για την οποία δεν έχει το υπόβαθρο, κι αυτό το έλλειμμα της δημιουργεί κόμπλεξ. Όταν μάλιστα συναντά γνωστά της πρόσωπα όπως τον Φράνκο, τη Μαριαρόζα, τη Σίλβια (πρώην φιλενάδα του Νίνο που έχει κι αυτή έναν γιο μαζί του!), θέλει να αποδείξει σε όλους ότι δεν είναι πια το άπραγο κοριτσάκι της φτωχογειτονιάς, και όχι μόνο δεν τα καταφέρνει (Φράνκο: έμεινες η ίδια μικροαστή), αλλά οι εσώτερες αντιθέσεις εντείνονται σε σχέση με τον κρυφό παιδικό έρωτα, τον Νίνο, που αποδεικνύεται άστατος, άπιαστος και αναξιόπιστος (έκανε τα δικά του, δεν υπήρχε εκμετάλλευση, δεν υπήρχαν ενοχές, μονάχα το δικαίωμα του πόθου).

Όλες αυτές οι εξελίξεις, όμως,  ωχριούν μπροστά στην τρικυμία που σαρώνει τη ζωή της Λίλας. Γιατί η Λίλα βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της Έλενας: σ’ αυτή τη χρονική φάση  κινδυνεύει, έχει καταρρεύσει, η Λίλα φοβάται για τη ζωή της, και στέλνει σήματα βοήθειας προς την απούσα φίλη της (η Λίνα δεν είναι καλά και θέλει να σε δει/αν δε με βρουν ποτέ ξανά, να πάρεις τον Τζεννάρ, να τον κρατήσεις εσύ). Η Λίλα όχι μόνο δεν ανέρχεται κοινωνικά (ούτε την ενδιαφέρει, βέβαια), αλλά είναι εξαφανισμένη απ΄ όλο τον κόσμο, ζει τυπικά μ έναν άντρα έχοντας την ευθύνη ενός μικρού παιδιού που δεν ξέρει τον πατέρα του, και δουλεύει σε δύσκολες προλεταριακές συνθήκες στην αλλαντοποιία του παλιού φίλου του Νίνο, του Μπρούνο.
Όταν η Έλενα αποφασίζει να στρέψει την προσοχή της στη Λίλα, η Λίλα είναι βαριά άρρωστη με συνεχή πυρετό στην προσπάθεια να λύσει τις κοινωνικές αντιθέσεις που βιώνει: όταν το γλοιώδες αφεντικό της την πέφτει με εκβιασμούς και προστυχιές, φέρεται αλαζονικά, φοβάται την απόλυση, υφίσταται κάθε είδους πίεση. Κι όταν ο Πασκουάλε, παιδικός φίλος (κι αυτός ερωτευμένος τότε με τη Λίλα), κομμουνιστής και μάλιστα γραμματέας της κομματικής οργάνωσης βάσης την πλησιάζει με θαυμασμό, την παρασέρνει σε συνδικαλιστικές συνεδριάσεις όπου η Λίλα διακρίνει με ευστροφία τις αντιθέσεις εργατών και σπουδαστών, κατά προέκταση θεωρίας και πράξης. Όταν εκείνη παίρνει το λόγο από τους «καλοπροαίρετους» αγωνιστές με την ξύλινη γλώσσα, όλοι παθαίνουν σοκ με τον κοφτό και ουσιαστικό της λόγο (το συνδικάτο δεν έχει πάρει ποτέ θέση και οι εργάτες δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από φτωχαδάκια θύματα εκβιασμού, που υπόκεινται στο νόμο του αφεντικού, δηλαδή εγώ σε πληρώνω κι άρα σε κατέχω, κατέχω τη ζωή σου, την οικογένειά σου κι ό, τι σε περιβάλλει, κι αν δεν κάνεις ό, τι σου λέω θα σε καταστρέψω). Οι συνδικαλιστές χρησιμοποιούν τα λόγια της σε μπροσούρες, αλλά η ίδια κινδυνεύει, υφίσταται πιέσεις, αρνείται ότι τα είπε, την απειλούν. Κι ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται με τους φασίστες («ξύλο στο ξύλο») γιατί δεν υπάρχει άλλος δρόμος, την κατηγορούν για κλέφτρα, νιώθει υπεύθυνη για τη σκληρή καταστολή που ακολουθεί (αρχηγός της οποίας είναι άλλος παιδικός φίλος), καταρρέει ξανά (συνεχής πυρετός), και βιώνει άλλο ένα κύμα της «εξαΰλωσης», όπως έχει ονομάσει η ίδια την εξωσωματική εμπειρία που έχει ήδη ζήσει αρκετές φορές (πόσο εύθραυστο ήταν το παρελθόν, κατέρρεε διαρκώς, ορμούσε πάνω της). Στην απελπισία της καταφεύγει στον κόσμο των διανοούμενων αγωνιστών (καθηγήτρια Γκαλιάνι) και νιώθει ξένη μέσα στο «επαναστατικό» περιβάλλον καλοβολεμένων νέων που αγωνίζονται από τον καναπέ. Το ότι εκείνη ρισκάρει τη δουλειά της μ’ ένα μικρό παιδί της αγκαλιάς, τη φέρνει σε σκληρή αντιπαράθεση (Λίνα, είναι λάθος να ανταγωνιζόμαστε ποιος ρισκάρει τα περισσότερα) ακόμα και με τον γραμματέα του Εργατικού Σωματείου. Την κάνει αυστηρή και επικριτική απέναντι στους «συντρόφους» (… Το συμπέρασμα, μεταξύ άλλων, ήταν πως η επιτροπή δεν μπορούσε να πάει απευθείας στον ιδιοκτήτη για να διαπραγματευτεί, χρειαζόταν η μεσολάβηση του συνδικάτου/ «Εγώ δεν είμαι συνδικάτο;», ξέσπασε εκείνη/Θέλετε να πείτε ότι εγώ έκανα όλον αυτόν τον κόπο, ότι ρισκάρω τη δουλειά μου για να μπορέσετε εσείς να κάνετε μια διευρυμένη συνεδρίαση και μια άλλη μπροσούρα;).
Το αποκορύφωμα είναι όταν αποκαλύπτεται ότι πίσω απ’ όλους είναι ο τρομερός καμορίστας Μικέλε, που έχει ένα είδος εμμονής με τη Λίλα («νομίζει ότι έχω κάποια δύναμη»), την εκθειάζει, προσπαθεί να την πείσει να συνεργαστεί μαζί του, την ταπεινώνει σ ένα κρεσέντο χυδαιότητας.
Όταν η Λίλα τέλος παραιτείται, βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ανάγκης που ανατρέχει στην ψυχολογική στήριξη της Έλενας. Χωρίς δισταγμούς απογυμνώνει κάθε τρωτό της σημείο, μιλά στη φίλη της απλά και με απίστευτη ειλικρίνεια για τον εαυτό της, τις αδυναμίες της, τις σεξουαλικές εμπειρίες της. Κι εδώ φαίνεται η βασική διαφορά με την Έλενα, που αμέσως πέφτει στην παγίδα της σύγκρισης: στην ιδέα ότι έπρεπε να μιλήσω για μένα η δυσφορία μου φούντωσε, ξέχασα πως και για κείνη ήταν δύσκολη αυτή η εξομολόγηση, πως κάθε της λέξη, ακόμα και χυδαία, ήταν συνυφασμένη με την εξάντληση που φαινόταν στο πρόσωπό της, με το τρέμουλο των χειλιών της.
Μέσα στα θυελλώδη γεγονότα (γάμος Λενούς, αποκάλυψη ότι ο Αλφόνσο είναι ομοφυλόφιλος κλπ), ξεχωρίζω ένα περιστατικό πολιτικού αλλά και ηθικού προβληματισμού:  η Έλενα χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες της απευθύνεται στον Μπρούνο (το πρώην αφεντικό της Λίλας) απειλώντας τον, για να βοηθήσει τη φίλη της (να πληρωθεί τους μισθούς που της χρωστάνε). Πέρα απ αυτό, δημοσιεύει σχετικό άρθρο στην Ουνιτά, αντιγράφοντας ουσιαστικά τα γραφόμενα της Λίλας σχετικά με τις συνθήκες εργασίας στην αλλαντοποιία.  Οι αντιδράσεις είναι άμεσα θετικές (απολογητικό ύφος ο Μπρούνο, θαυμασμός ο δημοσιογράφος της εφημερίδας), όμως οι αγωνιστές φίλοι της (Πασκουάλε, Νάντια), που υφίστανται τις έμμεσες συνέπειες (επιθέσεις αστυνομικών και φασιστών) αντιδρούν… ανάποδα: Τέλεια. Θες να πεις ότι σε όλα τα εργοστάσια, σε όλες τις οικοδομές, σε κάθε γωνιά της Ιταλίας και όλου του κόσμου, μόλις το αφεντικό τα κάνει όλα μπουρδέλο και οι εργάτες κινδυνεύουν, καλούν την Έλενα Γκρέκο: εκείνη τηλεφωνάει στους φίλους της, στην Επιθεώρηση εργασίας, στους αγίους που έχει στον Παράδεισο και τα λύνει όλα/εξήγησέ μας τι σκατά νομίζεις ότι έκανες. Ξέρεις τι γίνεται στην Ιταλία; έχεις ιδέα τι είναι η πάλη των τάξεων; Στις δικαιολογίες που πάει να ψελλίσει η Λενού, η Λίλα επεμβαίνει με μια μόνο χειρονομία: Σταμάτα, Λενού, έχουν δίκιο.
Γιατί ξανά και ξανά η Λίλα βγαίνει έξω από τα προβλεπόμενα για τη Λενού όρια (δεν υπήρχε τρόπος να ηρεμήσει κανείς μαζί της, κάθε σταθερό νήμα της σχέσης μας αργά ή γρήγορα αποδεικνυόταν προσωρινό, κάτι μετατοπιζόταν στο μυαλό της και την αποσταθεροποιούσε, με αποσταθεροποιούσε).
Παρόλ’ αυτά η Λενού συνεχίζει να γράφει άρθρα που χαίρουν πολύ θερμής υποδοχής, και περνάει διάφορες φάσεις, από ενθουσιασμό μέχρι ανασφάλεια. Περιστασιακά νιώθει πληρότητα, η ρουτίνα όμως και η βαρετή σεξουαλική συνάφεια  την κάνουν να νιώθει άσκημη, γριά, ανήμπορη να συναγωνιστεί τους άλλους.  Περνάει διάφορες φάσεις: θέλει να είναι ποθητή (ήθελα να παρεκτραπώ), την κερδίζουν οι φεμινιστικές ιδέες της Μαριαρόζα, αδερφής του Πιέτρο (κανείς δε γνώριζε καλύτερα από μένα τι σημαίνει να προσπαθείς να σκέφτεσαι σαν άντρας, για να γίνεις αποδεκτή από την κουλτούρα του αντρικού κοινού), προσπαθεί να συγκεντρωθεί  στο καινούριο της βιβλίο (φεμινιστικού περιεχομένου), κι όταν γεννά και το δεύτερο παιδί η επιλόχια κατάθλιψη φτάνει στο αποκορύφωμα.  Κάτω από το πρίσμα της σύγκρισης με το αντρικό φύλο, η Έλενα ερνάει μια έντονη περίοδο αυτοκριτικής (το είχα παρακάνει, είχα βάλει τα δυνατά μου να αποκτήσω αντρικές ικανότητες. Νόμιζα ότι έπρεπε να ξέρω τα πάντα, να ασχολούμαι με τα πάντα. (…) Και τώρα, ύστερα απ’ όλο ετούτο τον σκληρό μόχθο να μάθω, έπρεπε να ξεμάθω/δεν είχα ούτε μια ιδέα χωρίς τη Λίλα/έπρεπε να δεχτώ πως ήμουν ένας μέσος άνθρωπος).
Και σ’ αυτήν τη δύσκολη φάση της ζωής τους, όπου συμπτωματικά και οι φασιστικές επιθέσεις φτάνουν κι αυτές στο αποκορύφωμα δυσκολεύοντας την καθημερινότητα, λαμβάνει χώρα και μία από τις πιο συγκλονιστικές και χαρακτηριστικές σκηνές της σχέσης των δύο κοριτσιών:
Η Λενού ζητά τη γνώμη της Λίλας για το δεύτερο βιβλίο (δεν γνωρίζει καν αν η Λίλα έχει διαβάσει το πρώτο) . Η Λίλα πάλι ξεπερνάει κάθε προσδοκία: μετά από προσπάθεια να είναι ευγενική και αποστασιοποιημένη, ξεσπάει σε αναφιλητά λέγοντας «δεν πρέπει να γράφεις τέτοια πράγματα Λενού, δεν είσαι εσύ αυτό, τίποτε απ’’ ό, τι έχω διαβάσει δε σου μοιάζει, το βιβλίο είναι κακό, κακό, κακό όπως και το προηγούμενο. Και η Έλενα των 66 χρόνων, που αναθυμάται εκείνο το κλάμα, λέει ότι ένιωσε μια «αντιφατική ικανοποίηση λες και κείνο το κλάμα, επιβεβαιώνοντάς μου τη στοργή της και την εμπιστοσύνη που έτρεφε για τις ικανότητές μου, συγχρόνως κατάφερε να διαγράψει την αρνητική της κριτική για τα δυο βιβλία)
Οι αντιθέσεις των δύο κοριτσιών  οδηγούν τη Λενού να πιστέψει ότι η Λίλα συμμετείχε στο βίαιο θάνατο του Μπρούνο και του Τζίνο, ότι δηλαδή εντάχτηκε σε αντάρτικη ομάδα πόλεων (είναι εποχή των Ερυθρών Ταξιαρχιών, της Πρίμα Λίνα, των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων). Όμως, αντίθετα, η Λίλα δουλεύει για… τους Σολάρα, κι αυτό γίνεται επίσης αφορμή σύγκρουσης, εφόσον η Λίλα τινάζει στον αέρα κάθε επαναστατική ιδεολογία («η επανάσταση, οι εργάτες, ο νέος κόσμος κι άλλες τέτοιες μαλακίες»). Η ανοχή και η συνεργασία με του καμορίστες έρχεται σε νέα δοκιμασία όταν η Λενού μαθαίνει ότι η αδερφή της θα παντρευτεί τον άλλον αδερφό Σολάρα, τον Μαρτσέλο, και μάλιστα ετοιμάζεται μεγάλο γλέντι όπου συμμετέχουν όλες οι οικογένειες, συμπεριλαμβανομένης και της Λίλας.
Τέλος, στη ζωή της Λενούς εισβάλλει αιφνιδιαστικά και κυριαρχικά, η πρώτη της μεγάλη αγάπη, ο απρόβλεπτος, σαν τη Λίλα, Νίνο. 
Χριστίνα Παπαγγελή 

Δεν υπάρχουν σχόλια: