Δεν είναι μόνο η ατμόσφαιρα,
ή η μεταφορά στο χωροχρόνο (Ισλανδία, ένας τόπος τόσο μακρινός και διαφορετικός
-φτώχεια, παγωνιά, απομόνωση, σκληρή αγροτική ζωή-, στις αρχές του 19ου
αιώνα) αυτά που μαγεύουν τον αναγνώστη αυτού του μικρού βιβλίου. Πρόκειται για μια
συγκλονιστική ιστορία που βασίζεται στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής της
παράξενης αυτής χώρας, και δίνει αφορμή στην συγγραφέα να εμβαθύνει πάνω στις
δυο οριακές καταστάσεις εγρήγορσης της ανθρώπινης συνείδησης, τον έρωτα
και τον θάνατο: η 33χρονη Άγκνες
Μάγκνουστόντιρ, καταδικασμένη σε θάνατο για τη δολοφονία του εραστή της, όπως
και οι δυο συνεργοί της, μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της
Κοπεγχάγης («θρίαμβο της δικαιοσύνης») δεν φυλακίστηκαν μέχρι την εκτέλεσή τους,
όπως συνηθίζεται σε άλλες χώρες, αλλά μεταφέρθηκαν σε σπίτια Ισλανδών πολιτών για
να τους «φιλοξενήσουν» μέχρι να έρθει η
αποφράδα μέρα (φαίνεται ότι ήταν κάτι που συνηθιζόταν στην μακρινή Ισλανδία,
ελλείψει οικονομικών μέσων να συντηρούν φυλακές, ή να τους στείλουν στη Δανία
όπου υπήρχαν δεσμωτήρια και φυλακές –εξ ου και ο τίτλος).
Η δίκη έγινε το 1828, εποχή
δηλαδή που η Ισλανδία βρισκόταν στη δικαιοδοσία της Δανίας[1], και
βασίζεται σε πραγματικό γεγονός, πρόκειται δε για την τελευταία γυναίκα που
εκτελέστηκε το 1830 στη χώρα, όπως επισημαίνει η Βιβή Γ.[2]. Όλα
βέβαια γίνονται υπό την σκέπη της -λουθηρανικής- εκκλησίας. Ο νομαρχιακός
επίτροπος Μπγιορν Μπλόνταλ διευθετεί τις λεπτομέρειες της διαδικασίας: η οικογένεια που θα δεχτεί τη «φόνισσα» στο σπίτι τους θα
είναι η οικογένεια του νομαρχιακού υπαλλήλου Γιαν Γιόνσον στο αγρόκτημά τους
στο Κορνσάου, ενώ την πνευματική της καθοδήγηση μέχρι το τέλος θα αναλάβει ο
νεαρός εφημέριος Θόρβαδουρ Γιόνσον, αλλιώς Τότι. Όπως αποκαλύπτεται απ’ την
αρχή, ο άπειρος Τότι είναι επιλογή της ίδιας της Άγκνες, ως μια απ τις
ελάχιστες παραχωρήσεις τις κυβέρνησης προς τους κατάδικους. Η συγγραφέας
παραθέτει όλα τα τυπικά έγγραφα που στήνουν την οργανωμένη δολοφονία/εκτέλεση
(επιστολές του νομαρχιακού επιτρόπου, πρακτικά δίκης, κλπ) δημιουργώντας μια ανυπόφορη
αντίθεση ανάμεσα στην ψυχρή λογική «απονομής δικαίου» και την απόγνωση του
ανθρώπου που βλέπει τη ζωή του στην παγίδα του θανάτου (π.χ. ανατριχιαστική η
επιστολή προς τον Κυβερνήτη για την κατασκευή του «πελεκιού», του κόστους κλπ ή
για την ανεύρεση του δήμιου).
Το βασικό σκηνικό, λοιπόν, είναι το αγρόκτημα του Γιον Γιόνσον, όπου διαμένουν
οι δυο κόρες (είκοσι και εικοσιενός χρονών) και η γυναίκα του Μαργκρέτ και
υποδέχονται με ποικίλα συναισθήματα (οργής, φρίκης, πανικού, αηδίας, φόβου, αλλά
και περιέργειας και χριστιανικής καρτερίας) την εξαθλιωμένη Άγκνες, που όταν
καταφτάνει είναι σε κατάσταση ζώου. Γρήγορα η συγγραφέας σκιαγραφεί τους
διαφορετικούς χαρακτήρες των κοριτσιών, της αθώας και αφελούς Στέισι και της ξύπνιας
αλλά καχύποπτης Λάουρα, της Μάργκρετ
όπου η ανθρωπιά κυριαρχεί εντέλει, του πατέρα όπως και κάποιων περίεργων
γειτόνων. Όμως, το κύριο βάρος πέφτει
στην Άγκνες και τον νεαρό εφημέριο που, λόγω ηλικίας αλλά και χαρακτήρα, δεν εφαρμόζει
τις συνήθεις αρτηριοσκληρωτικές μεθόδους και σιγά σιγά υιοθετεί τον ρόλο
εξομολόγου-ψυχολόγου-ψυχαναλυτή. Οι δύσκολες συνθήκες μάλιστα στην αγροικία (χιόνι,
αποκλεισμός) αναγκάζουν τον Τότι κάποιες
μέρες να παραμείνει στο κτήμα και να αφοσιωθεί ολόψυχα στην κατανόηση-συγχώρεση
της ψυχής της Άγκνες.
Έτσι σιγά σιγά ο καθένας απ
τους ήρωες προσαρμόζεται με τον δικό του τρόπο στην ανεπιθύμητη έως απειλητική
επισκέπτρια, ενώ η ζωή και η φτώχεια στο αγρόκτημα κρύβει πολλά απρόοπτα και
εντάσεις. Όμως αυτό που ταράζει τον αναγνώστη είναι τα μικρά κεφάλαια εσωτερικού μονόλογου της
Άγκνες, μικρά ποιητικά θραύσματα με αναφορές βέβαια στα γεγονότα, όπως
εξελίσσονται καθώς περνά ο καιρός και πλησιάζει η εκτέλεση και όπου σιγά σιγά,
καθώς η ηρωίδα μετέρχεται από την απάθεια του πληγωμένου/πεινασμένου ζώου σε
ανθρώπινες συνθήκες, αρχίζει και αποκαλύπτει τον σύνθετο ψυχισμό της. Στον
εφημέριο, αλλά κυρίως στον εαυτό της, στον προσωπικό της μονόλογο. Η ακραία
συνθήκη στην οποία ζει η Άγκνες την οδηγεί και στην απογύμνωση από κάθε τι
ανούσιο και περιττό, στην αγάπη και
εκτίμηση της ζωής αυτής καθαυτήν (ο
ουρανός- τόσο γαλανός που σου’ ρχεται να κλαις). Η αντίθεση ανάμεσα στη ζωή
στο δεσμωτήριο (πείνα, δίψα, σκοτάδι, βρώμα, ακαθαρσίες, δεμένα πόδια όπως κάνουν με τα άλογα, παγωνιά) και
την καθημερινότητα σε μια κανονική οικογένεια πολλαπλασιάζει την ένταση των
συναισθημάτων που διακυμαίνονται από την άκρα απελπισία στη ζωική χαρά (ένιωσα σα νεογέννητο μωρό/θα μπορούσα να
κλάψω απ’ την ανακούφιση του φωτός/νιώθω ευγνωμοσύνη που ξαναγυρίζω στις
κοιλάδες, όπου οι πέτρες υποχωρούν και τις σκεπάζει το χορτάρι. Νιώθω
ευγνωμοσύνη, κι ας ξέρω ότι εκεί θα πεθάνω).
Η Άγκνες στην αρχή φοβάται
και είναι κουμπωμένη (είμαι αποφασισμένη
να κλειδαμπαρώσω τον εαυτό μου, να μην αφήσω τον κόσμο να μπει, να σφίξω την
καρδιά μου και να κρατηθώ απ’ ό, τι δεν μου έκλεψαν ακόμα), όμως σιγά σιγά
ελευθερώνεται και ξεδιπλώνει όλη την απίστευτη γκάμα, όλες τις αποχρώσεις που
δίνει στον άνθρωπο το ερωτικό πάθος απ’ τη μια, και ο φόβος του θανάτου απ’ την
άλλη. Η Άγκνες θυμάται, νοσταλγεί αγαπά,
απολαμβάνει, απελπίζεται. Και ανασυνθέτοντας τη ζωή της προσπαθεί να ταξινομήσει τον κόσμο
της και το παρελθόν.
Είναι μια πανέξυπνη γυναίκα,
άξια και πολύ εργατική, που έχει γυρίσει πάρα πολλές πόλεις μέσα στα λίγα
χρόνια που έζησε, σαν παραδουλεύτρα. Όμως
ο θάνατος την τριγυρίζει και αφήνει τα σημάδια του απ’ όταν ήταν πολύ μικρή. Τα σπαραχτικά βιώματά της όταν έχασε μικρή την ψυχομάνα (η πραγματική μητέρα την
είχε εγκαταλείψει) την κάνουν να θέσει το τρομερό ερώτημα «Πάτερ, λες να βρίσκομαι εδώ που βρίσκομαι, επειδή ξεστόμισα αυτά τα
λόγια, όταν ήμουν μικρή; Επειδή είχα πει, Θέλω να πεθάνω; Γιατί όταν το είπα,
το εννοούσα. Σαν προσευχή ήταν. Τότε ήταν που έγραψα μόνη μου τη μοίρα μου;»
Δεν πιστεύει στο θεό και δεν διστάζει να το πει στον εφημέριο, ο οποίος με τη
σειρά του ακολουθεί έναν ανορθόδοξο -για την εκκλησία- δρόμο, τον δρόμο του
«ευγενικού και συμπονετικού φίλου» (αντί
της κατήχησης την… την ενθαρρύνω τώρα να μιλάει για το παρελθόν της. Για τη ζωή
της. Αντί να της μιλάω εγώ, την αφήνω να μιλάει εκείνη σε μένα. Προσπαθώ να
γίνω ακροατής, ένας τελευταίος ακροατής στη μοναχική αφήγηση της ιστορίας της
ζωής της), πράγμα που αφήνει άναυδο τον νομαρχιακό επίτροπο!
Τον ένιωσα, ένιωθα την κάψα του, ένιωσα
το κέντρο του πόθου του
Όσο προχωρά το βιβλίο,
μεταφερόμαστε όλο και περισσότερο στην εσωτερική ζωή της Άγκνες, βιώνουμε μαζί
της τον παθιασμένο έρωτα και την προδοσία που οδήγησε στην τραγωδία. Τα λόγια της Άγκνες, αυτά που προσπαθούν να
περιγράψουν την εξαιρετική (>εξαίρεση) προσωπικότητα του Νάταν και τη σχέση
τους, έχουν την ακρίβεια της ποίησης και είναι λόγια εσωτερικά, με ακροατή τον
ίδιο της τον εαυτό. Ο Νάταν ήταν αλλιώτικος, μοναδικός, τόσο γήινος αλλά και
τόσο αλαφροΐσκιωτος, ένας μάγος- γιατρός, ένας ζωντανός μύθος. Κι εκείνη
πίστεψε ότι ήταν μοναδική για τον Νάταν (κανείς
δεν μπορεί να φανταστεί πώς ήταν η παρέα με τον Νάταν). Παίζαν, γελούσαν
σαν παιδιά, κοιτάζαν τα αστέρια. Λέγαν τις πιο σκοτεινές τους σκέψεις, μιλούσαν
για τον θεό που τον έχουν πλάσει οι άνθρωποι (Άγκνες. Μην κάνεις τάχα ότι διαφωνείς. Αυτός εδώ ο κόσμος υπάρχει μόνο.
Και το ξέρεις/παριστάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, αλλά με καταλαβαίνεις μια
χαρά. Είμαστε ίδιοι εσύ κι εγώ. Βλέπουμε την αλήθεια όπως είναι/δεν ανήκεις σε τούτη
την κοιλάδα Άγκνες. Είσαι αλλιώτικη. Δεν φοβάσαι τίποτα).
Στα στενά περιθώρια αυτής της
ανάρτησης δεν θα αναφερθώ καθόλου στην προδοσία που άρχισε σιγά σιγά να
διαρρηγνύει τη σχέση της Άγκνες με τον Νάταν, και που προκάλεσε ένα κύμα
αντιφατικών συναισθημάτων χωρίς έλεγχο. Ούτε φυσικά στα γεγονότα των φόνων,
όπως τα έζησε και μας τα περιγράφει η Άγκνες, απ΄τη δική της οπτική γωνία. Δεν
θα αναφερθώ καν στις τελευταίες σελίδες όπου ζει κάτω απ’ το φάσμα του θανάτου
καθώς πλησιάζουν οι τελευταίες στιγμές
και η συνείδηση έχει αρχίσει να βιώνει το άχρονο (δεν υπάρχει τελευταία κατοικία, δεν υπάρχει κηδεία, δεν υπάρχει ταφή,
μόνο ένα ασταμάτητο σκόρπισμα, ένα ταξίδι που σπάει σε χίλια άλλα άσκοπα, ένα
ταξίδι που σε πάει παντού χωρίς να σου προσφέρει δρόμο για να γυρίσεις σπίτι,
αφού δεν υπάρχει σπίτι…/η σιωπή θα σε πάρει δική της, θα ρουφήξει τη ζωή σου
στα μαύρα της νερά κλπ κλπ ), και όπου μόνο ο παραληρηματικός λόγος μπορεί να αποδώσει την έσχατη απελπισία της «μη ζωής». Θα εστιάσω,
τελειώνοντας, στο αίσθημα απόλυτης ένωσης
με τον Νάταν, στο βίωμα ενός απίστευτου έρωτα, όμως τόσο περαστικού και
φευγαλέου∙ αυτό το μεθυστικό αίσθημα που αναπολεί ξανά και ξανά η Άγκνες, και
που -όπως κρίνω εγώ, δεν το λέει εκείνη-
ίσως δικαιώνει τελικά το σύντομο πέρασμά της απ’ τον κόσμο:
Εκείνη τη νύχτα πήγαμε στο στάβλο. Γέμισα τα λακκάκια
στις χούφτες του με το στόμα μου, με τα στήθη μου. Ένωσα το κορμί μου με το
δικό του. Φοβόμουν μήπως μας βρουν. Φοβόμουν μήπως με πούνε παλιογυναίκα. Και
μετά άγγιξε το δέρμα στο δέρμα κι αυτή
ήταν η πιστολιά. Αυτή ήταν η
ελεύθερη πτώση. Οι καλτσοδέτες μου λύθηκαν κι έπεσαν στα γόνατά μου, καθώς
η απαλότητα των μαλλιών του άγγιζε το σβέρκο μου.
Λαχταρούσα το βάρος του τότε. Δεν το χόρταινα. Δεν
χόρταινα την ανάσα του: τη γρήγορη εισπνοή και τη ζεστή πίεση των χειλιών του.
Τη μυρωδιά του, το γλιστερό τίναγμα του κορμιού του, δεν ήταν σαν τους άλλους.
Τον ένιωθα, ένιωθα την κάψα του, ένιωσα
το κέντρο του πόθου του.
Στο
στάβλο, με το κεφάλι μου στο σκληρό πατημένο χώμα, ο Νάταν έσπασε το κροκάδι
της ψυχής μου. Έκρυβα τα αληθινά μου αισθήματα από τους άλλους. Τόση δύναμη
θέλησης, να συγκρατήσω και να κρατήσω
κρυφό αυτό που ήθελα να φωνάξω στον άνεμο, να χαράξω στο χώμα, να γράψω με
φωτιά στο χορτάρι.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%83%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%AF%CE%B1
[2] «Από τις
περιλήψεις και τα πάμπολλα ενημερωτικά για το συζητημένο βιβλίο της Κεντ, που
έχει μια πετυχημένη πορεία σε πάνω από είκοσι χώρες και λίαν συντόμως θα γίνει
και κινηματογραφική, βοήθειά του, ταινία -σιγά μη καθόταν η φάμπρικα του
Χόλυγουντ με σταυρωμένα χέρια μπροστά σε τέτοιο κελεπούρι-μαθαίνουμε σε γενικές
γραμμές ότι η Χάννα Κεντ αφηγείται την ιστορία της Agnes Magnúsdóttir της
τελευταίας γυναίκας που εκτελέστηκε στην Ισλανδία,το 1830, για τη δολοφονία του
πρόσκαιρου εραστή και εργοδότη της Nathan Ketilsson και του εργάτη του και
επίσης ότι η Κεντ πήγε πρώτη φορά στην Ισλανδία με ένα διεθνές πρόγραμμα
ανταλλαγής φοιτητών πριν από χρόνια κι όταν άκουσε για την ιστορία ενδιαφέρθηκε
ιδιαίτερα, ξαναπήγε, έμεινε εκεί, βρήκε τα παλιά αρχεία, ανθρώπους και στοιχεία
και κρατώντας σημειώσεις που παράλληλα δημοσίευε αμοντάριστες στο προσωπικό της
βιβλιοφιλικό μπλογκ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου