Παρασκευή, Μαρτίου 25, 2016

Γκιακ, Δημοσθένης Παπαμάρκος

Πήγαμε κείθε και τους καταστρέψαμε ρε Γούσια, το καταλαβαίνεις;  
Τους αναστατώσαμε, τους κάναμε ζημιά, και τώρα που πέσαν στην ανάγκη μας
τους κλωτσάμε σαν τα πατσαβούρια.   

Έκπληξη ήταν για μένα το μικρό αυτό βιβλιαράκι με τα 8 διηγήματα του Παπαμάρκου (+ μια παραλογή). Αν και δεν προτιμώ το διήγημα ως είδος, που το θεωρώ πολύ πιο απαιτητικό από το μυθιστόρημα (στο οποίο ευκολότερα ξεπερνά κανείς τις ατέλειες), έκανα το «τεστ της πρώτης σελίδας» και με ρούφηξε…
«Αφού με ρώτηξες θα σου πω Αντώνη. Κι έτσι είν’ και το πρεπό μιας κι ήρθα στο σπίτι σ’ μέσα και σου ζητάω ό, τι σου ζητάω. Θα μου δώσεις όμως μπέσα πως θα μείνει σε τούτο εδώ το τραπέζι κλπ κλπ». Η πρώτη-πρώτη εντύπωση λοιπόν: β΄ενικό, προφορικός λόγος. Η αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης σε κάποιον έμπιστο, διαφορετικό κάθε φορά, η ιδιαιτερότητα της αρβανίτικης διαλέκτου, το λαϊκό ύφος, η εκμυστήρευση απίστευτων βιωμάτων είναι τα κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά σε όλα αυτά τα μικρά -ως επί το πλείστον- διηγήματα.
Γκιακ
Το βασικό όμως στοιχείο που ενώνει θεματικά τις σύντομες αυτές εξομολογήσεις είναι το «γκιακ»- μια αρβανίτικη λέξη που σημαίνει αίμα, δεσμό συγγένειας που προκύπτει από κοινή καταγωγή, συγγένεια εξ αίματος, αλλά κατ’ επέκταση και φόνο που γίνεται για λόγους εκδίκησης, εκδίκηση, αντεκδίκηση… Τα απίθανα βιώματα που εξιστορούνται (σε όλα τα αφηγήματα) από στρατιώτες, ιστορίες που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σχετίζονται τον Μικρασιατικό πόλεμο (αλλού είναι μακρινός ο απόηχος, αλλού είναι βίωμα, αλλού μελλοντική κατάσταση κι αλλού εγκιβωτισμένη αφήγηση), φαίνεται ότι έχουν χαράξει βαθιά τομή σε πρωταγωνιστές και αφηγητές. Κι αυτή η τομή/αυλακιά δεν είναι άλλη παρά το γκιακ, η επαφή με το «αίμα», που στον καιρό του πολέμου δίνει άλλη αξία στην ανθρώπινη υπόσταση, εκμηδενίζει την ανθρώπινη ζωή. Σκηνές σκληρότητας που δεν τις χωράει ο νους αναφέρονται με τη νηφαλιότητα της συνήθειας/εξοικείωσης σε πολλές περιπτώσεις, με αποκορύφωμα το διήγημα «Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί», όπου ο μπαρμπα- Κώτσος εκμυστηρεύεται στον αφηγητή με ιδιαίτερο καμάρι τις αγριότητές του στη Μικρασία, και μάλιστα όχι σε φάση πολέμου. Απίστευτα αποτρόπαιες πράξεις που ανατρέπουν το ηρωικό στερεότυπο του παλληκαρά Έλληνα και του βάρβαρου Τούρκου (αυτά τα πράγματα δεν γίνονται με το σεις και με το σας/Αντώνη, ξεμάθαμε να’ μαστε άνθρωποι και βέβαια δεν θα μπορούσε να’ ναι αλλιώς, άλλωστε έχουν επιβεβαιωθεί από τεκμήρια. Η πιο συγκλονιστική όμως μαρτυρία είναι του «νόκερ» (εγκιβωτισμένη), στο τελευταίο διήγημα:
Εγώ ήμουν άμαθος, μου λέει ο Αργύρης, δέκα χρόνο πόλιεμο, είχα ξεχάσει καλά καλά πώς μιλάνε με τον κόσμο. Κι έτσ’ δε μου πέρασε απ’ το μυαλό και κάθισα και τους τα’ πα όλα. Με το νι και με το σίγμα. Ώρα πολλή τους έλεγα, πού είχα πάει, τι είχα κάνει, πόσους είχα σκοτώσει, πως είναι αλλιώς με τη ξιφολόγχη και αλλιώς με το μαχαίρι, αλλιώς είναι ο λιαιμός του άντρα κι αλλιώς του παιδιού, πώς ουρλιάζουνε οι Βουλγάρες και πώς οι Τουρκάλες, πώς κλωτσάει ο κρεμασμένος και πώς ο σφαγμένος, πώς ακόμα και τα μωρά τα μικρά που δεν καταλαβαίνουν κλιαίνε άμα μυρίσουν το αίμα και δουν το μαχαίρι, ακόμα και για τον Τούρκο τους είπα, που σαν τον σκότωσα έσκυψα και του έφαγα τη μύτη γιατί μ’ είχε βαρέσει με μπαμπεσιά, και για το κορίτσι που’ χα χαλάσει μπροστά στον πατέρα τ’ προτού τους πυροβολήσω και τους δυο στο κεφάλι. Κι εκεί που όλοι τους πριν γελάγανε και πίνανε, ήρθαν και τους μαραθήκανε όλα. Όχι σα σε κηδεία. Πιο χερότερα. Σαν τη μάνα που βλέπει το παιδί της να το πατάει το κάρο μπροστά στα μάτια της, έτσ’ ήταν όλοι τους (…) έρχεται ο πατέρ μ’ από κοντά κι ουδέ να μ’ ακουμπήσει, μόνο στέκει στο ένα μέτρο και μου λέει, Αργύρη, πόσο αίμα αθώων έχεις χύσει παιδάκι μ’; Τότες σα να μ’ ακούμπησε ο Άγιος στον ώμο έγινε μέσα μ’ μπουνάτσα και γυρνάω και του λέω, γι’ αυτό είναι το αίμα, πατέρα. Για να χύνεται. Σύρε μέσα τώρα κι άσε με να καπνίσω με την ησυχία μ’.
Δεν είναι όμως μόνο το «πάθος» για το αίμα του εχθρού που φουντώνει μέσα στη δίνητου πολέμου, αλλά και ο γδικιωμός, το κάλεσμα της αυτοδικίας για αποκατάσταση της τάξης του κόσμου, ή αλλιώς η «μπέσα»[1] (εγώ σου’ δωσα τη μπέσα μου και πίσω δεν την παίρνω). Βαρύς όρκος π.χ. δένει κάποιους απ’ τους ήρωες να εκδικηθούν είτε για την αδερφή του ο ένας, για τον πατέρα ή για τον βλάμη του ο άλλος. Η τρομερή βία που ξεσηκώνει το πάθος της εκδίκησης καταγράφεται λιτά, με την αποστασιοποίηση που κρύβει ο προφορικός αφηγηματικός λόγος, με συγκίνηση αλλά χωρίς συναισθηματισμούς- κάνοντας έτσι ακόμα πιο αιχμηρή την εξιστόρηση.
Έρωτας
Μέσα στις αντίξοες συνθήκες παρεισφρέει και το στοιχείο του έρωτα σε δυο διηγήματα- πάντα σαν αφήγηση- σε πλάγιο λόγο, πάντα σαν παρελθόν. Είναι παρόλ’ αυτά, μοιραίο για τους ήρωες (που δεν ταυτίζονται πάντα με τον αφηγητή): στο ένα, η Ανθή (λουλούδ’ άσπρο), μια Σμυρνιά αρχοντοπούλα που ξελόγιασε τον Κυριακούλη, έμεινε πίσω όταν σκώσαν το τάγμα και άρχισε η προέλαση στα ενδότερα του Οθωμανικού κράτους. Την ξαναβρίσκει αργότερα, προσφυγοπούλα πια στην Ελλάδα, ενώ εκείνος έχει πια οικογένεια (πρώτη φορά είδα τον Κυριάκο να κλαίει. Με τιμώρησε  θεός, Γούσια, μου είπε, γιατί ο άντρας δεν κάνει να δίνει δυο φορές λόγο για το ίδιο πράγμα). Ακόμα όπως πιο διεισδυτικό είναι το δεύτερο διήγημα (Το γυάλινο μάτι), όπου η σχέση είναι ανάμεσα σε δυο άντρες, μια σχέση όμως που εξελίσσεται αργά και ωριμάζει, μέσα από την αγριότητα, τον κίνδυνο και την παρανομία του έρωτα… Η δύναμη του συγγραφέα εδώ στοιχειοθετείται από το ότι οι δύσκολες συναισθηματικές εντάσεις προκύπτουν πειστικά, αβίαστα από τα γεγονότα.

Παραλογή
Σαν ξόρκι στο γκιακ/αίμα/θάνατο, στη μέση των οκτώ διηγημάτων στέκει η παραλογή, μια έντεχνη παραλογή με όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού. Πρωταγωνιστής εδώ ο Χάρος και μια νεαρή χήρα… Το ενδιαφέρον στηλώνεται κάθετο με τα αλλεπάλληλα ερωτήματα που τίθενται σταδιακά: γιατί σηκώνονται οι νεκροί και παίρνουνε τις στράτες; Γιατί φοβάται ο Χάρος; Ποιος είναι αυτός που θρηνεί στη βάση του γκρεμού και δεν είναι νεκρός; Ποια είναι η κόρη και ποιον θρηνεί;  
Η πρόκληση του χάρου είναι μεγαλειώδης, και βέβαια έχει στοιχεία από το Τραγούδι του νεκρού αδερφού (η σκηνή που ο νεκρός επανέρχεται στην νεαρή γυναίκα και τα άστοχα ερωτήματα είναι συγκλονιστικά)- με τη διαφορά ότι εδώ ο Χάρος φεύγει ντροπιασμένος, γιατί
Τούτο το χώμα είναι ντροπή και τούτη η γης κατάρα
Κι οι άνθρωποι που την πατούν και στ’ άγια αντάρτες

Απλά εδώ δε με λένε κίλλερ με λένε νόκερ
Τέλος, ξεχωρίζει κατά κοινή ομολογία (βλ. Λέσχη ανάγνωσης Δράμας) το τελευταίο διήγημα «Νόκερ». Και πάλι ο αφηγητής είναι διαφορετικός από τον πρωταγωνιστή˙ είναι ένας νεότερος στην ηλικία (το ‘51 απολύθηκε από φαντάρος) μετανάστης στην Αμερική, που πάει να συναντήσει έναν συχωριανό που είχε εξαφανιστεί από το χωριό, τον νόκερ (πρόκειται γι αυτόν του αποσπάσματος που προηγήθηκε, που αφηγήθηκε στους δικούς του την αλήθεια και δεν του μιλούσαν). Η προσέγγιση του αμίλητου κι απόμακρου αυτού ανθρώπου, που έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης και δεν άφησε ούτε φωτογραφία πίσω του, είναι επεισοδιακή, αλλά η αγνότητα και αφέλεια του αφηγητή σπάει τον πάγο. Το επάγγελμα του knocker δεν είναι άλλο παρά να… χτυπά τα μεγάλα ζώα στο κεφάλι με τη βαριά για να σφάζονται πιο εύκολα…
Πάλι, άμα ξέρανε τι είναι η δουλειά που κάνω, ότι σπάω κεφάλια, πάλε με σιχασιά θα με κοιτάγανε, παρόλο που την κάνω άξια. Αυτά που αηδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται, αρκεί να μην τα βλέπουν και να τα κάνει άλλος. Να μπορούνε να βγούνε σενιαρισμένοι αλαμπρατσέτα με τις κυράδες τους και να μην βρωμάνε, να πιάνουνε τα μαχαιροπίρουνα με τα χέρια που δεν είναι πρησμένα απ’ το αίμα και να κόβουμε τη μπριζόλα χωρίς να λερωθούνε. Αυτό πάει να πει να’ σαι σιβιλάιζντ. Να πατάς στα σκατά με ψηλό τακούνι.
Ο κατάπληκτος αφηγητής, προσπαθώντας να χωνέψει αυτό που άκουσε, σχολιάζει: άσχημη δουλειά, σα να λέμε εσύ σε μια βάρδια σκοτώνεις χίλια ζωντανά. Και τι μου απαντάει δεν θα το ξεχάσω όσο να ζω, τόσο που μ’ ανατρίχιασε. Το να σκοτώνεις έχει κι αυτό ομορφιά. Αλλά είναι όμορφο μοναχά όταν είναι χρήσιμο. Πρέπει να το κάνεις χωρίς άχτι, χωρίς μίσος. Ο φονιάς δεν είναι ανάγκη να’ ναι και μπρούτος. Γι’ αυτό σου είπα δεν κάνεις για τη δικιά μ’ τη δουλειά. Δε θέλει μόνο μπράτσα. Θέλει να καταλαβαίνεις κι αυτό που σου’ πα.

Υ.Γ. Παραθέτω συμπληρωματικά α) την «ανάγνωση» του Βασίλη Δ. με τον οποίο μοιραστήκαμε τις εντυπώσεις μας στη Λέσχη ανάγνωσης της Δράμας β) μια ψυχαναλυτική διάσταση του τελευταίου διηγήματος http://www.oanagnostis.gr/gia-to-noker-tou-dimostheni-papamarkou


Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Στην αλβανική, την αρβανίτικη, την ελληνική και άλλες βαλκανικές γλώσσες, η μπέσα (besa) αναφέρεται σε ένα εθιμοτυπικό κώδικα τιμής με ρίζες στο Μεσαίωνα. Η λέξη εντοπίζεται στο Kanuni (από το ελληνικό Κανών), μια συλλογή παραδοσιακών νόμων που αρχικά διαδίδονταν προφορικά, ενώ αργότερα καταγράφηκαν από τον πρίγκηπα Lekë Dukagjini μεταξύ άλλων. Η σύγχρονη ερμηνεία της μπέσας αποδίδεται και με τη λέξη αξιοπιστία. Η μπέσα καθορίζει ένα πρότυπο συμπεριφοράς με βάση τις αξίες μιας ομάδας ατόμων. Τα μέλη της θεωρούν τις προφορικές δεσμεύσεις απαραβίαστες, ενώ επιταγή αποτελεί η απόδοση τιμής σε συντοπίτες και συγγενείς, σύμφωνα με τα εκάστοτε συμφέροντα και τους ηθικούς κανόνες της εποχής. Στην ύπαιθρο, η συμμετοχή σε πρακτικές που σχετίζονται με τη μπέσα μπορούσε και μπορεί να οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις, όπως θανάτους αντιπάλων. Στην πράξη, λόγω της σύγχρονης αστικοποίησης το περιεχόμενο της μπέσας είναι συγγενικό με έννοιες όπως αξιοπιστία, αξιοπρέπεια και φιλότιμο. Για τα αναξιόπιστα άτομα, χρησιμοποιείται η λέξη μπαμπέσης (αλβανικά pabesë, από το pa+besë, δίχως μπέσα). (WIKIPEDIA, https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%AD%CF%83%CE%B1)

1 σχόλιο:

librarian είπε...

Κι εμένα με εντυπωσίασε θετικά αυτό το μικρό βιβλιαράκι που μήνες τώρα βρίσκεται στα ευπώλητα.