Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2015

Ο άνθρωπος που κοιτάζει, Αλμπέρτο Μοράβια

Ο «άνθρωπος που κοιτάζει», ο πρωταγωνιστής και αφηγητής του σύντομου αυτού βιβλίου, είναι ένας πολύ ενδιαφέρων χαρακτήρας, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι είναι… σκοπόφιλος[1], δηλαδή του αρέσει να παρατηρεί, και μάλιστα σε… προχωρημένο στάδιο, εφόσον αυτό που εξάπτει ιδιαίτερα τη φαντασία του είναι η αίσθηση ότι κάποιος άλλος παρατηρεί αυτόν που παρατηρεί… Η αφήγησή του εστιάζει κατά πρώτο λόγο στη σχέση του με τον κατάκοιτο από ατύχημα πατέρα του και κατά δεύτερο στη σχέση με τη γυναίκα του, τη Σύλβια. Κατά  βάση το όλο αφήγημα έχει ψυχαναλυτικό χαρακτήρα, γιατί διαφαίνεται ότι όλες οι ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα του ήρωα πηγάζουν από την ιδιαίτερα τεταμένη σχέση με τον πατέρα. Ο Μοράβια, ως συνήθως, οδηγεί τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τον αφηγητή του, παρόλο που γίνεται γρήγορα ξεκάθαρο ότι η ματιά του είναι φορτισμένη συναισθηματικά.
Ο πολύ παρατηρητικός Εντουάρντο (Ντόντο το χαϊδευτικό!), λοιπόν,  περιγράφει με λεπτομέρειες αρχικά τον εαυτό του (είμαι ένας όμορφος άντρας στα τριάντα πέντε, όχι όμως και ωραίος) δίνοντας σε σκαμπρόζικο ύφος εξωτερικά και εσωτερικά χαρακτηριστικά (ήδη από την πρώτη σελίδα μας λέει ότι το να κάνει και να βλέπει κάτι τον εμποδίζει να… σκέφτεται!) και στη συνέχεια τον πατέρα του, με –όχι τυχαία- αντίστοιχες εκφράσεις. Ήδη η αντιπαλότητα με τον πατέρα ξεκινά από τα διαφορετικής φύσης επαγγέλματα. Εκείνος καθηγητής φυσικής στο πανεπιστήμιο, ο ήρωάς μας καθηγητής γαλλικής λογοτεχνίας στο γυμνάσιο (που όμως, όπως λέει, δεν του αρέσει να διδάσκει γιατί «νιώθει ότι ανοίγει την καρδιά του σε τιποτένιους ακροατές). Εκείνος διάσημος, εγώ άγνωστος. Εκείνος ευχαριστημένος από την κατάστασή του, εγώ όχι. Εκείνος ολοκληρωμένος, εγώ, στην πραγματικότητα, χειραφετημένος (…) κοίταζα μέσα του με την ελπίδα ότι δεν θα του έμοιαζα πουθενά.
Το ατύχημα καθηλώνει προσωρινά τον πατέρα, αλλά ανοίγει μια άλλη προοπτική στη σχέση. Όλα αλλάζουν από ένα βλέμμα (δεν ήταν το βλέμμα πια ενός πατέρα προς τον γιο του, αλλά ενός ανθρώπου γεμάτου αγωνία, ενός άλλου ανθρώπου). Η σωματική αδυναμία του πατέρα τον κάνει πιο προσιτό στον γιο. Δεν χωράει αμφιβολία όμως ότι ο αφηγητής δεν είναι και πολύ… αντικειμενικός! Οι φόβοι του και τα απωθημένα επιβεβαιώνονται στη θέα του «τεράστιου μόριου» του πατέρα, που το εκλαμβάνει ως σκόπιμη επίδειξη ανδρισμού. Η φροϋδικού τύπου αντιζηλία φτάνει μέχρι το σημείο να   υποψιάζεται  ότι ο πατέρας του, ακόμη και κατάκοιτος, έχει σχέσεις με την Σύλβια (πράγμα που δεν καταλαβαίνουμε ως το τέλος αν είναι αλήθεια)! Η υποψία ότι τα σεξουαλικά τους γούστα ταυτίζονται τον ταράζει συθέμελα (με δυο λόγια: οι σχέσεις μας σαν πατέρα και γιου θα παραμερίζονταν, θα μασταν πια δυο αρσενικά που παλεύουμε για την κατάχτηση ενός θηλυκού. Δυο αντίπαλοι, ναι. Δε θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που έκανε σε μένα επίδειξη του πέους του στη διάρκεια της ένεσης).
Ο πρωταγωνιστής, με οξυδέρκεια ψυχαναλυτή, ανατρέχει σε μια απωθημένη ανάμνηση της παιδικής ηλικίας, ένα περιστατικό τραυματισμού της οιδιπόδειας σχέσης,  που ενδεχομένως εξηγεί την απόρριψη του πατέρα, ή μάλλον τη σχέση ανταγωνισμού. Η σωματική αδυναμία του αντίζηλου(όχι, δεν είναι κοντά στον θάνατο), η ανάγκη που στρέφεται πια από τον πατέρα στον γιο, είναι η αφορμή αναδιάταξης αυτής της θεμελιακής σχέσης, σχέσης πατέρα με γιο.
Με τον γλαφυρό του τρόπο ο Μοράβια θέτει κι ένα άλλο, κοινωνικό θέμα. Ο γιος, μεγαλώνοντας μέσα στην «εποχή της αμφισβήτησης» των αστικών αξιών, έχει απαρνηθεί μια κληρονομιά, ένα μικρό διαμέρισμα (πιθανά, παρά το ότι ήμουν φανατικός αμφισβητίας, προτίμησα ν απαρνηθώ εκείνο που δεν είχα, παρά εκείνο που είχα). Φυσικά, ενδόμυχα όπως λέει ο ίδιος, ο μόνος λόγος ήταν να αμφισβητήσει τον πατέρα! Τώρα όμως, η γυναίκα του Σύλβια, όχι μόνο δείχνει να δυσανασχετεί αλλά προβάλλει και βέτο, απαιτώντας μερίδιο στην περιουσία! Η εσωτερική σύγκρουση του ήρωα σχετικά μ αυτό το θέμα είναι σπαρταριστή˙ η εικόνα του «ανυποχώρητου αμφισβητία» στον ίδιο του τον εαυτό αλλά και στη Σύλβια να ζητάει πίσω το διαμέρισμα (η άρνηση στην άρνηση!), σκοντάφτει πάνω στην απρόβλεπτη αντίδραση και της Σύλβια και του πατέρα, αποδεικνύοντας πως ό, τι είχε χτίσει ήταν αποκυήματα της δικής του και μόνο ψυχοσύνθεσης.
Η σχέση του Ντόντο με τη γυναίκα του, τη Σύλβια, είναι προφανώς μια σχέση όπου εκείνος υποτάσσεται στα καπρίτσια της. Η Σύλβια είναι η «μαντόνα» του˙ μια γυναίκα που, όπως εκείνος πιστεύει, δεν μπορεί να περάσει μια μέρα χωρίς σεξ. Κάποια στιγμή εκείνη φεύγει «για να διαλογιστεί πάνω στη ζωή της». Είναι η φάση κατά την οποία υποψιάζεται ότι τον απατά (με τον πατέρα του;) ή ότι είναι δυσαρεστημένη που δεν έχουν δικό τους διαμέρισμα. Η κατάσταση γίνεται τραγελαφική όταν η Σύλβια αποκαλύπτει ότι ο άλλος άντρας την διεγείρει αποκαλώντας την «γουρούνα»!
Τέλος, η σκοποφιλία του κεντρικού ήρωα εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους, με πολλούς συνδυασμούς και αποχρώσεις της ερωτικής απόλαυσης, επιθυμίας, φαντασίωσης˙ κάτι στο οποίο ο Μοράβια πολλές φορές έχει αποδείξει ότι είναι μάστορας. Ποτέ μια σεξουαλική σκηνή δεν είναι κοινότοπη, επιφανειακή ή προβλέψιμη. Πάντα συνδέεται με μια ιδιαίτερη συναισθηματική κατάσταση, με την μοναδική σχέση ανάμεσα στους δύο, ακόμα κι όταν είναι πολύ προκλητική.
Η σκοποφιλία σχεδόν ανατέμνεται σε όλες της τις εκδοχές, εφόσον έχουμε σκηνές διπλά ηδονοβλεπτικές. Πέρα από τις ζωντανές περιγραφές, ο φιλόλογος ήρωας μιλά για τη σκοποφιλία και… θεωρητικά, αναφερόμενος και σε αρχαία κείμενα όπως του Ηρόδοτου, όπως και σ ένα συγκεκριμένο ποίημα του Μαλλαρμέ, που παίζει ενεργά σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα (λες ότι αγαπάς μιαν Αφρικάνα που υπάρχει. Όμως, αν είναι σε βιβλίο, τούτο σημαίνει ότι δεν υπάρχει, ότι είναι φτιαγμένη από λέξεις).
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] έχει μια μικρή διαφορά από τη λέξη «ηδονοβλεψίας»: ο ηδονοβλεψίας αντλεί ηδονή από το να παρακολουθεί σεξουαλική πράξη στην οποία συμμετέχουν άλλοι - αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο ηδονοβλεψίας δεν είναι ένα είδος σκοπόφιλου…

Δεν υπάρχουν σχόλια: