Η ζωή απαιτούσε μεγάλη
κατανάλωση ενέργειας,
ειδικά όταν αποφάσιζε
κανείς να τη ζήσει λίγο ακόμα.
Πολύ διασκεδαστικό
αν και καθόλου… ρεαλιστικό το γκροτέσκο
αυτό μυθιστόρημα του Σουηδού δημοσιογράφου και τηλεοπτικού παραγωγού Γιούνας
Γιούνασον (το ότι έγινε σε λίγο διάστημα μπεστ-σέλλερ δεν ήταν καθόλου ευοίωνο,
παρόλ αυτά το διάβασα με ενδιαφέρον μέχρι… 20 σελίδες πριν το τέλος!). Το όλο
πνεύμα αποτυπώνεται στον τίτλο: ένας καθόλου συνηθισμένος άνθρωπος αναποδογυρίζει την πραγματικότητα και παίζει
μαζί της, κάνοντας απλές, καθημερινές αλλά ανατρεπτικές πράξεις. Ένας χαρακτήρας
που θυμίζει τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ»
ή, τον Φόρεστ Γκαμπ -όπως επισημαίνεται
στο οπισθόφυλλο-, ως προς το ότι φέρνει
τον κόσμο στα μέτρα του, χωρίς να χρειάζεται να υποκρίνεται και χωρίς να
δεσμεύεται από ηθικές αξίες…
Ο εκατοντάχρονος Άλαν Κάρλσον δεν είναι όμως χαμηλής
διανοητικής στάθμης, κάθε άλλο (αν και τα κριτήρια που μετρούν την «εξυπνάδα»
είναι βέβαια σχετικά). Ούτε καν έχει αυτήν την παρεξηγήσιμη ευφυΐα που έχουν οι
ψυχικά αποκλίνοντες. Αυτό που θα τον χαρακτήριζε είναι υπερβολική… τόλμη, την
τόλμη που θα είχε ένας εκατοντάχρονος να πηδήσει από το παράθυρο, να
εξαφανιστεί, να πάει στον σιδηροδρομικό σταθμό, να πάρει από πρόκληση της τύχης
μαζί του τη βαλίτσα που του εμπιστεύτηκε ο νεαρός -με-το-μπουφάν- που-έγραφε- «never again» όταν
πήγε τουαλέτα κλπ κλπ. Το ότι η βαλίτσα
είχε μέσα 50 εκατομμύρια κορόνες, βέβαια δεν θα μπορούσε να το έχει προβλέψει, μυστικό
που το μοιράζεται με κάποιον άλλο νεαρό απατεώνα που συνάντησε στη συνέχεια. Η
παρέα συμπληρώνεται από εξίσου ασυνήθιστα άτομα, όπως ο Μπένι ιδιοκτήτης
καντίνας, η κοκκινομάλλα «Πανέμορφη κυρά», που τυγχάνει να φιλοξενεί έναν ελέφαντα
(!), ο… ελέφαντας ονόματι Σόνια, και τέλος ένα από τα μέλη της συμμορίας που
είχαν κλέψει τα λεφτά! Την ασυνήθιστη αυτή παρέα που δεν διστάζει να φτάσει και
στο έγκλημα, όταν πρόκειται για απλή υπόθεση επιβίωσης, κυνηγάει βέβαια όχι
μόνο η αστυνομία, αλλά και τα μέλη της τραγελαφικής συμμορίας-οργάνωσης «Never again» (η Never again θα γινόταν η Ρεάλ Μαδρίτης του οργανωμένου
εγκλήματος- στο Αφεντικό άρεσε το ποδόσφαιρο. Ξεκαρδιστική η φάση με το όνομα της Λέσχης: αυτός ήταν που είχε αποφασίσει να βαφτίσουν
τη λέσχη The violence, Βία. Και αυτός ήταν που ανέθεσε, δυστυχώς, στη
γκόμενά του να βάλει το όνομα της λέσχης πάνω σε δέκα κλεμμένα μπουφάν. Η φίλη
του δεν είχε μάθει ποτέ της ορθογραφία στο σχολείο, ούτε στα σουηδικά, ούτε στα
αγγλικά βέβαια.
Γι αυτό και κατέληξε να ράψει στα μπουφάν την ονομασία
The violins, βιολιά. Επειδή ούτε τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης
είχαν διαπρέψει στο σχολείο και επειδή κανένας απέξω δεν τους είχε επισημάνει
το λάθος, κανένας τους δεν πρόσεξε τη γκάφα που είχε γίνει). (!!!)
Παράλληλα όμως με το τρελό
κυνηγητό στο αφηγηματικό παρόν, κεφάλαιο παρά κεφάλαιο παρακολουθούμε και την εξίσου
απίθανη ζωή του Άλαν, που διέτρεξε βέβαια έναν συναπτό αιώνα! Η έξυπνη και
παράτολμη ιδιοσυγκρασία αυτού του sui generis ανθρώπου, που ορφάνεψε μικρός και αναγκάστηκε
να γίνει δεξιοτέχνης τεχνικός εκρηκτικών (!), ήταν το διαβατήριο για να
αναμειχτεί σ όλες σχεδόν τις πιο μεγάλες ιστορικές στιγμές του 20ου
αιώνα και να διασταυρωθεί με προσωπικότητες όπως ο Οπενχάιμερ, ο Τρούμαν, ο
Μάο, ο Ντε Γκολ κ.α. Ξεκινώντας από την Ισπανία, δούλευε π.χ. για τον
Δημοκρατικό Στρατό αλλά βρέθηκε και τετ α τετ με τον ίδιο τον Φράνκο λίγο πριν
ο χενεραλίσιμο πάρει την εξουσία(η ιστορία για το πώς είχε αρχίσει να μιλάει
στον ενικό με τον στρατηγό Φράνκο ήταν τόσο απίθανη, που δεν θα μπορούσε να
είναι επινοημένη). Από την Αμερική
όπου δίνει μια απροσδόκητα απλή λύση στο πρόβλημα του ελέγχου της πυρηνικής
αντίδρασης που κάνει διαχειρίσιμη την… ατομική βόμβα (!), τον βλέπουμε στην
Κίνα όπου αποστολή του ήταν να ανατινάζει γέφυρες για λογαριασμό της Σονγκ Μέι
Λινγκ (γυναίκα του Τσιανγκ Κάι Σεκ, αρχηγού της Κουομιτάνγκ, δηλαδή αντίπαλος
του Μάο), όμως σώζει την Τσιανγκ ΤΣινγκ (τρίτη γυναίκα του Μάο)!!! Στην
προσπάθειά του να περάσει τα Ιμαλάια για να γυρίσει με τα… πόδια στη Σουηδία
(!), συμπορεύεται με τρεις εμπνευσμένους από τον Μάο Ιρανούς κομμουνιστές, βρίσκεται μπουντρουμιασμένος στην Αστυνομία
Ασφάλειας του Σάχη, στην Τεχεράνη… και μάλιστα παρέα στο κελί μ έναν φανατικό
δονικχωτικό πάστορα, τον πάστορα Φέργκιουσον (ο Άλαν παραδέχτηκε πως τα όρια ανάμεσα στην τρέλα και την ευφυΐα
μπορούσαν να είναι πολύ λεπτά, πως δεν μπορούσε να πει ποιο από τα δυο πίσχυε
σε τούτη την περίπτωση, αλλά είχε τις υποψίες του).
Η παραμονή του Άλαν
στο Ιράν είναι από τα πιο ξεκαρδιστικά κεφάλαια του βιβλίου, με αποκορύφωμα τη
σκηνή της ανάκρισης από τον αρχηγό της
αστυνομίας (τον «Αναπληρωτή Πρωθυπουργό»!). Η φυγή του από κει είναι
επεισοδιακή, ενώ η φήμη του εξαπλώνεται και στο ανατολικό μπλοκ! Ο Μπορίσοβιτς
Ποπόφ αναλαμβάνει επίσημα την αποστολή να οδηγήσει τον Άλαν στη κομμουνιστική
Σοβιετική Ένωση (εποχή Στάλιν) όπου ψάχνουν ακόμα το μυστικό της Βόμβας. Στην
ιστορία μπλέκεται και ο… Αϊνστάιν, όμως όχι ακριβώς ο γνωστός αλλά ο αδερφός
του ο Άλμπερτ, κατά τη μυθοπλασία ελαφρώς καθυστερημένος! Η ανάμειξη του Άλαν
στις φιλοδοξίες του Μπέρια και του Στάλιν είναι πάλι επεισοδιακή, αλλά ο ήρωάς
μας καταλήγει ξανά στα υπόγεια της Κρατικής Ασφάλειας για να καταδικαστεί σε
τριάντα χρόνια φυλάκιση στο Βλαδιβοστόκ, μαζί με τον Χέρμπερτ Αϊνστάιν (άλλη
τρομερά ξεκαρδιστική φάση, το σχέδιο απόδρασης, το οποίο βασίστηκε στην γνωστή σε όλους νοητική στέρηση του Χέρμπερτ:
ο Άλαν επαίνεσε τον Χέρμπερτ για την καλή
δουλειά και ηθοποιία. Ο Χ. κοκκίνισε μόλις άκουσε τους επαίνους και ταυτόχρονα
προσπάθησε να το κάνει να φανεί ασήμαντο λέγοντας πως δεν ήταν δε τόσο δύσκολο
να κάνεις τον βλάκα όταν είσαι βλάκας. Ο Άλαν είπε ότι δεν ήξερε πόσο δύσκολο
μπορεί να είναι, διότι οι βλάκες που είχε συναντήσει μέχρι τώρα στη ζωή του
είχαν όλοι προσπαθήσει να το παίξουν έξυπνοι»)!
Η απόδραση από το
Βλαδιβοστόκ, μετά από πέντε χρόνια καρτερικής αναμονής, έχει ως συνέπεια την
ισοπέδωση όλης της πόλης από τις αλλεπάλληλες εκρήξεις και πυρκαγιές! Με τη
στολή του στρατάρχη Μερέτσκοφ της Σοβιετικής Ένωσης ξεγελά τον πρωθυπουργό της
Κορέας Κιμ Ιλ Σουνγκ πρόσκαιρα, κι όταν
πια τον ανακαλύπτουν τον σώζει ως από μηχανής θεός ο Μάο Τσε Τουνγκ (από
ευγνωμοσύνη γιατί ο Άλαν είχε σώσει τη γυναίκα του). Η περιπέτεια συνεχίζεται από
το Μπαλί στο Παρίσι σε ξέφρενο πια ρυθμό, κατά τη γνώμη μου τόσο πια γκροτέσκο
(Μπαλί, Παρίσι, Ντε Γκολ κλπ) που αρχίζει και χάνει το ενδιαφέρον, αλλά είμαστε
στις τελευταίες σελίδες. Όλα πια είναι
αναμενόμενα, αλλά και κάπως βεβιασμένα, κάπως ανέμπνευστα∙ φαίνεται πια και στο
τέλος καθαρή η πρόθεση του συγγραφέα να δικαιολογήσει ένα αξιοπρεπές τέλος.
Θα μπορούσε να
διαγνώσει κάποιος «καιροσκοπισμό» στην ηθική του Άλαν, αλλά γρήγορα κανείς
καταλαβαίνει ότι η ιδιοσυγκρασία του είναι πέρα από ηθικούς περιορισμούς, οι
αξίες του υπερβαίνουν κάθε συνηθισμένο μέτρο ( Όχι ότι ο Άλαν έπαιρνε κάποια αντίθετη στάση έναντι της τάξης των πραγμάτων και επέμενε σε κάποια δική του
εκδοχή. Απλώς δεν είχε άποψη. Ή μήπως τελικά αυτή ήταν η άποψή του;). Ο
ήρωας γρήγορα γίνεται αποδεκτός ως
υπέρ-ήρωας παραμυθιών ή κόμικς, κι
εύκολα του συγχωρείς απάτες, κόλπα μέχρι και … δολοφονίες.
Ο συγγραφέας, ωστόσο, έχει άποψη; Τολμά και αγγίζει ιστορικά γεγονότα, αποτιμώντας
θέλοντας και μη ηγέτες, καθεστώτα, καταστάσεις. Έχοντας όμως ως όπλο τη σάτιρα,
κρατά ίσες αποστάσεις από φιλελευθερισμό, κομμουνισμό, κλπ. Πέρα απ το
χιουμοριστικό ύφος που χαρακτηρίζει τη
γραφή, αυτό που προσελκύει και συντηρεί το ενδιαφέρον είναι η ιδιαίτερη
-σατυρική έως κυνική- ματιά με την οποία γίνεται η προσπέλαση των ιστορικών
γεγονότων (θυμίζει λίγο Ραφαηλίδη ως προς αυτό). Το φλεγματικό,
αποστασιοποιημένο ύφος της αφήγησης (όπως π.χ. σχετικά με τον πόλεμο της
Κορέας) και οι ανατροπές που φέρνει ο πρωταγωνιστής Άλαν με τις απλοϊκές του
επιλογές καταδεικνύουν την ιστορία «με κεφαλαίο», την ιστορία που ξέρουμε μέσα
απ τα βιβλία (των ηγετών, των πολέμων, των τεχνολογικών εφευρέσεων κλπ) ως μια φαρσοκωμωδία χωρίς τέλος.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου