Με
πολύ άμεσο και πρωτότυπο τρόπο μάς μεταφέρει ο Θωμάς Κοροβίνης όχι μόνο στα
«Γεγονότα» του 1955 στην Κων/πολη, δηλαδή στους άγριους διωγμούς που υπέστησαν
Ρωμιοί και άλλες μειονοτικές ομάδες,
αλλά μάς δίνει και όλο το πνεύμα της εποχής∙ πρόκειται για ένα είδος
ταξιδιωτικού στο χώρο και στο χρόνο, στην ιστορία αλλά και στον παλμό των
μικρογεγονότων που συνθέταν τη σφύζουσα ζωής της πολυπολιτισμικής και κοσμικής μεγαλούπολης.
Η
πρωτοτυπία έγκειται στην αποσπασματικότητα και την αυτοτέλεια κάθε
-μικρού-κεφαλαίου. Κι αυτό γιατί ο συγγραφέας υποτίθεται ότι ανακάλυψε, στο
μαγαζί που κληρονόμησε από μια παράξενη θεία, δυο φαρδιά, καπλαντισμένα με κόκκινη κόλλα τεφτέρια με τα γραπτά της,
που είχαν κάτι από ημερολόγια, μα δεν ήταν. (…) Ήταν σαν ένα μεγάλο λαϊκό
μυθιστόρημα που έτρεχε μέσα στα χρόνια και φώτιζε με τον φακό του μπρος πίσω
πολλά σκοτεινά και απόκρυφα της ιστορίας της Πόλης του 20ου αι.,
δίνοντας κι ένα σωρό πληροφορίες για τη ζωή, τις συνήθειες, τα γεγονότα,
διανθισμένες με παρατηρήσεις, προσωπικές κρίσεις και διαλόγους με διάφορα
πρόσωπα και με όλες, που λέει ο λόγος, τις φυλές του Ισραήλ, που ζούσανε στην
Πόλη.
Έχουμε,
επομένως, ένα είδος πλαστοπροσωπίας. Διαβάζουμε τα κείμενα που έγραψε δήθεν η
περίφημη, «λατρεμένη» θεία Μαρίκα, γεννημένη το 1900∙ μια πολίτισσα της οποίας
οι ρίζες χάνονται αιώνες πίσω, της οποίας οι πρόγονοι είχαν την τύχη να τους
επιτρέψει ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής να
κατοικήσουν στα Ταταύλα, διατηρώντας εξαιρετικά προνόμια. Απόφοιτος του
Ζαππείου Παρθεναγωγείου, διορίστηκε δασκάλα και στη συνέχεια διευθύντρια στο Καντίκιοϊ και έχοντας χάσει τον
μοιραίο έρωτά της, έζησε μόνη της, χωρίς
να παντρευτεί, στην Πόλη ακόμα και μετά τους διωγμούς του ’55. Υπήρξε γυναίκα μερακλού και σεβνταλού και
στην εποχή της ήξερε την Πόλη απέξω σπιθαμή προς σπιθαμή αλλά και την ιστορία
της την είχε διαβασμένη μέσα από πάμπολλα βιβλία, καθώς έπασχε από ισόβια
φιλομάθεια. (…)Όπως λέει όμως και η ίδια, η μεγάλη της μανία ήταν να
«οργώσει την Πόλη και να ανακαλύψει τα μυστικά της».
«Τύπος»
λοιπόν η θεία Μαρίκα, μοναδική περίπτωση γιατί συνδύαζε τα ασυνδύαστα: από τη μια την αρχοντοπρέπεια, τη φιλομάθεια
και τη λογιοσύνη με την οποία είχε γαλουχηθεί, κι από την άλλη μια λαϊκή κουλτούρα και έναν τσαμπουκά,
στοιχεία επιλήψιμα εκείνη την εποχή για οποιαδήποτε γυναίκα, πολλώ δε μάλλον
για μια Ρωμιά αρχοντοπούλα και διδασκάλισσα. Ανακατευόταν με διάφορους
λαϊκούς τύπους, με νταήδες αλλά και με
αλανιάρες γυναίκες, καθώς και με άλλα κοινώς θεωρούμενα ύποπτα στοιχεία. Απ
την άλλη κυνηγά τα βιβλία, κυρίως τα… απαγορευμένα (η
βιβλιοφιλία μου και η βιβλιοθηρία μου είναι ανίατες). Αυτός ο συνδυασμός
εξηγεί και πώς τα γραπτά κείμενα έχουν τόση αρτιότητα, από άποψη γραφής, και
τόσο διεισδυτική ματιά.
Αλλά
και στην προσωπική της ζωή, οι επιλογές της δείχνουν ότι είναι ανυπότακτη∙ μια
γενναία ψυχή (-Δεν κατάλαβες Φάνη μου,
τίποτα δεν κατάλαβες, εγώ είμαι καπετάνιος στο καΐκι μου, στη ζωή μου το δικό
μου μπαϊράκι σηκώνω. Να εύρεις μια γυναίκα υποταχτική να σου κάνει τα
χουσμέτια, λέει στον υποψήφιο γαμπρό που της υποδεικνύει να μη μιλά με λαϊκούς ανθρώπους). Παρόλα τα αυστηρά ήθη της
εποχής, δεν δίστασε στιγμή να δοθεί ολοκληρωτικά στον μεγάλο της έρωτα, τον
Δημητράκη, ο οποίος όμως είχε μπλέξει με
τα ανθρώπινα κατακάθια της Σταμπούλ και τον φάγανε νέο, με τριάντα
μαχαιριές. Αργότερα θα μαθευτεί ότι ήταν μπλεγμένος μ έναν «λαϊκό ληστή» τύπου
τσακιτζή, τον Χρύσανθο, τον «μεγαλύτερο καμπάνταη της Πόλης».
Η Μαρίκα δεν παντρεύτηκε ποτέ, όμως είχε φλογερό
ερωτικό ταμπεραμέντο (θαρρείς μάνα μου
και γεννήθηκα τσιγγάνα! Τον έρωτα τον βλέπω σαν παυσίλυπο. Στα βαριά μου
σεκλέτια, στις απώλειες αγαπημένων λατρεμένων συγγενών και φίλων ήθελα πάντοτε
έρωτα να κάνω). Παράφορα δόθηκε και στον Τούρκο Αρίφ (ερωτική πυραλγία θα χαρακτήριζα την κατάσταση που έζησα μ αυτό το
παλληκάρι. Ο έρωτάς μου ήταν ακαταμάχητος, γκιονούλ μπελασί) παρότι ήταν
«Ανατολίτης».
Κεντρική τραγωδία στη ζωή της η δολοφονία του
αδερφού της, του Ακύλα, ο οποίος βρήκε φρικτό θάνατο λίγο μετά τα Γεγονότα.
«Τούρκος
είσαι Μουσταφά; Τούρκος μα την παναγιά»
Επειδή
τα Ταταύλα κατοικούνταν αποκλειστικά από
Έλληνες (ένα αυτοτελές ξένο σώμα
σε μια πολυεθνική και πολυθρησκευτική πολιτεία), η Μαρίκα δεν χρειαζόταν να
μιλά τουρκικά, μέχρι το 1929, όταν η
Μαρίκα από Ταταυλιανή έγινε Κουρτουλουσιανή (Κουρτουλούς μετονομάστηκαν τα
Ταταύλα). Γιατί με τη νέα πληθυσμιακή σύνθεση, άλλαξε και η αντίληψη για τα
τουρκικά∙ τα’μαθε φαρσί -ακόμη και μαθήματα στα οσμανλίδικα/κι έγινε
μάλιστα φανατική αναγνώστρια των τουρκικών εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων.
Την
γοητεύουν οι διάφοροι λαοί που κατοικούν με τις ιδιαιτερότητές τους ο
καθένας∙ η φυλή των Ζαζά (ο Γκιουνέι
ήταν Ζαζάς), οι Νταντάς (παρακλάδι Κουρδικό), οι Αλεβίτες, διάφορες φυλές των
Γιουρούκων νομάδων, φυλές Κούρδων που οι
διαβολικές κεφαλές των οθωμανών επιτελείων έστρεψαν εναντίον των Αρμενίων, αργότερα
κι εναντίον των Ελλήνων. Αυτούς, που
αργότερα δεν τους άφησαν να διουν άσπρη
μέρα. Οι Κούρδοι υπέστησαν τέτοιον άγριο διωγμό απ το 1937 έως το 1939
(40.000 εξαφανίστηκαν, αλλά πολλοί εκτουρκίστηκαν ή εξελληνίστηκαν), που
αγγίζει τη γενοκτονία. Αλλά και οι κρυπτοχριστιανοί, οι εξισλαμισμένοι, οι
ντονμέδες (εξισλαμισμένοι εβραίοι): άλλος
μπερδεμένος, σκέφτηκα μέσα μου, άλλος ένας βγαλμένος από αναμεμειγμένα αίματα.
Δεν βγάζεις άκρη με την καταγωγή κανενός σ αυτή τη χώρα. Ανεξάρτητα από
θρησκευτική ή εθνική συνείδηση. Ο ένας είναι φανατικός Οθωμανός κι έχει παππού
Πόντιο απ την Αμισό και γιαγιά Αρμένισα από το Βαν. Ο άλλος είναι φανατικός
μουσουλμάνος μα μπορεί να κάνει και κρυφά το σταυρό του. Ο τρίτος λατρεύει σαν
θεό του τον Στάλιν αμά απ την άλλη κάνει αυστηρώς τα νομάζια του και τηρεί
επιμελώς το ορούτς.
Μα
πιο πολύ την συγκινούν τα «παιδιά της ανατολής», οι καινούριες φουρνιές που γέννησε
καλπάζουσα εσωτερική μετανάστευση. Συλλογιέμαι τον πόνο αυτού του
παράδοξου ξενιτεμού μέσα στην ίδια τους τη χώρα.
Μέσα
σ αυτό το ανακάτεμα φυλών η Μαρίκα ξεδιπλώνει πτυχές της κοινής ζωής κάνοντας
ταυτόχρονα ιστορία και λαογραφία. Μιλά π.χ. για το ποδόσφαιρο σε αυτοσχέδια
γήπεδα με μπάλα τόπια από πολύχρωμα κουρέλια, ή κουκουνάρες. Για τους
θεριακλήδες του τσιγάρου, το χασίσι, τον καφέ. Για τους «ληστές» όπως ο γνωστός
Εφέ Τσακιτζής ή ο περιβόητος νταής (καμπάνταης)
Χρύσανθος, κι άλλοι παλικαράδες που προστάτευαν τους μαγαζάτορες της περιοχής.
Το ψάρεμα στο Βόσπορο, τον καραγκιόζη στο Σισλί με τον σπουδαίο
καραγκιοζοπαίχτη Μπαχαττίν (το καύχημα
της Προύσας, ο εξέχων των παραδοσιακών μαΐστρων αυτής της τέχνης). Τις
πυρκαγιές που φέρνει ο καρα γελ, (Καράγιαλης
=μαύρος άνεμος), ο άγριος βοριάς, αλλά και για τις μεγάλες πυρκαγιές που έβαζαν
οι ίδιοι οι τουλουμπατζήδες π.χ. στα
Ταταύλα ή στο Πέρα γιατί, σύμφωνα με το νόμο, όποιος γλύτωνε ένα κτίριο από
φωτιά, καρπωνόταν ό, τι τυχόν διασωζόταν.
Έχει
κεφάλαια χωριστά, σαν μικρές εκθέσεις για ένα σωρό υποθέματα, όπως το τάγμα
δερβίσηδων Ρουφαή που είναι γνωστοί και
ως Ωρυόμενοι, όπου ανήκε ο «παράδοξα θρησκευόμενος» Σελαχαντίν μπαμπά. Τα
παζάρια, τα φαγητά, τους μεικτούς γάμους, τα χαμάμ (όσοι δυσφημούν την Τουρκία κατακρίνοντάς την αβασάνιστα ότι είναι μια
χώρα βρόμικη και παραμελημένη, την αδικούν άκριτα. Γιατί δεν παίρνουν υπόψη
τους ότι η βρομιά που αντικρύζουν δεν οφείλεται σε κάποια έξη του λαού προς την
ακαθαρσία. Οι συνθήκες φταίνε γι αυτήν την κατάσταση). Για τον «θεό του
γραμμοφώνου», τον Νταλγκά (=κύμα, γιατί η
φωνή του κάνει ωραίους κυματισμούς και τσακίσματα), τον Νούρο, το σάζι, τη
λατέρνα. Και μέσα σε όλα παροιμίες, ποιήματα, τραγούδια, διάφορες ανατολικές
συνήθειες.
Ταξιδεύουμε
μαζί με την αφηγήτρια, που αρέσκεται στο να σεργιανάει, στο Πέρα, στον Γαλατά, στο Μπαλούκ παζάρι, στο
Μπακίρκιοϊ, στο Νισάντασι, το Φερίκιοϊ, το Σισλί, το Μπεσίκτας, τη Μαύρη
Θάλασσα. Μπαίνουμε σε σοκάκια, σε μαγαζάκια, γνωρίζουμε απλούς ανθρώπους αλλά και απίστευτες ιστορίες
που έχουν να διηγηθούν.
Η Ιστορία μέσα στην ιστορία
Παρόλο
που η Μαρίκα ήταν μια γυναίκα που έζησε ολομόναχη, είχε έντονη κοινωνική
δραστηριότητα και κοινωνική συνείδηση. Τα ιστορικά γεγονότα σε εθνικό αλλά και
διεθνές επίπεδο δεν την αφήνουν αδιάφορη (μ
ενδιαφέρουν όλα, τι γίνεται στο Νιου Γιορκ, μα και τι γίνεται στους Ζουλού).
Με την πρωτότυπη ματιά της αναφέρεται π.χ. στο πογκρόμ εναντίον των Εβραίων το
1934, στις βιαιότητες των ναζί, στην κοσμοκρατορία των αμερικάνων, στα γεγονότα
της Σαλανίκ που δυναμίστισαν τις θηριωδίες στην Πόλη (προβοκάτσια- έκρηξη στο σπίτι του Κεμάλ). Σχολιάζει τον Κεμάλ (ήταν επαναστάτης, κακά τα ψέματα/αυτή η
εκρηκτική και αντιφατική προσωπικότητα), τον Ινονού (και τι δεν τραβήξαμε απ αυτόν τον κερατά, μανίτσα μου/το ’42 οργάνωσε ο
δαιμόνιος ο «Κουφός» και πρότεινε στην τουρκική βουλή την επιβολή του κεφαλικού
φόρου, του βαρλίκ βεργκισί, διατάσσοντας στανικώς την αυστηρή εφαρμογή του),
τον Μεντερές (σε ηλικία είκοσι ετών
καθοδήγησε τον σχεδιασμό της αποτρόπαιης σφαγής τριανταενός μικρών Ελλήνων
προσκόπων και του τοπικού τους εφόρου), τον Αθηναγόρα για την
αντικομμουνιστική του δράση και τον αμφίσημο ρόλο του στα Γεγονότα. Εξυμνεί και τον Αζίζ
Νεσάν, το σύμβολο της αριστερής τουρκικής
διανόησης.
Πόλη, Σεπτέμβρης 1955
Αλλά
βέβαια, σε όλο το βιβλίο πέφτει βαριά η σκιά των «Γεγονότων», στις 6 του
Σεπτέμβρη του 1955. Σαρανταπέντε ρωμαίικες κοινότητες υπήρξαν τότε σε
μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό θύματα της μεγάλης συμφοράς. Διάσπαρτα τα
κεφάλαια σε όλο το βιβλίο με κορύφωση προς το τέλος, συνθέτουν τις φοβερές καταστροφές
και τους βανδαλισμούς που βίωσαν οι Ρωμιοί σε όλες τις ελληνικές κοινότητες. Αναφέρεται
σε μικρές ιστορίες-προμηνύματα των Γεγονότων, με βασικό αυτό που έπρεπε να
εκλάβουν ως «προάγγελο» του ολέθρου: λεηλασίες και βανδαλισμούς από 20 Τσέτες
σε δυο βοσπορινές εκκλησίες, στις 28 Αυγούστου. Πολλά σημάδια εξηγήθηκαν εκ των
υστέρων με τα γεγονότα που ακολούθησαν την 6η Σεπτεμβρίου.
Μετά τις επτά άρχισε ένας θόρυβος
υπόκωφος, σαν να βούιζε από μακριά ένα κοπάδι μέλισσες που όλο πλησίαζε. Ύστερα,
αρά σιρά, έσχιζαν τον αέρα απότομες κραυγές χωρίς περιχόμενο, ένιωθες μόνο ότι είναι
ιαχές αγανάκτησης και απειλής.
Η Μαρίκα,
παρά τις εκκλήσεις των δικών της ανθρώπων, βιώνει όλη την καταστροφή σφιχτομανταλωμένη στο σπίτι της. Ενδεικτική η περήφανη στάση της του
χαρακτήρα της.
Όσα έζησα στο πετσί μου και όσα με
αφηγήθηκαν άλλοι για τα Σεπτεμβριανά, όλα, τα ιστορώ καταλεπτώς όχι τόσο για να
ανακουφιστώ από το βάρος τους, ούτε για να βγάλω το άχτι μου, αλλά για να
μείνουν. Πιστεύω τα λόγια της Βιρτζίνια Γουλφ, «ό, τι δεν έχει γραφτεί δεν έχει
συμβεί».
Έτσι,
μέσα από τις σύντομες αυτές αναφορές, τα μικρά αυτά κεφάλαια, ο συγγραφέας μας δίνει
μια πολύ ζωντανή και βιωματική εικόνα των αγριοτήτων. Εξαναγκασμοί χριστιανών
σε περιτομές, βιασμοί, μικρές τραγωδίες, μαρτυρίες γνωστών, γειτόνων. Με σχόλια
και συναισθήματα. Δεν διστάζει όμως να αναφερθεί και σε περιπτώσεις Τούρκων, όπως
του ουλεμά (=ιεροδιδάσκαλος) Μουσταφά
μπαμπά που καταδίκασαν με κατηγορηματικό τρόπο όλες αυτές τις καταστροφές και τους φόνους.
Δεν
αρκείται το ανήσυχο πνεύμα της Μαρίκας στις περιγραφές, αλλά παραθέτει σκέψεις
και για τα αίτια των γεγονότων. Σαρανταπέντε
χρόνια αργότερα εμφανίζεται ο ναύαρχος Φαχρί Τσοκέρ, στον οποίο είχε ανατεθεί η
σε βάθος διερεύνηση των αιτίων και των αποτελεσμάτων των Σεπτεμβριανών και η
σύνταξη της συνολικής δικογραφίας της υπόθεσης. Ίσως από τύψεις συνειδήσεως ο Τσοκέρ χάρισε στο βακούφι Ιστορίας της Ισταμπούλ
το ανεκτίμητο αρχείο του (φωτογραφίες, έγγραφα κλπ). Εκεί αποκαλύπτεται η ενεργός σύμπραξη αστυνομίας και στρατού αλλά και
ο ρόλος των μυστικών υπηρεσιών.
Η ευθύνη
αποδίδεται και στους Εγγλέζους, αλλά και στους Αμερικανούς. Ο Κοροβίνης δεν κάνει
βέβαια, μέσω του πλαστού προσώπου, εμβριθή ιστορική ανάλυση. Μεταφέρει ζωντανά διαλόγους
και συζητήσεις των ρωμιών που έζησαν τα γεγονότα, μεταφέρει το λαϊκό αίσθημα
που χάνει την εμπιστοσύνη του στην εξουσία και γυρεύει τη δικαίωση στην
αυτοδικία.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου