-Φοβούνται γιατί δεν μπορούν να
σταματήσουν να σκέφτονται.
-Μα δεν χρειάζεται να σκέφτονται, πρέπει
απλώς
να υπακούουν. Ο Φύρερ σκέφτεται για
όλους μας.
Η
αθλιότητα και ο τρόμος του Γ΄ Ράιχ «εκ των έσω», δηλαδή η τρομοκρατία που
άσκησε το ναζιστικό καθεστώς στους
ίδιους τους Γερμανούς πολίτες, ξετυλίγεται σ αυτό το πολύ συναρπαστικό βιβλίο
του Fallada, ενός από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς των αρχών
του περασμένου αιώνα (αξίζει κανείς να διαβάσει τη βιογραφία του).
Η
ιστορία του Ότο Κβάνγκελ και της γυναίκας του Άννας, που τόλμησαν να
αναστατώσουν το Βερολίνο του 1940 (αρχές
του παγκόσμιου) γράφοντας αντικαθεστωτικές κάρτες ενάντια στο ναζιστικό κράτος, είναι μια αληθινή
ιστορία όπως καταδεικνύει και το πολύ αναλυτικό και κατατοπιστικό επίμετρο στο
τέλος (« Κι όμως, υπήρξαν Γερμανοί που
αντιστάθηκαν στη χιτλερική τρομοκρατία»). Όμως, διαγράφονται ανάγλυφα κι
άλλοι χαρακτήρες, εξίσου σημαντικοί και χαρακτηριστικοί.
Ο
συγγραφέας στην αρχή μάς βάζει με πολλή τέχνη στο κλίμα δείχνοντάς μας τις
εσωτερικές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ενοίκους μιας πολυκατοικίας,
που είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι όλων των πολιτικών τάσεων: η φασιστική οικογένεια των Περζίκε, από τους
οποίους ξεχωρίζει ο ομαδάρχης της χιτλερικής νεολαίας Μπαλντούρ, είναι ο φόβος
και ο τρόμος ακόμα και του ερασιτέχνη χαφιέ Μπορκχάουζεν και του μικροαπατεώνα «στοιχηματζή» Ένο Κλούγκε. Οι δυο τελευταίοι επιχειρούν να κλέψουν την ηλικιωμένη εβραία κυρία
Ρόζενταλ, της οποίας ο άντρας έχει εξαφανιστεί στα στρατόπεδα, αλλά
παγιδεύονται στα δίχτυα των Περζίκε, και παρά τη μικροπρέπεια και την
εθελοδουλεία τους, μετά από διάφορες περιπέτειες, βρίσκουν τραγικό τέλος. Ο
δίκαιος, αδέκαστος συνταξιούχος δικαστής
κύριος Φρομ, που βρίσκεται στο απυρόβλητο και επιχειρεί να κρύψει την Ρόζενταλ
(όσον αφορά τον κίνδυνο στον οποίο
με βάζετε, έχω να πω ότι, από τη στιγμή που άρχισα να ασκώ το επάγγελμά μου,
κάθε μέρα είναι επικίνδυνη. Έχω μια αφέντρα στην οποία πρέπει να υπακούω∙
εξουσιάζει εμένα, εσάς, όλον τον κόσμο έξω απ αυτό το παράθυρο. Αυτή η αφέντρα
είναι η δικαιοσύνη. Στη δικαιοσύνη πίστευα πάντοτε, στη δικαιοσύνη πιστεύω και
σήμερα, η δικαιοσύνη είναι ο γνώμονας των πράξεών μου), είναι όμως τόσο ψυχρός που η δύστυχη Ρόζενταλ
ουσιαστικά παραδίδεται μόνη της στο θάνατο (παρόλο που είναι μεγαλόψυχος, είναι ψυχρός. Η καλοσύνη του είναι κι
αυτή ψυχρή. (…) Μπορεί να είναι καλός, αλλά οι άνθρωποι δεν σημαίνουν τίποτα γι
αυτόν, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η δικαιοσύνη. Δεν ριψοκινδυνεύει για
μένα, αλλά γιατί το απαιτεί η δικαιοσύνη. Εγώ όμως θα ήθελα να κινδύνευε για
χάρη μου!). Τέλος η Τρούντελ, η γενναία
σύντροφος του γιου του Κβάνγκελ, αγωνίστρια
που πληρώνει ακριβά ένα «κομματικό σφάλμα» και στη συνέχεια τη γνωριμία
της με το ζευγάρι Κβάνγκελ.
«Μητέρα, ο
Φύρερ σκότωσε τον γιο μου…»
Η πρώτη κάρτα
των Κβάνγκελ ενάντια στο χιτλερικό καθεστώς
Στα
πρώτα κεφάλαια, λοιπόν, παρακολουθούμε μ
ενδιαφέρον τις προσωπικές ιστορίες όλων αυτών των ηρώων, όπως διαπλέκονται
μεταξύ τους. Όμως το κέντρο βάρους σιγά σιγά πέφτει στην ιδιόρρυθμη περίπτωση
του εργοδηγού Κβάνγκελ και της γυναίκας του, που, ρίχνονται στην αντιναζιστική
δράση, και μάλιστα σε μια αλόγιστη αντίσταση, πιθανόν χωρίς κανένα νόημα… Η
τέχνη του συγγραφέα να μας δείχνει βήμα
βήμα τη σταδιακή μεταστροφή των δύο ουδέτερων, φιλήσυχων ανθρώπων σε αποφασισμένους αγωνιστές είναι πραγματικά
απαράμιλλη. Ο μαραγκός Ότο Κβάνγκελ φαίνεται ότι κάποτε ήταν σωστός
καλλιτέχνης∙ τώρα, αναγκάζεται να διευθύνει το συνεργείο παρασκευής πολεμικού
υλικού (φέρετρα, κιβώτια όπλων κλπ)! Η ψυχρή του ιδιοσυγκρασία δεν του
επιτρέπει να εκφράσει τα συναισθήματά του, τη δυσαρέσκειά του για το καθεστώς.
Πολύ συγκρατημένα εκφράζει επιφυλάξεις στον ενθουσιώδη χιτλερικό Μπορκχάουζεν (Μπορκχάουζεν: τι σημασία έχουν μερικοί εκατοντάδες χιλιάδες
θάνατοι; Θα γίνουμε ο πλουσιότερος λαός του κόσμου!/ Κβάνγκελ: και τι θα
καταφέρουμε με τα πλούτη; Να μου λείπει, δεν θέλω ποτέ να γίνω πλούσιος, και
σίγουρα όχι μ αυτόν τον τρόπο). Ούτε καν όταν πεθαίνει ο -γραμμένος στη
χιτλερική νεολαία- γιος του στο μέτωπο
δεν εκφράζει την συναισθηματική του κατάσταση (παρεμπιπτόντως έχουμε εσωτερική
εστίαση με παντογνώστη αφηγητή), σε τέτοιο βαθμό που η γυναίκα του στρέφεται
εναντίον του με τη μοιραία φράση: « Εσύ κι ο Χίτλερ σου!». Τα δυο σημαδιακά γεγονότα όμως φαίνεται ότι
δρουν υπόγεια: ο θάνατος γιατί είναι θάνατος, και η κουβέντα της γυναίκας του
γιατί τον πληγώνει και τον θέτει προ των ευθυνών του∙ έτσι λοιπόν, έπειτα από
μέρες σιωπής - βασανιστικές για τη γυναίκα του, επέρχεται η αντί- δραση: μια
αντίσταση πρωτότυπη και απέλπιδη, γιατί οι κάρτες που με τόση επιμέλεια και
μυστικότητα ετοιμάζει μαζί με τη γυναίκα του, φαίνεται ότι μόνο πανικό σπέρνουν
σε όσους τις σηκώνουν ή τις διαβάζουν.
«Μήπως είναι, πώς να το πω, κάπως λίγο αυτό που θέλεις να κάνεις, Ότο»;
Σταμάτησε να ψάχνει, και, ακόμα σκυμμένος πάνω από το συρτάρι, στράφηκε
προς τη γυναίκα του: «Λίγο ή πολύ, Άννα», είπε, «αν μας πιάσουν, θα το
πληρώσουμε με τη ζωή μας».
Τα λόγια του, όπως και το σκοτεινό, ανεξιχνίαστο, γερακίσιο βλέμμα του,
που εκείνη τη στιγμή την κάρφωνε επίμονα, ήταν τόσο πειστικά και τρομακτικά που
η Άννα ρίγησε. Ξαφνικά είδε μπροστά της την γκρίζα, πέτρινη αυλή της φυλακής∙ η
λαιμητόμος ήταν έτοιμη, έμοιαζε με βουβή απειλή.
Η Άννα Κβάνγκελ συνειδητοποίησε ότι έτρεμε. Κοίταξε πάλι τον Ότο.
Μπορεί να είχε δίκιο: λίγο ή πολύ,
κανείς δεν μπορεί να ρισκάρει τίποτα περισσότερο από την ίδια του τη ζωή. Κάθε
άνθρωπος είχε διαφορετικές ικανότητες και διαφορετικό χαρακτήρα- το σημαντικό
είναι να αντιστέκεσαι.
Όλοι
φοβούνται όλους, και οι μισοί πολίτες παρακολουθούν τους άλλους μισούς
ενοχοποιώντας τους με την παραμικρότερη αφορμή. Το κλίμα γίνεται αφόρητα
εφιαλτικό κι ο φόβος είναι το σταθερό μοτίβο (η φοβία που του γέννησαν οι κομματικές στολές ήταν τόσο μεγάλη που, στο
εξής, κάθε φορά που θα ερχόταν σε επαφή με ανθρώπους του Κόμματος, η ψυχή του
και το μυαλό του θα παρέλυαν συνεχώς)
. Όσοι λοιπόν έχουν το σθένος να αντιπαραταχτούν στον παραλογισμό του Γ΄ Ράιχ
έχουν απίστευτα κότσια.
Η
αντίσταση του ζευγαριού κρατά γερά για δυο χρόνια, αναστατώνοντας τους
κρατικούς μηχανισμούς καταστολής. Ο συγγραφέας, πέρα από την περιγραφή κάθε
κίνησης των Κβάνγκελ, κάθε παραστρατήματος που τους φέρνει ξυστά στον έσχατο
κίνδυνο και μας κόβει την ανάσα, περιγράφει παραστατικότατα αντίστοιχα και τις
προσπάθειες των επιθεωρητών της αστυνομίας, της Γκεστάπο των Ες Ες και Ες Α,
δείχνοντας τις ιεραρχικές σχέσεις και τον ανταγωνισμό όλων αυτών των
εξουσιαστικών δομών. Βλέπουμε βήμα βήμα τις σκέψεις, τα λάθη, τις προσπάθειες
του επιθεωρητή Έσεριχ, που συλλαμβάνει τον Κλούγκε έχοντας απόλυτη επίγνωση ότι
δεν είναι ο ένοχος, μόνο και μόνο για να δείξει στους προϊσταμένους ότι η αστυνομία επιτελεί το έργο της∙ οι ατέλειωτες
ανακρίσεις∙ η χρήση κάθε αθέμιτου μέσου, η αυτοπαγίδευσή του, η κατάληξή του
στις φοβερές φυλακές όπου ο ίδιος παλιότερα οδηγούσε τα θύματά του. Η αποτυχία
του διάδοχου του Έσεριχ που γελοιοποιείται και ταπεινώνεται. Δεν ψυχογραφούνται
επομένως μόνο οι αγωνιστές, αλλά και οι διώκτες, οι δήμιοι. Βλέπουμε μπροστά
μας πώς εξελίσσεται βήμα βήμα το παιχνίδι ανάμεσα στη γάτα και το ποντίκι, πώς
στήνεται η φάκα, κι όλα αυτά σ ένα ρυθμό γρήγορο, με αμεσότητα και
παραστατικότητα που κορυφώνει την αγωνία.
Όμως,
η αγωνία δε σταματά στη σύλληψη του ζευγαριού. Μεγάλο κι εξίσου συναρπαστικό
μέρος της αφήγησης καταλαμβάνει και η
παραμονή τους στη φυλακή, η κρυφή επικοινωνία μεταξύ τους, η ωρίμανσή τους, οι
μικρές χαρές, οι αγωνίες τους, οι προσδοκίες τους, οι σκέψεις και τα
συναισθήματα πριν το τέλος... Σημαντικό πρόσωπο εδώ είναι ο συγκάτοικος του
Ότο, ο μουσικός Ράινχαρντ, του οποίου η παρουσία
δείχνει στον Ότο μια άλλη διάσταση ζωής, μια άλλη φιλοσοφία. Του μαθαίνει
σκάκι, του τραγουδάει, κάνει τον αμίλητο Ότο να επιζητά την επικοινωνία (από τότε που σας γνώρισα, από τότε που μπήκα σ αυτό το τσιμεντένιο κελλί για να
πεθάνω, συνειδητοποίησα πόσα πράγματα έχω χάσει στη ζωή μου).
-Και τι σημασία θα έχει πια για μας,
αφού θα έχουμε πεθάνει;
-Τι είναι αυτά που λέτε, Κβάνγκελ!
Προτιμάτε να ζήσετε με την αδικία παρά να πεθάνετε για τη δικαιοσύνη; Μα δεν
υπάρχει άλλη επιλογή, ούτε για σας ούτε για μένα. Επειδή είμαστε αυτοί που
είμαστε, πήραμε αυτόν τον δρόμο.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου