Σάββατο, Φεβρουαρίου 15, 2014

Ναντίν Γκόρντιμερ, Μια ιδιοτροπία της φύσης (a sport of nature)

Ένα από το κλασικά μυθιστορήματα της πολύ αγαπητής  ρωσοεβραίας νοτιοαφρικάνας συγγραφέα,  που αναδεικνύει τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις δυσκολίες της ζωής στη Νότια Αφρική του απαρτχάιντ, τη δεκαετία του ΄60.  Ομολογώ όμως ότι με κούρασε και μετά τα δύο τρίτα το διάβασα διαγωνίως, ίσως γιατί, για κάποιο άγνωστο λόγο,  δε συμπάθησα την πρωταγωνίστρια. Η Χιλέλα βρίσκεται στη δίνη ενός στρόβιλου γεγονότων μέσα από τα οποία ωριμάζει και συμμετέχει στον αγώνα για τη χειραφέτηση, αλλά η συγγραφέας δεν μας αφήνει να συμμετέχουμε στα συναισθήματα και στις εσωτερικές της σκέψεις∙ βλέπουμε μόνο τις αντιδράσεις της που είναι μια προσπάθεια όχι να κατανοήσει, αλλά να επιβιώσει∙  κατά κανόνα απορρίπτει τους ανθρώπους με το να απομακρύνεται απ αυτούς. 
Πρόκειται για μια νεαρή, εβραϊκής καταγωγής  μαθήτρια  που έχει  βέβαια κάθε λόγο να επαναστατεί με τα πάντα γύρω της. Εγκαταλειμμένη από τη μάνα που έχει εξαφανιστεί, ζει με τον πατέρα στη Ροδεσία μέχρι που εκείνος παντρεύεται, αλλά ουσιαστικά γίνεται «μπαλάκι»,  γιατί τη «διεκδικούν» και δυο της θείες που δεν την αφήνουν να «μείνει κάτω από τη φροντίδα κάποιας σαν τη Μπίλι». Τη λένε Κιμ αλλά στη Νοτιοαφρικανική Ένωση υιοθετεί το Χιλέλα. Μαζί με το όνομα αλλάζει τα καλτσάκια και τα ρούχα, και υιοθετεί μια διαφορετική προσωπικότητα, αυτήν της ώριμης κοπέλας. Ζήτημα ταυτότητας λοιπόν, αρχικά.
Κοινωνικό ενδιαφέρον έχουν οι διαφορετικές στάσεις και αντιλήψεις που έχουν οι δυο θείες/αδερφές της μαμάς της. Η Όλγα (με τον Άρθουρ και δυο αγόρια) είναι πλούσια αστή με υπηρέτες, φιλόξενη,  γενναιόδωρη, ζεστή απέναντι στη στερημένη από μητρική στοργή Χιλέλα, οργανώνει πάρτι, ακολουθεί τη μόδα, κρατάει τις εβραϊκές παραδόσεις. Της ψωνίζει, την πάει στο κομμωτήριο, την αντιμετωπίζει σαν την «κόρη που δεν αξιώθηκε να έχει».  Όμως η οικογένεια συμφωνεί ότι είναι προτιμότερο να ζήσει με την άλλη αδερφή, την Πολίν (+ Τζο και δυο παιδιά, τον Σάσα και την Κάρολ), που έχει μικρότερη οικονομική άνεση αλλά αγωνίζεται για τα δικαιώματα των μαύρων, έχει ακτιβιστική δράση, πηγαίνει σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, ακούει τον Μαντέλα κλπ. Δεν είναι βέβαια εύκολο να ισορροπήσει κάποιος αντιρατσιστής λευκός ανάμεσα στις ιδέες του και το -δικαιολογημένο-  μίσος των μαύρων εναντίον του… έτσι ο Σάσα εξανίσταται κάποια στιγμή:
Δεν τους καταλαβαίνω. Με στέλνουν σε σχολείο με μαύρα παιδιά κι ύστερα μού λένε είναι αναπόφευκτο: ο νόμος λέει πως πρέπει να πάω στο στρατό και να μάθω να σκοτώνω μαύρους. Σε λίγο αυτός θα είναι ο αληθινός λόγος που θα υπάρχει ο στρατός. Κουβεντιάζουν διαρκώς για άδικους νόμους. Εκείνος είναι όλη την ώρα στο δικαστήριο και υπερασπίζεται μαύρους. Κι εγώ μια μέρα θα πρέπει να τους πολεμήσω. Είσαι πολύ τυχερή, Χιλέλα, που είσαι κορίτσι.
Οι εσωτερικές αντιθέσεις μέσα στην οικογένεια της Πολίν κορυφώνονται όταν ιδρύεται το «Δόρυ του Έθνους»[1]. Η Πολίν υποστηρίζει την έκκληση του Μαντέλα για ένα διεθνές μποϊκοτάρισμα της Νότιας Αφρικής.  Δεν ήθελε να καταλήξει μια λευκή σαν τη λευκή αδερφή της την Όλγα. Στη συζήτηση με τον Τζο για τη χρήση της βίας (συμβολικής ή μη), απαντά στις κατηγορίες για βία λέγοντας δεν τους έχει μείνει τίποτα άλλο να κάνουν, εκτός από το να σκοτώνουν. Πήραν την απόφαση: μια ακόμα γενιά που θα υποφέρει, αλλά έστω κι αν πρόκειται να χειροτερέψουν τα πράγματα, θα αξίζει τον κόπο.
-   Η ελεγχόμενη βία κατά συμβολικών στόχων δεν αφαιρεί ζωές.
-   Α, έτσι λες; Κάποιος νυχτοφύλακας που θα βρεθεί στη μέση; Τίποτα περαστικοί; Δεν υπάρχει απόλυτα ελεγχόμενη βία/ ελεγχόμενη βία είναι ένας υγειονομικός όρος για το « σκοτώνω». Σκοτώνεις όποιον μπαίνει στη μέση και σ εμποδίζει να φτάσεις στο συμβολικό σου στόχο.
Ερωτήματα για τη συμμετοχή ή όχι λευκών στο Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο (είναι η φάση που τίθεται εκτός νόμου κι ο Μαντέλα προσχωρεί σε βίαιες τακτικές), και στο Κογκρέσο των Δημοκρατών (κομμουνιστικό) (συζητήσεις με ερωτήματα όπως: μπορεί/ πρέπει το κόμμα των εργατών να υποστηρίξει ένα παραδοσιακό κίνημα όπως το ΑΕΚ;).

Όμως, η Χιλέλα είναι μια κλασική έφηβη με τα προβλήματα της εφηβείας. Όλα αυτά είναι ξέφτια από το ύφασμα της ενήλικης ζωής, κρέμονται μπροστά σε φανταστικές σκηνές και διαλόγους, στην πολυάσχολη συνείδηση μιας δεκαεφτάχρονης, όπου δεν κολλούν με τίποτα. Να σκοτώνεις ή να μη σκοτώνεις: δεν είναι αυτές οι επείγουσες επιλογές της, δεν θα μπορούσε καν να τις διανοηθεί. Η αναποφασιστικότητά της εξαντλείται στο ποια παρέα θα πρεπε να διαλέξει για να «πηγαίνει μαζί» πιο συχνά, αν θα της άρεσε να κυριαρχεί κάποιο άλλο πρόσωπο στη μια ή να είναι η πιο όμορφη, η πιο έξυπνη, η πιο μαγνητική στην άλλη.
Ωστόσο, με τον ατίθασο χαρακτήρα της ξεπερνά τις συμβάσεις ακόμα και των σχετικά προοδευτικών οικογενειών στις οποίες  φιλοξενείται∙  η ερωτική της σχέση με έναν μαύρο στο σχολείο γίνεται αφορμή να τη διώξουν απ το σχολείο, και η ερωτική της σχέση με τον… ξάδερφό της, τον Σάσα, αφορμή για να φύγει κι απ  την οικογένεια, να ζήσει μόνη της (έχει κληρονομήσει το «κακό αίμα» της μάνας της, «τσουλίτσα σαν τη μάνα της» είναι η πρόχειρη ερμηνεία, ακόμη κι απ τον Τζο). Με παρέα την κιθάρα της, ανακαλύπτει βασικά τον κόσμο μέσα από τις παράτυπες ερωτικές σχέσεις που έχει, κι ωριμάζει πολιτικά μέσα από αυτές. Ακολουθεί κάποιον εραστή στην Γκάνα, ερωτεύεται τον πρέσβη στο σπίτι του οποίου έχει προσληφθεί ως μπέιμπι σίτερ, τέλος παντρεύεται και κάνει παιδί/ά με τον Γουάιλα, μαύρο αγωνιστή κατά του απαρτχάιντ, ακολουθώντας από κοντά κάθε του βήμα προς τη χειραφέτηση. Δεν τελειώνει όμως δώ η περιπλάνησή της. Εξαφανίζεται, συνδέεται με άλλους άνδρες στην ακτή των Ταμαρικιδών όπου συναντιούνται οι εξόριστοι, αλλά σαν «μια ιδιοτροπία της φύσης» που είναι, υπακούει μόνο στις παρορμήσεις του ενστίκτου της αγνοώντας κάθε συμβατικότητα.
Ενδιαφέρον ως προσωπικότητα παρουσιάζει και ο Σάσα, που τον βλέπουμε να αποκλίνει κι αυτός από τις συμβάσεις της οικογένειας και να αφιερώνεται στον αγώνα.
Δεν μπορώ να εκθέσω τίποτα παραπάνω εφόσον δεν ολοκλήρωσα το βιβλίο. Θα συμφωνήσω όμως με την άποψη των Elspeth Heyworth and Marjorie Moulton, ότι το γράψιμο της Ν. Γκόρντιμερ σ αυτό ειδικά το βιβλίο δεν «ρέει», πρέπει πολλές φορές να διαβάζεις και να ξαναδιαβάζεις τη φράση για να τη συνδέσεις με τα προηγούμενα.

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] To 1961, ιδρύθηκε το Δόρυ του Έθνους (Umkhonto we Sizwe), το στρατιωτικό παρακλάδι του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, και εισήγαγε εκστρατεία σαμποτάζ. Οι πρώτες επιθέσεις αφορούσαν κυβερνητικά κτίρια, αλλά γρήγορα οι αρχηγοί του κινήματος συνελήφθησαν τον Ιούνιο του 1963 στη Ριβονία, προάστιο του Γιοχάνεσμπουργκ, και καταδικάστηκαν σε ισόβια το 1964, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Νέλσον Μαντέλα

Δεν υπάρχουν σχόλια: