Τρυφερό και δροσερό βιβλίο, όπως φαίνεται από την πρώτη ήδη φράση: «Πάντως εμένα τα καλοκαίρια με γεμίζουν μελαγχολία». Εικόνες καλοκαιριού γεμίζουν θλίψη τον αφηγητή, κι αυτό γιατί «κάθε καλοκαίρι φέρνει στο νου την ανάμνηση εκείνου του καλοκαιριού».
Ο γνωστός από τα Πυθαγόρεια εγκλήματα συγγραφέας (κι από το Αχμές, ο γιος του φεγγαριού) μάς βάζει πάλι στην καρδιά ενός μαθηματικού προβλήματος που απασχόλησε τη μαθηματική κοινότητα στο πρώτο μισό του 20ου αι. (και απαντήθηκε με τη χρήση των υπολογιστών), ενώ παράλληλα ταυτιζόμαστε με τις εμπειρίες και τα συναισθήματα του αφηγητή, που βρίσκεται το 1970 φιλοξενούμενος στη Σέριφο από κάποιο παλιό συμφοιτητή. Μυρωδιές από καλοκαίρι, από το κυκλαδίτικο νησί, αναφορές στην ιστορία του που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τις σχέσεις του παρόντος(έχουμε μία από τις μεγαλύτερες και πιο αιματηρές απεργίες του συνδικαλιστικού κινήματος των μεταλλωρύχων, το 1916) κι ένας κεραυνοβόλος έρωτας ανάμεσα στον αφηγητή και την εγγονή του συμπρωταγωνιστή, είναι το μυθιστορηματικό πλαίσιο όπου τοποθετείται το «ανοικτό μαθηματικό πρόβλημα των τεσσάρων χρωμάτων».
Τα τέσσερα χρώματα του τίτλου, λοιπόν, δεν αφορούν μόνο το καλοκαίρι (γαλάζιο, χρυσό/καφεκίτρινο, λευκό, κόκκινο) αλλά και το γνωστό μαθηματικό πρόβλημα, που ανήκει στον κλάδο «θεωρία των γραφημάτων»: μπορεί κάθε χάρτης να χρωματιστεί με τέσσερα χρώματα το πολύ, ώστε οι γειτονικές χώρες να είναι χρωματισμένες διαφορετικά; Ή : τέσσερα χρώματα αρκούν για να χρωματίσουμε επίπεδα σχήματα που συνορεύουν μεταξύ τους, έτσι ώστε δύο σχήματα που έχουν κοινό σύνορο να μην έχουν ίδιο χρώμα; Το πρόβλημα ανήκει στην κατηγορία των προβλημάτων που έχουν πολύ εύκολη διατύπωση αλλά εξαιρετικά δύσκολη λύση∙ απασχόλησε τη μαθηματική κοινότητα και λύθηκε εντέλει (δηλαδή αποδείχτηκε, παύοντας να αποτελεί εικασία, εφόσον εξετάστηκαν οι άπειρες περιπτώσεις) με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή, που χρειάστηκε 1000 ώρες! Αυτού του είδους η απόδειξη έθεσε μια σειρά άλλων προβλημάτων περί του τι είναι απόδειξη, εφόσον κάποιοι μαθηματικοί έφεραν ενστάσεις, θεωρώντας ότι με τη «μηχανιστική» απόδειξη του ηλεκτρονικού υπολογιστή τα μαθηματικά υποβιβάζονται σε πειραματική επιστήμη (Τζων Χόργκαν: «απόδειξη που προσφέρει πιθανότητα -ορθή με πιθανότητα 95%- αντί για βεβαιότητα αλήθειας αποτελεί σχήμα οξύμωρο»).
Όμως, φυσικά το μυθιστόρημα δεν προχωρά τόσο πολύ. Το μαθηματικό πρόβλημα « των τεσσάρων χρωμάτων» απασχόλησε πάρα πολύ τον πατέρα της Ερνεστίν -της σερφιώτισσας που ερωτεύτηκε ο πρωταγωνιστής μας. Ο συμπρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο Έρνστ Ντύπερματ, πατέρας εξαφανισμένος της Ερνεστίν, ήταν Γερμανός που είχε μια εφήμερη σχέση με τη μάνα της Ερνεστίν, στα χρόνια της κατοχής (και υπήρξε βέβαια και η αιτία της διαπόμπευσης της μάνας της). Στα χέρια της Ενεστίν τώρα βρίσκεται η μελέτη του πατέρα της, αλλά δεν μπορεί να τη διαβάσει, λόγω γλώσσας. Ο ήρωάς μας, πτυχιούχος μαθηματικός, ανακαλύπτει την εργασία του , και γεννά ελπίδες ότι βρέθηκε η ζητούμενη απόδειξη.
Το ιστορικό υπόβαθρο περιγράφεται σχεδόν ισοδύναμα με τις μαθηματικές αναφορές, και, όπως επισημαίνει κι ο ίδιος ο συγγραφέας στο τέλος (στο κεφάλαιο «σχόλια- αναφορές»), τα στοιχεία που δίνονται για τα ιστορικά πρόσωπα είναι απολύτως ακριβή. Έτσι, έχουμε αναφορές στους Γερμανούς μεταλλειολόγους Γρόμαν (πατέρα και υιό) που εκμεταλλεύονταν αισχρά τους εργαζόμενους στο Μέγα Λιβάδι και πνίξαν στο αίμα την εξέγερση του 1916 (δε λέω, τα μεταλλεία φέραν στον τόπο μας ψωμί, τι ψωμί όμως ήταν αυτό… Μαύρο και ματωμένο. Αυτός ο Γρόμαν ήταν αχόρταγος), τον αναρχοσυνδικαλιστή Κωνσταντίνο Σπέρα, τους μαθηματικούς Λαντάου, Ταϊχμούλερ, Σώντερς, Νέδερ, κ.α. Μεταφερόμαστε και στη ναζιστική Γερμανία, όπως και στη Σέριφο του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.Τα περισσότερα στοιχεία μας τα δίνει το ημερλόγιο του παππού της Ερνεστίν, του Ζυλ Ντυσάν, που ήταν Γάλλος μηχανικός και διορίστηκε στα μεταλλεία της Σερίφου το
1910.
Το βιβλίο δηλαδή κινείται σε τρία χρονικά επίπεδα, με σημαντικότερο άξονα τον "τωρινό" της αφήγησης, δηλαδή την περίοδο 1970-1985.
Ένα μικρό λάθος στην αρχή μπορεί να προκαλέσει ένα τεράστιο λάθος στο τέλος.
(Henri Poincarѐ)
Ένα μικρό λάθος στην απόδειξη που εκπόνησε ο Ζυλ για το πρόβλημα των «τεσσάρων χρωμάτων», ένα στοιχείο που δε στηριζόταν σε βάσιμη απόδειξη, τίναξε όλο το οικοδόμημα στον αέρα. Ανάλογη ήταν και η σχέση του ήρωα με την Ερνεστίν. Η ελπίδα που είχε γεννηθεί στην καρδιά της Ερνεστίν, γκρεμίστηκε και μαζί γκρεμίστηκε και κάθε εμπιστοσύνη που είχε στον αφηγητή μας. Μια μικρή παρεξήγηση, ένας λάθος χειρισμός, μια αναπότρεπτη παρανόηση απομάκρυνε οριστικά τους δυο ερωτευμένους, για να ξανασμίξουν όμως δεκαπέντε χρόνια αργότερα, κάτω από νέες συνθήκες.
Η ποιητική ιδιοσυστασία του πρωταγωνιστή δίνεται με ελαφριές πινελιές (στίχους, τραγούδια, κλπ) δίνοντας έναν ανάλαφρο τόνο στο μυθιστόρημα.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου