Κυριακή, Μαΐου 31, 2009

έρωτας στα χρόνια της ειρωνείας, Αγγέλα Καστρινάκη

Τον είχε δει μία μόνο φορά- οπόταν δεν την είχε άλλωστε εντυπωσιάσει· κι έπειτα διαμόρφωσε μια εικόνα στηριγμένη στο πιο φτωχό μέσο που εφηύρε ποτέ ο άνθρωπος, όπου δε βλέπεις τον άλλον, δεν ακούς τη φωνή του, δεν γνωρίζεις ούτε καν τον γραφικό του χαρακτήρα. Διαβάζεις μόνο μηνύματα που σε μεγάλο βαθμό τα υπαγορεύει το ίδιο το μέσο. Είχε παρατηρήσει ότι και άλλοι πολλοί αλληλογράφοι της καλλιεργούσαν τη χιουμοριστική γραφή· τα μηνύματά τους είχαν μια ειρωνική ελαφράδα, κάτι που μάλλον θα απουσίαζε αν επρόκειτο για κανονικά συμβατικά γράμματα. Το χιούμορ λοιπόν ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του μέσου, όχι του προσώπου. Ακόμα και ο τόνος ξεγελάει: τον τόνο τον προσδιορίζει ο παραλήπτης, όχι ο αποστολέας· μα άλλα λόγια, ο αναγνώστης μπορεί να φανταστεί ό, τι του καπνίσει.

Πρόκειται για ένα «ηλεκτρονικό ρομάντσο», τη σχέση μεταξύ μιας παντρεμένης γυναίκας, της Μέλπως, με τον επίσης παντρεμένο Μάριο, σχέση που γεννιέται και τροφοδοτείται αρχικά με τα e-mail (στον επίλογο η ίδια η συγγραφέας γράφει: είναι φανερό πως με το συμβατικό ταχυδρομείο η σχέση δεν θα εξελισσόταν με την ίδια ταχύτητα. Ένα γράμμα κάθε δεκαήμερο είναι κάτι πολύ διαφορετικό από ένα γράμμα κάθε δίωρο. Η ιδιάζουσα ποιότητα της σχέσης ανάμεσα στον Μάριο και στη Μέλπω (αυτή η υστερία του «είμαι μαζί σου κάθε στιγμή») δεν θα μπορούσε να είχε αναπτυχθεί με άλλο μέσο. Το μέσο προσδιόρισε λοιπόν σε κάποιο βαθμό τη σχέση ).
Τα χρόνια της ειρωνείας (κατά το «έρωτας στα χρόνια της χολέρας», του Μαρκές) είναι τα δικά μας, τα σύγχρονα χρόνια· τα χρόνια όπου με το κομπιούτερ, τα email και τα chat η επικοινωνία είναι άμεση κι ας υπάρχει η απόσταση, και η προσέγγιση των ερωτευμένων γίνεται πιο «ταχύρρυθμα».
Η ειρωνεία είναι ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται (αρκετά διακριτικά) σε διάφορες περιστάσεις, π.χ. στη σχέση της Μέλπως με τον άντρα της Στέφανο, (όπως αυτή εξελίχτηκε προς το τέλος του βιβλίου), ο οποίος την εξέπληξε με την αντίδρασή του στη μοιχεία, και σιγά σιγά την ξανακέρδισε (διαθέτουμε κι οι δυο ένα ειδικό χαρακτηριστικό και το διαθέτουμε μάλιστα σε μεγάλη δόση: είμαστε σε θέση να παίρνουμε απόσταση από τον εαυτό μας, να τον βλέπουμε, να τον ζυγίζουμε, να ζούμε και να σκεφτόμαστε ταυτόχρονα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ: αυτή την απόσταση, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και ειρωνεία…). Η φθίνουσα σχέση με τον Μάριο την κάνει ν’ αναπολεί το «πόσο τέλεια» τη θεωρούσε ο Μάριος, αλλά η επιστροφή στην αλήθεια αποτελεί μια επιστροφή στην «απόσταση» (δυστυχώς ή ευτυχώς ήταν καταδικασμένη στην ειρωνεία ).

Αυτή η σύλληψη, που υποδηλώνεται και στον τίτλο, είναι ό, τι άξιζε για μένα από το βιβλίο. Γιατί, πέρα από κάποια έξυπνα σημεία και παρατηρήσεις που αφορούν τη σύγχρονη καθημερινότητα, με κούρασε και με εκνεύρισε. Χάριν της προαναγγελθείσης ειρωνείας, υποθέτω, ο έρωτας προσεγγίζεται μόνο ως προς τα συμπτώματά του, όχι ως προς τα βαθύτερα κίνητρά του. Δε μαθαίνουμε ποτέ π.χ. τι ήταν αυτό που έκανε τη Μέλπω να δυσφορήσει τόσο με τον Μάριο προς το τέλος· υποθέτουμε ότι ήταν η «πολιτισμένη» αντίδραση του Στέφανου (της εξιστορεί τη ζωή του, τις αποτυχίες του, τα λάθη του, παραδέχεται ακόμα και τα πιο δυσβάσταχτα ελαττώματά του, και φέρεται σαν μικρος θεός), ίσως ακόμα κι ο ανταγωνισμός με τη φιλεναδίτσα του. Η «προκατάληψη» επίσης της συγγραφέως υπέρ της Μέλπως με απώθησε γιατί εγώ τη βρήκα …εγωίστρια και αντιπαθητική!
Κυρίως όμως, αυτό που βρήκα ως αδυναμία γραφής, ήταν η υπερβολική, μέχρι φλυαρίας, «αυτοαναφορικότητα». Η πλήξη του αναγνώστη όταν ο συγγραφέας αποφασίζει να του εξομολογηθεί με κάθε λεπτομέρεια το πώς σκέφτηκε για να ονομάσει τον ήρωα έτσι κι όχι αλλιώς, να του δώσει αυτό το επάγγελμα ή αυτή την ιδεολογία· προς τι αλήθεια; μου φαίνεται ανούσιο, ίσα για να γεμίζει κανείς σελίδες ή για να δίνει μια «μεταμοντέρνα» χροιά.

Τέλος, υποκειμενικά και προσωπικά, ίσως η όλη αρνητική αίσθηση να οφείλεται στο ότι μου φαίνεται ασύμβατο το ειρωνικό/εξυπνακίστικο και το ερωτικό/λυρικό στοιχείο. Εκτός αν έχει κάποιος πολλή μαστοριά.

Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Μαΐου 19, 2009

Το Σαββατοκύριακο, Bernhard Schlink

Η Ντόρλε ξέσπασε σε γέλια:
«Fighting for peace is like
fucking for virginity»

Τολμηρό κι αυτή τη φορά - όπως και στο «Διαβάζοντας στη Χάννα»- το θέμα του Μπέρναρντ Σλινκ, κι ως εκ τούτου συζητήσιμο το αποτέλεσμα: ο Γιοργκ, μέλος της ακροαριστερής και αντιεξουσιαστικής οργάνωσης RAF της Γερμανίας (γνωστής και ως Μπάαντερ Μάινχοφ), με τέσσερις φόνους κι άλλες εγκληματικές πράξεις στο ενεργητικό του, αποφυλακίζεται μετά από 20 χρόνια φυλάκισης, κι όταν πια όλοι οι σύντροφοι έχουν διασκορπιστεί. Η αδελφή του, Κριστιάνε, οργανώνει ένα Σαββατοκύριακο με τους παλιούς φίλους τους σε εξοχικό σπίτι, ώστε να ενταχτεί κάπως ομαλά ο Γιοργκ στη νέα ιστορική πραγματικότητα. Μέσα από τη διαφορετική ιδιοσυγκρασία του καθένα βλέπουμε τις διαφορετικές οπτικές γωνίες ενός κοινωνικού φαινομένου που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία, της τρομοκρατίας.
Φιλόδοξη η πρόθεση του συγγραφέα να «χωρέσει» όλες τις ιδεολογικές αντιθέσεις και τις κοινωνικές συνισταμένες σ’ ένα σαββατοκύριακο· να κάνει μια τομή στο κρίσιμο θέμα του αντάρτικου των πόλεων, του ένοπλου αγώνα, της βίας ως απάντηση στην κρατική βία· να κάνει μια κριτική εκ των έσω, δηλαδή μέσα από τους ίδιους τους δράστες υπό το πρίσμα του χρόνου, μέσα από τα διαμορφωμένα τους συναισθήματα, τις σχέσεις τους, τους συμβιβασμούς και τις εμμονές τους. Τέλος, να δείξει το «κόστος» που έχει αυτή η ιδεολογία στην ίδια τους τη ζωή.
Και τα καταφέρνει, σ’ ένα μεγάλο βαθμό.
Η δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος έγκειται στο ότι η παραμικρή απόφαση του συγγραφέα στο πώς θα ζωγραφίσει τους ήρωές του μπορεί να εκληφθεί ως ιδεολογικό μήνυμα. Έτσι, όταν ο κεντρικός ήρωας Γιοργκ ζωγραφίζεται κάπως αδύναμος, δυσανάλογα αδύναμος προς το επαναστατικό του διαμέτρημα και πάντως απόλυτα εξαρτημένος από την Κριστιάνε, αναρωτιέσαι αν αυτό είναι σκόπιμο. Αυτή η αίσθηση της εξάρτησης γίνεται αισθητή από την αρχή ακόμα του βιβλίου, όταν «στήνεται» το σκηνικό, όταν δηλαδή η Κριστιάνε ανακοινώνει στον κατάπληκτο Γιοργκ ότι αποφάσισε να προσκαλέσει (ερήμην του) τους παλιούς φίλους, (τον τάδε, τάδε, τάδε κλπ), γιατί, όπως λέει και παρακάτω εδώ θα εξασκηθείς ένα Σαββατοκύριακο με τους φίλους μας και μετά, όταν πάμε στην πόλη, θα τα καταφέρεις (!).
Η Κριστιάνε είναι αυταρχικός χαρακτήρας, οργανώνει το διήμερο, δίνει εντολές, παίρνει πρωτοβουλίες και «προστατεύει» σε κάθε στιγμή τον Γιοργκ σα να είναι μικρό παιδί κι ανώριμο. Η σχέση Κριστιάνε –Γιοργκ δείχνει εξαρχής προβληματική και παρόλο που στη συνέχεια αυτό εξηγείται, δεν παύει να ενοχλεί η κυριαρχική προσωπικότητα της Κριστιάνε. Ο θάνατος των γονιών τους όταν ο Γιοργκ ήταν πολύ μικρός έκανε την μεγαλύτερη αδελφή του να παίζει το ρόλο της μητέρας. Τα δυο αδέλφια είχαν ερωτική σχέση, και η αδυναμία της Κριστιάνε ήταν τέτοια που - πασχίζει να κρύψει αλλά στο τέλος το ομολογεί - η ίδια κατέδωσε τον αδελφό της για να μη …τον σκοτώσουν.
Όσο αφορά τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην προσπάθεια «ανάνηψης» του Γιοργκ, οι συγκρούσεις ανάμεσα στις διαφορετικές προσωπικότητες (ένας δημοσιογράφος, μία …πάστορας, ένας οδοντοτεχνίτης, δικηγόροι, μια δασκάλα κ.α.) είναι αναπόφευκτη. Ο Ούλριχ, π.χ., θέτει από την πρώτη στιγμή το ερώτημα που σκορπίζει την αμηχανία: «Πώς αισθάνθηκες όταν έκανες τον πρώτο σου φόνο;» (περιττό να πω ότι η Κριστιάνε έσπευσε να προστατεύσει τον αδελφό της). Ο Μάρκο πιστός στο όραμά του ότι ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί, πιέζει τον Γιοργκ να υπογράψει μια σχετική δήλωση που θα κοινοποιηθεί στα κανάλια. Μια δήλωση δηλαδή που θα γελοιοποιήσει τον πρόεδρο, γιατί πώς να δικαιολογήσει ότι απονέμει χάρη σ’ έναν τρομοκράτη, που πρώτη του δουλειά είναι να κηρύξει τον πόλεμο στο κράτος;
Ο Γιοργκ όμως δείχνει χαμένος και κουρασμένος, αδιάφορος στα ερωτικά καλέσματα της κόρης τού Ούλριχ, αδύναμος ν’ αντιδράσει δυναμικά στις προκλήσεις (π.χ. στο περιφρονητικό σχόλιο ότι καταδέχτηκε να ζητήσει χάρη από το κράτος). Η αδυναμία του κορυφώνεται όταν δέχεται την επίθεση του γιου του, του Φερντινάντο, που εμφανίζεται αιφνιδιαστικά (κανένας δεν τον έχει δει μέχρι τότε, εφόσον μεγάλωσε με γιαγιά- παππού, η μητέρα του πέθανε όταν ήταν ενός). Η επίθεση του Φερντινάντο φανερώνει την άλλη πλευρά του νομίσματος : "δεν είσαι ούτε μια στάλα καλύτερος από τους ναζί- ούτε όταν δολοφονούσες ανθρώπους που δε σου’ χαν φταίξει σε τίποτα, ούτε κατόπιν, όταν δεν κατάλαβες τι είχες κάνει. Είχατε θυμώσει με τη γενιά των πατεράδων σας, με τη γενιά των δολοφόνων, αλλά γίνατε κι εσείς ακριβώς το ίδιο. Θα ‘πρεπε να ξέρεις τι σημαίνει να είσαι παιδί δολοφόνου, κι έγινες πατέρας δολοφόνος, ο δικός μου πατέρας δολοφόνος. Έτσι όπως φαίνεσαι και μιλάς, δε μετανιώνεις για τίποτε απ’ όσα έχεις κάνει. Το μόνο που σε στενοχωρεί είναι ότι η υπόθεση πήγε στραβά και ότι σ’ έπιασαν και πήγες φυλακή. Δε στενοχωριέσαι για τους άλλους, στενοχωριέσαι μόνο για τον εαυτό σου".
Και στη συνέχεια:
Όμως μη μου λες εμένα ότι πλήρωσες για όλα. Είκοσι τέσσερα χρόνια για τέσσερις φόνους; Μια ζωή αξίζει μόνο έξι χρόνια; Δεν πλήρωσες γι’ αυτά που έκανες, απλώς συγχώρεσες τον εαυτό σου. Κατά πάσα πιθανότητα πριν καν τα διαπράξεις. Όμως μόνο οι άλλοι μπορούν να συγχωρήσουν. Κι αυτοί δε συγχωρούν.
Ο Γιοργκ παραμένει σιωπηλός μπροστά στην έκρηξη του γιου του (ο γιος που δικάζει τον πατέρα/ο γιος που δεν επιτρέπει στον εαυτό του τον πόνο και ο πατέρας που δεν επιτρέπει στον εαυτό του την αδυναμία). Όλα γίνονται για τον Γιοργκ και γύρω απ’ αυτόν, αλλά εκείνος παραμένει παραζαλισμένος και αδρανής. Μόνο στην αρχή αμύνεται αδύναμα στο ερώτημα του Ούλριχ (μην αρχίσεις να μου λες ότι η γυναίκα δεν είχε πόλεμο μ’ εμένα κι ότι εγώ δεν είχα πόλεμο μ’ εκείνη. Το ξέρεις καλά, όπως κι εγώ, ότι στον πόλεμο δεν πεθαίνουν μόνο οι στρατιώτες) αλλά προς το τέλος του Σαββατοκύριακου παίρνει δυναμικά το λόγο (παρόντος του Φερντινάντο) και ξεδιπλώνει την ιδεολογία του δικαιώνοντας τον μαχητικό Μάρκο και τις προσδοκίες του (ήμασταν υποχρεωμένοι ν’ αγωνιστούμε. Οι γονείς μας προσαρμόστηκαν κι απέφυγαν την αντίσταση από δειλία/απλώς δε μας επιτρεπόταν να μένουμε αδρανείς όταν στο Βιετνάμ έκαιγαν τα παιδιά με ναπάλμ, στην Αφρική πέθαιναν από την πείνα, στη Γερμανία τα τσάκιζαν μέσα στα άσυλα. Πώς το κράτος έδειχνε με όλο και μεγαλύτερο θράσος το απαίσιο προσωπείο της εξουσίας, της καταπίεσης των διαφωνούντων, των δυσπροσάρμοστων, των αχρηστεμένων).
Πιο ξεκάθαρος εκφραστής της ακροαριστερής ιδεολογίας ο Μάρκο:
«Σίγουρα νομίζεις ότι η ενδεκάτη Σεπτεμβρίου ήταν ένα τρελό μουσουλμανικό εγχείρημα. Κι όμως, χωρίς την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου δε θα είχε συμβεί τίποτα απ’ όλα τα καλά που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια. (+++…) Ο κόσμος χρειάζεται πότε πότε ένα τράνταγμα για να έρθει στα συγκαλά του. Όπως και οι άνθρωποι. Ο πατέρας μου μετά το πρώτο του έμφραγμα ζει επιτέλους τόσο λογικά όπως έπρεπε να είχε ζήσει πάντα. Άλλοι χρειάζονται γι’ αυτό δυο και τρία εμφράγματα».
«Μερικοί πεθαίνουν κιόλας από έμφραγμα».
«Όποιος πεθαίνει σήμερα από έμφραγμα ευθύνεται ο ίδιος. Καληνύχτα.»

Το βιβλίο δε δίνει απαντήσεις στα επίμαχα αυτά ζητήματα. Προσωπικά, πιστεύω ότι πρόθεση του συγγραφέα ήταν να «ζωγραφίσει», να περι-γράψει με την πρώτη σημασία της λέξης, το κοινωνικό φαινόμενο της «βίας στη βία των ισχυρών». Θέτει τα ερωτήματα με όλες τους τις αποχρώσεις, και μόνο έμμεσα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει μια ιδεολογική τοποθέτηση του Σλινκ, δεδομένου ότι τονίζεται η ανθρώπινη πλευρά, η καθημερινότητα, τα συναισθήματα. Γι’ αυτό και η ασήμαντη μέσα στην παρέα του Γιοργκ δασκάλα που φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας, η Ίλζε, έχει ωστόσο μια σημαντική θέση στο βιβλίο. Είναι η «συγγραφική» ματιά, ένα alter ego του συγγραφέα. Ένας σιωπηλός παρατηρητής που προσπαθεί να κατανοήσει τα βαθύτερα κίνητρα των ηρώων, τα συναισθήματά τους, τη «φωτεινή και τη σκοτεινή» πλευρά. Αφορμώμενη από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου επεξεργάζεται το υποθετικό σενάριο ότι "ένας άντρας αργεί να πάει στο γραφείο όπου δουλεύει, σ’ έναν από τους δυο πύργους, και βρίσκει την ευκαιρία, καθώς θα λογαριάζεται νεκρός απ’ όλον τον κόσμο, να ξεφύγει από την παλιά του ζωή και ν’ αρχίσει μια καινούρια". Αυτή η σκέψη τής δίνει την έμπνευση να μυθιστοριοποιήσει τη ζωή του παλιού σύντροφου Γιαν, που υποτίθεται ότι αυτοκτόνησε επισύροντας την περιφρόνηση (δεν πετάει κανείς τη ζωή του για αστικούς ψευτοσυναισθηματισμούς, όταν μπορεί να την αφιερώσει στον μεγάλο αγώνα), αφήνοντας όμως πίσω του ένα πυκνό μυστήριο.
Μέσα από τα γραπτά κείμενα της Ίλζε, που παρατίθενται αυτούσια, βλέπουμε την πιο «σκληρή» όψη του θέματος. Παρακολουθούμε τον Γιαν, έστω υποθετικά, βήμα -βήμα (μπορούσε –η Ίλζε- με τη δική του ιστορία να διηγηθεί τη γνωστή ιστορία της τρομοκρατίας στη Γερμανία/θα μπορούσε επίσης να εξιστορήσει και ό, τι δεν είχε ερευνήσει, αλλά έπρεπε να το φανταστεί/τι τέλος θα έπρεπε να δώσει στην ιστορία; Θα συλληφθεί ο Γιαν; Θα σκοτωθεί;).

Είναι ένας πολύ έξυπνος τρόπος του Σλινκ να καταπιαστεί με το θέμα στην πιο ακραία του διάσταση διασώζοντας τη υποκειμενικότητα και, μέσω της αμηχανίας της συγγραφικής ματιάς της Ίλζε, τη σχετικότητα της «ιστορίας». Τις «πολλές ματιές». Έτσι, η Ίλζε, και μέσα απ’ αυτήν ο ίδιος ο Σλινκ προσπαθεί να ερμηνεύσει τον ψυχισμό του Γιαν, ο οποίος σκορπάει μεν τη φρίκη, αλλά όταν ξυπνάει πια από τη νάρκωση δραπετεύοντας σε μια νέα ταυτότητα,

οι παλιοί του φόβοι είχαν χάσει το αντικείμενό τους, ένιωθε ανάλαφρος κι ελεύθερος. Τέρμα πια στους ψεύτικους συμβιβασμούς της παλιάς του ζωής. Επιτέλους ζούσε μέσα στην αυταπάρνηση, στην απολυτότητα, στη μοναδικότητα του αγώνα. Ήταν ελεύθερος, δε χρωστούσε σε κανέναν, δεν είχε υποχρέωση σε καμιάν αγάπη, σε καμιά φιλία, σε κανένα σεβασμό, το μόνο του καθήκον ήταν ν’ αφοσιωθεί στην αποστολή. Τι ευτυχία! Τι μεθύσι ελευθερίας!

Όλα τα παραπάνω τα σημειώνω ως αξιόλογα στοιχεία του μικρού αυτού βιβλίου. Γιατί υπάρχουν αντίστοιχα στοιχεία που παραξενεύουν, για να μην πω κουράζουν: υπερβολικά φορτωμένες οι σχέσεις (ο αδελφός αγαπά την αδελφή, αλλά η αδελφή έχει και σχέσεις με τη φίλη, η αδελφή καταδίδει τον αδελφό και παρακαλεί αυτόν που είναι ερωτευμένος με τη φίλη να πει ότι αυτός πρόδωσε, κλπ. –έλεος! Γιατί τόσο πολύπλοκα;). Παραξενεύει επίσης η στρατιωτική πειθαρχία με την οποία ζουν την καθημερινότητά τους οι αντισυμβατικοί -έστω πρώην -επαναστάτες (μόλις έπαψε ο ήχος του σαξοφώνου και η Κριστιάνε πάτησε το κουμπί στη μικρή φορητή της συσκευή, οι περισσότεροι την αποχαιρέτησαν. «Καληνύχτα». –«Καλόν ύπνο» (!!!!!)). Δέχομαι βέβαια ότι πρόκειται για μια νοοτροπία έξω από το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο, αλλά μήπως είναι λίγο υπερβολικό; αξιοπρόσεκτο επίσης το πόσο ψυχρή και μηχανική παρουσιάζεται η πράξη του έρωτα σε δυο περιπτώσεις, αλλά ακόμα πιο αξιοπερίεργη η πειθήνια προσέλευση στην πρωινή προσευχή της πάστορος Κάριν. Ακόμα και το γεγονός ότι μέσα στους φίλους υπάρχει μία επίσκοπος αναρωτιέσαι αν έχει κάποια σημασία. Γιατί μόνο στο στόμα της Κάριν θα μπορούσε ο Σλινκ να βάλει τα παρακάτω λόγια, που ίσως εκφράζουν τις βαθύτερες πεποιθήσεις του:
Όταν οι αλήθειες είναι οδυνηρές και δεν μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε, όλοι έχουμε τα ζωτικά μας ψεύδη και το σωστό είναι να βλέπουμε και να σεβόμαστε την αλήθεια και τις οδύνες του άλλου, που αποκαλύπτουν τα ζωτικά του ψεύδη. Από την άλλη μεριά τα ζωτικά ψεύδη δεν αποκαλύπτουν μόνο οδύνες αλλά και τις προκαλούν. Όπως μας εμποδίζουν να δούμε τον εαυτό μας, μπορούν να μας εμποδίσουν να δούμε τον άλλο και ν’ αφήσουμε τον άλλον να μας δει. Η πάλη για την αλήθεια είναι αναγκαία.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Μαΐου 12, 2009

Eros, Helmut Krausser

Κάποια στιγμή η ζωή μετατρέπεται σε διήγηση
αλλά δεν υπάρχει κανείς που να μπορείς να του διηγηθείς,
που να ακούει

Η ιστορία ενός έρωτα παράφορου, ακραίου και μονόπλευρου, επομένως απεγνωσμένου. Ενός έρωτα που ακολούθησε ως εμμονή όλη την ταραχώδη ζωή του Αλεξάντερ φον Μπρύκεν, μέχρι τον θάνατό του· που παρέμεινε ανεκπλήρωτος και θερμάνθηκε σ΄όλη τη διάρκεια των 70 χρόνων (από τη στιγμή που εκδηλώθηκε) μόνο από δυο τρία εκβιαστικά φιλιά, το πρώτο μάλιστα μετά από συναλλαγή 50 μάρκων! (ποσό τεράστιο, δεδομένου ότι βρισκόμαστε στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο).
Ο παθιασμένος ήρωας είναι πια στο τέλος της ζωής του, πάμπλουτος αλλά απομονωμένος και καλεί στη βίλα του τον συμπρωταγωνιστή/ αφηγητή, νεαρό συγγραφέα, παραγγέλλοντάς του να συγγράψει την προσωπική του ιστορία. Έτσι ξεκινά ένας κύκλος αφηγήσεων του Αλεξάντερ, που διακόπτεται από τα σχόλια και τα συναισθήματα του συμπρωταγωνιστή. Έχουμε δηλαδή δυο συγγραφικά «εγώ», μια πρωτότυπη δομή που διασφαλίζει την …υποκειμενικότητα του αρρωστημένου έρωτα, ενώ το ύφος είναι προφορικό αλλά μεστό, ευχάριστο, γλαφυρό. Όλ’ αυτά κρατούν τον αναγνώστη σ’ ενδιαφέρον, παρόλο που το περιεχόμενο, ιδιαίτερα προς το τέλος, είναι λίγο τραβηγμένο.
Ο Αλεξάντερ αναλώνει όλη του τη ζωή στο «απόλυτα μεγάλο παιχνίδι». Από τη στιγμή που γνώρισε τη Σόφι, στο καταφύγιο όπου κρύβονταν ως παιδιά κατά τη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών, νιώθει να τον τρελαίνει ο έρωτας, και σχεδιάζει κάθε του κίνηση με τόλμη και απίστευτο κόστος, για να τη φέρει κοντά του. Ένας έρωτας παραλυτικός, τον οποίο καταφέρνει ο ήρωας με τον λυρισμό του να τον κρατήσει ανέπαφο, να τον μεταφέρει και σε μας, παρόλη την απόλυτη άρνηση που συναντά, άρνηση που γίνεται πολλές φορές και απέχθεια. Τα πενήντα μάρκα που ζήτησε η Σοφία για να δεχτεί το φιλί του Αλεξάντερ εκείνος τα έκλεψε από τον πατέρα του, ευχόμενος «να αντιληφθεί τη κλοπή, θέλοντας να με δείρει για το κακούργημά μου, σαν μια μεγάλη, μεγάλη απόδειξη της αγάπης μου γι’ αυτήν». Το φιλί ήταν μοιραίο όχι μόνο γιατί άναψε τον αγιάτρευτο πόθο στον Αλεξάντερ, αλλά και γιατί μεταβίβασε τον ιό της ανεμοβλογιάς στη Σόφι, κι όλοι κατάλαβαν την παράδοξη σχέση τους (δεν έκανε και καμιά προσπάθεια ο ήρωας να την κρύψει!). Ύστερα απ’ αυτό η μοίρα τούς απομάκρυνε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Γόνος πλούσιας οικογένειας εργοστασιαρχών, με επαφές με υπουργούς και ανώτατα στελέχη των ναζί, ο Αλεξάντερ μένει μόνος μετά από μια τρομερή οικογενειακή καταστροφή, με διαλείψεις στη μνήμη (αρχικά) αλλά και με μια τεράστια περιουσία. Χωρίς κανένα είδος κοινωνικής συνείδησης (αντίθετα με τη Σόφι, που λόγω της κοινωνικής της τάξης συναναστρέφεται προοδευτικά και ριζοσπαστικά στοιχεία της μεταπολεμικής Γερμανίας), θύμα του ανελέητου πάθους του, αφιερώνει όλο του το είναι στο να την ξαναβρεί και να ακολουθήσει τα ίχνη της.
Την ψάχνει απεγνωσμένα, την παρακολουθεί κρυφά, την ξανασυναντά μετά από πολλά χρόνια κλαμένη για έναν άτυχο έρωτα κι αποτολμά να χτυπήσει το κουδούνι της:
Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω για να το καταλάβετε, θα έπρεπε να ανατρέξουμε σε μυθικές υπερβολές. Έτσι πρέπει να ένιωσε ο Ορφέας όταν ξαναείδε την Ευρυδίκη στον Άδη (…)· έτσι ένιωσα τότε, στο τέλος ενός μεγάλου ταξιδιού. Μέσα στο κεφάλι μου ατελεύτητα πυροτεχνήματα, το νόημα της ύπαρξής μου με σάρκα και οστά βρισκόταν μπροστά μου, συμφιλιωμένος με κάθε πόνο, προικισμένος με τη βαθύτερη γνώση του κόσμου, (…) για να το πω τετριμμένα: τόσο μεγάλη ανάταση ένιωσα μέσα μου.
Την παρηγορεί, την καλεί σπίτι του όπου για να πάνε έχει ήδη …ναυλωμένο αεροπλάνο (όπως καταλαβαίνετε, είχα τρελαθεί τελείως, μόνο στα πιο τολμηρά μου όνειρα είχα την προσδοκία να βγάλω τη Σόφι από δω μέσα και να την πάρω σπίτι μαζί μου). Κι εκείνη, γιατί άραγε δέχεται; (Αυτό ήταν πάντα το πρόβλημά μου. Οι άνθρωποι που συναντούσα, το πρώτο πράγμα που έβλεπαν σε μένα ήταν οι ευκαιρίες που τους παρείχε η περιουσία μου, μετά εμένα, τον άνθρωπο, ήμουν ένα πλάσμα με κεραίες ευκαιριών, ένα είδος δένδρου των επιθυμιών, ένας υπηρέτης που πραγματοποιεί όνειρα ).

Ο Αλεξάντερ, τώρα πια που αφηγείται τα περιστατικά, έχει επίγνωση, λίγο καθυστερημένα βέβαια, της απίστευτης αφέλειάς του (μα ήμουν αξιαγάπητος, ήμουν γενναιόδωρος, ήμουν καλόκαρδος, ικανός να μάθω, δεν ήμουν άσχημος! Ήμουν όμως και νέος και βλάκας και ασυγκράτητος. Και φυσικά εκτός εαυτού). Την οδήγησε λοιπόν σ’ έναν παραμυθένιο πύργο, όπου την υποδέχτηκαν με τρομακτική επισημότητα ( υπηρέτες με μαύρα κουστούμια, τεράστιο τραπέζι κλπ.). Η Σόφι φυσικά φρίκαρε (εσύ θέλεις να με αγοράσεις σαν άλογο…), έδωσε το δεύτερο εκβιαστικό φιλί και έφυγε πανικόβλητη. Μα δεν έχει εδώ σημασία το τι ακριβώς συνέβη, όσο ο τρόπος που βιώνει ο αφηγητής το πάθος, την ήττα, την ταπείνωση τα αλλεπάλληλα λάθη του. Όλο του το μίσος στρέφεται στον εαυτό του, όχι στη Σόφι, κι αυτό είναι το μεγαλείο του.
Μετά από αυτό το περιστατικό δεν ξανατολμά να εμφανιστεί πια μπροστά της. Στέλνει όμως τον έμπιστό του οικογενειακό οικονόμο, τον Λούκιαν στο Βούπερταλ όπου μένει η Σόφι, να την παρακολουθεί και να τη γνωρίσει. Ο Λούκιαν δένεται μ’ έναν περίεργο τρόπο με τη Σόφι, και δίνει συνέχεια πληροφορίες στον Αλεξάντερ, ο οποίος έχει χάσει πια κάθε έλεγχο (Κάποια στιγμή δεν γελούσα πια, μόνο έκλαιγα. Από αυτολύπηση. Γιατί δεν ήμουν ικανός να κάνω στη ζωή μου κάτι λογικό, γιατί; Θα ξόδευα όλες τις δυνατότητες που μου είχαν δοθεί σ’ ένα πρόσωπο που δεν αισθανόταν τίποτα για μένα; Κάτι που είχε νομιμοποιηθεί ως σαγηνευτική τρέλα, ως διασκεδαστικό παιχνιδάκι, αναπτυσσόταν όλο και περισσότερο σε ξόδεμα μιας ζωής).
Οι δρόμοι από κει και πέρα αποκλίνουν περισσότερο για να συγκλίνουν με διαφορετικό τρόπο (χαρακτηριστικός ο τίτλος του κεφαλαίου «Στο άπειρο οι παράλληλες συγκλίνουν»). Η Σόφι μπλέκεται σε φοιτητικές οργανώσεις και σε διαδηλώσεις, ενώ ο Αλεξάντερ, που έχει βάλει ανθρώπους να την παρακολουθούν βήμα βήμα, φτάνει στο σημείο να μεταμφιεστεί για να τη …σώσει από την επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων σε μια φοιτητική διαδήλωση. Σ’ αυτή τη φάση μάλιστα, της …κράτησε για λίγα λεπτά το χέρι!(Δεν ήθελα το κακό της, δεν ήθελα να εισβάλω στη ζωή της, μόνο πότε πότε να τη βοηθάω λίγο, να την προστατεύω, να τη φροντίζω. Είναι κατακριτέο αυτό; Είναι; Έχει η αγάπη ηθική;)
Η κοινωνική αντίθεση φτάνει στο αποκορύφωμά της: ο Αλεξάντερ γίνεται σταδιακά σημαίνον πρόσωπο με μεγάλη επιρροή και πλούτο αλλά πάντα ιδιόρρυθμος (η φήμη μου, ενός λοξού ιδιότροπου που, κρυμμένος από τον κόσμο, υπάρχει ως σκοτεινή θεότητα, έγινε θρύλος/ το όνομά μου, που ήταν από παλιά μισητό, έγινε η ενσάρκωση του καπιταλιστή δικτάτορα κλπ.), ενώ η Σόφι, χώνεται όλο και πιο βαθιά σε φεμινιστικές και αριστερίστικες οργανώσεις ώσπου καταζητείται ως ύποπτη για σοβαρές εγκληματικές πράξεις! Όταν μπαίνει για τα καλά στην παρανομία (Ερυθρές Ταξιαρχίες) καταζητείται. Δίνεται εδώ η ευκαιρία στον Krausser να σκιαγραφήσει την κατάσταση στη Γερμανία της Μπάαντερ Μάινχοφ αλλά και της Στάζι. Ο Αλεξάντερ νομίζει για χρόνια ότι η Σόφι έχει πεθάνει και φυτοζωεί, μεγαλοπρεπώς πάντως. (Η ευτυχία έχει να κάνει και με την αυταπάτη +++, σελ. 323).
Η υπόθεση μπερδεύεται με τραγελαφικό τρόπο, γιατί η παράνομη οργάνωση χρησιμοποιεί τη Σόφι ως δόλωμα για ν’ απαγάγουν τον Αλεξάντερ, η Σόφι του τηλεφωνά για να τον αποτρέψει, κι εκείνος, θύμα της έκπληξης και του έρωτά του έρχεται πειθήνια στο ραντεβού μαζί με το υπέρογκο ποσό των λύτρων! Η εξέλιξη γελοιοποιεί ακόμα περισσότερο τον ήρωα, γιατί κανείς δεν ήρθε ποτέ στο ραντεβού… (έχετε το ελεύθερο να με περιγράψετε ως έναν τρελό. Μην κάνετε οικονομία στην κωμικότητα)
Μετά την αυτοκτονία της Ουλρίκε Μάινχοφ, η Σόφι φυγαδεύεται στην Ανατολική Γερμανία. Αλλάζει το όνομά της και ζει στην αφάνεια, όλοι χάνουν τα ίχνη της. Ο Krausser περιγράφει με πολύ χαρακτηριστικές σκηνές το ιδιόμορφο πολιτικό σκηνικό των δυο Γερμανιών. Οι ήρωες ξανασυναντιούνται μετά πολλά χρόνια, όταν ο Αλεξάντερ ανακαλύπτει την αγαπημένη του και με χίλιες δυσκολίες καταφέρνει να τη φυγαδεύσει με τη μέθοδο «ψητό κατάψυξης» (πτώμα ανθρώπου που έχει πεθάνει από βαριά εγκαύματα, και δεν αναγνωρίζεται). Ο μεταμφιεσμένος Αλεξάντερ καταφέρνει να της δώσει το τρίτο φιλί της ζωής του (ακόμα και σήμερα δεν ξέρω αν με αναγνώρισε εκείνη τη στιγμή, υπήρχε μια ελαφριά λάμψη στο πρόσωπό της, σκέφτηκα ότι ίσως, δεν ξέρω, το φιλί όμως θεέ μου,το φιλί-)
Φυσικά η Σόφι εξαφανίζεται. Δεν την κυνηγά άλλο πια ο Αλεξάντερ. Αποσύρεται στον πύργο του και αναμασά τα συναισθήματά του: (σελ. 437) Είναι ωστόσο ευχαριστημένος, αν και κατηγορεί για κάποια πράγματα τον εαυτό του. Τη ζωή του την καθόρισε ο έρωτας , αυτή είναι μια περίπλοκη, πολύπλευρη δύναμη, που στο τέλος σε διαλύει, με το συναίσθημα όμως ότι δεν είσαι ολομόναχος και ασήμαντος.

Ήταν λίγο τραβηγμένη η ιστορία, ίσως όχι πολύ αληθοφανής, όπως κρίνει και ο librofilo. Ο αθεράπευτος, μονόπλευρος έρωτας θυμίζει το «Παλιοκόριτσο» του Λιόσα, ή τον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας» του Μαρκές. Όμως, η εξομολογητική «φωνή» του Αλεξάντερ δίνει όλες τις διαστάσεις, τη γελοιότητα και το μεγαλείο αυτού του ταπεινωτικού και αδιέξοδου έρωτα. Τόσο πολύ καταξιώνεται όλη του η ζωή μέσα απ’ αυτόν, που αισθάνεται την ανάγκη να τον διαιωνίσει μέσα από τη συγγραφή. Ο νεαρός συγγραφέας είναι ελεύθερος να διασκευάσει όπως εκείνος θέλει το πρωτογενές υλικό (αφηγήσεις, ντοκουμέντα, μαγνητοταινίες), αλλά αποφασίζει να μην «εξωραΐσει», να μην αλλοιώσει τα λεγόμενα του ήρωα, να καταγράψει απλώς τα λόγια και τις αντιδράσεις, καθώς κι όλες τις «πηγές» που του παρέχει ο Αλεξάντερ. Όπως άλλωστε ο ίδιος ο – μυθιστορηματικός- συγγραφέας εκμυστηρεύεται στον Λούκιαν,
«η εξουσία που θα ασκήσω εγώ ως συγγραφέας είναι αντίστοιχη με εκείνη που άσκησε ο Αλεξάντερ πάνω στην πραγματικότητα». Στην απάντηση του Λούκιαν «με τη βοήθειά σας (ο Αλεξάντερ) θα μετατρέψει τα πάντα σ’ ένα έργο τέχνης», εκείνος απαντά:
Τα έργα τέχνης είναι ένα ψέμα. Ίσως θα ήταν καλύτερα να έμενε η ιστορία αποσπασματική · μόνο τα αποσπάσματα διατηρούν, με την έννοια του ρήματος, μια οπτική της αλήθειας.
Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Πολύ αξιόλογη η παρουσίαση της anagnostrias εδώ.

Πέμπτη, Μαΐου 07, 2009

στη σκιά της πεταλούδας, Ισίδωρος Ζουργός

Πρωτότυπο κι ελκυστικό φάνηκε το θέμα αρχικά: ένας άντρας και μια γυναίκα εγκλωβίζονται στο ασανσέρ ενός δημόσιου κτιρίου, παραμονές 15αύγουστου. Αποκλείονται εκεί μέσα για τρεις μέρες χωρίς να μπορούν να ειδοποιήσουν κανέναν. Παρακολουθούμε τις αντιδράσεις τους, τα συναισθήματά τους, τη γνωριμία τους, τη σχέση τους. Παράλληλα, φαίνεται να εξιστορεί ο καθένας τη δική του οικογενειακή ιστορία, από προπάππου προς πάππο (για να περνά και η ώρα, μια που πάντα ο εγκιβωτισμένος χρόνος περνάει αργόσυρτα και τυραννικά), αν κι εντέλει η αφήγηση είναι απρόσωπη, χωρίς την οπτική γωνία κάποιου αφηγητή. Έτσι, μ’ αυτό το τέχνασμα, βλέπουμε να «εγκιβωτίζονται» πολλές διαφορετικές ιστορίες, από την οικογένεια της Ελένης και από την οικογένεια του Μάρκου. Αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί διατρέχουμε μια καυτή ιστορική περίοδο ενός περίπου αιώνα, όπου βλέπουμε την τύχη μιας οικογένειας προσφύγων (από Ανατολική Ρωμυλία/περιοχή Αδριανούπολης) και μιας οικογένειας ντόπιων από το Βελβεντό της επαρχίας της Κοζάνης.
Το ύφος του συγγραφέα είναι συναρπαστικό σε γενικές γραμμές, και τις περισσότερες ιστορίες τις παρακολουθεί κανείς με ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα η ιστορία των προπαππούδων που καταδεικνύει την ασάφεια στα σύνορα, την έλλειψη αυτού που σήμερα ονομάζουμε «εθνική συνείδηση», τη ρευστή ταυτότητα σε περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο συμβίωνε με άλλες εθνότητες (εκείνα τα χρόνια της σφαγής οι ένοπλοι στο βουλγαρικό κομιτάτο τους έλεγαν Γραικομάνους όλους αυτούς που ήταν κουβάρι ανάμεσα σε δυο γλώσσες/ αυτοί όμως δεν προλάβαιναν να ονοματίσουν τον εαυτό τους, καθώς πάλευαν να επιβιώσουν μέσα στις παγωνιές των βουνών και στα μαχαιρώματα κλπ.). Έχουμε την ευκαιρία να δούμε μυθιστορηματικά μια ιστορική περίοδο σκοτεινή για τη βόρεια Ελλάδα, εφόσον ο θρυλικός προπάππος του Μάρκου (ο «δολοφόνος του λύκου»), το σκάει και από τον τουρκικό αλλά και το βουλγαρικό στρατό, από την Αδριανούπολη περνά στην Ανατολική Ρωμυλία για να βρει κάτι χαμένους συγγενείς (Καβακλή, Τσικούρκιοϊ), και να καταλήξει τελικά σ’ ένα χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη (η ζωή του όλο νύχτες), ενώ η γιαγιά της Ελένης, η Ζώικα (η πιο ενδιαφέρουσα κι ολοκληρωμένη μορφή όλου του βιβλίου), διασώζεται μ’ έναν απίστευτο τρόπο από την πυρκαγιά που βάλαν οι εξαρχικοί στο χωριό της, το Βελβεντό, και αφού περιπλανήθηκε και δούλεψε σα «δουλικό» εφτά χρόνια στη Λάρισα επέστρεψε στο χωριό για να βρει μόνο τον ένα της αδελφό και τη μάικα (Κωνσταντή, τι αστεία είναι αυτά; -και δε μπορεί κανείς στη στιγμή αυτή, της συνάντησης μάνας και κόρης να μη σκεφτεί το τραγούδι του νεκρού αδερφού). Διατρέχουμε στη συνέχεια την περίοδο του πολέμου, βλέποντας παράλληλα πολλούς τύπους ανθρώπων (από τη μια ο Παναγιώτης φυλακίζεται στην Ακροναυπλία για τις αριστερές του ιδέες, απ’ την άλλη ο Νίκος γίνεται φαλαγγάρχης στην ΕΟΝ), ενώ δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον ασυμβίβαστο, αντιφασίστα και «φονιά» Ηλία (άλλη έντονη προσωπικότητα), τον θείο του Μάρκου. Η αγωνία αυξάνεται όσο προχωράει το βιβλίο καθώς φτάνουμε στην προσωπική ιστορία των πρωταγωνιστών, για τους οποίους αναρωτιόμαστε αν θα διασωθούν εντέλει.
Πρωτότυπη η δομή (τρεις παράλληλοι άξονες αφήγησης, κατά συμμετρικό τρόπο γύρω από το «τώρα») και καλοστημένη. Μέσα στις αρετές του συγγραφέα η δημιουργία ατμόσφαιρας, μια ευκολία να περιγράφει ρευστές, συγκεχυμένες καταστάσεις, γεύσεις, μυρωδιές, να στήνει σκηνικά «παρακμιακά». Πάμπολλοι χαρακτήρες παρελαύνουν, πέρα από τους πρωταγωνιστές, χαρακτηριστικοί τύποι όπως η «αηδονολαλούσα μάικα» (ένας στρόβιλος τα λόγια της από τρυφερές προσταγές, νανουρίσματα, τραγούδια και ταχταρίσματα), η «ξυλοχέρα» Χρυσούλα, η υποταγμένη αλλά τίμια και μαχητική με τον τρόπο της Κασσιανή, η Αγγελική, ο Παναγιώτης, η Αντωνία κ.α. ένα «κοινωνικό μωσαϊκό» ανθρώπινων τύπων, των οποίων βλέπουμε ολοκληρωμένη τη ζωή από όταν είναι μικρά παιδιά μέχρι που αποβιώνουν, καθώς η ιστορία τού ενός μπλέκεται με την ιστορία της επόμενης γενιάς.

Παρόλ’ αυτά με κούρασε, ίσως το ότι το διάβασα αμέσως μετά την «αηδονόπιτα» ήταν η αιτία να αναφανούν πιο έντονα κάποιες αδυναμίες γραφής. Όπως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας στη δεύτερη κιόλας σελίδα, «θα σας πω την ιστορία αυτού του άντρα και μαζί κάμποσες άλλες παλιές, κιτρινισμένες σαν κεντήματα ξεχασμένα στα μπαούλα, ίσως και γιατί αξίζει τον κόπο να ειπωθούν, καμιά φορά με ανοικονόμητο στόμφο». Αυτός ο στόμφος δεν είναι έντονος ούτε χαρακτηριστικός, αλλά κάποιες φορές χρωματίζει την αφήγηση χωρίς λόγο. Είναι δηλαδή κάπως φλύαρο το γράψιμο, λέει περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε, χωρίς ν’ αφήνει κάποια πράγματα να εννοηθούν. Π.χ. η αναφορά στη σκιά της πεταλούδας γίνεται πολλές φορές, ενώ στο επίμετρο ο συγγραφέας κάνει σχεδόν ανάλυση. Αλλά και η υπόθεση είναι φλύαρη, δηλαδή λίγο φορτωμένη, λίγο μπαρόκ: ενώ η λεπτομέρεια είναι όμορφα δουλεμένη κι ένα ένα στοιχείο είναι κομψοτέχνημα, το σύνολο είναι παραφορτωμένο. Από κάποιο σημείο και μετά νιώθεις ότι το άγχος του συγγραφέα να τα «περιλάβει όλα», να συμπληρώσει το μωσαϊκό είναι εις βάρος της αυθόρμητης έμπνευσης.
Μια τέτοια αφήγηση (για την ακρίβεια πρόκειται για δυο διαφορετικές γραμμικές αφηγήσεις που ουσιαστικά δε συναντιούνται) παρουσιάζει αναγκαστικά την εξής αδυναμία: κάποιες «νεκρές περίοδοι» αποτυπώνονται συνοπτικά, δηλαδή ο χρόνος συμπυκνώνεται. Δε ξέρω αν πρόκειται για αδυναμία στην αφήγηση, πάντως εμένα δε …μ’ αρέσει. Μου αρέσει ο χρόνος όπως ξεδιπλώνεται μέσα από το ρυθμό αφήγησης, να είναι «ίδιος», να μην υπάρχουν πολλές εναλλαγές (δηλαδή να μην περνάει μια μέρα σε 15 σελίδες και 10 χρόνια σε μία), γιατί είναι σαν ένα μουσικό κομμάτι ν’ αλλάζει συνέχεια ρυθμό.
Τέλος, όσο αφορά το «σήμερα», δηλαδή την ιστορία που εξελίσσεται μέσα στο ασανσέρ, στην αρχή η περιγραφή της κατάστασης και των συναισθημάτων ήταν συναρπαστική, αλλά στη συνέχεια η ελευθερία των δύο ηρώων (π.χ. την πρώτη βραδιά η γυναίκα κοιμήθηκε …γυμνή!) και η ερωτική τους προσέγγιση μου φάνηκε παρατραβηγμένη. Η όλη ιστορία, ο τρελός έρωτας και η κατάληξη του πρωταγωνιστή να ζητήσει την κηδεμονία του γιου της Ελένης (ευτυχώς δεν έγινε) δεν ήταν καθόλου πειστικά.

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Μαΐου 01, 2009

906 λέξεις για τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου

Για τον Επιτάφιο είναι δύσκολο να γράψει κανείς. Δύσκολο, γιατί πρόκειται για το πένθος και κανείς δε μπορεί να καθορίσει τη σχέση του άλλου με αυτό το οριακό συναίσθημα. Ο Ρίτσος μοιρολόγησε με τρόπο απόλυτα βιωματικό και μας έδωσε μοναδικούς στίχους συναίσθησης. Εικόνες μιας ζωής που χάθηκε ή καλύτερα που δεν πρόλαβε να βιωθεί χορταστικά. Τα συνεχή ερωτηματικά στους στίχους θέτουν ζητήματα για το θάνατο, για την αδικία, για τη στέρηση, για τον καημό, για τη θλίψη, για τον πόνο. Κυριαρχεί το παράπονο για την απώλεια του αγαπημένου γιου και οι συγκινήσεις κορυφώνονται, εναλλάσσονται με το χρόνο των ρημάτων να δίνει τη δική του ποιητική έκφραση στο χρόνο της ζωής. Το παρόν της οδύνης, το παρελθόν της ζωής και το μέλλον της απώλειας. Οι εικόνες είναι καθημερινές, από τη ζωή του απλού ανθρώπου της δουλειάς, από τη φύση στην πιο «ταπεινή» έκφρασή της, από όλα αυτά τα πεζά πράγματα που δε δίνουμε σημασία και που δύσκολα γίνονται ποίηση. Τυχαία ανθολογώ ένα δίστιχο από κάθε ένα ποίημα του Επιτάφιου.

1. Πουλί μου εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σα καλάμι;
2. Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;
3. Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα να μη θαμπώσει δάκρυ,
4. Γιε μου, ποια Μοίρα στόγραψε και ποια μου τόχει γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν’ ανάψει;
5. Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
6. Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γυαλιού δε φτάνουν τα χαλίκια.
7. Κανείς μη γγίξει απάνω του, παιδί μου είναι δικό μου.
Σιωπή· σιωπή κουράστηκε, κοιμάται το μωρό μου.
8. Να ταΐζω σε στη φούχτα μου σπιρί – σπιρί τη ζωή μου
και μες στον ίσκιο σου να ζω, καμαρωτό δεντρί μου.
9. Ω, Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα
βοήθεια στο γιο μου θάστελνες τον Άγγελο από πέρα.
10. Και νάσου, ένα ανοιξιάτικο πουρχόταν συγνεφάκι
στα γόνατά σου να τριφτεί σαν άσπρο προβατάκι.
11. Ένιωθα πάνω μου βαθύς ο θόλος ν’ ανασαίνει
και τ’ άστρα ως να με χτένιζαν με σιντεφένιο χτένι,
12. Και πάλι η έρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, εσύ να λείπεις
κι ακόμα εγώ νάχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης
13. Σαν το λιοντάρι δυνατός, κ’ ήρεμος σαν πιτσούνι
κ’ η ανάσα σου ως αποσπερνό του κοπαδιού κουδούνι.
14. Και μόνο τα δυο μάτια μου σε παίρναν το κατόπι
σα δυο πιστά, πικρά σκυλιά που τάσκιαζαν οι ανθρώποι.
15. Το φύκι σπάει κι ο ωκεανός με σέρνει στα νερά του
κι ουδέ γνωρίζω τώρα ποιο το πάνου, ποιο το κάτου.
16. Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
Την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.
17. Την άχνα απ’ την ανάσα σου νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κ’ ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.
18. Πουλί μου, χίλιες δυο ζωές με σένανε με δένουν,
κι όσοι αγαπιούνται, και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν.
19. Να δεις, να πεις, να το χαρείς ακέριο τ’ όνειρό σου
να στέκεται ολοζώντανο κοντά σου, στο πλευρό σου.
20. Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιέ μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Γενικότερα, η σχέση μου με το Γιάννη Ρίτσο είναι παράξενη. Ας μη φανεί ιεροσυλία, αλλά μου γίνεται λίγο κουραστικός. Και τώρα που το έγραψα θα πρέπει να το δικαιολογήσω και μετά να το «διορθώσω», πράγμα δύσκολο, γιατί η πρώτη κουβέντα σηκώνει το βάρος των εντυπώσεων.
Λοιπόν, μου έρχεται στο μυαλό μια κουβέντα του Ηλία Πετρόπουλου, ο φλύαρος Γιάννης Ρίτσος γραφεί, το θυμάμαι, όταν το διάβασα μου φάνηκε ότι εξηγεί με τον πιο απλό και κατανοητό τρόπο την ποίηση του Ρίτσου. Ο ποιητής ερμηνεύει τον εαυτό του, δε μένει τίποτα να εννοήσεις ή να φωτίσεις με το δικό σου τρόπο, αυτό ένιωθα όταν τον πρωτοδιάβασα. Απουσιάζει η πυκνότητα των νοημάτων, των εικόνων και των συγκινήσεων. Αυτό βέβαια έχει και την άλλη πλευρά. Ο Ρίτσος δεν κρύφτηκε, στρατεύτηκε στον δικό του αγώνα και στην κομμουνιστική ιδεολογία. Η φιγούρα του στα μεταπολιτευτικά μπαλκόνια των συγκεντρώσεων του Κ.Κ.Ε ήταν παρούσα. Ο Ρίτσος χρέωσε με τιμιότητα όλη του τη ζωή στον αγώνα που πίστεψε, χρέωσε και την ποίησή του. Και είναι σπάνια μια τέτοια στάση στους καιρούς που σωπαίνουν οι ποιητές.
Ο Ρίτσος μάλλον δημιουργεί συγκίνηση της θλίψης που προκαλεί η κοινωνική αδικία, η αίσθησης του αδικημένου που τυραννιέται ενώ δικαιούται να χαίρεται. Αγωνίζεται για τις προϋποθέσεις της χαράς, αλλά η χαρά απουσιάζει από τους στίχους του. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της ποίησής του είναι φανερός και δε γίνεται να παραγνωριστεί, πολύ περισσότερο δε γίνεται να αποσιωπηθεί. Μέσα στους στίχους του βρίσκεται ο καθημερινός άνθρωπος που παλεύει για τη ζωή του. Απέναντι στην ελληνικότητα της αστικής ιδεολογίας ή τη λογοπαικτική διαφοροποίηση του ελληνισμού που διαμορφώνει ο Σεφέρης, ο Ρίτσος αντιτάσσει τη Ρωμιοσύνη του και συνδέει το μίτο των στίχων του με τα βαθύτερα λαϊκά στοιχεία του πολιτισμού. Μοιάζει σαν οι άλλοι να ντρέπονται για την αλήθεια αυτού του τόπου, την οποία ο Ρίτσος κάνει ποίηση ακόμα και στους τίτλους των έργων του: τρακτέρ, το τραγούδι της αδελφής μου, οι γειτονιές του κόσμου, η αρχιτεκτοική των δέντρων, οι γειτόνισσες και η θάλασσα, το παράθυρο, κάτω από τον ίσκιο του βουνού… Όμως, όλα αυτά ξεκινούν από θέση ήττας, αποπνέουν την αίσθηση ενός χαμένου παιχνιδιού που τους όρους του διαμορφώσαν άλλοι. Και ο Ρίτσος γίνεται συνώνυμο της σύγχρονης ιστορίας μας.