Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14, 2023

Πικρή ζωή, Luciano Bianciardi

     Θα επιχειρήσω να γράψω την ιστορία της ζωής μου, δεν εννοώ το βιβλίο της ζωής μου, αλλά τη σελίδα, σκάβοντας, όπως το σαράκι ροκανίζει το πόδι ενός τραπεζιού. (…) Θα επιχειρήσω ένα ολότελα δικό μου λογοτεχνικό pastiche παντρεύοντας τοπικές διαλέκτους, ανακαλώντας σε μία μόνο φράση τον ποιητή Μπορκέλο και τον Ραμπελέ (…)
     Θα σας δώσω μια πλήρη αφήγηση –προσοχή όμως, ο ορισμός αυτός είναι προσωρινός -, στην οποία ο αφηγητής εμπλέκεται στην αφήγησή του ως αφηγητής και ο αναγνώστης ως αναγνώστης, και οι δυο μαζί εμπλέκονται από κοινού ως άνθρωποι ζωντανοί, φορολογούμενοι, πολίτες απολυμένοι από τον στρατό, με λίγα λόγια άνθρωποι ολοκληρωμένοι.
     Ένας νεαρός από κάποιο χωριό της Τοσκάνης, διανοούμενος και ρομαντικός, με τα όνειρα των νεαρών αναρχικών Ιταλών της δεκαετίας του ’60 για έναν δίκαιο κι ελεύθερο κόσμο, αφήνει πίσω του γυναίκα και παιδί και μεταβαίνει στο βιομηχανικό Μιλάνο -που εκείνη την εποχή ζει το «οικονομικό μεταπολεμικό θαύμα»-, με σκοπό τον βιοπορισμό, αλλά έχοντας μια προσωπική μυστική αποστολή: να εκδικηθεί τον φρικτό θάνατο 43 μεταλλωρύχων της περιοχής του, που πέθαναν από την αδιαφορία και την πλεονεξία των υπεύθυνων[1]. Η αστική ζωή όμως, σαν δίνη, θα ρουφήξει στους ρυθμούς της τον νεαρό ήρωα, καθώς ο βιοπορισμός είναι ένας στόχος από μόνος του εξαντλητικός, και σιγά σιγά η ανάγκη για εκδίκηση/δικαίωση των νεκρών/δικαιοσύνη θα μετασχηματιστεί, θα αλλάξει νόημα και θα κατασταλάξει σε διαφορετικές μορφές πάλης. Ο Μπιαντσάρντι περιγράφει με οξυδέρκεια και παρατηρητικότητα τον αγώνα της επιβίωσης σε «ένα νεοκαπιταλιστικό, νεορομαντικό ή νεοκαθολικό μυθιστόρημα, δική σας επιλογή), δεδομένου ότι το μυθιστόρημα περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.
     Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής, μορφωμένος και καλλιεργημένος -αν πάρει κανείς υπόψη την αγάπη του για την τέχνη, τις καίριες παρατηρήσεις για την ιστορία του τόπου, τα κτίρια, τα βιβλία, τη γλώσσα-, είναι μεταφραστής (όπως άλλωστε και ο συγγραφέας) και έχει μετακομίσει σε συνθήκες φοιτητικές στη συνοικία Μπρέρα του Μιλάνου, που χαρακτηρίζεται ως «συνοικία των καλλιτεχνών» -εκεί άλλωστε έζησε και ο ίδιος ο Μπιαντσάρντι. Συγκατοικεί με νεαρούς καλλιτέχνες μποέμ, με νεαρούς Βάσκους, σε μια μικρή κοινότητα όπου κουμάντο κάνει η σπιτονοικοκυρά τους, η κα ντε Σίο, δουλεύει χαλαρά και βολτάρει με τις παρέες, αλλά η βαθύτερη σκέψη του είναι «στην αποστολή του»: Ο τετραπλός μεγάλος πύργος στο κέντρο του Μιλάνου με τα αλεξικέραυνα, τις κεραίες και τα ραντάρ, ένα ολόκληρο φρούριο, με το έμβλημα -αξίνα και αποστακτήρας- που κάποτε δέσποζε (τώρα είναι μια μουτζούρα) είναι το κέντρο ελέγχου των τεράστιων ορυχείων της περιοχής (χαλκού, μολύβδου -απ τον οποίο παραγόταν θειικό οξύ- και λιγνίτη), όπου μετά τον πόλεμο είχαν βρει δουλειά 3.500 εργάτες (ζώντας φυσικά σε τρώγλες). Ο σκληρός ανταγωνισμός, όμως, με τις αγορές της κεντρικής Ευρώπης και της Αμερικής έκανε τις συνθήκες παραγωγής απάνθρωπες (γλαφυρότατες οι περιγραφές του αφηγητή μας) με αποτέλεσμα να εκραγεί με μαθηματική ακρίβεια το ορυχείο που βρισκόταν κοντά στο χωριό του ήρωα (εγώ βρέθηκα στα σκαλοπάτια του κυλικείου, που είχε κιόλας κλείσει, και μου φαινόταν αδιανόητο πως όλα είχαν τελειώσει, πως δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο πλέον).
     Βλέποντας στο Μιλάνο καθημερινά τον τσιμεντένιο πύργο/σύμβολο της εκμετάλλευσης, ο αφηγητής μας νιώθει ότι πρέπει να αναλάβει δράση, ξεσηκωμένος μάλιστα και από τις αφηγήσεις του απολυμένου φύλακα του ορυχείου Οτέλο Τακόνι. Η αποστολή λοιπόν την οποία ανέθεσε ο ίδιος στον εαυτό του δεν είναι άλλη παρά να απαντήσει στην έκρηξη με έκρηξη, τινάζοντας στον αέρα τα κτίρια και τους περίπου 2.000 εργαζόμενους στα γραφεία!
     Ο ανώνυμος (τυχαίο;) ήρωάς μας με βιωματικό τρόπο μοιράζεται τις εμπειρίες του, τις παρατηρήσεις του, τις εσωτερικές του σκέψεις και τα συναισθήματά του μεταφέροντας στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα της βόρειας Ιταλίας της εποχής: το «οικονομικό θαύμα» έχει αντίδραση, οι αναρχικοί οργανώνουν αντάρτικο πόλεων, οι βόμβες είναι στην ημερήσια διάταξη. Εκείνος εργάζεται ως μέλος συντακτικής ομάδας σε περιοδικό για τον κινηματογράφο (που όπως ξέρουμε βρίσκεται σε άνθηση την εποχή αυτή). Ο διευθυντής κος Φερνάσπε, ζηλωτής του είδους, πασχίζει με πάθος να ευθυγραμμίσει τις στήλες και τις αράδες μετρώντας και ξαναμετρώντας τα γράμματα, δίνοντας παράλληλα ποιότητα στα ρεπορτάζ του (εμείς παλεύουμε να περάσουμε από τον νεορεαλισμό στον ρεαλισμό/από το ρεπορτάζ στην ιστορία). Έχει «όραμα» και για κείνον ο νεορεαλισμός είναι ξεπερασμένος. Η «αποστολή» όμως που έχει αναθέσει στον εαυτό του ο αφηγητής (κατά τη χήρα Βιγκανό η συμπεριφορά του είναι οπορτουνιστική: οπορτουνιστής είναι οποιοσδήποτε εγκαταλείπει τη γραμμή του κόμματος για να εξυπηρετήσει το προσωπικό του συμφέρον) τον ωθεί να γνωρίσει κι άλλα άτομα που ανήκουν στην εργατιά, κι όχι στον κύκλο διανοουμένων, φωτογράφων και ζωγράφων της Μπρέρα (αν θες να τους συναντήσεις, πρέπει να συμμετέχεις στο τομεακό συμβούλιο).
     Ωστόσο, η παρουσία της όμορφης, ξανθιάς, ακτιβίστριας Άννας στη ζωή του τα ανατρέπει όλα. Την συναντά σε κάποια διαδήλωση, και τον εντυπωσιάζει με τις πολύ προχωρημένες της αντιλήψεις και την εμπειρία της στις επαναστατικές πρακτικές του αντάρτικου πόλεων (π.χ. τη σήμερον ημέρα δεν σχηματίζονται πια οδοφράγματα, γιατί γίνονται στόχος/σήμερα μπορείς να φυλάς έναν δρόμο απ΄τα γύρω σπίτια, από τα παράθυρα, τις ταράτσες κλπ). Φανατική, δογματική, επαναστάτρια (είχε βρεθεί κρατούμενη στις φυλακές Μαντελάτε), πανέξυπνη και πανέμορφη, κατακτά σε χρόνο ρεκόρ τον ήρωά μας ο οποίος ζει από την στιγμή που τη γνώρισε σε ερωτικό παραλήρημα (αμοιβαίο, βεβαίως, βεβαίως) που υψώνεται κατακόρυφο χαρίζοντας στον αναγνώστη σελίδες ακραίων συνειδητοποιήσεων καθώς περνάνε εβδομάδες «σχεδόν αδιάκοπης συνουσίας»!
     Η αδικαιολόγητη απουσία από τη δουλειά (λόγω συνοδείας της Άννας σε γυναικολόγο) στοίχισε στον αφηγητή μας την απόλυσή του. Ωστόσο ένα νέο κεφάλαιο αρχίζει, καθώς οι συγκατοίκηση βάζει καινούργιους όρους στον τρόπο διαβίωσης. Τώρα μαζί με την Άννα μοιράζονται τα πάντα: την απέραντη γραφειοκρατία το τομεακού συμβουλίου (του οποίου ο γραμματέας είχε σαλόνι ομορφιάς για σκύλους!), τις ατέλειωτες ώρες αναζήτησης δουλειάς, κυρίως μεταφραστικής (εδώ η Άννα βοηθούσε δακτυλογραφώντας), την αλλαγή σπιτιών με καλύτερους μεν όρους, σε καλύτερες περιοχές αλλά με περισσότερα έξοδα (τα οποία παρακολουθούμε αναλυτικά, καθώς ο πρωταγωνιστής μας πιέζεται να στείλει και στην γυναίκα του και το παιδί του ένα μέρος), τους εργασιακούς άθλους προκειμένου να εξοικονομήσουν απλώς το ζην.
     Η αλλαγή της γειτονιάς, η διαβίωση πια σε λαϊκή κι εργατική συνοικία στην περιφέρεια, κάνει τον ήρωα να συνειδητοποιήσει ότι «αντί να μας απομακρύνει από την πόλη, μας έφερε εντέλει πιο κοντά της». Η κουλτουριάρικη γειτονιά τους έφερνε σ’ επαφή μόνο με «μαλλιάδες ζωγράφους, κορίτσια με βρώμικα πόδια, πειναλέους φωτογράφους, όχι την ίδια την πόλη» (όχι –για να καταλάβεις την πόλη, για να σκάψεις κάτω απ’ τον πηχτό της ζόφο και να φτάσεις στην αρχέγονη καρδιά της έπρεπε –κι αυτό το καταλαβαίνω τώρα- να ζεις την γκρίζα ζωή των γκρίζων κατοίκων της, να είσαι σαν κι αυτούς, να ζεις σαν κι αυτούς»). Αρχίζει και συνειδητοποιεί ότι μια ακόμα ατομική έκρηξη στο σύμβολο της τυραννίας δεν θα φέρει την αλλαγή, αλλά «εκεί που υπάρχει αλληλεγγύη, εκεί και η επανάσταση» (χρειάζεται ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπινα μυρμήγκια ενωμένα που να εξεγείρονται κόντρα στα φρούρια του κέντρου).
     Μαζί με τον πιο ώριμο πια ήρωα παρακολουθούμε σπαρταριστές παρατηρήσεις για τον τριτογενή και τεταρτογενή τομέα της οικονομίας (με άλλα λόγια, όποιος επιλέγει ένα επάγγελμα του τριτογενούς ή τεταρτογενούς τομέα πρέπει να διαθέτει δεξιότητες πολιτικής υφής/η μέθοδος της επιτυχίας έγκειται κατά κύριο λόγο, στον κουρνιαχτό που θα σηκώσεις)· τα τρία είδη προσώπων που συναντά κανείς στο τραμ· την παντοδυναμία των… τηλεφωνητριών και το πώς ένας υπάλληλος γίνεται σιγά σιγά αόρατος πριν απολυθεί· τη σχέση των διευθυντάδων με τις γραμματείς. Πέρα από τις δηκτικές παρατηρήσεις και το (αυτό) σαρκαστικό ύφος, ο αναγνώστης απολαμβάνει και πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για την μετάφραση (όπου ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα). Η αδιάλειπτη εργασία και των δυο προκειμένου να μεταφράσουν συγκεκριμένο αριθμό σελίδων μέσα στις προθεσμίες είναι εξοντωτική και πολλές φορές με πενιχρό αποτέλεσμα (Στις τρεις το πρωί είχαμε τελειώσει: τα αφεντικά μας είναι οι ένοχοι. Όσο παραμένουν ατιμώρητοι, είμαστε όλοι μας συνένοχοι. Ιερά λόγια). Οι αντιλήψεις περί αυτοματισμού, παραγωγικότητας, δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και ανθρωπίνων σχέσεων επεκτείνονται, κατά τον αφηγητή, σε όλους τους τομείς, κι αυτές «πρέπει να αλλάξουν». Μέσα στο στρες του, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει και ψιχία από τον μαγικό κόσμο των βιβλίων στον οποίον εισχωρεί ο ήρωάς του, και κατ’ επέκταση ο ίδιος ως πρόσωπο (δεδομένου ότι ασχολήθηκε κι εκείνος με τη μετάφραση).
     Η αστική μέγγενη σφίγγει καθώς προχωρά ο καιρός (και τελειώνει και το… βιβλίο). Καθώς τους διώχνουν από το πρώτο σπίτι (εξερράγη ο θερμοσίφωνας γιατί τον ξέχασαν ανοιχτό!),νοίκιασαν άλλο αλλά μόνοι τους με το πραγματικό τους όνομα, μπλέχτηκαν στην εφορία που τους ζητά αναδρομικά, τους κυνηγούν οι δοσατζήδες (είναι όλοι τους σαν μπουλντόγκ, έτοιμοι να μπήξουν τα δόντια τους στο αυτί σου και να κρέμονται εκεί με κίνδυνο να σου το ξεριζώσουν), οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι καταμετρητές του ρεύματος, η Μάρα η γυναίκα του, ακόμα και… οι εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων! Κι έπειτα είναι οι καθημερινές βδέλλες, εκείνοι που σου τηλεφωνούν γα να σε ρωτήσουν σε ποιο σημείο της μετάφρασης έχεις φτάσει, και σου ζητούν να βιαστείς. Το κρεσέντο γίνεται γκροτέσκο με κατάληξη σκηνές μακάβριες, του ανθρώπου που παλεύει όχι με τον θάνατο, αλλά με τη ζωή, επειδή μοχθεί να βρει τα χρήματα για να πληρώσει τους γύρω του.

Προσωπικά αρνούμαι

Η επανάσταση πρέπει να ξεκινήσει από πολύ πιο μακριά.
Πρέπει να ξεκινήσει in interior homine.
     Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου ακούμε πιο άμεσα τη φωνή του ίδιου του συγγραφέα, που «προσωπικά αρνείται» αυτόν τον ρυθμό ζωής «αρκεί όλοι να δουλεύουν, αρκεί να είναι έτοιμοι να ξεθεώνονται στη δουλειά».
     Δεν ήρθα εδώ για να αυξήσω τον μέσο όρο και τις ανάγκες μου αλλά για να καταστρέψω τον γυάλινο και τσιμεντένιο πύργο με όλες τις ανθρώπινες σχέσεις που περικλείει. Ο κόσμος πρέπει να μάθει να μη συνεργάζεται, να μην παράγει, να μην είναι διαρκώς στο πόδι, να μην αφήνει να γεννιούνται καινούργιες ανάγκες και να απαρνηθεί αυτές που ήδη έχει. 
     Η γλυκιά ρουτίνα στη μεγάλη πόλη (σούπερ μάρκετ, καυσαέριο, λακκούβες στους δρόμους, βιασύνη περαστικών κλπ) είναι αναπόφευκτη. Ωστόσο, σε τρεις εκπληκτικές σελίδες ο ήρωας/συγγραφέας εκθέτει σε σαρκαστικό ύφος το επαναστατικό του όραμα που ο ίδιος βαφτίζει «αντιακτιβιστικό και συνουσιολογικό νεοχριστιανισμό» ενώ παραδέχεται ότι… πρέπει να επιβιώσει.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Όπως επισημαίνει στο επίμετρο (https://www.academia.edu/95476728/%CE%95%CF%80%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%BF_%CF%83%CF%84%CE%BF_%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_Luciano_Bianciardi_%CE%A0%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AE_%CE%B6%CF%89%CE%AE_%CE%91%CE%BA%CF%85%CE%B2%CE%AD%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B5%CF%82_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B5%CF%82_%CE%98%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%B7_2022_%CE%BC%CF%84%CF%86%CF%81_%CE%94%CE%AE%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%B1_%CE%94%CF%8C%CF%84%CF%83%CE%B7_)η εξαιρετική μεταφράστρια Δήμητρα Δότση, «η έκρηξη στα ορυχεία της Ριμπόλα, στην Τοσκάνη, όπου εγκλωβίστηκαν και έχασαν τη ζωή τους σαράντα τρεις εργάτες, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην κοσμοθεωρία του συγγραφέα και επιστρέφει συχνά πυκνά στο έργο του». Άλλωστε, το θέμα του πρώτου του βιβλίου, «Οι μεταλλωρύχοι της Μαρέμα», ήταν οι συνθήκες εργασίας και ζωής στα ορυχεία του Γκροσέτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: