Συναρπαστικό, σκληρό και… απρόβλεπτο το σύντομο αυτό μυθιστόρημα του διάσημου, αγαπημένου συγγραφέα. Βρισκόμαστε στο Αφγανιστάν, στην ερημωμένη Καμπούλ των Ταλιμπάν («προθάλαμος του Επέκεινα»), και από τις πρώτες σελίδες προετοιμάζεται ο αναγνώστης ότι θα ακολουθήσουν ανελέητες σκηνές φονταμενταλισμού, φανατισμού, καταπίεσης, εκτελέσεων. Ωστόσο, αρκετές ανατροπές στο συναισθηματικό επίπεδο θα φωτίσουν τις απίθανες εστίες αντίστασης στις οποίες βρίσκει καταφύγιο η ανθρώπινη ψυχή.
Η λεπτομερής περιγραφή της δημόσιας εκτέλεσης μιας πόρνης μέσα στο αλαλάζον, έξαλλο πλήθος μάς μεταφέρει από την αρχή στην καρδιά της βαναυσότητας των Ταλιμπάν και δίνει αφορμή να γνωρίσουμε τους βασικούς ήρωες: τον δεσμοφύλακα Ατίκ Σοκάτ που ζει καθημερινά τη φρίκη των παράλογων εκτελέσεων, τη γυναίκα του Μουσαράτ που είναι πάρα πολύ άρρωστη, τον Μοσέν Ραμάν, έναν απλό πολίτη που σιχαίνεται τις δημόσιες εκτελέσεις, αλλά ζώντας την καθημερινότητα της Καμπούλ έχει μάθει να τις ανέχεται (όσο ο χρόνος κυλούσε και οι μέρες στέριωναν τις βάσεις των ικριωμάτων κι έτρεφαν το εξιλαστήριο κοπάδι, μέχρι που έφτασαν οι άνθρωποι της Καμπούλ να αγωνιούν στην πιθανότητα αναβολής μιας εκτέλεσης), καθώς και τη γυναίκα του, τη δυναμική, και όμορφη σαν το φως Ζαϊρά. Ωστόσο, την αποφράδα εκείνη μέρα που γίνεται η εκτέλεση, ένα φαινομενικά ασήμαντο επεισόδιο γίνεται κομβικό: ο Μοσέν, παρασυρμένος από την οργή του όχλου, εκσφενδονίζει με τα ίδια του τα χέρια οργισμένες πέτρες στην φιμωμένη μελλοθάνατη (αν χάθηκε μια στιγμή μέσα στην υστερία του όχλου, ο λόγος είναι πως η καθημερινή φρίκη αποδείχνεται πιο δυνατή από την αφύπνιση και η ανθρώπινη κατάπτωση βαθύτερη από την άβυσσο) φέροντάς της το τελειωτικό χτύπημα (βλέπει με απέραντη απόλαυση έναν κόκκινο λεκέ να απλώνεται).
Ο Μοσέν με αυτήν την άτοπη, παρορμητική πράξη του («αρχέγονη, προκατακλυσμιαία χειρονομία») υπέγραψε την καταδίκη της σχέσης του με την πανέμορφη Ζαϊρά, μια σχέσης που μέχρι τότε ήταν ιδανική, ειλικρινής, τρυφερή (πάντα χαμογελά όταν εμφανίζεται η γυναίκα του μπροστά του) γιατί δεν άντεξε να της κρύψει την ευθύνη της φρίκης στην οποία συμμετείχε. Αντίθετα, ομολόγησε ότι «έκανε κάτι το αδιανόητο» (αισθάνομαι πως τα πράγματα μου ξεφεύγουν, πως δεν ελέγχω πια τον εαυτό μου). Παρακολουθούμε τις αντιδράσεις και τις συναισθηματικές αλλαγές και των δύο μπροστά σ αυτήν τη νέου είδους συμφορά, την αλλοτρίωση του χαρακτήρα που επιφέρει και την αλλοίωση στη σχέση. Η Ζαϊρά, είναι ένα ελεύθερο και υγιές πνεύμα, που προ Ταλιμπάν σπούδαζε πολιτικές επιστήμες και μαχόταν για τη χειραφέτηση της γυναίκας, που αρνιέται σθεναρά να φορέσει τσαντόρ (μ’ αυτό το καταραμένο όπλο δεν είμαι ούτε άνθρωπος ούτε ζώο) και αναπολεί την εποχή που «αντί για τις αγχόνες που ασχημίζουν τις σημερινές σκονισμένες πλατείες υψώνονταν παιδικά τραγούδια» και χαρταετοί. Αυτή λοιπόν η αιφνιδίως βίαιη πλευρά του Μοσέν την παγώνει τελείως- ωστόσο του δίνει μια δεύτερη ευκαιρία, αλλά η επιμονή του Μοσέν να πάνε βόλτα σαν να βρίσκονται στην παλιά Καμπούλ, οδηγεί την κατάσταση πάλι στα άκρα. Αρχικά η Ζαϊρά δυσανασχετεί: «Τώρα δεν γίνεται πια. Θα υπάρχει πάντα ένα δύσοσμο σκιάχτρο, οπλισμένο μέχρι τα δόντια, για να μας ανακαλεί στην τάξη και να μας απαγορεύει να μιλήσουμε σε ανοιχτό χώρο», στο τέλος δέχεται για να επιβεβαιώσει τις αρχικές της υποψίες: η βόλτα στην Καμπούλ γίνεται ένας εφιάλτης.
Η Καμπούλ έχει γίνει πια μια πόλη όπου κυριαρχεί ο φόβος, ενώ τις χαρές τις κατατάσσουν στα θανάσιμα αμαρτήματα. Ζέστη, σκόνη, φτώχεια, μιζέρια, ζητιάνοι, γέροντες, ανάπηροι πολέμου. Δυο απανωτές δεκαετίες γεμάτες ενέδρες, εναέριες επιδρομές, μηχανές πολέμου που κομμάτιασαν χιλιάδες κορμιά, μια πόλη γεμάτη ικριώματα και στοιχειωμένη από καχεκτικά ράκη. Τα παιδιά είναι υποχρεωμένα να φοιτούν στα ειδικά σχολεία, τα «μεντερσά», που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και αφιονίζουν τις αθώες ψυχές τους∙ οι δεκάδες ανάπηροι, οι τραυματίες πολέμου, περιφέρονται σαν ζόμπι κομπάζοντας για τις πολεμικές τους περιπέτειες φτάνοντας σε τερατολογίες∙ τα αλητόπαιδα λιντσάρουν τα ζώα σαν να προπονούνται για το λιντσάρισμα των ανθρώπων∙ ομάδες Ταλιμπάν σέρνουν κακήν κακώς τους περαστικούς για ν’ ακούσουν τους μουεζίνηδες, μαστιγώνουν μέχρι θανάτου αθώους ανθρώπους που απλώς χάνουν τα λογικά τους, με τραμπουκισμούς σκορπίζουν τον τρόμο και την ταπείνωση.
Ένα τέτοιο επεισόδιο ταπείνωσης διευρύνει οριστικά το χάσμα ανάμεσα στον Μοσέν και τη Ζαϊρά, που σταδιακά κορυφώνεται και καταλήγει σε τραγωδία. Είναι το δεύτερο κομβικό σημείο του μυθιστορήματος, που θα φέρει κοντά τους τέσσερις πρωταγωνιστές. Γιατί η Ζαϊρά καταδικάζεται σε θάνατο, βρίσκεται κρατούμενη στα κελιά μελλοθανάτων, και ο δεσμοφύλακας Ατίκ τη συναντά και… την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Ο Ατίκ, ο άπονος, ο επιθετικός, ο είρωνας, που φοβάται την ευαισθησία σαν να είναι φαρμακερή οχιά, που πνίγει τις απογοητεύσεις του νιώθοντας χαρά με τις απογοητεύσεις των άλλων. Αυτός, που φέρεται σχεδόν βάναυσα στην κατάκοιτη Μουσαράτ -η οποία κάποτε του είχε σώσει τη ζωή- τελευταία δίχως να το καταλάβει, καλλιέργησε μια παράξενη επιθετικότητα, δεσποτική κι απύθμενη. Αυτός ο αλλοτριωμένος άνθρωπος λοιπόν, μόλις αντικρίζει το όμορφο πρόσωπο της Ζαϊρά, αποσβολώνεται από το «μαγευτικό όραμα» (θα’ λεγε κανείς πως είναι μια αυγή που ανθίζει στην καρδιά αυτού του απαίσιου, άθλιου αφανιστικού μπουντρουμιού).
Έχει ήδη διεισδύσει η ανθρωπιά όταν φτάνουμε στο τρίτο αυτό, κομβικό σημείο της απίστευτης ιστορίας που μας αφηγείται ο συγγραφέας. Γιατί δεν πρόκειται απλώς για ένα μωσαϊκό που απεικονίζει την ιστορική ιδιαιτερότητα της αφγανικής κοινωνίας μετά τη σοβιετική εισβολή και την επικράτηση του πιο σκληρού φονταμενταλισμού, που ζωγραφίζει τη φτώχεια, τη μιζέρια, την αλλοτρίωση των ηθών και των ανθρώπινων σχέσεων: Ο Μιρζά Σαν, παιδικός φίλος του Ατίκ λιποτάκτησε από τον στρατό (επί σοβιετικής ένωσης) για να προσχωρήσει στους μουτζαχεντίν και τώρα ασχολείται με ναρκωτικά και λαθρεμπόριο. Ο δήμιος Κασίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, αδίστακτος τώρα πια και ανελέητος, γιος κωφάλαλης γυναίκας με 14 παιδιά, δείχνει κάποιες στιγμές απροσδόκητη ευαισθησία και νοσταλγία. Ο συγγραφέας αναδεικνύει τις αντιφάσεις αυτών των ανθρώπων που κάτω από το φάσμα της τρομοκρατίας έχουν σκληρυνθεί, αλλά προχωρά ακόμα πιο βαθιά αναζητώντας το φως, το φως κυρίως μέσα στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων-θυμάτων, αυτών που υφίστανται την άκρα καταπίεση και εξευτελισμό. Έτσι, σχεδόν ανυψώνεται σε σύμβολο ο ογδοντάχρονος Ναζίς (παλιά μουφτής στην Καμπούλ, και τώρα είναι κουτσός και ξεμωραμένος) που νοσταλγεί τη μουσική (τρώμε για να μην πεθάνουμε από την πείνα. Τραγουδάμε για ν’ ακούσουμε τον εαυτό μας να ζει) και ονειρεύεται να φύγει μακριά προκαλώντας τον χλευασμό του Ατίκ (δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ στην Καμπούλ. Είναι καταραμένη πόλη. Δεν υπάρχει σωτηρία πια. Τόσοι άνθρωποι πεθαίνουν και οι δρόμοι είναι γεμάτοι χήρες και ορφανά).
Ωστόσο, σε μια κοινωνία όπου η γυναίκα είναι σε θέση χειρότερη κι από ζώου, ο συγγραφέας επέλεξε η καθαυτό αντίρροπη εξεγερτική δύναμη να προέρχεται από γυναίκες: αρχικά το ακραίο ασυμβίβαστο της Ζαϊρά, που βλέπει ολοκάθαρα τον παραλογισμό του κόσμου των Ταλιμπάν και που εξακολουθεί να βλέπει καθαρά την αλήθεια, ακόμα και πριν η θανατική εκτέλεση. Αλλά την μεγάλη έκπληξη -στον Ατίκ (και… στον αναγνώστη)- την επιφυλάσσει η Μουσαράτ, αυτό το άρρωστο σωριασμένο κορμί που περιμένει καρτερικά τον θάνατο. Γιατί μπορεί να είναι τρομερά αδύναμη και κακομοιριασμένη, αλλά έχει όχι μόνο τη διαίσθηση να καταλάβει ότι ο Ατίκ ζει κάτι συνάμα καταπληκτικό και τρομαχτικό, αλλά στο άκουσμα της εξομολόγησης του Ατίκ (πέρασα τη νύχτα κοιτάζοντάς τη να κοιμάται, τόσο θαμπωμένος απ’ τη λαμπρότητά της που δεν είδα τον ερχομό της αυγής) εκείνη… σκάει στα γέλια, νιώθει χαρά και απογειώνει τον Ατίκ (και τον αναγνώστη): μονάχα τώρα φανερώνεις τον ποιητή που κρυβόταν μέσα σου/δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ευτυχισμένη είμαι ξέροντας πως είσαι ικανός να εκφράζεις ό, τι υπάρχει στην καρδιά σου αντί να το εξορκίζεις σαν να ήταν έμεσμα.
Το τέταρτο και τελευταίο κομβικό σημείο σ’ αυτήν την απίστευτη ιστορία είναι η τεράστια μεταστροφή του Ατίκ, τέτοια που να βλέπει τον δήμιό του, τον Κασίμ, σαν ένα «κτήνος» (δεν έχει περισσότερη καρδιά από ένα ρόπαλο, ούτε ιότερο οίκτο από ένα φίδι). Και σ’ αυτό συμβάλλει και η Μουσαράτ, που προβαίνει σε μια απροσδόκητη πράξη. Μια πράξη που είναι και η τελική στην τραγωδία που ξετυλίγει ο συγγραφέας, μια πράξη ανατρεπτική αλλά που η ίδια την υποστηρίζει με θέρμη και εσωτερικό σθένος:
Εσύ, να κλαίς; Τόσο καιρό πείστηκα πως η καρδιά σου είχε πετρώσει, πως τίποτα δεν θα άγγιζε την ψυχή σου ή θα σ’ έκανε να ονειρευτείς (…) Από τότε που την αντίκρισες, τα μάτια σου ακτινοβολούν. Φωτίζει την ψυχή σου. Κάποιος άλλος στη θέση σου θα μας ξεκούφαινε με τα τραγούδια του σκαρφαλωμένος στις στέγες είσαι ευτυχισμένος, Ατίκ, μα δεν το ξέρεις. Η ευτυχία σε πλημμυρίζει και δεν ξέρεις πώς να την απολαύσεις.
Και...
Όταν είδα τα δάκρυά σου να αναβρύζουν απ’ τα μάτια σου, νόμισα πως άνοιξε ο ουρανός σε ό, τι πιο ωραίο υπάρχει.
Χριστίνα Παπαγγελή